Η ομάδα που θα γινόταν βασίλισσα: Ουγγαρία 1954 εναντίον Ολλανδίας 1974
- 27 ΑΠΡ 2018
Η μουντιαλική χρονιά άρχισε από την 1η Δεκεμβρίου, όταν και έγινε στη Μόσχα η κλήρωση για το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου, την πιο σημαντική ποδοσφαιρική διοργάνωση στον πλανήτη. Μέσα από επτά συγκρίσιμες σπονδυλωτές ιστορίες, μία κάθε μήνα έως την έναρξή του στις 14 Ιουνίου με το παιχνίδι Ρωσία-Σαουδική Αραβία, στόχος είναι να τιμηθούν οι 20 προηγούμενες διοργανώσεις.
Οι συγκρίσεις είναι, γενικώς, μία πελώρια απάτη, αλλά ένα όχημα με το οποίο γίνεται να πορευθεί κάποιος αρκεί να είναι ειλικρινής, μην αφήνοντας το αποτέλεσμα να κρίνει την ουσία, η οποία, όπως και σε αυτήν την περίπτωση, είναι τα συναισθήματα που προκαλούν οι larger than life στιγμές που προσφέρει ο αθλητισμός και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο, που έχει κάνει πάρα πολλούς ανθρώπους ανέλπιστα ευτυχισμένους ή ιδιαιτέρως δυστυχισμένους έστω και για λίγο. Οι κανόνες είναι απλοί: κατηγορίες στις οποίες θα χωρίζονται οι στιγμές, με προβάδισμα στη μία ή την άλλη πλευρά. Η σειρά άρχισε στα τέλη του Δεκέμβρη, με τη σύγκριση των δύο πιο οδυνηρών ηττών στην ιστορία της εθνικής Βραζιλίας, συνεχίστηκε με τις δύο καθοριστικές στιγμές της καριέρας του Ζινεντίν Ζιντάν, εκτιμήθηκε και η πορεία δύο εκ των τριών αφρικανικών ομάδων που έφτασαν στα προημιτελικά Παγκόσμιου Κυπέλλου, του Καμερούν το 1990 και της Γκάνας το 2010, ενώ ελέγχθηκαν και οι δύο πιο γνωστές δικτατορίες, του Μουσολίνι το 1934 και το 1938 και του Βιντέλα το 1978.
Με βαριά καρδιά, πρέπει να μείνει εκτός ανταγωνισμού η τελευταία εθνική ομάδα στην ιστορία που έπαιξε όμορφο ποδόσφαιρο, η Βραζιλία του 1982, η οποία ενσάρκωσε το jogo bonito εξίσου με την ομάδα του 1970. Μάλιστα, είναι τόσο σημαντική, που το έκτο από τα επτά μέρη θα είναι η σχεδόν βέβηλη -πάντως απολύτως αισθητική- σύγκρισή της με την ομάδα που ήταν το κύκνειο άσμα του ρομαντισμού στο ποδόσφαιρο, η υπερομάδα του 1970 (και η ‘σελεσάο’, 12 χρόνια μετά, ήταν οι καθυστερήσεις του). Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η Ουγγαρία του 1954 και η Ολλανδία του 1974 ήταν ομάδες που έφτασαν στον τελικό των Παγκόσμιων Κυπέλλων που συμμετείχαν στην ανώτερη μορφή τους, λογίζονταν ακαταμάχητα φαβορί και έχασαν από την ίδια αντίπαλο, τη Δυτική Γερμανία, της οποίας ο θρύλος δημιουργήθηκε από αυτές τις δύο νίκες.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η κριτική που υφίστανται από καιρού εις καιρόν τα ‘πάντσερ’ είναι περισσότερο αισθητικής φύσεως, ότι νίκησαν δύο πολύ όμορφες ομάδες, παρ’ όλα αυτά ο μύθος της εθνικής Γερμανίας είναι εφάμιλλος οποιασδήποτε ομάδας. Η μεθοδικότητα είναι εκτιμητέα, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που πρόκειται για συστατικό το οποίο εκλείπει και για αυτόν το λόγο θεωρείται μερικές φορές και ειδεχθές. Όμως η διαδικασία με την οποία φτάνει στην αποδόμηση αξίζει περισσότερο τον κόπο. Πώς διαλύει την απάτη που δημιουργεί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Μία πραγματικά εμβληματική ομάδα, που σε δύο τελικούς ως γκράντε αουτσάιντερ ήρθε από πίσω για να νικήσει τα δύο απόλυτα φαβορί.
Παραφράζοντας τον τίτλο του μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, το παιχνίδι με τη σύγκριση για την ομάδα που θα γινόταν βασιλιάς, συνεχίζεται.
Κατηγορία ‘Νίκολα Τέσλα’
Ο ηγέτης της εθνικής Ουγγαρίας ήταν ο Φέρεντς Πούσκας, ένας οξύνους αριστεροπόδαρος ποδοσφαιριστής. Παίκτης της Κίσπεστ, η οποία υιοθετήθηκε από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ουγγαρίας, ανήχθη στον ούγγρικο στρατό και ονομάστηκε Χόνβεντ, πήρε το αξίωμα του συνταγματάρχη, που συνόδεψε το πιο παρατσούκλι του, ‘καλπάζων συνταγματάρχης’.
Ο μεγάλος ‘Πάντσο’, με τα 84 γκολ σε 85 διεθνείς εμφανίσεις, ήταν το πρόσωπο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε μία θαυμάσια ποδοσφαιρική ιδέα, το σύστημα 4-2-4, που ανακάλυψαν τρεις μορφές του παγκόσμιου ποδοσφαίρου: Ο Γκούσταβ Σέμπες, ο Μάρτον Μπούκοβι και ο Μπέλα Γκούτμαν. Οι δύο τελευταίοι έχουν θητεύσει σε ελληνική ομάδα, ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό και ο Γκούτμαν, επιζών από στρατόπεδα συγκέντρωσης, στον Παναθηναϊκό. Μάλιστα, λέγεται ότι έφυγε όταν σε ένα παιχνίδι τον πήρε ο ύπνος στον πάγκο. Βεβαίως, πιο γνωστός είναι από τα δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών που κατέκτησε με την Μπενφίκα, το 1961 και το 1962, αλλά και την κατάρα, που ήταν γαμώ τις ιστορίες μέχρι να την ξεφτιλίσουν οι σχολιαστές της δημόσιας τηλεόρασης στα παιχνίδια των ‘αετών’ πρόπερσι στο Europa League, που εκτόξευσε εις βάρος της ίδιας της ομάδας, όταν δεν του έκανε αύξηση στις αποδοχές, για τα 100 χρόνια χωρίς ευρωπαϊκό τίτλο: Είμαστε ήδη στα 58, κάτι που ειδικά τη δεκαετία του ’60 δεν φαινόταν πιθανό.
Το 4-2-4, η πλάκα είναι ότι, το χρησιμοποίησε η εθνική Βραζιλίας κυρίως το 1958, για να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Σουηδία.
Στο νόημα, όμως, των ποδοσφαιρικών προφητειών του ιερατείου των Δελφών, βρίσκεται o ίσως κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Για την ακρίβεια, σίγουρα ο πιο σημαντικός Ευρωπαίος ποδοσφαιράνθρωπος όλων των εποχών. Ο Γιόχαν Κρόιφ, ο ‘ιπτάμενος Ολλανδός’, ήταν ο πυλώνας μίας φανταστικής ιδέας που υλοποιήθηκε.
Για τον Ρίνους Μίχελς, τον κόουτς της εθνικής Ολλανδίας, το Ολοκληρωτικό Ποδόσφαιρο δεν ήταν ειδήσεις. Υπήρχε ήδη στο μυαλό των ανήσυχων ανθρώπων τη δεκαετία του ’30 και, σαν ιεραπόστολος, την είχε φέρει στον Άγιαξ ο Βρετανός Τζακ Ρέινολντς. Ακόμα και ο Σέμπες την είχε χρησιμοποιήσει σε ημιτελή μορφή για τη Χρυσή Ομάδα της Ουγγαρίας από το 1950 έως το 1956. Ήταν το ‘σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο’, που ο καθένας έπρεπε να ξέρει να παίζει σε όλες τις θέσεις. Όπως έχει συμβεί σε διάφορες περιπτώσεις, οι θαυμάσιες ιδέες αργούν να υλοποιηθούν, μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος. Ο Γιόχαν Κρόιφ ήταν, χωρίς αμφιβολία, το ύψιστο ιδανικό του συγκεκριμένου στυλ.
“Υπάρχει μόνο μία μπάλα”, έλεγε, “οπότε πρέπει να την έχεις”. Αναμφισβήτητα υπήρχαν ποδοσφαιριστές που αδικήθηκαν με την παρουσία του υπέροχου Γιόχαν, όπως ο Βιμ φαν Χάνεγκεμ και ο Ρόμπι Ρένζενμπριγκ, ωστόσο ακόμα και εκ του αποτελέσματος μόνο με τον Κρόιφ γινόταν να λειτουργήσει αυτό το οργανωμένο χάος. Η εναλλαγή θέσεων, η κάλυψη χώρου, καθιστά τον Άγιαξ του και την Ολλανδία της εποχής διαχρονικούς. Όπως συμβαίνει με το μπαλέτο, το Ολοκληρωτικό Ποδόσφαιρο είχε τη δυνατότητα να κάνει την ομάδα που προέβη στη μεταρσίωση πανίσχυρη, ακόμα και όταν δεν έπαιζε αυτό το στυλ, διότι έχοντας μάθει τα βασικά του ποδοσφαίρου και πηγαίνοντας προς το υπεργήινο, την επιστήμη του, δεν αναλωνόταν στα ίδια τα πόδια αλλά στο τι θα γινόταν με την μπάλα και το χώρο, αφού όλα θα συνέβαιναν με γεωμετρική ακρίβεια. Ήταν, μάλιστα, μία ιδέα που είχε επιστημονικό υπόβαθρο: ο Ολλανδός αρχιτέκτων Κορνέλυς Λέλυ τον 19ο αιώνα συνέλαβε την ιδέα των φραγμάτων που θα μεγάλωναν το καλλιεργήσιμο έδαφος των Κάτω Χωρών.
Το γεγονός ότι η Ολλανδία δεν κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 ήταν ανθρώπινη αδυναμία. Ευαλωτότητα, φόβος, απειρία στην περίπτωση που βρισκόταν πίσω στο σκορ. Αλλά τα τελευταία 45 χρόνια όλα στηρίζονται σε αυτό το ποδόσφαιρο: οι πάσες των ομάδων του διαυγή Μουρίνιο που γίνονταν χωρίς να υπάρχει επίθεση, τα overlap των μπακ για την υπεραριθμία, οι δεύτερες κατοχές, όταν μία ομάδα σχεδόν δίνει την κατοχή σε μία άλλη στην άμυνά της για να της την κλέψει και να την βρει ανοργάνωτη, οι αντεπιθέσεις από κόρνερ, φυσικά το juego de pocision, το οποίο ο Κρόιφ, ως προπονητής και οραματιστής, δημιούργησε για την Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα, με τον Λιονέλ Μέσι να γίνεται το έμβλημά του, το ποδόσφαιρο της υπερκατοχής, γνωστό ως τίκι-τάκα. Σε 150 χρόνια ποδοσφαίρου σχεδόν όπως το γνωρίζουμε, το 1/3 αφορά στη βελτίωση και ταυτοχρόνως την αποδόμηση (τα αντίθετα εμφανίζονται την ίδια στιγμή) του Ολοκληρωτικού Ποδοσφαίρου.
Πολύ μεγάλο προβάδισμα: Ολλανδία 1974.
Κατηγορία ‘δεν υπάρχει τίποτα σε μία κάμπια που να σε προϊδεάζει ότι θα γίνει πεταλούδα’
Η απόσταση που χώριζε τη Δυτική Γερμανία από την Ουγγαρία σε σχέση με εκείνη από την Ολλανδία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Εκείνη τη χρονιά, το 1974, η Μπάγερν είχε κατακτήσει το -πρώτο από τα τρία διαδοχικά της- Κύπελλο Πρωταθλητριών και δύο χρόνια πριν ήταν πολύ πειστική, στο τέταρτο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα εθνικών ομάδων της ιστορίας, κατακτώντας τον τίτλο, με σκορ 3-0 επί της Σοβιετικής Ένωσης. Επίσης, είχε παίκτες που ήδη είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους στα Παγκόσμια Κύπελλα. Ο Σεπ Μάγερ λογιζόταν πρώτης κλάσης τερματοφύλακας, ο Γκερντ Μίλερ είχε βάλει 10 γκολ στο προηγούμενο, του Μεξικού, η Δυτική Γερμανία είχε παίξει το σπουδαίο ημιτελικό με τους Ιταλούς, που είχε χάσει 4-3 στην παράταση, ενώ ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, αυτή η θεμελιώδης μορφή για τη σύγχρονη εποχή του γερμανικού ποδοσφαίρου, είχε παίξει εκείνο το ματς με εξάρθρωση ώμου. Μάλιστα, η Δυτική Γερμανία είχε παίξει τελικό και το 1966, το 4-2 από την Αγγλία στην παράταση, με το γκολ-φάντασμα του Τζεφ Χαρστ, που είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει βάλει τρία γκολ σε τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Είχε μία συνέχεια και μία βάση, το Μόναχο, το οποίο είχε αντικαταστήσει τα προπολεμικά (ο προσδιορισμός αφορά πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) κέντρα της Γερμανίας, τα οποία ήταν κυρίως πνευματικά. Αντιθέτως, το 1954 δεν υπήρχε άνθρωπος που περίμενε ότι η Δυτική Γερμανία θα κατακτούσε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Υπήρχε μία χώρα που δεν ήταν ενωμένη, που είχε ακόμα ναζιστές, οι οποίοι ήταν περίπου σαν τους Έλληνες κομουνιστές αν οι δεξιές κυβερνήσεις και ο εξωτερικός δάκτυλος δεν τους κυνηγούσαν. Ήταν, από την άλλη, μία χώρα που ήθελε ησυχία μετά από το κακό, είτε ευθυνόταν περισσότερο για αυτό ή όχι. Μία εθνική ομάδα με παίκτες που επ’ ουδενί είχαν την κλάση εκείνων 20 χρόνια αργότερα και που ο αντίπαλός τους ήταν το ίδιο ισχυρός. Μία ομάδα που δεν ήταν αουτσάιντερ μόνο στον τελικό, αλλά και στον ημιτελικό, όταν αντιμετώπισε την Αυστρία, που έμοιαζε με ρέπλικα της ‘βούντερτιμ’ της δεκαετίας του ’30. Εκείνο το 6-1 στο ‘Σεντ Γιάκομπ’ της Βασιλείας, στις 30 Ιουνίου 1954, βύθισε στη μελαγχολία την ομάδα στην οποία έπαιζε ο αργότερα θρύλος της προπονητικής, Ερνστ Χάπελ, και σύστησε σοκ, όμως δεν αποτέλεσε μήνυμα για τον τελικό της Βέρνης, στις 4 Ιουλίου.
Η Ουγγαρία είχε νικήσει τη Δυτική Γερμανία 8-3 στον όμιλο, οπότε δεν ένιωθε μεγάλο προβληματισμό, αντιθέτως…
Πολύ μεγάλο προβάδισμα: Ουγγαρία 1954.
Κατηγορία ‘αποσυναρμολόγηση του jogo bonito’
Κοινό τόσο στην Ουγγαρία το 1954 όσο και στην Ολλανδία το 1974 ήταν οι νίκες τους επί της Ουρουγουάης και της Βραζιλίας. Και ενώ στην πρώτη περίπτωση δεν υπάρχει σύγκριση, η Ολλανδία νίκησε μία ομάδα ξεφτισμένη από το χρόνο και την εξέλιξη του ποδοσφαίρου, ενώ η Ουγγαρία ανάγκασε στον εκθρονισμό της παγκόσμιας πρωταθλήτριας, με το 4-2 στην παράταση, σε ένα σκληρό παιχνίδι. Ωστόσο, τα παιχνίδια απέναντι στη Βραζιλία ήταν καθοριστικά και για τις δύο ομάδες. Η Ουγγαρία νίκησε τη ‘σελεσάο’ 4-2 στις 27 Ιουνίου 1954, στο ‘Βάνκντορφ’ και το παιχνίδι ήταν τόσο σκληρό που αποκλήθηκε ‘Η μάχη της Βέρνης’.
Η Βραζιλία δεν είχε κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά είχε παίκτες που θα το έκαναν τέσσερα χρόνια αργότερα, όπως οι Τζάλμα και Νίλτον Σάντος και ο Ντιντί. Η Ουγγαρία είχε βάλει 17 γκολ στον όμιλο και προηγήθηκε 2-0 χάρη σε ένα γκολ του μεγάλου ποδοσφαιρικού μάστορα Νάντορ Χιντεγκούτι στο 4′ και του πρώτου σκόρερ του Παγκόσμιου Κυπέλλου με 11 γκολ, Σάντορ Κότσιτς, στο 8′, αλλά δεν είχε στη διάθεσή της τον τραυματία Φέρεντς Πούσκας, που όταν επέστρεψε έμελλε να τα κάνει όλα μαντάρα. Η Βραζιλία μείωσε με πέναλτι του Τζάλμα Σάντος στο 18′. Ο Μιχάλι Λάντος έκανε το 3-1 επίσης με πέναλτι στο 60′ και από εκεί και πέρα ξεκίνησε η μάχη, με τον Γιόζεφ Μπόζικ και τον Νίλτον Σάντος να διαπληκτίζονται στο 71′ και να φεύγουν με την κόκκινη κάρτα του Άγγλου Άρθουρ Έλις και τον Ουμπέρτο να κλωτσάει τον Γκιούλα Λόραντ και να παίρνει την άγουσα για τα αποδυτήρια στο 79′.
Συνολικά δόθηκαν 42 φάουλ, ένα για σχεδόν κάθε δύο λεπτά παιχνιδιού, ενώ ο καβγάς δεν έμεινε στο γήπεδο. Αφού ο Κότσιτς πέτυχε το τελικό 4-2 στο 88′, οι δύο ομάδες έστησαν τρικούβερτο… πυξ λαξ καβγά στα αποδυτήρια και ο Γκούσταβ Σέμπες χρειάστηκε 4 ράμματα μετά από το γρονθοκόπημα.
Είκοσι χρόνια μετά, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Η Βραζιλία είχε κατακτήσει τρεις φορές το Παγκόσμιο Κύπελλο και, ακόμα και αν έλειπαν ο Πελέ, ο Τοστάο και ο Ζέρσον, ο Ζαϊρζίνιο και ο Ριβελίνο ήταν παρόντες. Οι δύο ομάδες έφτασαν, στο τελευταίο παιχνίδι του δεύτερου προκριματικού ομίλου, να παίζουν, στις 3 Ιουλίου 1974 στο ‘Βέστφαλεν’ του Ντόρτμουντ, την πρόκριση για τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου, μια και δεν γίνονταν ημιτελικοί. Ήταν ουσιαστικά ένα ματς-σταθμός, καθώς το 2-0, με τα γκολ τον Γιόχαν Νέεσκες στο 50′ και Γιόχαν Κρόιφ στο 65′ (ένα απίστευτο βολ πλανέ), δεν λέει την αλήθεια. Οι Βραζιλιάνοι εκτέθηκαν, αναγκαζόμενοι να παίξουν ως επί το πλείστον ένα παθητικό παιχνίδι. Θεωρείται ότι κάτι τέτοιο ‘μυρίστηκε’ ο Πελέ και έβγαλε την ουρά του απ’ έξω όσον αφορά στη συμμετοχή του στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας, επικαλούμενος τη δικτατορία της χώρας του.
Η Ολλανδία ήταν μόνο η πρώτη από τις ομάδες που νίκησαν τη Βραζιλία για τα επόμενα 20 χρόνια, αλλά ήταν η μόνη που το έκανε τόσο πειστικά και που ανέδειξε τη διαφορά της με το ποδόσφαιρο που παιζόταν. Από στατιστικής άποψης θα πρέπει να δοθεί στην Ουγγαρία η κατηγορία: αυτό το παιχνίδι της Βέρνης, πέραν από μίας πρώτης τάξεως γρονθοπατινάδα, είναι έβδομο στην κατηγορία του Elo με τις αναμετρήσεις που έχουν συγκεντρώσει την υψηλότερη βαθμολογία. Από την άλλη μεριά, βέβαια, πρώτο είναι ο τελικός του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2010, μεταξύ Ισπανίας και Ολλανδίας. Και υπό την έννοια της αποδόμησης, η παρέα του Κρόιφ έχει το πλεονέκτημα.
Ελαφρύ προβάδισμα: Ολλανδία 1974.
Κατηγορία ‘η προβοκάτσια’
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ό,τι αντέστρεψε αυτό που έμοιαζε με τη ροή της κατάστασης για την Ουγγαρία έγινε πολύ νωρίς: συγκεκριμένα, από το δεύτερο μόλις ματς με τη Δυτική Γερμανία, στις 20 Ιουνίου 1954 στο ‘Σεντ Γιάκομπ’ της Βασιλείας, στο οποίο επικράτησε 8-3. Ο Σεπ Χερμπέργκερ, η πρώτη γερμανική αλεπού των πάγκων, δεν χρησιμοποίησε 5 παίκτες σε σχέση με τον τελικό, δύο εβδομάδες μετά, τον τερματοφύλακα Τόνι Τούρεκ, τον Μαξ Μόρλοκ, σκόρερ του ενός εκ των τριών γκολ στο θρίαμβο, τον Καρλ Μάι, τον Βάλτερ Ότμαν και τον Χανς Σέφερ. Αντιθέτως, έπαιξε ο Βέρνερ Λίμπριχ, ο οποίος τραυμάτισε τον Φέρεντς Πούσκας, θέτοντάς τον εκτός για τα επόμενα τρία ματς, αν και ο τραυματισμός του ήταν πιο σοβαρός, ειδικά εκείνη την εποχή, από αυτό.
Ο Λίμπριχ θεωρήθηκε πως ήταν σε εντεταλμένη αποστολή, αφού δεν έπαιξε σε άλλο παιχνίδι της διοργάνωσης, συμπεριλαμβανομένων των 4-1 και 7-2 με την Τουρκία, το πρώτο για τον όμιλο, το άλλο για το μπαράζ πρόκρισης, του 2-0 επί της Γιουγκοσλαβίας στον προημιτελικό και του 6-1 επί της Αυστρίας στον ημιτελικό. Ωστόσο, η ιστορία του πώς η ίντριγκα αποσυντόνισε την Ολλανδία παραμονές του παιχνιδιού με τη Βραζιλία είναι μία απίθανη ιστορία.
Ένα από τα μέλη της εθνικής Ολλανδίας εκείνης της διοργάνωσης, ο Τζόνι Ρεπ, είχε εξομολογηθεί ότι “τους Βραζιλιάνους ούτε που τους βλέπαμε. Ξέραμε ότι είμαστε 1-0 μπροστά και δεν είχαμε μπει καν στο γήπεδο”. Όλη η εθνική Ολλανδίας βρίσκεται σε μία ντισκοτέκ στο Μίνστερ, ένα μέρος στη βόρεια Βεστφαλία. Στην ντισκοτέκ βρίσκεται και ο Γκουίντο Φρικ, ένας δημοσιογράφος της ‘Stuttgarter Nachrichten’. Είναι αργά και ο Φρικ εκπλήσσεται από το γεγονός ότι οι Ολλανδοί είναι ανέμελοι, αν και έχουν ματς στις 3 Ιουλίου. Μένουν στο ίδιο ξενοδοχείο. Πάει να κοιμηθεί και τον ξυπνάει ένα τραγούδι των Bee Gees. Κατεβαίνει στη ρεσεψιόν για να διαμαρτυρηθεί. Για να τον κατευνάσουν, τον καλούν σε ένα δωμάτιο από εκείνα των Ολλανδών, που έχει στηθεί ένα αυτοσχέδιο πάρτι. Πέφτει η ιδέα να κατέβουν στην πισίνα για νυχτερινό μπάνιο. Εκεί υπάρχουν και κορίτσια. Ο Φρικ μιλάει στην πισίνα για 45 λεπτά με τον Κρόιφ, για ποδοσφαιρική τακτική και ζυμαρικά. Την επόμενη μέρα γράφει το ρεπορτάζ για την εφημερίδα του και, το κυριότερο, το πουλάει στην ‘Bild’ για 500 μάρκα. Στις 2 Ιουλίου, η πιο γνωστή γερμανική εφημερίδα βγάζει πρωτοσέλιδο με τίτλο, ‘Ο Κρόιφ, σαμπάνιες, γυμνά κορίτσια και βουτιές’. Στο ρεπορτάζ γίνεται λόγος για όργια, ακόμα και για ύπαρξη φωτογραφιών!
Τα νέα ταξιδεύουν ταχύτατα στις Κάτω Χώρες. Πολλές από τις συζύγους και τις συντρόφους των υπόλοιπων ποδοσφαιριστών φτιάχνουν βαλίτσες και οδεύουν προς τη Γερμανία. Όχι η Ντάνι Κοστέρ, γυναίκα του σούπερ σταρ των ‘οράνιε’. Ωστόσο, ο Κρόιφ, που έχει ζητήσει να παίζει με εμφάνιση με δύο μαύρες ρίγες και όχι τρεις, για να μη φαίνεται ο χορηγός, αφού έχει κάνει με ανταγωνίστρια εταιρεία συμφωνία, βρίσκεται σε επαφή μαζί της, μέσα από το τηλέφωνο του ξενοδοχείου. Υπάρχουν αυτήκοες μάρτυρες που λένε ότι, κατά τη διάρκεια ενός διαλόγου, της υποσχέθηκε να μη λείψει ξανά τόσο πολλές μέρες από το σπίτι. Αυτό αποσυντονίζει όλη την ομάδα. Οι Ολλανδοί ξυπνούν από ύπνωση και χάνουν τη σιγουριά τους στον τελικό απέναντι στο συγκρότημα του Χέλμουτ Σεν. Η πλάκα είναι ότι αυτό το σκηνικό ήταν η αρχή για πολλά διαζύγια, όχι όμως και του Κρόιφ, που με την Ντάνι έμεινε για 47 ολόκληρα χρόνια παντρεμένος. Αυτός λένε ότι ήταν ο λόγος που δεν πήγε στην Αργεντινή 4 χρόνια αργότερα. Μάλιστα, τη βραδιά του τελικού φέρεται να μην είδε το ματς, έκανε τα ψώνια του με την Ντάνι στο Λονδίνο.
Διακριτό προβάδισμα: Ολλανδία 1974.
Κατηγορία ‘τα έργα τέχνης που δείχνουν μη ολοκληρωμένα τελειώνουν μόνα τους με τον καιρό’
Αφού η ποδοσφαιρική στιγμή είναι τόσο ξεχωριστή, υπήρχαν δύο στιγμιαία αριστουργήματα που παρήγαγαν τόσο ο Φέρεντς Πούσκας όσο και ο Γιόχαν Κρόιφ με τις εθνικές ομάδες της χώρας τους. Θεωρούνται κορωνίδες στην καλλιτεχνική επετηρίδα. Ο ‘Πάντσο’, ωστόσο, δεν το έκανε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, αλλά πηγαίνοντας προς αυτό: στο φιλικό της 25ης Νοεμβρίου 1953 στο Γουέμπλεϊ, την πρώτη ήττα των Άγγλων από ομάδα που δεν ήταν από το Νησί και μάλιστα τι ήττα, με το εντυπωσιακό 3-6. Με το σκορ στο 1-2, ο Πούσκας βρέθηκε στο ύψος της μικρής περιοχής του Μέρικ και όταν ο θρυλικός Μπίλι Ράιτ τον έφτασε και έπεσε για τάκλιν, ο Μαγυάρος πάτησε την μπάλα, την έσυρε προς τα πίσω και τον έστειλε σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, κεραυνοβολώντας με το αριστερό τον Άγγλο τερματοφύλακα. Θεωρούνταν, όταν μπήκε, το κορυφαίο γκολ στο Γουέμπλεϊ.
Ο Κρόιφ, από τη μεριά του, έχει την περίφημη περιστροφή στο παιχνίδι με τη Σουηδία, στις 19 Ιουνίου 1974 στο ‘Βεστφάλεν’, το μόνο παιχνίδι που δεν νίκησε η Ολλανδία ως τον τελικό (0-0). Ο αρχηγός της Σουηδίας, Μπο Λάρσον, είναι πιο γνωστός ως μυστηριώδης φυσιογνωμία σε αυτό το πλάνο, παρά ως οτιδήποτε άλλο. Αυτή η περιστροφή ονομάζεται ‘Cruyff turn’, ωστόσο η πλάκα είναι ότι τέσσερις μέρες νωρίτερα, στο 0-0 της Σουηδίας με τη Βουλγαρία στο ‘Ράινσταντιον’, το είχε κάνει ο Ραλφ Έντστρομ, ο οποίος, όμως, δεν το ολοκλήρωσε, αφού ανακόπηκε παράνομα, κερδίζοντας το φάουλ.Τώρα, η πρώτη περίπτωση μπορεί να μη συνέβη στην τελική φάση της διοργάνωσης, αλλά έγινε σε ένα ιστορικό ματς με θύμα έναν παίκτη που φόρεσε 103 φορές το εθνόσημο.
Το δικαστήριο δεν θα με δικαίωνε, αλλά…
Ελάχιστο προβάδισμα: Ουγγαρία 1954.
Κατηγορία ‘αν πηδήξεις σε ένα βαθύ πηγάδι, η μοίρα δεν είναι υποχρεωμένη να σε βγάλει από εκεί’
Αν στην περίπτωση της Ολλανδίας δεν υπήρχε στην πραγματικότητα μοιραίος παίκτης, αλλά μία αλυσίδα γεγονότων, που μετά από τις 16 πάσες, την ανατροπή του Κρόιφ από τον Μπέρτι Φογκτς και το πέναλτι που έκανε γκολ ο Γιόχαν Νέεσκες στο 1′ του τελικού την 7η Ιουλίου του 1974 στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, έσβησε τους διακόπτες για τους Ολλανδούς, συντελώντας στη γερμανική ανατροπή (με τον Γιαν Γιόνγκμπλουντ, παρ’ όλα αυτά, να τρώει όρθιος τόσο την εκτέλεση πέναλτι του Πάουλ Μπράιτνερ στο 25′ όσο και το γυριστό, μία κίνηση τοτέμ -ωδή στο χορό- του υπέροχου Γκερντ Μίλερ στο 43′), στην περίπτωση της Ουγγαρίας υπάρχουν δύο υπεύθυνοι: ο ίδιος ο Φέρεντς Πούσκας, που παρά τις νουθεσίες των γιατρών και του τεχνικού επιτελείου το έβαλε αμέτι μου χαμέτι να παίξει τραυματίας στον τελικό και ο Νάντορ Χιντεγκούτι.
Σε ένα παιχνίδι που δεν επιτρέπονταν οι αλλαγές, ο Πούσκας σκόραρε το πρώτο γκολ της ‘Αραντσιπάτ’ (‘Χρυσής Ομάδας’ στα ελληνικά) στο 6′ και ο Ζόλταν Τσίμπορ στο 8′, όμως όταν οι Γερμανοί ισοφάρισαν πάρα πολύ γρήγορα με τον Μόρλοκ στο 10′ και τον Χέλμουτ Ραν στο 18′, οι Ούγγροι τον χρειάστηκαν περισσότερο και δεν τον είχαν, έστω κι αν στο 86′ ακυρώθηκε γκολ του ως οφσάιντ. Οι Γερμανοί είχαν γυρίσει το ματς, στο 84′ πάλι με τον Χέλμουτ Ραν. Ο Χιντεγκούτι, ένας ευφυής επιτελικός χαφ, δεν πρόδωσε τις αξίες του παρά το γεγονός ότι ήταν ο τελικός του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Η αντίδρασή του στην ιδέα της άμυνας και της κάλυψης χώρου ήταν μία ηθική αξία, που ασφαλώς δεν υπάρχει στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Όταν οι Ούγγροι υποχρεώνονταν να αμυνθούν, έπαιζαν με δύο παίκτες λιγότερους, αφού ο Πούσκας δεν μπορούσε καν να κουνήσει.
Πολύ μεγάλο προβάδισμα: Ουγγαρία 1954.
Κατηγορία ‘μεγάλη οθόνη’
Σε αυτήν την περίπτωση η Ουγγαρία παίζει χωρίς ανταγωνισμό. Αν και δεν την αφορά, το ‘Θαύμα της Βέρνης’, που είναι το ταξίδι ενός Γερμανού πιτσιρικά στην Ελβετία για να δει τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου σε συνδυασμό με τη διαμονή της εθνικής της Δυτικής Γερμανίας εκεί, είναι ένα πολύ όμορφο κινηματογραφικό έργο, που ενδείκνυται για ποδοσφαιρόφιλους, ειδικά φέτος.
Προβάδισμα χωρίς αντίπαλο: Ουγγαρία 1954.
Κατηγορία ‘η εξουσία, μετά την αγάπη, είναι η πρώτη μορφή ευτυχίας’
Η εμφάνιση της Ουγγαρίας το 1954 και της Ολλανδίας το 1974 είχαν διαφορετικό παρονομαστή. Οι Ούγγροι νίκησαν όλα τα παιχνίδια τους ως τον τελικό και σημείωσαν συνολικά 27 γκολ σε 5 ματς (5,4 ανά μέσο όρο), ένα ρεκόρ που δεν έχει καταρριφθεί ούτε σε παραγωγικότητα ούτε σε μέσο όρο, ενώ νίκησαν στη σειρά 4-2 τόσο τη Βραζιλία όσο και την Ουρουγουάη (στην παράταση), δηλαδή την επόμενη παγκόσμια πρωταθλήτρια και την προηγούμενη. Αυτή θα ήταν η τελευταία βραζιλιάνικη ήττα ως το 1966. Στην πρεμιέρα τους, δε, είχαν συντρίψει 9-0 τη Νότια Κορέα. Η πλάκα είναι ότι αυτή δεν είναι η μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία των Παγκόσμιων Κυπέλλων, αλλά οι ίδιοι έχουν τη μεγαλύτερη, το 10-1 με το Σαλβαδόρ στην Ισπανία, στις 15 Ιουνίου 1982.
Η Ολλανδία ρεζίλεψε την Αργεντινή, 4-0, τη Βραζιλία, 2-0, νίκησε τη βρώμικη Ουρουγουάη, που δεν είχε τη λάμψη του παρελθόντος, 2-0, την Ανατολική Γερμανία 2-0 και τη Βουλγαρία 4-1. Η Ουγγαρία, ακόμα και αν η αναλογία δεν την ευνοεί, ακόμα και αν η επιρροή της στο ποδοσφαιρικό στάτους κβο δεν είναι ίδια με των Ολλανδών (αν και οι ‘οράνιε’ βελτίωσαν το παιχνίδι συνολικά), ήταν μακράν η πιο κυριαρχική ομάδα που δεν κέρδισε Παγκόσμιο Κύπελλο.
Μεγάλο προβάδισμα: Ουγγαρία 1954.
Κατηγορία ‘από το ποτήρι μέχρι τα χείλη πολλά γίνονται’
Η επόμενη μέρα για το ολλανδικό ποδόσφαιρο δεν σταμάτησε την εποχή του Γιόχαν Κρόιφ. Αρχής γενομένης από το 1974, η Ολλανδία έβγαλε σπουδαίες ομάδες και γοητευτικούς ποδοσφαιριστές, οι οποίοι ήταν τα κορυφαία ονόματα των ομάδων τους. Έφτασε δύο φορές σε τελικό, το 1978 και το 2010, ήταν η καλύτερη ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, όταν έχασε στα πέναλτι από τη Βραζιλία, έφτασε στον ημιτελικό το 2014 και αποκλείστηκε πάλι στα πέναλτι από την Αργεντινή, έφτασε στον προημιτελικό το 1990 και το 1994, αποκλείστηκε στη φάση των ’16’ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 από την Πορτογαλία, στην περίφημη ‘Μάχη της Νυρεμβέργης’. Κατέκτησε, βέβαια, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1988. Η εποχή της ξεκίνησε ουσιαστικά από το 1974. Το 1976, ωστόσο, αποκλείστηκε από την Τσεχοσλοβακία στα ημιτελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, την τελευταία εμφάνιση του Κρόιφ με την Εθνική.
Η Ουγγαρία, από την άλλη, ήταν αήττητη από το 1950 έως το 1954, νικώντας την Αγγλία 6-3 και 7-1, είχε κατακτήσει το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο το 1952 στο Ελσίνκι, όταν το ποδοσφαιρικό τουρνουά μετρούσε, ενώ παρέμεινε αήττητη από το 1954 έως το 1956, όταν ο Μάρτον Μπούκοβι ανέλαβε τα ηνία της ομάδας.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1956, η Ουγγαρία ανάγκασε τη Σοβιετική Ένωση στη μόνη ήττα της στο ‘Λένιν Στάντιον’, 0-1, με το γκολ του Ζόλταν Τσίμπορ στο 16′. Σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα, Ούγγροι φοιτητές θέλησαν να καταλύσουν το κομουνιστικό καθεστώς και αυτό έφερε την είσοδο των σοβιετικών τανκς στη Βουδαπέστη. H Εθνική τότε βρισκόταν σε προετοιμασία στο Μπιλμπάο, όπου η Χόνβεντ θα αντιμετώπιζε την Αθλέτικ για το δεύτερο γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Η προετοιμασία γινόταν στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων στη Μελβούρνη τον Δεκέμβριο, αλλά τα μαντάτα φόβισαν τους διεθνείς. Προεξάρχοντος του Φέρεντς Πούσκας, οι πιο καλοί Ούγγροι ποδοσφαιριστές ζήτησαν άσυλο και η ποδοσφαιρική ομάδα δεν πήγε στους Ολυμπιακούς. Ήταν το τέλος εκείνου του φοβερού συγκροτήματος.
Η Εθνική έφτασε στα ημιτελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 1964 και το 1972, ενώ προσφάτως έπαιξε στην τελική φάση του Euro 2016 και κατάφερε να προκριθεί στη φάση των ’16’, όπου αποκλείστηκε από το Βέλγιο. Έφτασε στα προημιτελικά των Παγκόσμιων Κυπέλλων το 1962 και το 1966, ενώ έπαιξε και στα Παγκόσμια Κύπελλα το 1978, το 1982 και το 1986. Μπορεί εκείνη η εξαετία, που διακόπηκε βάναυσα, να μην άφησε συντρίμμια, πάντως η Εθνική δεν βρέθηκε ξανά στο επίπεδο της δεκαετίας του ’50.
Διακριτό προβάδισμα: Ολλανδία 1974.