ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Όταν ο Κοσκωτάς έδωσε 600 εκατομμύρια στον Σαραβάκο

Μία κινηματογραφική ιστορία που αναστάτωσε όλη την Ελλάδα και ξεπερνούσε κάθε θρίλερ μυστηρίου. Με λεφτά σε βαλίτσες που θάφτηκαν κάτω από τα πλακάκια και τη θυρίδα '202 Α' να μιλάει ακόμα.

Η σκόνη… Η λήθη… Η άμμος της κλεψύδρας του χρόνου που σκεπάζει τα γεγονότα, την ίδια τη ζωή. Ή, όπως είπε μαγικά ο Γιώργος Νταλάρας, “η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη, η ζωή που χάθηκε στη σκόνη“.

Κοντεύουν τριάντα χρόνια από τότε που ένας αδιανόητος τυφώνας -σαν αυτούς που διαλύει πόλεις ολόκληρες- σκέπασε τον ελληνικό ουρανό αφήνοντας πληγές, που ως και σήμερα μένουν ανοιχτές. Ήταν τότε που ένα παχουλό αγόρι με άγαρμπες κινήσεις, ο παντελώς άγνωστος ως τότε σε όλους τους Έλληνες Γιώργος Κοσκωτάς, έβαλε στο χέρι μια ολόκληρη χώρα, αφήνοντας άναυδο όλο τον κόσμο. Ο εξ Αμερικής ορμώμενος επιχειρηματίας, βρέθηκε (!) να κατέχει την Τράπεζα Κρήτης -από απλός υπάλληλος!-, και μ’ αυτήν ως ορμητήριο, άρχισε να αγοράζει ό,τι κινείται και ό,τι…βάφεται!

Εξαγόρασε πολιτικούς για να κάνει άνετα τις δουλειές του, άνοιξε εφημερίδες, περιοδικά, εκδοτικές επιχειρήσεις, ραδιοφωνικό σταθμό, ξενοδοχεία, εργοστάσια, έπαιρνε ό,τι του γυάλιζε στο μάτι. Αλλά για να αποκτήσει ‘ασπίδα’, ήθελε κάτι μεγάλο. Έτσι, στις 18 Νοεμβρίου 1987 αγόρασε από τον Σταύρο Νταϊφά τον Ολυμπιακό αντί 300 εκατομμυρίων σε ηλικία 33 ετών. Μόλις λίγες μέρες μετά, αγόρασε 15 παίχτες! Με τη μία! Ένας – ένας φόρεσαν την κόκκινη φανέλα οι Ντιέγκο Αγκίρε, Χαντζίδης, Δρακόπουλος, Φούνες, Κριεζής, Μπανιώτης, Μουστακίδης, Νεντίδης, Παχατουρίδης, Παπαθεοδώρου, Πλίτσης, Σοφιανόπουλος, Ταληκριάδης, Τσαλουχίδης και Τσιαντάκης και μάλιστα με τρελά συμβόλαια, αφού πολλοί απ’ αυτούς πήραν περισσότερα απ’ όσα ζητούσαν.

Αυτό το τρελό αγόρι, τον οποίο οι εφημερίδες της εποχής βάφτισαν ‘Τάμπι’, έκανε κάποιες από τις μεταγραφές πηγαίνοντας τα χρήματα σε χαρτοσακούλα του μανάβη. Όταν τον προσκυνούσαν κοτζάμ υπουργοί, ήταν δυνατόν να μην τον προσκυνήσουν οι ομάδες; Με το που καλοκαίριασε, τίναξε ξανά τη μπάνκα στον αέρα. Έφερε στον Ολυμπιακό -με ένα δισεκατομμύριο δραχμές!- τον 25χρονο διεθνή Ούγγρο, Λάγιος Ντέταρι, κυπελλούχο Γερμανίας με την Άιντραχτ Φρανκφούρτης, και επίσης τους Μολακίδη, Ράντο, Καλταβερίδη, Καραταΐδη, Σαββίδη, Μαυρομμάτη και Κωφίδη.

Αφού ο ‘τυφώνας Τάμπι’ άλωσε παραδοσιακά κάστρα, έκανε μια σατανική σκέψη με την οποία πίστεψε ότι θα τον γράψει η ιστορία. Ήταν ένα βράδυ που πετώντας στη ‘Λαίδη Άντζελα’ την τελευταία καραβιά λουλουδιών, είπε στον αδελφό του Σταύρο: “Θα πάρω από τον Παναθηναϊκό τον Σαραβάκο! Εκεί τους τελειώνω!“. “Μα πώς…“, ψέλλισε ο Στιβ. “Είσαι βλαξ!“, του είπε, και τον έβαλε να μάθει πότε είναι εκείνη η εκδήλωση του ΠΣΑΠ στην οποία θα ήταν το ‘θήραμα’.

Φορώντας την αγαπημένη του κόκκινη γραβάτα με τους γκρι ρόμβους, πήγε σε απόσταση αναπνοής από τον στόχο και είπε σε κάποιον παρατρεχάμενο: “Θέλω να κάνω δώρο τον Σαραβάκο στα γενέθλια του γιου μου“. Το ‘δώρο’ χλόμιασε κι ένιωσε ζαλάδα όταν άκουσε τον ίδιο τον Κοσκωτά να του λέει: “Εμείς θα τα πούμε“. Αργότερα, τηλεφωνικά, ήρθε κι η διευκρίνιση:

Έλα να ακούσεις τι θέλω να σου πω και δεσμεύομαι ότι θα φύγεις χωρίς καμία υποχρέωση. Μόνο να ακούσεις. Μπορώ να κάνω τα πάντα για σένα

Είχε και δασκαλίστικο ύφος: “Ξέρεις, λήγει το συμβόλαιό σου με τον Παναθηναϊκό και πρέπει να σκεφτείς το μέλλον σου. Τώρα μπορεί να μην έχεις υποχρεώσεις, αλλά αύριο-μεθαύριο οι ανάγκες σου θα είναι πολύ μεγαλύτερες. Εγώ θα σου λύσω το πρόβλημα όλης σου της ζωής και μια μέρα θα με ευγνωμονείς γι’ αυτό“.

Το ψήσιμο είχε αριθμούς και ονόματα. Γιατί πέρα από τα χρήματα, είχε κι άλλο δέλεαρ. “Σε φαντάζεσαι δίπλα στον Κλίνσμαν; Θα τον φέρω στον Ολυμπιακό κι αυτόν κι άλλους τέτοιους μεγάλους“. Κι είχε και ψυχολογική αρωγή: “Σε καταλαβαίνω, έχεις ενδοιασμούς, σκέφτεσαι τον κόσμο, το παρελθόν σου. Δες όμως το μέλλον σου, επαγγελματίας είσαι. Εδώ υπουργοί αλλάζουν κόμματα“. Το ‘δώρο’ είχε χλομιάσει κι ο Κοσκωτάς τον σφυροκοπούσε ως την πόρτα: “Σκέψου το καλά κι απάντησέ μου. Πρέπει να ξέρω, δικαιούμαι να ξέρω, ό,τι κι αν αποφασίσεις“.

Ο Σαραβάκος δεν ήθελε να πάει στον Ολυμπιακό. Έτσι στο ραντεβού -περισσότερο για να ξεφορτωθεί τον ‘τυφώνα’- ξεστόμισε στον Κοσκωτά το ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ νούμερο: “Εξακόσια εκατομμύρια δραχμές“. Δηλαδή, για να τα κάνουμε λιανά, ζήτησε ένα εκατομμύριο οκτακόσιες χιλιάδες ευρώ! Για το 1988 μιλάμε έτσι; Σιγά! Φιστίκια ήταν για τον ‘γκράτσια Κοσκώτα’, που όχι μόνο είπε ένα… απλό “ναι, εντάξει“, αλλά το προχώρησε κι άλλο. Εκτός από τα εξακόσια εκατομμύρια στο χέρι, επιπλέον ένα εκατομμύριο μισθό το μήνα, σπίτι, ειδικά πριμ, επαγγελματική κατάσταση όλων των συγγενών.

Η συνέχεια είχε Πουαρό και επιθεωρητή Μεγκρέ μαζί. Γιατί μια νύχτα στο άλσος της Νέας Σμύρνης παραδόθηκαν στον άλαλο Σαραβάκο δυο βαλίτσες της Τράπεζας με εκατό εκατομμύρια μετρητά, μια επιταγή 500 εκατομμυρίων και ένα κλειδί θυρίδας, της 202 Α. Ο αστικός μύθος λέει ότι αυτή η αμύθητη περιουσία θάφτηκε κάτω από τα πλακάκια του σπιτιού, γιατί μόνο εκεί υπήρχε ασφάλεια. Αλλά οι ραγδαίες εξελίξεις πρόλαβαν τους πάντες, κι αυτούς που ήξεραν κι αυτούς που δεν ήξεραν, απλώς υποψιάζονταν. Τα ιδρωμένα πλακάκια δεν έβγαλαν κιχ…

Η χώρα…ξαναμπήκε στο γύψο όταν αποκαλύφθηκε το γιγάντιο σκάνδαλο με τον τύπο που μοίραζε λεφτά μέσα σε πάμπερς, έχοντας υπεξαιρέσει 34 δις από την τράπεζα. Ανακρίσεις, παραπομπές, Ειδικά Δικαστήρια (με το θάνατο του Κουτσόγιωργα), σάλος και χαμός. Κι όμως ο άνθρωπος με τα εξακόσια εκατομμύρια κάτω από τα , πλακάκια, παρακολουθούσε ψύχραιμος την ιστορία, έχοντας ενημερώσει από την πρώτη στιγμή την οικογένεια Βαρδινογιάννη.

 

Οι ψίθυροι έγιναν κραυγές και οργή λαού την Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 1989, όταν, στο παιχνίδι με τον Ηρακλή, δεκαπέντε χιλιάδες κόσμου ζητούσαν ‘το κεφάλι’ του Σαραβάκου. “Έξω ο τσάτσος του Κοσκωτά!“, φώναζε η εξέδρα, κι ο Σαραβάκος, με σκυμμένο το κεφάλι, έγινε αλλαγή από το Μπένγκτσον στο 64ο λεπτό, δίνοντας τη θέση του στον Νίλσεν. Αυτό ήταν το εύκολο. Γιατί το δύσκολο ήταν το πώς θα έφευγε από το γήπεδο.

Πεντακόσιοι αστυνομικοί (!) έστησαν μια γιγάντια επιχείρηση για να τον φυγαδεύσουν. Κι ένα κόκκινο Fiat Uno ανέλαβε μια απόδραση αλα Τζέημς Μποντ! Τα λάστιχα που στρίγκλιζαν και η μηχανή που μούγκριζε ακόμα είναι στ’ αυτιά μου, 28 χρόνια μετά. Το αυτοκίνητο όρμησε ανάποδα στο ρεύμα, στην οδό Τσόχα που ήταν κάθοδος, και χάθηκε στα σοκάκια του Λυκαβηττού, με τον διεθνή παίχτη να έχει χάσει το χρώμα του με τις συνεχείς ‘βόμβες’ που έσκαγαν γύρω του. Η πολιορκία των αποδυτηρίων κράτησε ώρες -και με την κραυγή “πουλημένε-πουλημένε” να δονεί την ατμόσφαιρα αλλά το ‘λαϊκό δικαστήριο’ που είχε ήδη καταδικάσει το αγαπημένο του παιδί, δεν έβγαλε άκρη.

Ο καταιγισμός αποκαλύψεων για τον πανέξυπνο άνθρωπο που πλαστογραφούσε τα πάντα βάζοντας στο χέρι μια ολόκληρη χώρα, τον Γιώργο Κοσκωτά, συγκλόνιζε καθημερινά. Το πρωτοσέλιδο του περιοδικού TIME με τίτλο ‘Η λεηλασία της Ελλάδας’ και τον Κοσκωτά πίσω από τα κάγκελα -στις φυλακές του Σάλεμ-, έκανε πάταγο, όπως και η αποκάλυψη ότι βρέθηκε η περίφημη θυρίδα 202 Α με την επιταγή των πεντακοσίων εκατομμυρίων.

Όλα είχαν πάρει το δρόμο τους. Έτσι ένα συννεφιασμένο μεσημέρι, ακριβώς στις δύο παρά τέταρτο, ο Δημήτρης Σαραβάκος εμφανίστηκε στην Τράπεζα Κρήτης στην οδό Βουκουρεστίου για να επιστρέψει -μέσα σε μια βαλίτσα- όλα τα χρήματα που είχε πάρει από τον Κοσκωτά για να φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού. Φορώντας γαλάζιο πουκάμισο και τζιν παντελόνι εμφανίστηκε στον επίτροπο της Τράπεζας Γιάννη Καμάρα και έκλεισε μια ιστορία που του είχε διαλύσει τη ζωή.

Κύριε Σαραβάκο, κάναμε σεφτέ με την επιστροφή των χρημάτων“, του είπε ο επίτροπος, που έπρεπε να μαζέψει εκατοντάδες εκατομμύρια διασπαρμένα σε όλη την Ελλάδα! Κράτησε -ως ενθύμιο μιας ιστορίας που έμοιαζε με ταινία θρίλερ- τις δυο βαλίτσες και το κλειδί τις θυρίδας. Τρία άψυχα αντικείμενα που κείτονταν αμίλητα, νεκρά, ‘μνημεία’ από το πέρασμα ενός τυφώνα. Είχε χάσει μια περιουσία (και δυο και τρεις!) αλλά ένιωθε ξαλαφρωμένος από μια υπόθεση που τον είχε διαλύσει εσωτερικά. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα ολόκληρα χρόνια, όταν η σκόνη πια είχε καταλαγιάσει, για να μου εκμυστηρευτεί:

Σαν να κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου, του πρωτοχρονιάτικου εννοείται, και να πλύθηκε μαζί με το πουκάμισο. Κι αφού έγινε έτσι, για μένα ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ αυτή η ιστορία

Δυο βουνά, ένα που πλάκωνε τα εσώψυχά του αλλά κι ένα βουνό χρημάτων, έφυγαν από πάνω του. Στην πορεία ο κόσμος κατάλαβε την ιστορία και αγκάλιασε τον σπουδαίο αυτό παίχτη (και εξαιρετικό χαρακτήρα), ο οποίος πήρε την ομάδα από το χέρι και την οδήγησε σε τεράστιες επιτυχίες.

Και ο ‘δόκτωρ Κοσκωτάς’; Κάθειρξη 25 χρόνων, χωρίς ποτέ να δει τον Σαραβάκο στα ερυθρόλευκα… Στις 16 Μαρτίου 2011, έχοντας εκτίσει τα τρία πέμπτα της ποινής του, ο Γιώργος Κοσκωτάς αποφυλακίστηκε από τον Κορυδαλλό και την ειδική πτέρυγα των ‘Απριλιανών’ όπου κρατούνταν. Σήμερα, στα 63 του χρόνια πια και φανερά αδυνατισμένος, ζει ήσυχα στα νότια προάστια, λέγεται ότι έχει χρηματοοικονομική επιχείρηση και συμβουλεύει επενδυτές, δεν προκαλεί, απεχθάνεται τη δημοσιότητα, πίνει ήρεμα το καφεδάκι του και μιλάει για ποδόσφαιρο. Α, και δεν φαίνεται να τον νοιάζει που είναι στη λίστα -που ανακοινώθηκε πριν λίγες μέρες- με τους μεγαλοοφειλέτες του Δημοσίου. Πώς το είχε πει με βραχνάδα στη φωνή του ο Λαυρέντης;

Ζωή μου που καίγεσαι

στον κίτρινο αέρα

η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη

η ζωή που χάθηκε στη σκόνη…

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Έθνος του Σαββατοκύριακου 14-15 Οκτωβρίου.

Exit mobile version