Ο Δημήτρης Γραμμόζης έχει μάθει να δουλεύει σαν ρομπότ
Η τελευταία αλλαγή προπονητή της Schalke 04 αφορά έναν Έλληνα, ο οποίος αναλαμβάνει την «ανάσταση» μιας εκ των πιο επιτυχημένων και δημοφιλών γερμανικών ομάδων.
- 4 ΜΑΡ 2021
Ο Δημήτρης Γραμμόζης έγινε ο πρώτος Έλληνας προπονητής ομάδας εκ των κορυφαίων πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου της Ευρώπης, με τη Schalke 04 να του εμπιστεύεται τη δουλειά την Τρίτη 2 Μαρτίου. Όχι μόνο έως το τέλος της τρέχουσας αγωνιστικής περιόδου της Bundesliga, αλλά έως το 2022.
Σημείωση: ο 53χρονος Ηρακλής Μεταξάς είχε καθίσει στην πρώτη θέση του πάγκου της FC Augsburg (όπου είναι ασίσταντ) στην επίσκεψη στη VfL Wolfsburg, στις 4 Οκτωβρίου του 2020 (για την ιστορία το ματς έληξε 0-0). Ως εκ τούτου, ο Γραμμόζης γίνεται ο πρώτος «μόνιμος». Ο Μεταξάς ήταν προπονητής του Γραμμόζη στη δεύτερη ομάδα της VfL Bochum II, πριν αλλάξουν οι ρόλοι -και γίνει ο Μεταξάς assistant του Γραμμόζη το 2012.
Η Schalke 04 προχώρησε στην πέμπτη αλλαγή προπονητή για φέτος. Bρίσκεται στην τελευταία θέση της βαθμολογίας, μετά από 23 αγωνιστικές (έχει πανηγυρίσει μόλις μια νίκη), με 8 βαθμούς λιγότερους από την προτελευταία Mainz και εννέα από την τρίτη από το τέλος Arminia. Γεγονός που σημαίνει ότι το πιθανότερο είναι να μετέχει τη νέα χρονιά στη 2. Bundesliga, κατηγορία που αν μη τι άλλο γνωρίζει πάρα πολύ καλά ο 42χρονος Ελληνογερμανός, με καταγωγή από το Κεφαλόβρυσο των Ιωαννίνων (κοντολογίς είναι ένας Έλληνας με γερμανικές αρχές). Απέκτησε σχετικές εμπειρίες ως παίκτης και ως προπονητής. Θα ξεκινήσουμε από το τέλος.
Τον Μάρτιο του 2018 εξασφάλισε την άδεια προπονητή από τη γερμανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Είχε προηγηθεί μια τετραετία που απασχολήθηκε ως βοηθός του Thomas Reis στη δεύτερη ομάδα της VfL Bochum II. Παράλληλα, είχε αναλάβει ως head coach την U15 (2014-15), την U17 (2016-17) και την U19 (2017-18). Ένα χρόνο μετά την εξασφάλιση της άδειας και για την ακρίβεια στις 24 Φεβρουαρίου του 2019, τον κάλεσε για δουλειά η SV Darmstadt 98. Έγινε ο σύλλογος που τον έκανε επαγγελματία προπονητή. Εκεί αποφάσισε να περάσει όσα είχε μάθει. Κυρίως πώς πρέπει να δουλέψει μια ομάδα που θέλει να σκοράρει κατά το δοκούν και ότι για να έχεις ένα καλό αποτέλεσμα χρειάζεται ένα μείγμα βετεράνων και νέων παικτών -παίκτες με προσωπικότητα. Επίσης, είχε μάθει πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν από τις σχέσεις που έχει ο προπονητής με τους παίκτες «αφού οι προπονητές έχουν πολύ μικρό έλεγχο όσων γίνονται αφότου αρχίσει το παιχνίδι». Για αυτό και συναντούσε έναν έναν ξεχωριστά, για συζητήσεις και ατομικές προπονήσεις.
«Πέρασα υπέροχα. Μπορούσα να νιώθω το πάθος των φιλάθλων στους εντός έδρας αγώνες. Η σκληρή δουλειά και η νοοτροπία πως δεν κερδίζεις τίποτα αν δεν προσπαθήσεις, είναι στο DNA της. Όπως και η ενότητα όλων των ανθρώπων της, από τον πρώτο έως τον τελευταίο. Δεν θα δεχόμουν τη δουλειά, αν δεν είχα καλό προαίσθημα» είχε πει στη Hessenschau στις 3 Ιουλίου του 2020. Τότε που τελείωσε η σχέση με την SV Darmstadt 98, έπειτα από 16 μήνες. Ήταν μετά το 3-1 επί της VfB Stuttgart στην τελευταία αγωνιστική της 2. Bundesliga για τη σεζόν 2019-20.
Παρουσία του, η Darmstadt του δεύτερου μικρότερου μπάτζετ της κατηγορίας, απήλαυσε το πιο επιτυχημένο δεύτερο μισό σεζόν στην ιστορία της, έχοντας εξασφαλίσει σε αυτό το διάστημα 32 πόντους σε 17 ματς. Για δέκα διαδοχικά παιχνίδια δεν είχε υποστεί ήττα. Παρ’ όλα αυτά το συμβόλαιο του δεν επεκτάθηκε, παρ’ ότι η ομάδα είχε τερματίσει στην πέμπτη θέση της βαθμολογίας, στην τρίτη διαδοχική χρονιά στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία της Γερμανίας -μετά τον υποβιβασμό του 2017.
Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Γραμμόζης είχε μείνει χωρίς δουλειά. «Είμαι σπίτι με την οικογένεια μου και περνάω το χρόνο μου με τα παιδιά μου. Για πρώτη φορά έχω το χρόνο να διαχειριστώ όσα συνέβησαν». Το μάθημα που είχε να του διδάξει αυτή η πρώτη εμπειρία ως προπονητή ήταν ότι «πρέπει να έχεις υπομονή και να πιστεύεις στη φιλοσοφία σου. Χρειάζεται χρόνος για να δεις τις ιδέες σου να γίνονται πράξη. Και για να γίνει αυτό απαιτείται ψυχραιμία και γαλήνη».
Τον ρώτησαν αν είχε πρόχειρη κάποια περίπτωση τεχνικού που ήταν επιτυχημένος, αλλά δεν ανανέωσε τη συνεργασία του με την ομάδα στην οποία άνηκε. Ομολόγησε πως δεν θυμόταν κάτι σχετικό, πριν σχολιάσει ότι «αυτά συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο». Ψυχολογικά υπήρχε μια κάποια πίεση «καθώς το θέμα μου αναφερόταν κάθε μέρα. Παρ’ όλα αυτά, καταφέραμε να επικεντρωθούμε στην ουσία που ήταν να κάνουμε τη δουλειά μας και να κατακτήσουμε καλά αποτελέσματα. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα κρίνω αν ό,τι συνέβη ήταν δίκαιο ή άδικο. Είχαμε κάνει μια επαφή, στην αρχή της σεζόν και είχαμε συμφωνήσει πως θέλουμε να προχωρήσουμε μαζί. Στην πορεία είδαμε να δημιουργείται και κάτι καλό, αλλά στο τέλος δεν τα βρήκαμε. Δεν κρατώ κακία».
Η πρόταση που του είχε κάνει η SV Darmstadt 98 ήταν για μονοετή ανανέωση, καθώς υπήρχε το ψυχολογικό προηγουμένων πολυετών συμφωνιών που είχαν καταλήξει σε διαζύγια και αποζημιώσεις. Εκείνος ήθελε κάτι περισσότερο. Μετά άκουσε εκπρόσωπο του συλλόγου να λέει ότι «ο κόουτς ήθελε να αναλάβει μια νέα πρόκληση» κάτι που δεν ήταν αληθές. «Εξεπλάγην γιατί ουδέποτε είχα πει κάτι τέτοιο. Ήθελα να μείνω, αλλά αυτό δεν έγινε». Όπως δεν άλλαξε κάτι στον τρόπο που προσέγγιζε τη δουλειά του, καθώς η σεζόν ήταν ακόμα σε εξέλιξη όταν ειπώθηκαν τα της νέας πρόκλησης. «Εξελίξαμε την ομάδα παιχνίδι με το παιχνίδι. Οφείλω ωστόσο, να παραδεχθώ πως δεν είχα προβλέψει αυτά που όντως καταφέραμε και πρέπει να συγχαρώ τους παίκτες».
Είχε πει και ότι ακόμα δεν είχε κάποια πρόταση. “Είμαι με το τηλέφωνο στο χέρι όλη μέρα, περιμένοντας μια κλήση. Στους 16 μήνες που ήμουν στην SV Darmstadt 98 έδειξα τι μπορώ να κάνω και πώς μπορώ να εξελίξω μια ομάδα. Τώρα περιμένω να δω τι θα ακολουθήσει”. Ακολούθησε η Schalke 04.
Πάμε τώρα, στην αρχή της ιστορίας
Ο Γραμμόζης γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου του 1978 στο Wuppertal. Μεγάλωσε 17.5 χιλιόμετρα πιο βόρεια, στο Velbert, πόλη παγκοσμίου φήμης ως παραγωγού κλειδαριών και εξαρτημάτων. H ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο, σε οργανωμένο επίπεδο (συλλόγου) άρχισε όταν ήταν 6, στη ομάδα της γειτονιάς (TuS Neviges). Στα 10 πήγε στο τρίτο πιο παλιό club της Βεστφαλίας (SSVg Velbert), όπου πέρασε μια τριετία και από εκεί πέρασε στη Borussia Velbert. Εκεί έμεινε δυο χρόνια. Ακολούθησε η επιστροφή στο Wuppertal, για την ομώνυμη ομάδα. Την πρώτη εμφάνιση σε πρώτη ομάδα συλλόγου την έκανε το 1996 (στα 18). Ήταν με τη φανέλα της KFC Uerdingen 05 (η τελευταία επιτυχημένη περίοδος του σωματείου εντοπίζεται στη δεκαετία του ’80) στη 2. Bundesliga. Έμεινε εκεί έως τις 13 Ιανουαρίου του 2020, όταν πουλήθηκε στη -εκπρόσωπο της Bundesliga- Hamburger SV, για 350.000 ευρώ.
«Το 1996 είχα την αφίσα του Anthony Yeboah στο ερμάριό μου, γιατί ό,τι έκανε με την μπάλα ήταν απίστευτο. Όλα του τα γκολ ήταν υποψήφια για το βραβείο του γκολ της χρονιάς. Το 1998 τον είχα δίπλα μου στις προπονήσεις. Θυμάμαι ένιωθα πολύ περίεργα. Είχα φύγει από μια πολύ ήρεμη κατάσταση για μια ομάδα με πολλούς σταρ (Niko Kovac, Harald Spörl, Andreas Fischer, Thomas Doll) που είχαν και φανταστικές προσωπικότητες». Στην αρχή δεν τολμούσε να τους κοιτάξει στα μάτια. “Είχαν μια απόσταση από όλους τους άλλους, αλλά αυτό που ήταν εξαιρετικό ήταν πως όταν σε έβλεπαν να περνάς δύσκολα, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σε στηρίξουν. Αυτό με διαμόρφωσε. Παρά την ηλικία και τις επιτυχίες τους, είχαν πάντα απαράμιλλο πάθος.
«Αν παίζαμε τέσσερις εναντίον τεσσάρων στις προπονήσεις και έχαναν, φοβόμασταν να μπούμε στα αποδυτήρια μη μας βρει κανένα παπούτσι στο κεφάλι. Βλέπετε, αυτοί οι παίκτες αρνούνταν να χάσουν και ως κόουτς τους ανέφερα πάντα ως παραδείγματα προς μίμηση, για τη θέληση που είχαν να νικούν».
Στη δεύτερη σεζόν (1999-2000) ήταν από τους λόγους που η παρέα του τερμάτισε στην τρίτη θέση και πήρε την πρόκριση για το UEFA Champions League. Μετά εμφανίστηκαν νέοι παίκτες και δεν κατάφερε να διατηρήσει το χώρο του. Έφυγε για την Kaiserslautern. Εκεί προπονητής ήταν ο Otto Rehhagel. Μεταξύ των παικτών ήταν οι Mario Basler, Youri Djorkaeff, Miroslav Klose, Harry Koch. «Πλέον όμως, και εγώ δεν ήμουν ο κανένας. Είχα αποδείξει ποιος είμαι στο Hamburg και είχα αποκτήσει τη νοοτροπία του νικητή».
Η συνεργασία με τον Rehhagel και οι διαφορετικές απαιτήσεις εκείνης της εποχής
Κατά τον Γραμμόζη, ο πρωταθλητής Ευρώπης με την Ελλάδα θα μπορούσε να είναι επιτυχημένος προπονητής μέχρι σήμερα «χάριν της προσωπικότητάς του». Όπως είχε πει στην Frankfurter Runsdschau «τότε που συνεργαστήκαμε τα πράγματα ήταν διαφορετικά, καθώς δεν υπήρχε η προσοχή των media και άρα δεν υπήρχαν τεράστιες απαιτήσεις. Ο Rehhagel όμως, καταλάβαινε την ανάγκη που έχουν όλα τα νέα παιδιά να βρουν κάποιον να γίνει πηγή έμπνευσης». Αν κράτησε κάτι από εκείνον ήταν η ηρεμία που έβγαζε και η εμπιστοσύνη που μετέδιδε στους παίκτες.
«Εκείνη την εποχή ουδείς ασχολείτο με τα μαλλιά σου. Όλοι επικέντρωναν στο τι έκανες στο γήπεδο. Νιώθω ευτυχής που έπαιξα ποδόσφαιρο σε εκείνη την εποχή, παρ’ ότι η ιεραρχία ήταν πάρα πολύ αυστηρή. Η συνέπεια αυτού ήταν αγνοούνται οι νεαροί σε ηλικία αθλητές. Χαρακτηριστικά, στα αποδυτήρια οι παλιοί κάθονταν στη μια μεριά και οι νέοι στην άλλη. Δεν υπήρχε μεγάλη επικοινωνία. Δεν μπορώ να θυμηθώ μια φορά που να κάθισε κάποιος βετεράνος να φάει μαζί μας. Από την άλλη, ο τρόπος που μας συμπεριφέρονταν μπορούσε να γίνει κίνητρο, ώστε να δώσουμε ό,τι έχουμε για να κερδίσουμε τη θέση μας».
Η εμπειρία της Ελλάδας
Στην Kaiserslautern έμεινε πέντε σεζόν. Όλες διακόπηκαν για εκείνον πολλάκις, λόγω τραυματισμών. Στη λίστα με τις δυσκολίες προστέθηκαν οι αλλαγές προπονητών και οι ρήξεις που είχε με αυτούς των δυο τελευταίων χρόνων. Εξ ου και το 2005 κίνησε για αλλού: την 1. FC Köln. Το συμβόλαιο που υπέγραψε ήταν διετές. Διεκόπη μετά τον πρώτο χρόνο. Πήγε ως ελεύθερος στη Rot-Weiss Essen, νεοφώτιστη στη 2. Bundesliga. Υπέγραψε έως τις 30 Αυγούστου του 2008. Παρ’ όλα αυτά, το καλοκαίρι του 2007 ήλθε στην Ελλάδα για τον Εργοτέλη. Για ένα χρόνο. Κάθισε ενάμιση. Η έλλειψη επικοινωνίας με τον προπονητή Νίκο Καραγεωργίου ήταν ο λόγος που δεν ολοκλήρωσε τη δεύτερη σεζόν και έφυγε για την Ομόνοια (της Κύπρου), για 150.000 ευρώ. Εκεί, υπό τις οδηγίες του Τάκη Λεμονή, πέρασε δυόμιση αγωνιστικές περιόδους, έγινε πρωταθλητής και κατακτητής του εγχώριου SuperCup. Το Γενάρη του 2011 είχε έλθει η ώρα για μια νέα εμπειρία: ήταν αυτή της Κέρκυρας. Έξι μήνες αργότερα και ενώ είχε ζήσει την εμπειρία να μη δουλεύει σαν ρομπότ (όπως συμβαίνει στη Γερμανία), αλλά πιο χαλαρά, πιο παρεϊστικα, επέστρεψε στη γενέτειρα του για τη VfL Bochum II, όπου και ολοκλήρωσε το κεφάλαιο του παίκτη.
«Η μετάβαση από παίκτης σε προπονητής δεν ήταν δύσκολη, μάλλον γιατί ως κεντρικός μέσος πάντα έπρεπε να σκέφτομαι πολύ για όλα όσα γίνονταν στον αγωνιστικό χώρο. Θυμάμαι ήμουν πολύ ενθουσιασμένος για τη νέα μου δουλειά, στην οποία πέρασα στην τελευταία μου σεζόν στη VfL Bochum II (2012-13), όπου ήμουν βοηθός προπονητή και παίκτης». Του Μεταξά που λέγαμε στην αρχή.
Ως παίκτης έζησε το μερίδιο του στους τσακωμούς με τους προπονητές του. Ως κόουτς «νιώθω πως χρειάζονται κάποιες τριβές, ώστε να δημιουργούνται νέα ερεθίσματα. Κάποιες φορές ως τεχνικός πρέπει να ξέρεις πότε να αφήσεις να περάσει μια κατάσταση και να αφήσεις τους παίκτες να την τακτοποιήσουν μεταξύ τους. Αρκεί να μην είναι κακόβουλη, γιατί ο αντίπαλος είναι η ομάδα που αντιμετωπίζεις κάθε εβδομάδα. Όχι η δική σου ομάδα».