© Yury Nam / Unsplash
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

10 συγγραφείς γράφουν για το καλύτερο βιβλίο που διάβασαν ποτέ

Στον άτυπο αιώνιο διαγωνισμό για την ανάδειξη του καλύτερου λογοτεχνικού κειμένου στην ιστορία, οι υποψήφιοι είναι εκατοντάδες. Επειδή όμως οι απόψεις είναι υποκειμενικές, ζητήσαμε από τους καθ' ύλην αρμόδιους να μοιραστούν τις σκέψεις τους για το δικό τους καλύτερο βιβλίο στον κόσμο.

Κάποτε, στις αρχές του 20ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα την πρώτη χρονιά του, το 1900 δηλαδή, ο Rudyard Kipling είχε μία φαεινή ιδέα: να γράψει ένα διήγημα και να του δώσει τον προβοκατόρικο τίτλο Το καλύτερο διήγημα στον κόσμο. Ωμή ματαιοδοξία, ψευδαισθήσεις μεγαλείου ή πλήρης αντίληψη των ικανοτήτων του; Αν κάποιος με ρωτούσε, θα έλεγα μάλλον το τρίτο, μιας και πρόκειται για ένα σύντομο αριστούργημα που σε αφήνει με ανοικτό το στόμα. Τι συμβαίνει όμως όταν η συζήτηση πάει στο καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ;

Οι υποψήφιοι συγγραφείς είναι εκατοντάδες ενώ τα κείμενα ακόμα περισσότερα. Στο τέλος της ημέρας όμως κανείς -ούτε καν ο πιο χαλκέντερος βιβλιοκριτικός- δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποιος ή ποια είναι εκείνος ή εκείνη που κάθεται στο πιο ψηλό σκαλί της λογοτεχνίας, στον χρυσό θρόνο του γραψίματος.

Άλλωστε, είναι μάλλον άτοπο (ή και άδικο) να συγκρίνουμε κείμενα γραμμένα σε τελείως άλλες εποχές, υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και προερχόμενα από τελείως διαφορετικά είδη.

Ίσως, τελικά, αυτό το ερώτημα -όπως όλα τα σημαντικά ερωτήματα- να είναι τόσο σημαντικό για τον εξής απλό λόγο: όχι επειδή υπάρχει μία απάντηση σε αυτό αλλά αντίθετα επειδή δίνει τη δυνατότητα για μεγάλες και πολύ επικοδομητικές συζητήσεις (όπως αυτή πραγματοποιήθηκε πρόσφατα ύστερα από δημοσκόπηση των New York Times).

Για αυτόν τον λόγο, λοιπόν, ζητήσαμε από 10 Έλληνες συγγραφείς, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, να μοιραστούν τις σκέψεις τους για το δικό τους καλύτερο βιβλίο στον κόσμο – ή έστω εκείνο που αγαπούν πιο πολύ.

Αλεξάνδρα Κ*: Το Agua Viva της Clarice Lispector


Το Agua Viva με βρήκε σε μια στιγμή της ζωής μου που δεν θέλω να θυμάμαι, μια στιγμή που δεν είχα καμία λέξη δική μου και δεν πίστευα σε τίποτα. Η ηρωίδα της νουβέλας κάνει το ακριβώς αντίθετο κι αυτή είναι όλη κι όλη η ιστορία: προσπαθεί να φυλακίσει τη στιγμή σε λέξεις. Την ανατέμνει για να την κάνει να διαρκέσει -φευ- χωρίς αποτέλεσμα.

Όμως, καθώς η συγγραφέας βυθίζεται όλο και βαθύτερα στην κάθε κοινή, ανθρώπινη στιγμή που ζει και καταγράφει, ανασύρει απ’ την άβυσσο και μας δωρίζει πολύτιμα πετράδια φτιαγμένα από τα πρωταρχικά υλικά της ανθρώπινης κατάστασης – υλικά που δεν μπορούμε να εντοπίσουμε αν δεν σκαλίσουμε βαθιά, τρομακτικά βαθιά, τη σάρκα μας και το ασυνείδητό μας.

Εδώ η Lispector κάνει μιαν ιλιγγιώδη βουτιά μέσα στον άνθρωπο που όμοιά της δεν έχω συναντήσει σε κανένα βιβλίο. Μυστικιστικό, γραμμένο σε ρυθμό ανάσας, με ξεμαλλιασμένη σύνταξη και γλώσσα για να αποδοθούν νοήματα που κανείς ποτέ πριν δεν τους είχε δώσει σχήμα, το Agua Viva ήταν για μένα μια προσευχή που διάβαζα φωναχτά σε έναν τρομακτικό θεό – και τον κέρδιζα.

Ψάχνοντας μετά, ανακάλυψα ότι την ίδια επίδραση είχε και σε άλλους πριν από μένα, πως ήταν για πολλούς ένα είδος mantra. Η Lispector είχε μάλιστα ζητήσει να μην διαβάζεται ως προσευχή. Είχε άραγε επίγνωση της επικινδυνότητας του κειμένου της ή ένιωθε τρομερά εκτεθειμένη; Ας πρόσεχε. Βούτηξε τόσο βαθιά, που είναι αδύνατον να μην νιώσεις δέος ιερό για το δημιούργημά της. Όπως γράφει και η ίδια, “I don’t want to have the terrible limitation of those who live merely from what can make sense”.

*Το θεατρικό έργο «γάλα, αίμα» της Αλεξάνδρα Κ* κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη // φωτογραφία © Φραντζεσκα Γιαϊτζογλου-Watkinson.

Θωμάς Κοροβίνης: Οι Ψαλμοί του Δαβίβ


Από παιδί, θητεύοντας στο εκκλησιαστικό αναλόγιο ως αναγνώστης αισθάνθηκα βαθιά έλξη προς τους Ψαλμούς του Προφητάνακτα Δαβίδ, ενός από τους σημαντικότερους ποιητές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η αδυναμία μου στους Ψαλμούς, τα 150 αυτά ποιητικά κείμενα υψηλής και σπάνιας δημιουργικής πνοής, δεν οφείλεται τόσο στην κλίση μου προς τα θεία, όσο στη σύνδεση που έγινε μέσα στην ψυχή μου με την ανθρώπινη συνθήκη, την ηθική ανάγκη μας να αγωνιζόμαστε για να προσεγγίσουμε την αγγελική μας όψη και να αποτραβηχτούμε από τη δαιμονική.

Παρά την αποστήθιση του μεγαλύτερου μέρους τους και τις κατά καιρούς προσπάθειές μου να εμβαθύνω στο νόημά τους ποτέ δεν πίστεψα ότι κέρδισα τα κλειδιά της γνώσης τους, τα μυστικά τους. Κάποτε είχα αποπειραθεί να αποδώσω τους Ψαλμούς σε νεοελληνική μετάφραση χωρίς να προδώσω τίποτε απ’ την αλήθεια τους. Έπειτα από κόπο και με αγωνία έφτασα να πεισθώ για την πιστότητα της δουλειάς μου με έναν μόνο Ψαλμό, «εκολλήθει τω εδάφει η ψυχή μου», «η ψυχή μου έγινε ένα με το χώμα».

Σταμάτησα εκεί, θα ήταν μάταιο, το Ψαλτήριον, αυτό το αριστούργημα, μεταφρασμένο όπως υφίσταται στο κόρπους της SEPTUA CINDA συντηρεί την απόλυτη πληρότητά του.

*Το αφήγημα «Κανάλ ντ’ αμούρ» του Θωμά Κοροβίνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.

Αμάντα Μιχαλοπούλου: Το Ορλάντο της Virginia Woolf


Το Ορλάντο της Virginia Woolf είναι για μένα βιβλίο σταθμός. Μου συμβαίνει συχνά ν’ ανοίξω το μυθιστόρημα σε μια τυχαία σελίδα και να βρεθώ στον πυρήνα ενός κόσμου γεμάτου χιούμορ, τρυφερού και ταυτόχρονα άναρχου και σκληρού. Σε κάθε παράγραφο παραμονεύει μια πρόσκληση χαράς, αγριότητας, πειραματισμών ή ελευθερίας.

Τα πάντα είναι εκεί: η φιλοδοξία, ο έρωτας, η προδοσία εραστών και φίλων, η κριτική και η φιλαυτία, η μεταμόρφωση που φέρνει ο χρόνος, η νοσταλγία του παρελθόντος και η πρόοδος, η τσιγγάνικη ζωή, η συγγραφική λαχτάρα, τα ζητήματα ταυτότητας, οι τάξεις, τα φύλα, η μεγαλούπολη και η βελανιδιά.

Η αξία του μυθιστορήματος βρίσκεται στον συνδυασμό πηγαίου ενθουσιασμού και αποκάλυψης που περιμένουμε από ένα Bildungsroman, στο μαγικό σύμπαν που ανακατασκευάζει το χρόνο και την έμφυλη ταυτότητα και στην ακλόνητη άποψη ότι η ζωή είναι τελικά παιχνίδι – ένα συγγραφικό credo που διαπερνά το κείμενο από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.

*Το μυθιστόρημα «Μπαρόκ» της Αμάντα Μιχαλοπούλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Νίκος Δαββέτας: Το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης του Milan Kundera


Το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν για τη γενιά μου το πρώτο μυθιστόρημα που μας αποκάλυψε πως το ιδιωτικό γίνεται με τον πιο βίαιο τρόπο δημόσιο και πως το δημόσιο εισχωρεί στο ιδιωτικό και το ανατρέπει. Τα ιστορικά γεγονότα που αποτυπώνονται από τη γραφίδα του Kundera δεν είναι απλά το φόντο της μυθοπλασίας, το ντεκόρ των ηρώων, αλλά η κινητήριος δύναμη της πλοκής, αυτά που καθορίζουν όχι μόνο συμπεριφορές και αντιδράσεις αλλά ακόμη και μια ερωτική σκηνή.

Ο τρόμος που χειρίζεται την Ιστορία ο Kundera είναι πιο κοντά στην καφκική θέαση των μηχανισμών της εξουσίας παρά στη στοχαστική αναπόληση του Stendhal και του Tolstoy. Με δυο λόγια, το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης είναι εγχειρίδιο μαθητείας στην τέχνη του μοντέρνου μυθιστορήματος.

* To «Άντρες χωρίς Άντρες» του Νίκου Δαββέτα που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το 2021 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Μαρίνα Γιώτη: O πόλεμος της τέχνης του Steven Pressfield


Αγαπώ το διάβασμα και διαβάζω όλα σχεδόν τα είδη βιβλίων. Το να ξεχωρίσω «το καλύτερο βιβλίο στον κόσμο» φυσικά είναι αδύνατο. Με ποια κριτήρια ν’ αποφασίσω; Διάλεξα λοιπόν να μιλήσω για ένα βιβλίο που μου άνοιξε ορίζοντες, που το σκέφτομαι συχνά και το προτείνω ακόμη συχνότερα. Αν το κριτήριο είναι η επίδραση ενός βιβλίου στη ζωή του αναγνώστη, τότε Ο πόλεμος της τέχνης του Steven Pressfield το πληροί.

Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου ο Pressfield διηγείται τη ζωή του πριν από τη μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία, το γνωστό σε όλους μας Οι πύλες της φωτιάς, τότε που ήταν καταρρακωμένος και η ζωή του στα τάρταρα. Μιλάει για αυτή τη φωνούλα, την «άρνηση», που ψιθυρίζει στο αφτί όλων μας και μας λέει ότι δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί, ικανοί ή έτοιμοι να κάνουμε αυτό που πάντα ονειρευόμασταν.

Καταλήγει ότι, αν επισκεφθείς ένα νεκροταφείο, θα βρεις ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, επιχειρήσεις που δεν ξεκίνησαν, ιδέες και όνειρα που έμειναν καλά κρυμμένα στα συρτάρια. Τώρα είναι η στιγμή να ξεκινήσεις ό,τι ονειρεύτηκες. Το βιβλίο δείχνει πώς μπορείς να ορίσεις, να υπερπηδήσεις και να ξεκλειδώσεις τους εσωτερικούς φραγμούς της δημιουργικότητας και καταφέρνει να παρακινήσει τον αναγνώστη με τεράστια επιτυχία.

*To παιδικό βιβλίο «Το φλαφ της ευτυχίας» της Μαρίνας Γιώτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Κώστας Ακρίβος: Το Εκατό χρόνια μοναξιά του Gabriel Garcia Marquez


«Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο». Η εναρκτήρια περίοδος από το Εκατό χρόνια μοναξιά του Gabriel Garcia Marquez. Είκοσι οχτώ λέξεις, τρία ρήματα, η εκτίναξη της πρώτης λάβας από τις εικόνες που μέλλεται να λάμψουν στις τετρακόσιες σελίδες που ακολουθούν.

Λογοτεχνική εμπειρία πρωτόγνωρη, σοκ τέτοιο που μόνο οι εμπνευσμένοι μάστορες των λέξεων το κατορθώνουν, καθώς παρόν, παρελθόν και μέλλον σαρκώνονται εν ριπή οφθαλμού σ΄ ένα ενιαίο αφηγηματικό σώμα. Το ξάφνιασμα ωστόσο έχει και συνέχεια.

«Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα στην όχθη ενός ποταμού με διάφανα νερά, που κυλούσαν σε μια κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες σαν προϊστορικά αβγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος ώστε πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να δείξεις με το δάχτυλο». Η γεωγραφία απογειώνεται μυθικά, η ιστορία μένει μεταξεταστέα. Το μεγάλο διαχρονικό ερώτημα επιμένει: ο άνθρωπος έκανε τις λέξεις ή οι λέξεις τον άνθρωπο;

Ήταν και συνεχίζει να είναι το βιβλίο που με καθόρισε και ως αναγνώστη και ως συγγραφέα.

*Το μυθιστόρημα Πανδαιμόνιο του Κώστα Ακρίβου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ούρσουλα Φώσκολου: Οι γάμοι του Albert Camus


Θυμάμαι εκείνο το βράδυ σαν να ήταν χθες. Κουβαλούσες το βιβλίο κάτω απ’ τη μασχάλη κι ερχόσουν να με συναντήσεις. Ένα χάρτινο τούβλο υπό μάλης, σαν φρέσκο ψωμί. Ποιος κάνει δώρα έτσι, δίχως περιτύλιγμα; σου είπα. Για χρόνια, αυτό ήταν το καλύτερο βιβλίο του κόσμου κι ας μην το είχα ανοίξει, πέρα από την πρώτη σελίδα.

Κάτι από τη μεθυστική μυρωδιά των δαχτύλων σου πλανιόταν για καιρό εκεί. Το διάβασα, εντέλει, κάποιο καλοκαίρι. Το ρούφηξα με λαιμαργία απίστευτη και δίψα, ελπίζοντας κάπου στο τέλος να σε βρω, να το ‘χεις μετανιώσει. Όποτε με ρωτούν για το βιβλίο που αγαπώ, τους λέω «δεν ξέρω, είναι πολλά» ή κοκκινίζω, ιδρώνω, το μυαλό μου ένας ζεστός πολτός.

Άουστερλιτς απαντάω συνήθως τον χειμώνα: έτσι, ξερά και μονολεκτικά, σαν να τους φτύνω. Μπαίνοντας η άνοιξη, σκέφτομαι το Δαιμόνιο του Θεοτοκά, όμως μιλώ για τον Παράμεσο της Yōko Ogawa. Το καλοκαίρι —σίγουρα— θα πω για τον Camus. Τους Γάμους, λέω με ανακούφιση, γιατί έχω πλέον κουραστεί κι έχω να σύρω μες τη ζέστη, πάλι, ως το φθινόπωρο, εκείνο το παλιό το τούβλο.

*Η νουβέλα «Ήσυχα να πας» της Ούρσουλας Φώσκολου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη // φωτογραφία © Εύη Τσούτσουρα.

Κυριάκος Συφιλτζόγλου: To Στην Παταγωνία του Bruce Chatwin

Συφιλτζόγλου βιβλίο

Αν οι Θλιβεροί Τροπικοί του Claude-Levi Strauss χάραξαν έναν μεθοδολογικό «δρόμο» έρευνας, αναζήτησης, οδοιπορίας, αν η Βραζιλία του έγινε τομή μέσα μου, η Παταγωνία του Bruce Chatwin μεταμορφώθηκε σ’ έναν τρόπο παραμυθιού.

Ο Chatwin περπατώντας ολόκληρη την σπονδηλική στήλη της Παταγωνίας, ανασκαλεύει οριζόντια και κάθετα, σχεδιάζοντας ένα μαγικό σταυρόλεξο ιστοριών. Διαβάζοντας το, νιώθεις να συνταξιδεύεις μαζί του κι ίσως να μαθαίνεις να ξεχωρίζεις ποια είναι τα μαύρα κουτάκια αυτού του σταυρόλεξου και ποια τα άσπρα προκειμένου να….

Κι ίσως «όταν περπατήσεις πολύ, μάλλον δεν έχεις ανάγκη από άλλους θεούς» ή όχι; Όπως και να ‘χει, αυτή η Παταγωνία καταλήγει είναι ένας τρόπος θέασης, μια θέα για κάθε τόπο, για κάθε οδοιπορία, μία ιδανική πυξίδα προκειμένου να…

*Η νουβέλα «Σπίτι παιδιού» του Κυριάκου Συφιλτζόγλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.

Νικήτας Σινιόσογλου: Το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Louis-Ferdinand Céline


Το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας είναι μια μύηση και «διαβατήριος εμπειρία», όπως θα την έλεγαν οι ανθρωπολόγοι, ένα κατώφλι. Το περνάς· κι ό,τι ήξερες χάνει το νόημά του: Οι δημοκρατίες κι οι θεσμοί, οι θρησκείες και η μεταφυσική, ο ορθός λόγος ασφαλώς, οι στρατοί, οι νόμοι, κι οι πατρίδες. Ο μισάνθρωπος αντιήρωας άγεται και φέρεται από δω και από κει σαν χαμένο σακί ζώντας στο πετσί του την αστάθεια κάθε υποτιθέμενου σημείου αναφοράς της εποχής του, αλλά και κάθε προσδοκίας – καθοδόν απελευθερώνεται από δεσμά και δεκανίκια, έστω με τρόπο επώδυνο.

Φερδινάνδος Μπαρνταμού, τ’ όνομά του: Φερδινάνδος, όπως Φερδινάνδος Σελίν· και Μπαρνταμού, όπως barda, που είναι ο σάκκος εκστρατείας των Γάλλων φαντάρων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κι όπως mu, ένας τύπος του ρήματος mouvoir: κινούμαι.

Ο περιπλανώμενος Μπαρνταμού, λοιπόν, γίνεται φαντάρος κατά λάθος· φυγάς σε μια φριχτή αφρικανική αποικία· εργάτης στην Αμερική του «αμερικάνικου ονείρου»· σύντροφος μιας πόρνης· γιατρός σε μια μίζερη γαλλική κωμόπολη. Ποτέ και πουθενά τίποτα δεν βαστά νόημα για πολύ: Τα έθνη και οι πόλεμοι που διεξάγουν! Οι επιστήμες και τα επιτεύγματά τους! Οι πολιτικοί θεσμοί! Η εργασία! Οι γυναίκες και οι έρωτες! Ό,τι μοιάζει φωτεινό δείχνεται σκοτεινό εντέλει.

Πάσχοντας και σαρκάζοντας, ο Μπαρνταμού λυτρώνεται από κανόνες, εντολές και προσταγές, εκείνους της ζωής και της γλώσσας ακόμη (δεν είναι απελευθερωτικά τα λιμανίσια γαλλικά του Celine;). Χάνει μέχρι και τον φίλο του (τον Ροβινσώνα). Όχι, δεν έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας, εκτός εάν ζούμε κλεισμένοι σε δοκιμαστικό σωλήνα. Απρόθυμοι περνάμε από τη μια ζόρικη κατάσταση στην επόμενη. Κι αν υπάρχει κάτι που μοιάζει με εσωτερική γαλήνη, φαίνεται πως μάλλον προκύπτει απ’ το κύλισμα στον βούρκο κι απ’ την ανημπόρια του εαυτού παρά απ’ ό,τι σου φορτώνει η εποχή σου.

*Το δοκίμιο «Ο καρπός της ασθένειας μου» του Νικήτα Σινιόσογλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη // φωτογραφία © Σταυρούλα Γεωργίου.

Δήμητρα Λουκά: Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Ακόμη θυμάμαι πώς ένιωσα όταν ολοκλήρωσα για πρώτη φορά την ανάγνωση της Φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: σήκωσα το βλέμμα μου από το βιβλίο και ήταν σαν να επέστεφα αίφνης στην πραγματική ζωή. Ήταν μία από τις σπάνιες φορές που ένας συγγραφέας είχε απλώσει το χέρι του και με είχε βάλει αβίαστα, σχεδόν τελετουργικά στον δικό του κόσμο.

Στη Φόνισσα επιστρέφω έκτοτε συχνά, αλλά με την ιδιότητα της συγγραφέα. Ο Παπαδιαμάντης με παίρνει από το χέρι για να μου δείξει πώς κατασκευάζεται μια πλοκή που ανατρέπει συνεχώς τον «ορίζοντα των προσδοκιών του αναγνώστη», πώς φωτίζεται ο ψυχισμός μιας ιδιάζουσας προσωπικότητας χωρίς επεξηγηματικά σχόλια και παρεμβάσεις, πώς μετατρέπεται το πρωτογενές βίωμα σε μυθιστορηματική γραφή, πώς αξιοποιείται αφηγηματικά η μελωδικότητα της γλώσσας -ηχεί επανειλημμένα στα αυτιά μου η φράση «ο βίος της ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς»- πώς κατασκευάζεται ένα τέλος ανοιχτό σε ποικίλες ερμηνείες.

Αυτό που καθιστά τη Φόνισσα τόσο γοητευτική στα μάτια μου είναι κάτι που δύσκολα πιστεύω ότι μπορεί να επιτύχει ένας συγγραφέας: ένα στερεά αρχιτεκτονημένο μυθιστόρημα και ταυτόχρονα τόσο ανοιχτό σε ερμηνείες ώστε να εγείρει πλούσιους νοητικούς και ψυχικούς συνειρμούς.

Η Φόνισσα είναι μια ζωντανή απόδειξη αυτού που έχει πει στην Τέχνη του Μυθιστορήματος ο Milan Kundera: «Στον χώρο του μυθιστορήματος δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα: είναι ο χώρος του παιχνιδιού και των υποθέσεων».

*Η συλλογή «Η Μούτα και άλλες ιστορίες» της Δήμητρας Λουκά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.