Ο τελικός της Λίβερπουλ, ο τελικός της ανατροπής, ο τελικός της ζωής μου
- 25 ΜΑΙ 2024
Ο τελικός στην Κωνσταντινούπολη το 2005 είχε πολλές πρωτιές, ιδιαιτερότητες. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδεψα αυθημερόν για έναν τελικό, στους υπόλοιπους το ταξίδι ήταν τριήμερο. Και ακριβώς επειδή το ταξίδι μου ήταν έκτακτο, το έξτρα εισιτήριο που βρέθηκε ήταν μεμονωμένο: δεν θα καθόμουν μαζί με τον πατέρα μου ή κάποιον άλλον γνωστό.
Επιπλέον, ήταν (και είναι ακόμα) ο μοναδικός τελικός που έχει διεξαχθεί σε ασιατικό έδαφος, ο μόνος στον οποίο η οργάνωση ήταν χειρότερη κι από τελικό Κυπέλλου Ελλάδας. Το στάδιο ήταν στου διαόλου τη μάνα, δεν μπορούσες να πας με μετρό και το αποτέλεσμα ήταν μια ατελείωτη ουρά αυτοκινήτων κι ένα ταξίδι ωρών.
Οι οπαδοί της Λίβερπουλ δεν άντεξαν, κατέβηκαν από λεωφορεία και ταξί και το έκοβαν με το πόδι, τραγουδώντας, με τις μπύρες στα χέρια.
Στο τέλος διαπιστώσαμε πως ο δρόμος τελείωνε δύο χιλιόμετρα μακριά απ’το γήπεδο και θα έπρεπε να διασχίσουμε χωράφια μέχρι να φτάσουμε σ’αυτό. Σουρεαλιστικές καταστάσεις για τελικό Champions League, αλλά το κέφι αμείωτο.
Δύο ώρες αργότερα, τέλος ημιχρόνου, 3-0. Δεν είχα κάποιον να μιλήσω, αλλά καλύτερα γιατί δεν είμαι και πολύ καλή παρέα όταν είμαι τόσο στεναχωρημένος. Κατέβηκα στα μπαρ του γηπέδου, να πάρω ένα μπουκάλι νερό, ίσως να φάω και κάτι. Είχε τελειώσει(!) και το νερό και το φαγητό. Brilliant.
Επιστροφή στη θέση μου για ένα ακόμα τσιγάρο. Και τότε συνέβη. Τα κασκόλ άνοιξαν, οι σημαίες κυμάτισαν, τα καπνογόνα άναψαν. Το You’ll never walk alone αντήχησε σ’όλο το γήπεδο, αφού οι οπαδοί της Λίβερπουλ είχαν βρει εισιτήρια παντού και ήταν υπερδιπλάσιοι αυτών της Μίλαν. Το μοναδικό βίντεο που υπάρχει απ’αυτό είναι μόλις 17 δεύτερα και πιστέψτε με, δεν μπορεί να αποτυπώσει αυτό που συνέβη.
Κατά τη διάρκεια του τραγουδιού, ξαφνικά κάτι με ενόχλησε απ’την κερκίδα στ’ άριστερά μου. Γύρισα το βλέμμα μου προς την πλευρά των Ιταλών. Σφύριζαν, αποδοκίμαζαν, έκαναν χειρονομίες. Βούρκωσα. Απ’τα νεύρα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πώς γινόταν να έχουν τόσο άθλια συμπεριφορά.
Η αντίδραση των Ιταλών με διέλυσε. Συσσωρεύτηκε μέσα μου όλη η απογοήτευση του πρώτου ημιχρόνου και το σκηνικό έγινε πια δυσβάσταχτο. Απ’τη θλίψη, πέρασα στην άρνηση. Ήταν λάθος όλο αυτό, δεν μπορούσε να συμβαίνει, ήταν άδικο, ήταν λάθος, λάθος.
Δεν πιστεύω, αλλά από μικρό με έλκυε το τρίπτυχο «ύβρις, τιμωρία, κάθαρσις». Ξέρω πως πολλοί δεν θα με πιστέψετε (θα το ξαναπώ σε λίγο αυτό), αλλά μέσα στα νεύρα και στην άρνηση είπα μέσα μου «αν υπάρχει θεός, αυτό πρέπει να τιμωρηθεί, αυτοί δεν πρέπει να χαρούν, είναι άδικο, δεν είναι σωστό».
Ξέρω πως πολλοί δεν θα με πιστέψετε (να το), όπως δεν με έχουν πιστέψει αρκετοί που έχουν ακούσει την περιγραφή. Όμως, έτσι το έζησα και το ίδιο μου έχουν πει όσοι ήταν στο γήπεδο εκείνο το βράδυ: το ματς τελείωσε και γύρισε υπέρ της Λίβερπουλ όταν ο Τζέραρντ έκανε το 3-1.
«Ρε συ, στο 3-2 φάνηκε πως μπορεί να γυρίσει, εκεί καταλάβαμε πως κάτι πάει να γίνει εδώ, όχι στο πρώτο γκολ». Ναι, το ξέρω, μόνο που αυτό ισχύει για όσους είδαν το ματς στην τηλεόραση. Όσοι ήταν στο γήπεδο ξέρουν πως αυτό που συνέβη στο 3-1 δεν μπορεί ποτέ να μεταφερθεί μέσα απ’τις κάμερες. Το ένιωσαν μόνο όσοι ήταν εκεί.
Θα έλεγα έκρηξη ηφαιστείου, αλλά θα ήμουν γραφικός σαν τη Σαντορίνη. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να σας το πω. Αν υποθέσουμε πως το τραγούδι στο ημίχρονο ήταν η προσευχή χιλιάδων ανθρώπων που δεν άντεχαν αυτό που συνέβαινε, τότε το γκολ του Τζέραρντ ήταν ο κεραυνός που έρχεται ως απάντηση στην προσευχή. Κι απ’τη στιγμή που έπεσε ο ένας, ήταν σίγουρο πως θα ακολουθούσαν κι άλλοι.
Ναι, εύκολο να το πεις τώρα που όλοι ξέρουμε τι έγινε μετά. Όμως, το γήπεδο εξερράγη, σ’όλες τις κερκίδες εκτός απ’το πέταλο των Ιταλών. Κι όταν ο Στίβι έτρεξε μπροστά μας (καθόμουν στο κέντρο, στο πάνω διάζωμα) και έκανε νόημα σ’ όλους να σηκωθούν όρθιοι, οι Ιταλοί φάνηκαν σαν φιλοξενούμενοι στην κόλαση και η ατμόσφαιρα ήταν σαν το γκολ του να είχε μετρήσει για τρία. Δεν είχε γίνει ακόμα το 3-3, αλλά στην ουσία είχε γίνει. Το πώς και το πότε δεν ξέραμε ακόμα. Και όταν το ζήσαμε πέντε λεπτά αργότερα, διαλυθήκαμε.
Κάποια στιγμή ο ενθουσιασμός καταλάγιασε και τότε άρχισε το πραγματικό δράμα. Ευκαιρίες, κράμπες, ηρωισμοί, πολιορκία. Οι Άγγλοι γύρω μου να μιλάνε στους παίκτες, λες και μπορούσαν να τους ακούσουν, να κλωτσάνε μαζί τους, να πηδάνε για κεφαλιά, να τους φωνάζουν believe, hold on, cmon.
Όταν στο 117’ ο Ντούντεκ έβγαλε την κεφαλιά του Σεφτσένκο και ο Ουκρανός είχε όλο το τέρμα άδειο για να σκοράρει με τη δεύτερη, ο χρόνος σταμάτησε. Κι όταν με κάποιο μαγικό και μεταφυσικό τρόπο, ο πεσμένος Ντούντεκ έβαλε τα χέρια του στην μπάλα κι αυτή πέταξε πάνω απ’το τέρμα, κατέρρευσα.
Έπεσα πάνω στην πλάτη του αγνώστου που ήταν μπροστά μου, αυτός έπεσε στον μπροστινό του. Κρατούσαμε ο ένας τον άλλον για να μείνουμε όρθιοι, λες κι εμείς ήμασταν στο χορτάρι για να κρατήσουμε για τρία λεπτά ακόμα.
Κρατήσαμε. Ο Κάραγκερ είχε προλάβει να πάρει τον Ντούντεκ και να του πει «να κάνει Γκρόμπελαρ». Στα πέναλτι, μια ακόμα πρωτιά. Οι παίκτες εκτελούσαν και πίσω απ’το τέρμα περνούσαν ασθενοφόρα που είχαν μπει στο ταρτάν του στίβου για να παραλάβουν τους Ιταλούς που δεν άντεχαν πια αυτά που είχαν συμβεί.
Όσο ο Σεφτσένκο περπατούσε προς την εστία για το πέμπτο πέναλτι, στην κερκίδα συζητούσαμε αν το τελευταίο θα το χτυπήσει ο Αλόνσο ή ο Τζέραρντ.
Στον παροξυσμό που ακολούθησε ένα καπέλο προσγειώθηκε στα χέρια μου. Το έχω ακόμα, όπως και όλα τα αναμνηστικά από εκείνη τη βραδιά. Με τα χρόνια, εκείνο το βράδυ που πέρασα «μόνος» στην κερκίδα έγινε μια συλλογική ανάμνηση.
Ενώθηκαν οι διηγήσεις όλων όσοι ήταν στο γήπεδο, μ’αυτές εκείνων που το είδαν στην τηλεόραση, των παικτών και έφτιαξαν μια τεράστια ιστορία. Γράφτηκαν βιβλία, ανέβηκαν δύο θεατρικά έργα, γυρίστηκαν τρεις ταινίες.