10 φορές που ακούσαμε ελληνική μουσική σε ξένες ταινίες και σειρές
Μια λίστα με τις περιπτώσεις που ακούσαμε γνώριμες μελωδίες σε διάσημες (και μη) ταινίες και σειρές.
- 6 ΙΑΝ 2023
Ξάπλα στο κρεβάτι. Στο laptop παίζει το The Wire. Τα μάτια βρίσκονται στην εικόνα και στους υπότιτλους, μέχρι να σιγοκλείσουν. Πότε οι σκηνές καθηλώνουν, πότε υπάρχει η περιέργεια για την τελική έκβαση. Εκείνη τη στιγμή που το πρώτο γλάρωμα κάνει την εμφάνισή του, ξαφνικά ακούγεται ένα μπουζούκι. Κοιτάζω γουρλωμένος την οθόνη. Η εικόνα κινείται και η μουσική δίνει τη θέση της στους στίχους. Καζαντζίδης, από το πουθενά. Δεν το πιστεύεις, πλάκα νομίζεις πως σου κάνουν. Θα είναι ένα κακοσυραμμένο μοντάζ από το YouTube που έμεινε στο autoplay και πετάχτηκε ξέμπαρκα, δεν μπορεί. Όχι, όμως. Το βλέπεις και το ακούς ολοκάθαρα: Το ΗΒΟ παίζει Καζαντζίδη.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που ελληνικά τραγούδια και η ελληνική μουσική εμφανίζονται από το πουθενά σε σειρές, σε ταινίες, αλλά και σε διαφημίσεις του εξωτερικού.
Σε αυτή τη λίστα καταγράψαμε μερικές από εκείνες τις στιγμές που ακούστηκαν ελληνικά κομμάτια στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη. Κάποιες από αυτές είναι λίγο–πολύ γνωστές στην ποπ και στη λαϊκή κουλτούρα, κάποιες άλλες λιγότερο.
The Exorcist (1973)
Είμαστε στην αρχή της ταινίας, σιγά σιγά γνωρίζουμε τους κεντρικούς ήρωες και το πώς συνδέονται με την πλοκή της ταινίας. Η Reagan (Linda Blair), κόρη της ηθοποιού Chris MacNeil (Ellen Burstyn), παρουσιάζει μια παράλογη και επιθετική συμπεριφορά που τρομοκρατεί τη μητέρα της. Μετά από την παρότρυνση ενός αστυνομικού, παραπέμπεται στον Ιησουίτη ιερέα Damien Karras (Jason Miller), Έλληνα ομογενή με πτυχίο Ψυχιατρικής.
Μετά από μια δύσκολη μέρα, ο πάτερ Karras πηγαίνει στο σπίτι του. Μένει μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα του που αφήνει ανοιχτό το ραδιόφωνο σε κάποιον σταθμό της Νέας Υόρκης. Ακούγεται η διαφήμιση από ένα κέντρο δεξιώσεων στην Αστόρια που μόνο γάμο δεν τελετουργεί. Την ώρα που ο πάτερ Karras δειπνίζει, από το ραδιόφωνο ακούγεται η φωνή της Ρίτας Σακελλαρίου.
Η επιλογή του «Ιστορία μου, αμαρτία μου» ως μουσική υπόκρουση στη συγκεκριμένη σκηνή δεν είναι τυχαία. Ο πάτερ, κουρασμένος και ταλαιπωρημένος, προσπαθεί να πείσει τη μητέρα του να μετακομίσει κάπου που θα τη φροντίζουν, για να μην έχει την έγνοια της. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ακούγεται ο στίχος «είσαι αρρώστια μου/μες τα στήθια μου» και η μητέρα του τού ξεκαθαρίζει πως δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει από το σπίτι.
Στην αμέσως επόμενη σκηνή, ο πάτερ Karras ετοιμάζεται να φύγει. Η μητέρα του κοιμάται στην κουνιστή πολυθρόνα. Από το ραδιόφωνο ακούγονται διαφημίσεις και παράσιτα που φέρνουν τη μελωδία του Μάνου Λοΐζου και τη φωνή του Γιάννη Καλαντζή στο «Παραμυθάκι μου». Την βλέπει που κοιμάται, της αφήνει μερικά δολάρια κάτω από το πορτατίφ, και, αντί να κλείσει το ραδιόφωνο να κοιμηθεί η γυναίκα, δυναμώνει κι άλλο την ένταση και φεύγει. Τουλάχιστον, της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
Taxi (1998 και 2003)
Ίσως η Μισιρλού να είναι το ελληνικό τραγούδι που έχει διασκευαστεί περισσότερο από κάθε άλλο. Από αργόσυρτο ρεμπέτικο αγνώστου συνθέτη, διασκευάστηκε σε τζαζ, σε οριεντάλ, σε surf rock και σε ραπ. Η πιο γνωστή εκδοχή παγκοσμίως είναι αυτή του Dick Dale που απέκτησε μυθικές διαστάσεις στους εναρκτήριους τίτλους του Pulp Fiction. Ωστόσο, (προσωπική άποψη), εκεί που η Μισιρλού δένει πραγματικά με την εικόνα της μεγάλης οθόνης, είναι στις δύο από τις πέντε ταινίες του Taxi.
Το Taxi είναι ένας ύμνος της Μασσαλίας, της Olympique και της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Η πενταλογία του Luc Besson (συν ένα αμερικάνικο remake με τους Queen Latifah και Jimmy Fallon) ξεκινάει πάντοτε με τον πρωταγωνιστή της ταινίας (Samy Naceri) να κάνει αγώνες χρόνου με το ταξί του, πλην της πρώτης ταινίας.
Στο Taxi του 1998, το οποίο μεταξύ άλλων αποτέλεσε την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Marion Cotillard, ο Naceri κάνει το γύρο του κέντρου της Μασσαλίας με το μηχανάκι του. Μαζί με τον ήχο της μηχανής και τις σπίθες στην άσφαλτο, ακούγεται και η Μισιρλού του Dick Dale στο background, ελαφρώς διασκευασμένη από τον Patrick Abrial.
Στο Taxi 3 του 2003, στο ταξί του Naceri μπαίνει ο Sylvester Stallone που προσπαθεί να ξεφύγει από τρομοκράτες, έχοντας πρώτα αποστηθίσει καλά τα γαλλικά του σεναρίου και αδυνατώντας να βάλει σωστά τη ζώνη του – μισές δουλειές, Rocky. Όσο το ταξί είναι στα όρια της πόλης, παίζει η «Μισιρλού», αλλά για τελευταία φορά, καθώς η έναρξη του «T4xi» περιστρέφεται γύρω από τον Djibril Cisse που έρχεται στην OM για έναν φιλικό αγώνα.
Munich (2005)
Η ταινία του Steven Spielberg καταγράφει τη δράση των πρακτόρων της Mossad που αναζητούν τους υπεύθυνους της τρομοκρατικής επίθεσης του «Μαύρου Σεπτέμβρη» στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, το 1972. Η επίλεκτη ομάδα που, μεταξύ άλλων, αποτελείται από τους Eric Bana, Daniel Craig και Matthieu Kassovitz ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη, για να σκοτώσουν τους έντεκα τρομοκράτες που συμμετείχαν στο Μόναχο.
Ένας από τους στόχους της Mossad βρίσκεται στην Αθήνα. Βέβαια, η σκηνή γυρίστηκε στην Βαλέτα της Μάλτας, αλλά ο Spielberg δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να μας πείσει πως οι ήρωες βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Η παραγωγή τύπωσε αυτοκόλλητες επιγραφές «ΛΙΑΝΙΚΗ – ΧΟΝΔΡΙΚΗ», έβαλε τον Μιχάλη Γιαννάτο ιδιοκτήτη του “Hotel Aristides” και από πίσω, ραδιόφωνο που έπαιζε στη διαπασών Τα παιδιά του Πειραιά, το ορχηστρικό του «Δώδεκα χρονώ κορίτσι» του Παναγιώτη Τούντα και το «Μινόρε του Τεκέ» του Ιωάννη Χαλκιά. Νέα αποικία στη Μάλτα, με λίγα λόγια.
The Edge of Heaven (2007)
Ο Fatih Akin αποτυπώνει με ακρίβεια την σύγχρονη ευρωπαϊκή πολυπολιτισμικότητα στις ταινίες του. Το ότι μεγάλωσε σε μια περιοχή με κατοίκους από διαφορετικές περιοχές του κόσμου, όπως το προάστιο της Αλτόνα στο Αμβούργο, επηρέασε τις φιλίες του, την κινηματογραφική του διαδρομή και τις μουσικές επιρροές του.
Μετά την Χρυσή Άρκτο για το Head-On το 2004, ο Akin υπογράφει ακόμη μια δραματική ταινία που διαδραματίζεται μεταξύ Βρέμης, Αμβούργου, Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας. Το The edge of heaven εξετάζει την απώλεια, τον θρήνο και την συγχώρεση μέσα από δύο ιστορίες ανάμεσα σε Γερμανία και Τουρκία που μοιάζουν πως είναι σπονδυλωτές, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι.
Η πρώτη σκηνή της ταινίας λαμβάνει χώρα σε ένα βενζινάδικο στην περιοχή των παράλιων της Μαύρης Θάλασσας, έξω από την Τραπεζούντα. Το τραγούδι που επιλέγει ο Akin για να στολίσει μουσικά τη σκηνή είναι κάπως γνώριμο. Ο τούρκικος στίχος μπορεί να παραπλανεί, αλλά όταν ακούγεται η ποντιακή λύρα δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι το Παραδοσιακό του Πόντου Την πατρίδα μ’ έχασα, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια του ξεριζωμού των Ελλήνων του Πόντου.
Ο λαζικής καταγωγής τραγουδιστής, Kâzım Koyuncu, μαζί με την Şevval Sam, τραγουδούν μαζί το Ben seni sevdiğimi (Πως σ’ αγαπάω). Ο Koyuncu ηχογράφησε πολλά τραγούδια στις γλώσσες και στις διαλέκτους των πληθυσμιακών ομάδων που ζουν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων των ποντιακών και των λαζικών.
Πέθανε στα 33 από καρκίνο του προστάτη, δύο χρόνια πριν την προβολή της ταινίας. Φήμες στην περιοχή της Τραπεζούντας λένε πως η ασθένειά του οφειλόταν στην έκρηξη του Τσέρνομπιλ, γεγονός που δεν έχει επιβεβαιωθεί. Ήδη οι πρώτοι διάλογοι της ταινίας σχολιάζουν ακριβώς αυτή τη φήμη.
Soul Kitchen (2009)
Η αμέσως επόμενη ταινία του Fatih Akin προβλήθηκε δύο χρόνια αργότερα από το The edge of heaven. Το Soul Kitchen είναι η πρώτη κωμωδία του Γερμανού σκηνοθέτη, ο οποίος κουράστηκε από τις δραματικές ταινίες. Οι εμπειρίες του κολλητού του, Άνταμ Μπουσδούκου, αποτέλεσαν τη βάση για το σενάριο του Soul Kitchen, στο οποίο πρωταγωνιστεί. Το Soul Kitchen είναι μια αποθήκη τρένων που ο Ζήνος Καζαντζάκης μετέτρεψε σε εστιατόριο. Πνιγμένος στα χρέη, προσλαμβάνει έναν ιδιόρρυθμο σεφ για να αναβαθμίσει το μενού του, αλλά φυσικά τα προβλήματα δεν σταματούν εκεί.
Οι αναποδιές και οι περιπέτειες των ηρώων συνοδεύονται από τρία ελληνικά κομμάτια: το Σχολείο του Πασχάλη, τη διασκευή της Φραγκοσυριανής από τους Locomondo και τη διασκευή του ρεμπέτικου, Μανόλης ο Χασικλής, από τον Ρουμάνο DJ Shantel.
Όλες οι επιλογές του Akin δένουν απόλυτα με τον παρείστικο και τον κωμικό χαρακτήρα της ταινίας, μα αν υπάρχει μια αγαπημένη, είναι αυτή που παίζεται ο Μανόλης, λίγο πριν σπάσει το πάρτι των εγκαινίων.
Enklava (2015)
Η μουσική της Ελένης Καραϊνδρου είναι οικουμενική. Στα Βαλκάνια ειδικά, όπου και να την τοποθετήσεις, θα δέσει άμεσα με οτιδήποτε, όπως και με τις ποιητικές εικόνες του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Η χημεία τους αποτύπωσε μοναδικά τις παθογένειες της βαλκανικής χερσονήσου, με τις μετακινήσεις των πληθυσμών, τους πολέμους και της φύσης των λαών που κάνουν αργά και βασανιστικά τον κύκλο τους.
Η ταινία του Goran Radovanović, που αποτέλεσε την επίσημη επιλογή της Σερβίας για τα Όσκαρ του 2016, έχει ως επίκεντρο τη ζωή του νεαρού Νέναντ στους σέρβικους θύλακες του Κοσσυφοπεδίου και την ειρηνική γειτνίαση με τον αλβανικό πληθυσμό της περιοχής.
Aν και στους τίτλους αρχής αναγραφόταν το όνομα της Ελένης Καραϊνδρου στη μουσική σύνθεση, προκαλεί έκπληξη πως το μοναδικό κομμάτι που χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα στην ταινία ήταν το μουσικό θέμα από την ταινία Το Λιβάδι που δακρύζει (2004).
The Wire (2004)
Στα τελευταία λεπτά του 11ου επεισοδίου της 2η σεζόν του The Wire, υπάρχουν συρραφές σκηνών από το αποχαιρετιστήριο δείπνο των «Ελλήνων» της σειράς, από συνομιλίες και από τις ενέργειες του FBI με την υπόκρουση του Στέλιου Καζαντζίδη.
Το Έφυγε, έφυγε των Βασιλειάδη και Πυθαγόρα συμπεριλήφθηκε στο επίσημο soundtrack της σειράς, χάρη στις ενέργειες του Ελληνοαμερικάνου συγγραφέα George Pelekanos που πρότεινε το συγκεκριμένο τραγούδι, μαζί με Το ψωμί της ξενιτιάς των Ατραϊδη και Ζεμανίδη, στους παραγωγούς της σειράς.
The Simpsons (2015)
Στο 10ο επεισόδιο της 27ης σεζόν, η Marge ευθύνεται για την απόλυση του Homer από το εργοστάσιο, εξαιτίας μιας δημοσίευσής της στα social media. Μη μπορώντας να βρει δουλειά, πηγαίνει στο ελληνικό εστιατόριο που δούλευε στα 14 του, όπου βρίσκει έναν Έλληνα (με μουστάκι) στο αίμα του.
Παραδοσιακό πλύσιμο, άπειρος Ζορμπάς και γύρος και επιταγές των 2000 δραχμών. Από την άλλη, προσέγγιση τύπου Γάμος αλά ελληνικά, γλέντια και χοροί με κιτς και φολκλόρ στοιχεία στα σκηνικά, αλλά, όπως και να το κάνουμε, Homer Simpson. D’oh!
High Fidelity (2020)
Το βιβλίο του Nick Hornby, εκτός από τη κινηματογραφική του διασκευή (2000) από τον Stephen Frears, με τον John Cusack στον ρόλο του Rob, ενός άρχοντα των αποτυχημένων σχέσεων, διασκευάστηκε είκοσι χρόνια αργότερα και στη μικρή οθόνη για λογαριασμό του Hulu, με την Ζοë Kravitz στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η σειρά κράτησε μόνο δέκα επεισόδια και κόπηκε. Αν κρατάμε κάτι από την σύντομη διάρκεια της σειράς, αυτό είναι η ηλεκτρονική μουσική της Λένας Πλάτωνος.
O κολλητός (και υπάλληλος;) της, Simon, μπαίνει στο μαγαζί συγκρατημένα ενθουσιασμένος. Κοιτάει με γουρλωμένα μάτια το νέο του απόκτημα. «Γκάλοπ, της Λένας Πλάτωνος» και η Ρομπ εγκρίνει με ένα τριπλό, λεκτικό «dope».
Είναι το αυθεντικό, το έψαχνε παντού είπε. Το τοποθετεί τελετουργικά στο πικ-απ και ακούγονται οι πρώτοι ήχοι του «Κι ακούμε “Σ’ αγαπώ”». Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μπαίνει η άλλη υπάλληλος, η Cherise, και αναρωτιέται «τι στον διάολο είναι αυτό;». Ωστόσο, δεν την νοιάζει καθόλου και βέβηλα αφαιρεί τον δίσκο και βάζει αληθινή μουσική. “Come on Eileen”, δηλαδή. Fifty – fifty η ιεροσυλία.
Bonus: Διαφήμιση
Μια εταιρεία παραγωγής σάκε, η ιαπωνική Tateyama Brewing Co., λανσάρει το 2009 ένα σάκε που ονομάζεται “Topoli”. Πέφτουν ιδέες για διαφήμιση και πλασάρισμα στην αγορά. Καμία δεν ενθουσιάζει. Προσλαμβάνουν μια εταιρεία να τους προτείνει ιδέες και κάποιος πετάει το όνομα της Άννας Βίσση.
Από εκεί και πέρα, είναι αξιοπερίεργο το πώς ένας Ιάπωνας έμαθε πως υπάρχει ένα ελληνικό τραγούδι που έχει σχεδόν παρόμοιο όνομα με το προϊόν και πώς τους έπεισε να κάνουν μια διαφήμιση με την Άννα Βίσση.
Όπως και να ‘χει, η Άννα Βίσση έγινε το κεντρικό πρόσωπο της καμπάνιας της ιαπωνικής εταιρείας, έστω και με τα σχέδια του Naoki Mitsuse, και Το πολύ πολύ του Νίκου Καρβέλα έφτασε μέχρι το κλειστό της Σαϊτάμα.