Eurokinissi
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Ο Νίκος Σαργκάνης έκανε τα παιδιά να θέλουν να παίξουν τέρμα

Το Φάντομ των γηπέδων δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας, αλλά τα επιτεύγματα και η προσωπικότητά του θα μείνουν για πάντα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Νίκος Σαργκάνης θα πει εκατοντάδες στιγμές. Η «απόκρουση του αιώνα» που ήταν πιο δύσκολη ακόμα και από εκείνη του Gordon Banks στον Pele, η κατατρόπωση της Δανίας μέσα στην Κοπεγχάγη και η γέννηση του «Φάντομ», το Κύπελλο της Καστοριάς, το «τους τα έβαλα στον κώλο τα λεφτά» στον Γιώργο Βαρδινογιάννη, το σκυθρωπό βλέμμα του Sir Alex Ferguson μετά από το απόλυτο 0 έπειτα από δύο 90λεπτα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και του Αθηναϊκού. Αυτές είναι μόνο μερικές από τις πιο επικές στιγμές που είχε η καριέρα του Νίκου Σαργκάνη, του τερματοφύλακα που έκανε την θέση δημοφιλή.

Το πρωί της Κυριακής 8 Δεκεμβρίου ο Νίκος Σαργκάνης πέθανε μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο, η οποία τον τελευταίο διάστημα τον είχε αφήσει σε κώμα. Το Φάντομ πέταξε ξανά για τελευταία φορά και μπορεί να βύθισε στη θλίψη τη χώρα, άλλα τα μηνύματα αναγνώρισής του, ήταν καθολικά. Μαζί και ο σεβασμός για όλα όσα προσέφερε στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Τα 15 χρόνια της επαγγελματικής του πορείας στον χώρο, έζησε μυθικές στιγμές και το πάθος του παραμένει μνημειώδες ως και σήμερα. Ο Νίκος Σαργκάνης έπαιξε σε Καστοριά, Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό και Αθηναϊκό, πετυχαίνοντας μάλιστα και 6 γκολ στην Α’ Εθνική με τις φανέλες των δύο αιωνίων αντιπάλων. Κατέκτησε 5 Πρωταθλήματα Ελλάδος και άλλα τόσα Κύπελλα και πρωταγωνίστησε στις πιο μεγάλες βραδιές της Εθνικής Ομάδας για παραπάνω από 10 χρόνια, όντας ο απόλυτος «φύλακας άγγελος» για μια ολόκληρη γενιά.

Το ξεκίνημά του μόνο εύκολο δεν ήταν, καθώς ο πατέρας του λίγο έλειψε να του κόψει το ποδόσφαιρο, όταν τον είδε μέσα στα αίματα στις πρώτες του προπονήσεις ως τερματοφύλακα, ενώ παράλληλα με το ημιεπαγγελματικό του ξεκίνημα στα γήπεδα των Αθηνών, φρόντιζε να πηγαίνει στη δουλειά και στο σχολείο. Στη συνέχεια έδωσε μάχες, δεν δίστασε να μεταβεί από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό όταν ένιωσε την έλλειψη σεβασμού και επιβλήθηκε με το παράδειγμα του, όπου και αν αγωνίστηκε.

Το Φάντομ των γηπέδων, δεν βρίσκεται πια ανάμεσα μας, αλλά η ζωή και το παιχνίδι του θα συντροφεύουν για πάντα την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου και φυσικά τη θέση του τερματοφύλακα. Άλλωστε, ως και σήμερα, πολλοί επιμένουν ότι αυτός είναι ο καλύτερος Έλληνας γκολκίπερ όλων των εποχών.

Η ζωή του

Ο Νίκος Σαργκάνης ξεκίνησε την καριέρα του από τον Ηλυσιακό, πριν μετακομίσει στην Καστοριά. / Eurokinissi Αρχείο

Ο Νίκος Σαργκάνης γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1954 στη Ραφήνα και έμεινε εκεί τα πρώτα 7 χρόνια της ζωής του. Έπειτα, μαζί με την οικογένειά του μετακόμισαν στον αστικό ιστό και βρέθηκαν στα Ιλίσια. Φυσικά, τα Άνω Ιλίσια τότε δεν είχαν καμία σχέση με το σήμερα. Εκεί, επρόκειτο να γραφτεί το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας του τερματοφύλακα Σαργκάνη.

Σε ηλικία 12 ετών άρχισε να παίζει για τον Ηλυσιακό, την καλύτερη ομάδα της γειτονιάς. Ήταν ένας μάλλον μέτριος επιθετικός αλλά λάτρευε το άθλημα και δεν ήθελε με τίποτα να χάνει. Αυτό το πάθος, τον έφερε με έναν περίεργο τρόπο κάτω από τα γκολπόστ. Έπειτα από μια ήττα της παιδικής ομάδας, στην οποία ο τερματοφύλακας είχε κάνει αρκετά λάθη, έξαλλος ο Νίκος Σαργκάνης είπε στον προπονητή του Χρήστο Ρίμπα, ότι θα αναλάβει αυτήν τη θέση. «Μόνο οι τρελοί μπορούν να γίνουν τερματοφύλακες» του είπε τότε.

Χωρίς καν να έχει γάντια και προστατευτικά για τα γόνατα, ο Σαργκάνης έκατσε κάτω από την εστία και στην κυριολεξία μάτωσε για να εδραιωθεί. «Είχα μόνο τη θέλησή μου για να του αποδείξω ότι μπορώ και έτσι έγινα σαν σφαχτό. Χέρια, πόδια, πρόσωπο ήταν γεμάτα στα αίματα. Κι όταν γύρισα σπίτι και με είδε ο πατέρας μου, μου είπε “δεν πρόκειται να ξαναπατήσεις στο γήπεδο”.

Κάτι που μου επανέλαβε την άλλη μέρα το πρωί όταν με ξύπνησε για να πάω στη δουλειά και είδε το ματωμένο από τις πληγές σεντόνι» ανέφερε ο Νίκος Σαργκάνης στη σειρά Football Idols by Stoiximan στο YouTube σχετικά με την πρώτη του εμπειρία ως τερματοφύλακας.

Εκείνη η περίοδος ήταν η πιο ζόρικη για τον νεαρό Σαργκάνη. Δεν ήταν καν 15 χρονών όταν κατάφερνε μέσα σε ένα 24ωρο να πηγαίνει το πρωί στη δουλειά, το μεσημέρι στην προπόνηση και το βράδυ στο σχολείο. Ήθελε και να γίνει σπουδαίος τερματοφύλακας σε μια εποχή που τα λεφτά ήταν ελάχιστα, και να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του και φυσικά να τελειώσει και το σχολείο.

«Όποιος το ακούει μου λέει ότι “δεν γίνεται αυτό” κι εγώ τους απαντώ ότι με τη θέληση όλα γίνονται. Η δουλειά ήταν ανάγκη για την οικογένεια, η προπόνηση για ψυχαγωγία δική μου και το σχολείο υποχρέωση. Κι αυτό γινόταν για 5-6 χρόνια» ανέφερε στο ίδιο βιογραφικό επεισόδιο.

Όταν πια είχε ενηλικιωθεί, ο Σαργκάνης είχε γίνει γνωστός ως ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες των αττικών γηπέδων στις χαμηλότερες κατηγορίες. Ο προπονητής του, Χρήστος Ρίμπας που και αυτός ήταν τερματοφύλακας, άρχισε να τον πιστεύει και ο τερματοφύλακας της ανδρικής ομάδας πήρε μεταγραφή. Τότε, ο Σαργκάνης εδραιώθηκε στη θέση και έγινε γνωστός σε όλη την Αθήνα, καθώς οι επιδόσεις του, τον έστειλαν ως τη Μικτή Αθηνών.

Ο Ηλυσιακός ταυτόχρονα είχε φτάσει ως τη Β’ Εθνική και τη σεζόν 1976-77 δεν είχε δεχθεί ούτε ένα γκολ στους εντός έδρας αγώνες, κάτι που αποτελούσε τότε παγκόσμιο ρεκόρ. Μετά από ένα ταξίδι στην Κίνα με τη Μικτή Αθηνών, η Καστοριά τον προσέγγισε και προσφέροντάς του επαγγελματικό συμβόλαιο τον έφερε στη βόρεια Ελλάδα, λύνοντάς του και το οικονομικό πρόβλημα που τον έκανε να εργάζεται τα πρωινά.

Ο νεαρός Νίκος Σαργκάνης ήταν ο πρωταγωνιστής στις μεγάλες πορείες της Καστοριάς, που έγινε η πρώτη ομάδα της περιφέρειας η οποία κατακτά το Κύπελλο Ελλάδος. / Action Images - Eurokinissi

Στην Καστοριά ο Νίκος Σαργκάνης είχε όλον τον χρόνο να προπονηθεί όπως ήθελε και φυσικά την ευκαιρία να γίνει γνωστός σε όλη την Ελλάδα, αφού η επαρχιακή ομάδα έπαιζε στην Α’ Εθνική.

Το 1977, σε ηλικία 23 ετών έπαιξε για πρώτη φορά στην πρώτη κατηγορία στο ξερό γήπεδο της Καστοριάς. Τότε δεν ήταν πολλοί οι τερματοφύλακες που έπαιρναν θέση βασικού σε τόσο μικρή ηλικία, αλλά ο Σαργκάνης ήταν κάτι διαφορετικό. Η ομάδα ήταν μία από τις δυνάμεις της περιφέρειας και το 1980 έγραψε ιστορία όταν κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας επικρατώντας με 5-2 κόντρα στον Ηρακλή στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Λίγο πριν το EURO 1980, ο Σαργκάνης ήταν έτοιμος για την επόμενη πίστα.

Αν και η διοίκηση της Καστοριάς είχε έρθει σε αρχική συμφωνία με τον ΠΑΟΚ, εντέλει ο Σαργκάνης εκλάπη από τον Ολυμπιακό. Συγκεκριμένα, μόλις του έγινε γνωστό το ενδιαφέρον από τον Ολυμπιακό απάντησε «έρχομαι και κολυμπώντας». Ήταν η ομάδα που υποστήριζε από πιτσιρικάς και τότε του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.

Όταν ο Νίκος Σαργκάνης έγινε Φάντομ

Αμέσως μετά τη μεταγραφή του στον Ολυμπιακό, ο Νίκος Σαργκάνης κέρδισε και τις πρώτες του συμμετοχές με την Εθνική Ελλάδος. Ήταν ο επόμενος μεγάλος τερματοφύλακας μετά τον Βασίλη Κωνσταντίνου και όλοι το γνώριζαν πια. Στον Ολυμπιακό του Νταϊφά ο Σαργκάνης αποτέλεσε σημείο αναφοράς. Κατέκτησε τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα Ελλάδος και δεν υπήρχε αμφιβολία για το τι ήταν ικανός να κάνει.

Το 1980 ήταν αναπληρωματικός τερματοφύλακας της Εθνικής Ομάδας, αλλά ένας τραυματισμός του Λευτέρη Πουπάκη τον έφερε στην αρχική σύνθεση του Αλκέτα Παναγούλια, στον εκτός έδρας αγώνα της Ελλάδας με τη Δανία στην Κοπεγχάγη.

Ο Βασίλης Κωνσταντίνου είχε φύγει από την Εθνική Ομάδα μετά το Euro 1980, αλλά ο Παναγούλιας μετά τον τραυματισμό του Πουπάκη, τον κάλεσε για ένα τελευταίο παιχνίδι. «Ο Αλκέτας Παναγούλιας έστειλε φαξ στον Παναθηναϊκό για να πάω στη Δανία. Ταξίδεψα Αθήνα-Κέρκυρα, Κέρκυρα-Γερμανία, Γερμανία-Δανία, αλλα όταν έφτασα είπα στον Παναγούλια “δεν μπορώ να παίξω γιατί χθες προπονήθηκα 2 ώρες με τον ΠΑΟ”. Του είπα να βάλει τον Σαργκάνη, του εξήγησα ότι είναι το μέλλον του ελληνικού ποδοσφαίρου και ο τερματοφύλακας της επόμενης 10ετιας. Ευτυχώς, ο Αλκέτας με άκουσε κι εγώ έκανα ζέσταμα στον Σαργκάνη και του είπα “να ξέρεις ότι το παιχνίδι αυτό είναι όλο σου το μέλλον» είπε ο Βασίλης Κωνσταντίνου μετά τον θάνατο του Σαργκάνη ενθυμούμενος εκείνες τις ημέρες.

Οι Δανοί που τότε είχαν μία από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη έζησαν από κοντά την πρώτη πραγματικά μεγάλη νύχτα του Σαργκάνη. Ο Αλκέτας Παναγούλιας τον είχε «ντοπάρει» ψυχολογικά και ο Σαργκάνης σταματούσε κάθε ενέργεια των Δανών, ενώ ο Ντίνος Κούης τους τιμώρησε στο 50ό λεπτό. O Allan Simonsen που εκείνη την περίοδο αγωνιζόταν στην Μπαρτσελόνα βρέθηκε μόνος του απέναντι από τον Έλληνα τερματοφύλακα αλλά και αυτός τον είδε να απογειώνεται και να κρατά το 0-1 που έμεινε ως το τέλος.

Αμέσως μετά την αναμέτρηση ο Αλκέτας Παναγούλιας είχε μια σύντομη συζήτηση με τον εμβληματικό προπονητή Sepp Piontek. Τότε εκείνος «βάφτισε» ξανά τον Σαργκάνη με ένα από τα πιο επικά παρατσούκλια στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Αλκέτας Παναγούλιας είχε πει στους Έλληνες απεσταλμένους: «Ο Sepp Piontek μου είπε ότι δεν παίζαμε επί ίσοις όροις καθώς σήμερα είχαμε φέρει μαζί μας ένα ελληνικό φάντομ».

Ο Σαργκάνης με τη σειρά του ανέφερε για εκείνον τον αγώνα ότι το 50% της καριέρας του το χρωστά στον Βασίλη Κωνσταντίνου για τη στάση του εκείνη την ημέρα.

Με την Εθνική Ομάδα ο Σαργκάνης έγινε εθνικός ήρωας και το παιχνίδι κόντρα στη Δανία ήταν μόνο η αρχή. Αν και οι επιδόσεις του δεν συνδυάστηκαν με κάποια φανταχτερή πορεία (άλλωστε εκείνη την εποχή κάτι τέτοιο ήταν άπιαστο όνειρο), το Φάντομ έζησε αρκετές μεγάλες νύχτες με το εθνόσημο.

Τον Μάρτιο του 1983 ήταν πρωταγωνιστής στην «λευκή» ισοπαλία της Εθνικής Ομάδας μέσα στο Γουέμπλεϊ κόντρα στην Αγγλία. Η Ελλάδα έπαιξε “park the bus” και έμεινε σε όλον τον αγώνα πίσω από το κέντρο και όποτε χρειάστηκε, ο Νίκος Σαργκάνης ήταν παρών. Ο προπονητής της Εθνικής, Χρήστος Αρχοντίδης θέλησε οι παίκτες του να χορέψουν παραδοσιακούς χορούς στο αγγλικό γήπεδο, αλλά δεν του έκαναν το χατίρι.

Στον Ολυμπιακό ο Σαργκάνης αγαπήθηκε ιδιαίτερα και πέρα από τα πρωταθλήματα, έγινε πρωταγωνιστής της ίσως καλύτερης απόκρουσης που έχουμε δει ποτέ σε ελληνικό γήπεδο. Την Πρωταπριλιά του 1984 στο παλιό Γ. Καραϊσκάκης σε μια αναμέτρηση κόντρα στον ΟΦΗ, οι Κρητικοί ήταν έτοιμοι να πανηγυρίσουν το 1-1, όταν ο Γιώργος Βλαστός έστελνε σε φαινομενικά κενή εστία την μπάλα στα δίχτυα.

Ωστόσο, ο Σαργκάνης που βρισκόταν στο πρώτο δοκάρι πετάχτηκε και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου προέβλεψε σωστά την πορεία της μπάλας, κάνοντας μια επέμβαση που θύμιζε Gordon Banks. Ο συμπαίκτης του Βλαστού, Θαλής Τσιριμώκος είχε ξεκινήσει να πανηγυρίζει και τελικά πήγε και φίλησε τον Σαργκάνη, μην μπορώντας να αντιληφθεί τι ήταν αυτό που είδε μπροστά στα μάτια του. Ήταν η ελληνική απόκρουση του αιώνα και στη συνέχεια έγινε μέχρι και σήμα τηλεοπτικών εκπομπών.

Η μετακίνηση στον Παναθηναϊκό

Την πρώτη του χρονιά στα πράσινα, ο Σαργκάνης αποκρούει το πέναλτι του Milos Sestic στο 84ο λεπτό υπογράφοντας τη νίκη του Παναθηναϊκού επί του Ολυμπιακού με 1-2. Action Images - Eurokinissi

Το καλοκαίρι του 1985 ήταν αρκετά περίεργο διοικητικά για τον Ολυμπιακό με τον Σταύρο Νταϊφά να αποσύρεται για έναν χρόνο, δίχως να έχει βρεθεί ουσιαστικά η διάδοχη κατάσταση. Οι Πειραιώτες έκαναν κάποιες προτάσεις ανανέωσης στον Σαργκάνη, οι οποίες ήταν μάλλον αστείες δεδομένης της προσφοράς του στον σύλλογο και τότε εμφανίστηκε ο Παναθηναϊκός, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και τον έντυσε στα πράσινα.

«Το μόνο που με διευκόλυνε στην όλη υπόθεση της μεταγραφής μου ήτανε ότι στην Εθνική ομάδα είχα συμπαίκτες πολλά παιδιά του Παναθηναϊκού, με τους οποίους είχα πολύ καλές σχέσεις και ειδικότερα με τον κουμπάρο μου, τον συγχωρεμένο, τον Γιάννη Κυράστα. Αυτό βοήθησε στην προσαρμογή μου, αλλά το ψυχολογικό ήταν πολύ βαρύ. Έμεινα εκεί πέντε χρόνια, τίμησα τη φανέλα με τον καλύτερο τρόπο και έτσι αγαπήθηκα και από τον κόσμο του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού» ανέφερε σχετικά με την κίνηση αυτή στη σειρά Football Idols by Stoiximan.

Ο Σαργκάνης, ο οποίος είχε πια τη δική του οικογένεια και θέλησε να την εξασφαλίσει οικονομικά, προτίμησε τη σαφώς καλύτερα οικονομικά πρόταση. Την ίδια στιγμή όμως ένιωσε και ότι ο Ολυμπιακός δεν τον σεβάστηκε. Έτσι, όταν ο Γιώργος Βαρδινογιάννης τον έφερε στη Λεωφόρο εκείνος αποφάσισε να τιμήσει τη φανέλα των Πρασίνων και με το παραπάνω. Κατέκτησε το νταμπλ στην πρώτη του σεζόν και το 1988 πρωταγωνίστησε σε έναν τελικό κυπέλλου που είχε μυθιστορηματικό χαρακτήρα.

Ο Παναθηναϊκός θα αντιμετώπιζε τον Ολυμπιακό στον τελικό, σε μια πραγματικά αλλοπρόσαλλη σεζόν για το ελληνικό πρωτάθλημα, η οποία έκλεισε με τη Λάρισα, πρωταθλήτρια Ελλάδος. Ο Ολυμπιακός ονειρευόταν τον πρώτο τίτλο της νέας διοίκησης Κοσκωτά, την ώρα που τα σενάρια για δωροδοκίες έδιναν και έπαιρναν στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Ο τελικός ήταν συγκλονιστικός και έφτασε ως τη διαδικασία των πέναλτι. Εκεί, ο Σαργκάνης ήταν απροσπέλαστος και χάρισε τον τίτλο στο Τριφύλλι και μετά το πέρας της αναμέτρησης, εμφανίστηκε πιο συγκινημένος από ποτέ.

Το Φάντομ μετά τον τελικό που κατέκτησε ο Παναθηναϊκός στα πέναλτι φώναξε στον Γιώργο Βαρδινογιάννη: «Ξέρεις πολύ καλά τι έγινε την Παρασκευή. Τους τα έβαλα στον κώλο τα λεφτά τους». Αργότερα, σε συνέντευξη του στο περιοδικό «Σούπερ Γκολ» είχε αποκαλύψει ότι πριν τον τελικό ο Κοσκωτάς (ο οποίος εν τω μεταξύ είχε διαφύγει στις ΗΠΑ μετά το σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει) τον είχε προσεγγίσει προσφέροντας του το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 170 εκατομμυρίων δραχμών προκειμένου να έχει μειωμένη απόδοση.

Με τον Αθηναϊκό στο Ολντ Τράφορντ

Ο Νίκος Σαργκάνης με τη φανέλα του Αθηναϊκού έζησε ένδοξες στιγμές, οι οποίες έφτασαν ως το Ολντ Τράφορντ. / Action Images - Eurokinissi

Με τον Παναθηναϊκό ο Σαργκάνης κατέκτησε άλλο ένα πρωτάθλημα, στο τέλος της «πράσινης» θητείας του. Το καλοκαίρι του 1990 σε ηλικία 36 ετών ο Σαργκάνης γύρισε κοντά στην πρώτη του γειτονιά στην Αθήνα για να γίνει μέλος του Αθηναϊκού, ο οποίος είχε μόλις ανέβει στην Α’ Εθνική. Με την ομάδα του Βύρωνα ο Σαργκάνης έγινε θρύλος, καθώς αγωνίστηκε σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις και με τρίτη ομάδα της Αθήνας.

Στον Αθηναϊκό με προπονητή τον σπουδαίο Gerd Prokop, ο Σαργκάνης έφτασε την πρώτη του σεζόν ως τον διπλό τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος, όπου και ηττήθηκε από τον Παναθηναϊκό. Αυτή η πορεία ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει στους «Λόρδους» του ελληνικού ποδοσφαίρου, την πρώτη τους συμμετοχή σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Ήταν το Κύπελλο Κυπελλούχων και αντίπαλος τους ήταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Sir Alex Ferguson.

Ο Σαργκάνης ήταν αρχηγός της ελληνικής ομάδας και στον αγώνα που διεξήχθη στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας στις 18 Σεπτεμβρίου του 1991 «κατέβασε ρολά». Ο Αθηναϊκός κατάφερε να μείνει στο 0-0 κόντρα σε μια ομάδα που είχε στη διάθεσή της παίκτες όπως ο Peter Schmeichel, ο Steve Bruce, o Mark Hughes και ο Paul Ince.

Στη ρεβάνς του Μάντσεστερ, όλοι περίμεναν ότι οι Κόκκινοι Διάβολοι θα είχαν μια άνετη πρόκριση, αλλά ο Νίκος Σαργκάνης ήταν και πάλι ανίκητος εντυπωσιάζοντας τους πάντες. Ο αγώνας οδηγήθηκε στην παράταση αφού για δεύτερο 90λεπτο η Γιουνάιτεντ δεν μπορούσε να τον νικήσει. Εκεί, οι Μπέμπηδες επικράτησαν με 2-0 αλλά η ιστορία είχε γράψει για τον Αθηναϊκό, ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα η μοναδική ελληνική ομάδα που δεν ηττήθηκε στο Ολντ Τράφορντ στα 90 λεπτά του αγώνα.

Στο τέλος εκείνης της σεζόν και σε ηλικία 38 ετών έβαλε τέλος στη μυθική του καριέρα. Ήταν πια ένας από τους πιο αγαπημένους τερματοφύλακες του ελληνικού κοινού και τα δύο χρόνια στον Βύρωνα τον βοήθησαν να λάβει απεριόριστο σεβασμό από όλους τους φιλάθλους. Ακόμα και αυτούς που πίκρανε περισσότερο.

Στη συνέχεια, απέκτησε δίπλωμα προπονητικής, αλλά δεν θέλησε να φτάσει ποτέ στο πρώτο επίπεδο. Βοήθησε όσους περισσότερους αθλητές μπορούσε μέσα από τη δική του ακαδημία τερματοφυλάκων, ενώ ήταν μέλος του staff της Ολυμπιακής Ομάδας στους Αγώνες του 2004.

Εμφανιζόταν συχνά στα γήπεδα, παίζοντας σε αρκετά φιλικά για καλό σκοπό και έχοντας πια καθολικό σεβασμό από όλους και τα τελευταία χρόνια της ζωής του έδειχνε να ενδιαφέρεται αρκετά για τα κοινά.

Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2023 τοποθετήθηκε στη δέκατη και τιμητική θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ενώ λίγους μήνες αργότερα εκλέχθηκε Περιφερειακός Σύμβουλος με την παράταξη του Νίκου Χαρδαλιά, θέση την οποία κατείχε ως το τέλος της ζωής του.

Σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, ο Νίκος Σαργκάνης, ο οποίος κρατούσε κρυφό το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε γιατί δεν ήθελε να πικράνει τους γύρω του, είχε πει ότι όλοι κρύβουμε κάτι από τερματοφύλακα μέσα μας. «Όλοι είμαστε τερματοφύλακες στη ζωή. Όλοι φυλάμε κάτι».