Το ‘αφήστε με ήσυχο’ του Κώστα Τσιμίκα
Ο θρίαμβος του Ολυμπιακού επί της Άρσεναλ στο Λονδίνο μας χάρισε συναισθήματα πρωτόγνωρα και την ίδια στιγμή αρκετά γνώριμα.
- 28 ΦΕΒ 2020
Δεν έχω παίξει ποτέ ποδόσφαιρο ή μπάσκετ σε επαγγελματικό επίπεδο (όχι, δεν είχα κάποιο πρόβλημα πέρα από το γεγονός πως δεν ήμουν αρκετά καλός, που ΟΚ, κι αυτό πρόβλημα είναι). Φαντάζομαι όμως ότι την ώρα του αγώνα, το συναίσθημα που νιώθεις είναι πάνω κάτω το ίδιο, είτε αγωνίζεσαι σε ένα 5χ5 με κατεστραμμένο τάπητα στο Μαρούσι, είτε στο Emirates.
Θέλεις να παίξεις και φυσικά, θέλεις να κερδίσεις. Είτε είσαι ένας 35αρης με διαλυμένο γόνατο και μπυροκοίλι, είτε ένα από τα καλύτερα αριστερά μπακ στην Ευρώπη, με μια λαμπρή καριέρα μπροστά σου. Είτε αντίπαλός σου είναι ένας κολλητός σου με τον οποίο μετά θα πίνετε μαζί μπύρες, είτε είναι ο Aubameyang και ο Ozil.
Ο Κώστας Τσιμίκας έχει την ευλογία να ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Στα 23 του, μοιάζει να ανήκει ήδη στην ευρωπαϊκή ελίτ, με τα στοιχήματα για την αξία που θα πιάσει όταν πωληθεί να έχουν ήδη ξεκινήσει. Όλα αυτά όμως χθες δεν είχαν καμία σημασία.
Ο Κώστας ήθελε να παίξει. Μέσα στο γήπεδο δεν έβλεπε τίποτα άλλο πέρα από τις κόκκινες και τις μπλε φανέλες, δεν έκανε τίποτα άλλο πέρα από το να κυνηγάει, να είναι πάντα εκεί που πρέπει, να κόβει και να επελαύνει με τη μπάλα, μαχητικός, συγκινητικός, ένα αγρίμι που μοιάζει αδύνατο να το σταματήσεις.
Όταν πάτησε το πόδι του Σισέ και γύρισε το πόδι του, έκανε αυτό που κάνουμε εγώ κι εσύ όταν παίζουμε μια Πέμπτη βράδυ μετά τη δουλειά. Έσφιξε τα δόντια, ξέχασε τον πόνο και εκνευρίστηκε με όσους του ζητούσαν να βγει. Σιγά μην έβγαινε από το ματς της ζωής του για μια ενόχληση στον αστράγαλο. Σιγά μην παρατούσε τους συμπαίκτες του, σιγά μην δεν έπαιζε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, σιγά μην έχανε.
Την αδρεναλίνη, την καύλα που νιώθεις όταν παίζεις, όταν κερδίζεις, ακόμα και τους φίλους σου, ακόμα και άμπαλους μεσήλικες που πονάνε πριν μπουν στο γήπεδο, πολλαπλασίασέ τη επί χίλια και θα νιώσεις την ψυχοσύνθεση του Κώστα.
Ένα παιδί είναι ο Κώστας, που παίζει το παιχνίδι στο οποίο είναι καλός, που βλέπει μία μπάλα, ένα τέρμα και μερικέ φανέλες και δεν δέχεται να μην παίξει το παιχνίδι μέχρι τέλους, μέχρι να νικήσει.
Αυτές οι κραυγές, αυτή η ψυχολογία, αυτή η καύλα, ήταν ο χθεσινός Ολυμπιακός. Σιγά μην έβγαινε μωρέ. Σιγά μην τα παρατούσε. Σιγά μην έχανε. Αφήστε τον ήσυχο, αφήστε τον μέσα, αφήστε τον να παίξει. Εσύ δηλαδή θα έβγαινες;