Πέρασα ένα ΣΚΔ εσώκλειστος βλέποντας μόνο Super League
Ένα πείραμα που ανέδειξε την παραγνωρισμένη γοητεία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
- 5 ΣΕΠ 2018
Θα ξεκινήσω με μία ανώδυνη εξομολόγηση. Παρακολουθώ το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου πιο τακτικά από ό,τι νόμιζες. Γι’ αυτό και η πιο χαρμόσυνη αθλητική είδηση του φετινού καλοκαιριού στα μάτια μου ήταν η συμφωνία της κρατικής τηλεόρασης με τις ομάδες της Super League που δεν είχαν βρει τηλεοπτική στέγη. Το επόμενο λεπτό, είχα διαγράψει ολοσχερώς από τον σκληρό μου δίσκο τη μεταγραφή του Ρονάλντο στη Γιουβέντους, τη διαστημική εκκίνηση της Λίβερπουλ στο αγγλικό πρωτάθλημα και φυσικά την ανεξίτηλη πικρία μου για την απρόσμενη μετακίνηση του Μπουφόν στην Παρί.
Νιώθω το ίδιο περήφανος για την αδυναμία μου στην ισόβια πρωταθλήτρια Ιταλίας, για την αφύσικα υπέρμετρη αγάπη που τρέφω στη born to lose Λίβερπουλ, όπως και για το ακατανόητο συναισθηματικό δέσιμο που έχω αναπτύξει με τον για πάντα καλύτερο τερματοφύλακα της Γιουβέντους. Τα συναισθήματά μου πάλι για την αθεράπευτη εμμονή μου με τη Super League είναι δυσδιάκριτα. Μάλιστα, υπό τον φόβο ενός αδυσώπητου λιντσαρίσματος τα κουκουλώνω. Το κρυφτό όμως δεν πρέπει και δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Είμαι κολλημένος με το καλύτερο μικρό πρωτάθλημα των Βαλκανίων. Δηλαδή, είμαι κολλημένος με τη Super League. Επιτέλους, το έβγαλα από μέσα μου. Πέρασα τρία απανωτά βράδια (Σαββάτου, Κυριακής και Δευτέρας) στο σπίτι μου μπροστά από μία οθόνη μετρίου αναστήματος βλέποντας μόνο ελληνικό πρωτάθλημα. Στον απόηχο αυτού του τριημέρου, ήρθα αντιμέτωπος με μία απρόσμενα ευχάριστη αλήθεια.
Το ελληνικό πρωτάθλημα είναι καλύτερο από ο,τι νομίζαμε.
Παναθηναϊκός-Λαμία
Εύχομαι να είχα ανοίξει την τηλεόραση στο 69ο λεπτό. Γιατί ακριβώς εκείνη την πολύ ξεχωριστή και μοναδική στιγμή, το τηλεκοντρόλ, τα χέρια, τα πόδια, το σώμα μου είχαν σαστίσει. Έτρεμα. Ο Ινσούα έκλεψε τη μπάλα έξω από τη μεγάλη περιοχή της Λαμίας, έσπασε την αμυντική υπερφόρτωση, πάσαρε στον Μπουζούκη, εκείνος με τη σειρά του στον Καμπετσή και ο τελευταίος με μία τυφλή πάσα φόρτωσε το πόδι του Εμμανουηλίδη για ένα ξερό και μονοκόμματο σουτ.
Ξέρω, ξέρω. Αυτή η φάση και αυτό το τέρμα, όπως άρχισε, ξεδιπλώθηκε, κορυφώθηκε και τελείωσε με την μπάλα να αναπαύεται στα δίχτυα, θα μπορούσε πανεύκολα να έχει σημειωθεί σε κάποιο πρωτάθλημα εκτός Ελλάδας. Η συνεργασία ήταν υποδειγματική, η τελική πάσα θα έσπαγε κάθε σκληροτράχηλη άμυνα στα δύο ενώ μέχρι και η ακόμη πιο υποδειγματική βολίδα θρυμματίζει τη λογική.
Ο εκστατικός όμως πανηγυρισμός μετά την επίτευξη του 2-1 κολλάει αποκλειστικά και μόνο στον φετινό Παναθηναϊκό. Έχω δει σε replay τη φάση του γκολ μία φορά. Έχω δει σε replay τo ξέσπασμα που ακολουθεί τη φάση του γκολ εκατοντάδες. Δεν χωνεύεται, είναι ασύλληπτο.
Περιμένω ότι ο Εμμανουηλίδης θα κατευθυνθεί προς την κερκίδα των οργανωμένων ή προς το σημαιάκι του κόρνερ. Διαψεύδομαι όμως θριαμβευτικά γιατί παραδόξως δεν επιλέγει τίποτα από τα δύο. Αποφεύγει με επιδέξιους ελιγμούς τα ασθενή μπλόκα των συμπαικτών του, ευθυγραμμίζεται με τη γραμμή του επόπτη και κυνηγάει να αγκαλιάσει τον προπονητή του. Ενόσω παίκτες, προπονητής και βοηθοί είχαν γίνει ένα κουβάρι, εγώ ανατρίχιαζα. Και το ποτήρι με την κόκα κόλα τρεμόπαιζε στην άκρη του γραφείου.
Ατρόμητος-Ξάνθη
Νύσταζα και χασμουριόμουν. Χασμουριόμουν και νύσταζα. Το εξωφρενικά αργό τέμπο του παιχνιδιού σε συνδυασμό με την επιδεικτική αδιαφορία των δύο ομάδων για τους τρεις βαθμούς έσπρωχναν το δείκτη του χεριού μου όλο και πιο κοντά στον διακόπτη της τηλεόρασης. Οι νωχελικές μεταβιβάσεις δοκίμαζαν την υπομονή μου, τα ανεξερεύνητα όρια μου.
Ήταν ζήτημα χρόνου να βγω από τα ρούχα μου (το κάνω εικόνα και δεν μου αρέσει καθόλου), ώσπου αναγνώρισα τη χαρακτηριστική φωνή του Γιάννη Καραλή. Αυτομάτως, εξόρισα τις όποιες αρνητικές σκέψεις με ωθούσαν στο κλείσιμο της τηλεόρασης.
Τον Γιάννη Καραλή δεν τον ξέρω προσωπικά. Έχω σχηματίσει απλώς μία πολύ θετική εικόνα από τις μεταδόσεις του στα συνδρομητικά κανάλια και τις νηφάλιες τοποθετήσεις του στον αέρα του Sport24 Radio. Είναι η μπάσα φωνή που μου κρατούσε συντροφιά τη χρονιά που διάβαζα για τις πανελλήνιες. Είναι ο σπίκερ που έδωσε πνοή στον πιο αδιάφορο και υποτονικό αγώνα που εκτυλίχθηκε ποτέ ένα Σάββατο βράδυ του Σεπτεμβρίου. Έπαιζε με την ένταση της φωνής του, όταν και όσο χρειαζόταν, χωρίς να προσπαθεί καν.
Είναι η αψεγάδιαστη φωνή που λείπει από κάθε ραδιόφωνο, αθλητικό και μη.
Άρης-Λάρισα
Είναι το παιχνίδι που ξεχώρισε και ξεχώρισα περιχαρής για τη δεύτερη στροφή του ελληνικού πρωταθλήματος. Είχε ρυθμό, είχε ένα πανέμορφο γκολ με το στήθος και χιλιάδες περήφανους φιλάθλους του Άρη να τραγουδούν ακατάπαυστα στις κερκίδες.
Η Λάρισα ως το 77ο λεπτό έκανε δώρο στον τερματοφύλακα του Άρη το πιο ξεκούραστο απόγευμα της ζωής του. Δεν απειλούσε, δεν πίεζε ιδιαίτερα και δεν έδειχνε καθόλου ικανή να ανατρέψει το εις βάρος της 2-0. Είχε κατά μία έννοια συμβιβαστεί με την πρώτη επίσημη φετινή της ήττα.
Με την είσοδο του Μόρσι στον αγωνιστικό χώρο, το γήπεδο άρχισε να κατηφορίζει επικίνδυνα προς τη πλευρά των γηπεδούχων. Ο Αιγύπτιος επιθετικός έκανε μέσα σε ένα τέταρτο όσες ευκαιρίες είχαν ξεχάσει να κάνουν οι συμπαίκτες του όσο εκείνος σκούπιζε τον πάγκο. Το αποκορύφωμα βέβαια της ψυχωμένης εμφάνισής του δεν το πιάνει το μάτι σου. Έχανε 10 χρόνια ζωής σε κάθε άκαρπη προσπάθεια των συμπαικτών του. Πως το κατάλαβα; Για 15 ολόκληρα λεπτά παραμιλούσε, τραβούσε τα μαλλιά του και τα έβαζε φανερά εκνευρισμένος με τον εαυτό του.
Όταν οι άλλοι σταματούν, ο Μόρσι συνεχίζει. H Nike μόλις βρήκε το μότο της επόμενης καμπάνιας της και εγώ ένα αουτσάιντερ στα μέτρα μου για να λατρεύω.
Παναιτωλικός-ΟΦΗ
Κάθε φορά που ένας επιθετικός βγαίνει τετ α τετ με τον αντίπαλο τερματοφύλακα και δεν τον εκτελεί επί τόπου, σφίγγω τις γροθιές μου από ικανοποίηση. Στη σκέψη και μόνο ότι θα επιχειρήσει να τον σκάψει ή να τον αποφύγει με μία επιδέξια ντρίμπλα, αγαλλιάζει η ψυχή μου. Όταν όμως έχει προαποφασίσει να βουτήξει προκειμένου να κερδίσει ένα κάλπικο πέναλτι, κοκκινίζω από οργή.
Ο Βουό είναι το τέλειο παράδειγμα προς αποφυγή για κάθε επιθετικό, για κάθε μέσο ακόμη και για κάθε αμυντικό που μια στο τόσο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για γκολ. Το ότι είχε εξαφανίσει τον Κυριακίδη από το ημικύκλιο της μεγάλης περιοχής, είναι αυτούσιο ένα ηχηρό κατόρθωμα. Το ότι έπεσε πονηρά για να εκμαιεύσει ένα ανύπαρκτο πέναλτι ενώ θα μπορούσε εύκολα και ανώδυνα να πλασάρει σε κενή εστία, με κάνει έξω φρενών. Ειλικρινά τώρα, είναι αυτή η ύπουλη βουτιά ώριμη επιλογή για έναν επαγγελματία ποδοσφαιριστή; Προφανέστατα και όχι.
Λίγο πριν τη συμπλήρωση των 80 λεπτών, υπέκυψα στην κούρασή μου. Αποκοιμήθηκα ενώ ο ΟΦΗ είχε εξαπολύσει μία αντεπίθεση διαρκείας. Εκ των υστέρων, πιστεύω ότι εάν είχε παραπάνω χρόνο στη διάθεσή του, θα είχε πετύχει μία επική ανατροπή. Στην πραγματική ζωή, αρκέστηκε στο γκολ της τιμής, όπως αρκέστηκα και εγώ σε έναν ατάραχο ύπνο.
Η αυταπάρνηση του Μόρσι, το συναισθηματικά φορτισμένο σπριντ του Εμμανουηλίδη και το ασφυκτικά γεμάτο Καυτανζόγλειο (το στοίχημα σε αυτό το κείμενο ήταν και παραμένει να καταφέρω να γράψω ολόσωστα το όνομά της φυσικής έδρας του Ηρακλή) δεν συνέβησαν σε κάποιο λαμπερό και φανταχτερό πρωτάθλημα, αλλά σε εκείνο της Super League. Σε ένα πρωτάθλημα παραμελημένο και απαξιωμένο εδώ και καιρό.
Ελπίζω ο Μόρσι (Μόρσι, εσύ superstar) να μας πείσει για τη χαμένη ομορφιά του ελληνικού πρωταθλήματος. “Μόρσι ζω, πρώτο σκόρερ να σε δω.”