Ο Εθνικάρας δεν είναι πια εδώ
Η πιο διάσημη φωνή του ελληνικού ποδοσφαίρου έφυγε χθες σε ηλικία 87 ετών χτυπημένη από τον κορονοϊό. Κανείς όμως δεν μπορεί να ξεχάσει τον χαμογελαστό φίλαθλο που πήγαινε από γήπεδο σε γήπεδο απολαμβάνοντας τον καθολικό σεβασμό.
- 13 ΣΕΠ 2021
Δεκαετία του 1990, Γήπεδο Νέας Σμύρνης, Πανιώνιος-Εθνικός. Όσο το παιχνίδι πήγαινε καλά για τους κυανέρυθρους, οι χαρακτηριστικές ιαχές του Εθνικάρα έφερναν χαμόγελα σε όλο τον κόσμο. Καθώς όμως το ματς άρχισε να στραβώνει, η φιλική διάθεση αντικαταστάθηκε με γκρίνια, μίρλα και «άσε μας και εσύ ρε Εθνικάρα». Εκείνος πάλι δεν έχανε ποτέ το χαμόγελό του. Ζούσε για να βρίσκεται στο γήπεδο – το όποιο γήπεδο.
«Α, ρε Εθνικάρα» σε ένταση που μόνο τα μεγάφωνα θα μπορούσαν να δώσουν. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε το πού ακριβώς έκρυβε αυτή τη φωνή μπασοβαρύτονου ο κατά κόσμον Γιάννης Ματζουράνης. Ίσως, ήταν το πραγματικό πάθος που ένιωθε για το πιο όμορφο παιχνίδι του κόσμου. Ίσως, πάλι ήταν απλά μια έμφυτη και σπάνια ικανότητα. Σε κάθε περίπτωση, ο Εθνικάρας υπήρξε για δεκαετίες ένα σύμβολο.
Μια φωνή που συνδέθηκε με το ποδόσφαιρο (και πιο συγκεκριμένα την ομάδα του Εθνικού), αφού σχεδόν όλοι συναντήσαμε -κάπου, κάποια στιγμή- τον Γιάννη Ματζουράνη, τον πιο διάσημο Έλληνα φίλαθλο. Έναν άνθρωπο που υπήρξε πάντα το ακριβώς αντίθετο του χουλιγκανισμού, του γηπεδικού μίσους και της τοξικότητας.
Ο Εθνικάρας δεν βρίσκεται πια εδώ. Έφυγε χτυπημένος από τον κορονοϊό στα 87 του χρόνια ύστερα από πολύμηνη μάχη στη ΜΕΘ του Ευαγγελισμού. Δυστυχώς, οι γιατροί δεν μπόρεσαν να σώσουν τον επί τέσσερις δεκαετίες κλητήρα του νοσοκομείου. Έτσι, ένα ολόκληρο κεφάλαιο για το ελληνικό ποδόσφαιρο έκλεισε.
Εθνικάρας, το σύμβολο μιας εποχής που δεν υπάρχει πια
Οι ιαχές του Εθνικάρα χάνονται μέσα στα χρόνια. Ήδη από τη δεκαετία του ’90 ήταν μια παμπάλαια καραβάνα των γηπέδων. Ένα πρόσωπο βγαλμένο από άλλες, μάλλον πιο αθώες εποχές.
Τι σχέση άραγε μπορεί να έχει ένας φίλαθλος που πηγαίνει από γήπεδο σε γήπεδο, απολαμβάνοντας (σχεδόν πάντα, πλην εξαιρέσεων) καθολικό σεβασμό, με το πολεμικό κλίμα που έχουμε συνηθίσει κυρίως από τα 80s και μετά;
Ο Γιάννη Ματζουράνης απαντούσε πάντα με χαμόγελο, ακόμα και όταν η εξέδρα δεν έδειχνε διατεθειμένη να δεχθεί τον τρόπο που εκείνος έβλεπε τα πράγματα. Φώναζε «Α, ρε Εθνικάρα» μέχρι και μέσα στην κατάμεστη Τούμπα.
Ήταν ένας απλός κλητήρας του Ευαγγελισμού, πάντα πρόθυμος να εξυπηρετήσει το κοινό, ο οποίος κάθε Κυριακή ήθελε να ζήσει από κοντά έναν έρωτα που γνώρισε σε παιδική ηλικία: το ποδόσφαιρο. Όχι, το οπαδιλίκι, ούτε το ξεχαρμάνιασμα σε μια εξέδρα. Αυτά φαίνεται να τον άφησαν παγερά αδιάφορο σε ολόκληρη τη ζωή του.
O Εθνικάρας παρέμεινε ρομαντικός ακόμα και σε εποχές σκληρού κυνισμού. Ήταν μάλλον ο τελευταίος μεγάλος των ρομαντικών και χθες ομάδες, σωματεία και οργανισμοί τον αποχαιρέτησαν όπως του άρμοζε. Με απόλυτο, δηλαδή, σεβασμό.
Τελικά, εκτός από την πιο χαρακτηριστική ιαχή των ελληνικών γηπέδων, ο Γιάννης Ματζουράνης μας άφησε κι άλλο ένα μεγάλο μάθημα: τα χαμόγελα που μοίραζε κάθε φορά που η αντίπαλη εξέδρα έβλεπε παντού εχθρούς – ακόμα και στο δικό του καλοκάγαθο πρόσωπο.
Η συμπεριφορά του Εθνικάρα είναι εκείνη που μπορούμε και ίσως θα έπρεπε κρατήσουμε. Μια ανάμνηση με άλλα λόγια από ένα γήπεδο όπου ολόκληρες οικογένειες μπορούν να περάσουν εκεί το μεσημέρι της Κυριακής χωρίς να φοβούνται για την ασφάλειά τους.
Ναι, όσοι προλάβαμε τον Γιάννη Ματζουράνη στα κυριακάτικα ματς, θα τον θυμόμαστε πάντα να κρατά το κάγκελο για να φωνάξει με όλη τη δύναμη της καρδιάς του «Α, ρε Εθνικάρα».
Το ζητούμενο όμως είναι αν μπορούμε, όπως εκείνος, αντί να τυφλωνόμαστε από τα οπαδικά συναισθήματα να δούμε ξανά το ποδόσφαιρο -παρά τα ακραιά ποσά που παίζουν πια- για αυτό που είναι πραγματικά: ένα όμορφο παιχνίδι.