10 χρόνια μετά, ο δικός μου Philip Seymour Hoffman
- 2 ΦΕΒ 2024
Δεν είναι ούτε ακριβώς νεκρολογία, ούτε προφίλ, ούτε λίστα. Δεν ξέρω τι είναι. Είναι ένα κείμενο για τον Philip Seymour Hoffman, για τους αγαπημένους μου ρόλους του, για τον θάνατό του (στις 2 Φεβρουαρίου του 2014), για τον θάνατο γενικώς, επειδή λίγες μέρες μετά το πρόωρο τέλος της ζωής του, δεν μπορώ να καταφέρω να τον διώξω από τις σκέψεις μου.
Το Mission: Impossible III και τα μπλοκμπάστερ
Η τελευταία φορά που είδαμε τον Philip Seymour Hoffmanστη μεγάλη οθόνη πριν πεθάνει, ήταν στο Hunger Games: Catching Fire.
Ανάμεσα σε tweets θλίψης, σοκ, και συχνά αναδυόμενης αλκοολούχας απόγνωσης, το βράδυ του θανάτου του Hoffman ξεχωρίζω ένα που διαφέρει. Δεν έχει προέλθει από κάποιο μπαρ με τσούγκρισα στη μνήμη του ηθοποιού, δεν συνοδεύεται από κάποια βαθιά ατάκα ενός από τους πολλούς φιλοσοφημένους ρόλους του, δεν παραπέμπει στο λινκ κάποιας συγκλονιστικής ερμηνείας του. Είναι κάτι εντελώς αναπάντεχο.
Είναι από μια νεαρή φαν του Hunger Games που γράφει, “RIP Philip Seymour Hoffman. if only the odds were ever in your favor…”. Από όλα όσα έχω διαβάσει, είναι εκείνο που νιώθω να με συγκινεί περισσότερο, μόνο και μόνο για το αναπάντεχο της υπόθεσης. Μπορώ να φανταστώ φανς του Χόφμαν, ακαδημαϊκούς και μη θεατές, κριτικούς, σινεφίλ, να σνομπάρουν, να προσποιούνται πως αυτός, ο σπάνιος εμπορικός Hoffman είναι απλά μια υποσημείωση, αλλά δεν είναι.
Γιατί κοίταξε. Όλοι οι ηθοποιοί, ακόμα κι οι πιο εκλεπτυσμένοι, θα έρθει η στιγμή που θα κάνουν κι ένα εμπορικό βήμα. Άλλοι δε θα μπορέσουν να το κάνουν με χάρη, κι έτσι παθαίνεις το “Robert De Niro”. Άλλοι θα κάνουν διαρκή πήγαινε-έλα, κι έπειτα υπάρχουν κι εκείνοι που, όταν το πράξουν, θα το κάνουν να φανεί σα να μη διαφέρει από αυτό που έκαναν πάντα.
Φυσικά θα καταλάβω τον θαυμαστή που θα ανατρέξει σε μια σκηνή από τις συνεργασίες με τον Paul Thomas Anderson ή εκείνον που θα βυθιστεί σε καταθλιπτικές σκέψεις για τη Συνεκδοχή (παρών, θα επανέλθω), όμως μπορώ εξίσου να καταλάβω κι αυτόν που θα ακούσει για το θάνατο του Philip Seymour Hoffman και θα σκεφτεί το Hunger Games.
Ή, ας πούμε για το Mission: Impossible III. Διάβολε, πόσο καλός ήταν ο Philip Seymour Hoffman στο Mission: Impossible III; Τη λατρεύω αυτή την περιπέτεια, κι αυτός είναι ίσως ο μεγαλύτερος μεμονωμένος λόγος. Είναι σαν μεγάλο επεισόδιο του Alias, κάτι που δεν ακούγεται πολύ κινηματογραφικό, και ο ρόλος του ήταν γραμμένος σαν σε χαρτοπετσέτα με στυλό που του τελείωνε το μελάνι. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί, αλλά είναι πάνω σε αυτό το κενό, σε αυτό το ουσιαστικό τίποτα, που ο Hoffman αφήνεται να αυτοσχεδιάσει από έναν σκηνοθέτη που μοιάζει απλώς να του έχει ζητήσει να «μοιάζει απειλητικός».
Ο Hoffman σε εκείνη την ταινία είναι τρομακτικός.
Μοιάζει με τον νιχιλισμό μετουσιωμένο σε άνθρωπο. Είναι οργή και αγανάκτηση και παράλογη κακία, μέσα σε ένα βλέμμα. Ο τύπος δεν αστειεύεται. Είναι ένα πράγμα να δημιουργείς μεστές περσόνες μέσα από έργα-εκκλησιαστικά ψηφιδωτά κι είναι άλλο να φτιάχνεις έναν τόσο αξιομνημόνευτο κακό μέσα από ένα σύννεφο αόριστης ιδέας. Οι σνομπ μπορούν να καγχάσουν όσο θέλουν, αλλά ο Owen Davian του Mission: Impossible III είναι ένας από τους τρεις αγαπημένους μου ρόλους του Philip Seymour Hoffman.
Είναι κι αυτά περήφανα κομμάτια της τέχνης που αφήνει πίσω. Κι εδώ είναι που φαίνεται πώς ο Hoffman μπορούσε να καταλύσει τα όρια ανάμεσα στα είδη. Τόσο στο Mission: Impossible III, όσο και στο Hunger Games που λέγαμε νωρίτερα, ήταν φανταστικός. Το Hunger Games ήταν πολύ καλό γενικότερα, μια απόδειξη πως δεν έκανε μπλοκμπάστερ μια τυχαία σαβούρα, αλλά έναν ρόλο με ψωμί.
Το Master και η φήμη
Σίγουρα δε βοηθάει που υπάρχει ένας ήδη πολύ μεγάλος Hoffman, όμως πραγματικά, τον Philip Seymour Hofman θα έπρεπε να τον γνωρίζουν περισσότεροι, περισσότερο.
Υποθέτω οι συνθήκες και το context του θανάτου πάντα έχουν κάποια σχέση, είναι δηλαδή πολύ πιο εύκολο (πολύ πιο ανθρώπινο; δεν ξέρω) να φωνάξεις το σοκ και τη στεναχώρια σου όταν σκοτώνεται από δυστύχημα ή από ατύχημα από το πουθενά ένας 30άρης ηθοποιός, παρά όταν γίνεται θύμα των δαιμόνων του με αυτό τον αυτοκαταστροφικό τρόπο. Στην πρώτη περίπτωση θες να φωνάξεις «ΤΙ ΤΙ ΤΙ;; ΌΧΙ ΡΕ ΦΙΛΕ», στη δεύτερη θες να τρίψεις αργά την περιοχή ανάμεσα στα μάτια σου και να βάλεις ένα ουίσκι.
Όμως κάτι σε μια περίπτωση ενός καλλιτέχνη που χώθηκε (χάθηκε) εντελώς στην πορεία, αφήνει πιο επίμονο σημάδι μέσα σου. Και για να μην εξαντλήσουμε τις γενικότητες: ενώ πέραν του σοκ της είδησης δεν ένιωσα συνταραγμένος από το χαμό του Hoffman αρχικά, διαπιστώνω πως είναι λίγα τα άλλα πράγματα που έχουν καρφωθεί στο μυαλό μου έκτοτε. Επιστρέφω διαρκώς στο γεμάτο ερωτηματικά και κενά βλέμμα που είχε πάντα, στους ρόλους του, στο επερχόμενο κενό που θα αφήσει το οποίο σταδιακά αρχίζω να συνειδητοποιώ.
Σταδιακά επειδή ο Hoffman ήταν συνεχώς εκεί, κάθε χρόνο με μπόλικες ταινίες, με ρόλους πάντοτε καλούς, με ερμηνείες πάντα καθηλωτικές, μια διαρκώς παραλλαγμένη περσόνα που δεν είχε επιχειρήσει ποτέ να σου επιβληθεί από τα μέσα ή ως Phlip, παρά ήταν διαρκώς εκεί όταν επέλεγες καλό σινεμά. Ο Philip Seymour Hoffman ήταν η προσωποποίηση της σταθερής σπουδαιότητας.
Και μας είχαν πει οι μέτριοι πως αυτό δεν μπορεί να γίνει.
Έχουμε συνηθίσει το είδος του σταρ που διαχειρίζεται εικόνα και φήμη και ταλέντο με έναν τρόπο που δημιουργεί αφηγήσεις, που δημιουργεί κάτι μεγαλύτερο. Και που διαπραγματεύεται τις στιγμές μεγαλείου με μικρές υποχωρήσεις. Για να το πω αλλιώς, για σχεδόν κάθε καλό ηθοποιό, ξέρουμε με σχετική βεβαιότητα ποια θα ήταν η εικόνα και ο ρόλος και η αφήγηση που θα τον συνόδευε στον άλλο κόσμο.
Υπάρχει το αποκορύφωμα, και υπάρχουν και οι επί τόπου κορυφώσεις που θα αναζητηθούν σε δεύτερη φάση, και μετά υπάρχει κι εκείνο το κομμάτι του έργου που θα γλιστρήσει και θα χαθεί ανάμεσα στις γραμμές.
Όχι για τον Hoffman, του οποίο ο κάθε ένας ρόλος μοιάζει να είναι κορύφωση. Αν ρωτήσεις είκοσι ανθρώπους… well, δεν έχω ιδέα σε τι θα τον θυμάται ο καθένας. Έχω ακούσει:
- οτιδήποτε Paul Thomas Anderson
- συγκλονιστικός στο Before the Devil Knows You’re Dead
- κλάμα στο Mary and Max και είναι μόνο η φωνή του
- ΤΗΕ MASTER (αυτό είναι το δικό μου, είναι η δεύτερη από τις τρεις αγαπημένες μου ερμηνείες του)
- υπέροχος στο The Boat that Rocked (αναπάντεχα πολλές ψήφοι εδώ)
- μεγαλείο στη Synecdoche, New York
- έδινε ρέστα στο Doubt
- ανατριχίλα το 25th Hour
- ήταν όλη η ταινία στο Charlie Wilson’s War
(Σε έναν ακόμα θρίαμβο ευστοχίας των Όσκαρ, ειλικρινά δε νομίζω πως θα έλεγε κανείς αγαπημένο του Hoffman το Capote αλλά ΟΚ, υποθέτω ότι σε κάποιο παράλληλο σύμπαν έχει έστω ελάχιστη σημασία το ότι έχει βραβευτεί με Όσκαρ. Πραγματικά, κανείς δε νοιάζεται, ξέρουμε τι είδαμε από αυτό τον άνθρωπο.)
Κατάφερνε επίσης να μένει στη μνήμη ακόμα κι όταν έκανε δεύτερους ή περιφερειακούς ρόλους. Με μια-δυο σκηνές μπορούσε να αφήσει τη στάμπα του πάνω σε μια ταινία, από Talented Mr. Ripley μέχρι το, ξέρωγω, Along Came Polly κι από το Big Lebowski μέχρι το φανταστικό Almost Famous. Υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα για έναν σημαντικό, παγκοσμίως αναγνωρισμένο ως αληθινά Μεγάλο ηθοποιό, να τον πετυχαίνεις για χρόνια και δεκαετίες σε ταινίες που δεν ήξερες καν πως παίζει, και να μαγεύσαι ξανά από αυτόν για -μια ακόμη- πρώτη φορά;
Αυτά μπορεί να κόστισαν σε άμεσο, φτηνό, star power με ημερομηνία λήξης και εξώφυλλα που θα ξέφτιζαν, όμως εγγυώνται μια staying power σχεδόν δίχως προηγούμενο στα κινηματογραφικά ιστορικά. Δε θα σταματήσουμε ποτέ να βρίσκουμε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο Hoffman. Ο Philip Seymour Hoffman παίρνει την ιδέα μιας καριέρας-καρδιογράφημα και την διαλύει. Αυτή είναι η μαγεία αυτού του ηθοποιού.
Προσπαθώ τρεις μέρες τώρα να τον χωρέσω μέσα ένα κουτί, μια περιγραφή, μια αίσθηση, αλλά δε γίνεται. Μπορούσε να είναι τα πάντα.
Το Synecdoche, New York και ο θάνατος
“Die.”
Είναι μια σκέψη που είχα και με τον θάνατο του James Gandolfini ο οποίος, πιθανώς ανεξήγητα όπως συνήθως είναι οι πηγαίες αντιδράσεις μας σε τέτοια ζητήματα, με είχε συγκινήσει όσο ποτέ κανένας θάνατος ανθρώπου που δεν ήξερα. Συνήθως είμαι πιο παγωμένος, αλλά κάτι στον Gandolfini με είχε κάνει να θέλω να βάλω τα κλάμματα. Όταν είχα προσπαθήσει να το εκλογικεύσω κατέληξα στην ιδέα του θανάτου και πώς αυτή περνούσε μέσα από το έργο του.
Μπορεί να είναι απλοϊκό αλλά αυτή είναι η σκέψη. Υπάρχουν οι ηθοποιοί (και με τους ηθοποιούς είναι πάντα διαφορετικό γιατί απλώς ερμηνεύουν, δεν δημιουργούν τις ιδέες και τις θεματικές) που τους αγαπάμε, που είναι διάσημοι, που θα σοκαριστούμε όταν πεθάνουν, που θα τους πετυχαίνουμε σε έργα και θα χαμογελάμε πικρά, που θα κάνουμε λίστες με τις αγαπημένες μας ταινίες τους, κι όλα αυτά είναι απολύτως αποδεκτά γιατί δε μπορούν να είναι όλοι σαν τον Philip Seymour Hoffman ή τον James Gandolfini.
Αυτοί είναι ηθοποιοί που απογύμνωσαν τους εαυτούς τους απέναντι σε ρόλους, απέναντι σε δημιουργούς, απέναντι σε κοινό, απέναντι σε συναδέλφους, όχι για να γίνουν διάσημοι, όχι για να αποκτήσουν φανς, όχι για να πιάσουν νούμερα στο box office. Ξανά, τίποτα κακό με όλα αυτά. Αλλά για εμένα προσωπικά πάντα θα μετράει λίγο παραπάνω όταν ο άλλος έχει διαθέσει τον εαυτό του και το ταλέντο του και τα κομμάτια της ψυχής του, σε μια εξερεύνηση. Της ζωής, του μάταιου, της τέχνης, του θανάτου.
Αυτά υπάρχουν στο πρόσωπο και στην αύρα και στα λόγια που λέει όπου κι αν παίζει, ό,τι κι αν κάνει, κι αυτό είναι κάτι που εν τέλει δεν μπορείς να το έχεις, όσο καλό ατζέντη κι αν έχεις, όσο καλές επιλογές κι αν έχεις κάνει, όσο ‘ταλέντο’ κι αν έχεις. Υπήρχε άλλος ηθοποιός που θα μπορούσε να έχει βγάλει ερμηνευτικό νόημα από το Synecdoche, New York με τον τρόπο που το έκανε ο Hoffman;
Όταν είχα δει εκείνη την ταινία ένιωθα την επόμενη μέρα πως κάποιος έχει μετακινήσει το έδαφος από κάτω μου. Αλλού πατούσα κι αλλού βρισκόμουν. Παραμένει η αγαπημένη μου ταινία των τελευταίων 15 χρόνων, και ταυτόχρονα μια ταινία τόσο πλήρης (μες στις ελλείψεις και τις αδυναμίες της) για την εμπειρία της ζωής, που δε ξέρω πότε θα μπορέσω να την ξαναδώ. Ειδικά τώρα που ο Hoffman, πρωταγωνιστής στον αγαπημένο μου ρόλο της σπουδαίας καριέρας του, είναι νεκρός.
O Hoffman εκεί παίζει έναν σκηνοθέτη που χάνει τον έλεγχο μιας δημιουργίας του, όπου φυσικά η δημιουργία είναι συνεκδοχή της ζωής. Φτιάχνει μια μικρή Νέα Υόρκη για σκηνικό του νέου του έργου, αλλά σύντομα αυτό το σκηνικό γιγαντώνεται και καταπίνει όλη του τη ζωή. Παύει να ξεχωρίζει τι είναι αληθινό, τι είναι δημιούργημα, αρχίζει να νιώθει κι ο ίδιος κατευθυνόμενος- εκπληκτική σκέψη, γιατί ίσως αυτό το επίπεδο αντίληψης μας οδηγεί στο να αποκτήσουμε συναίσθηση της θέσης μας όχι πλέον ως μαέστρους μιας ζωής-ορχήστρας, αλλά ως ασήμαντες λεπτομέρειες ενός σύμπαντους-έργου.
Η ταινία του Kaufman μιλάει για το πώς η εκ των πραγμάτων αδυναμία μας να αγγίξουμε το τέλειο και την ολοκληρωση, είναι ουσιαστικά το καύσιμο για να συνεχίσουμε να δημιουργούμε. Η Synecdoche είναι μια καατάθεση στο θάνατο ως αποθέωση: Όλοι εκεί βαδίζουμε, φυσικά, και ποτέ τίποτα δεν τελειώνει τακτικά και προβλεψιμα. Το τέλος δεν ολοκληρώνει ποτέ τίποτα, παρά το αφήνει κενό- κι είναι αυτό το κενό που του δίνει και σημασία.
«Θα πεθάνω και το ίδιο κι εσύ, και το ίδιο και όλοι εδώ» λέει ο χαρακτήρας του Hoffman σε ένα σημείο του έργου. «Αυτό θέλω να εξερευνήσω. Όλοι πέφτουμε ορμητικά προς το θάνατό μας, κι όμως είμαστε στιγμιαία εδώ, ζωντανοί. Κάθε ένας από εμάς ξέρει πως θα πεθάνουμε, κάθε ένας από εμάς κρυφά πιστεύει πως θα ζήσει για πάντα».
Η ζωή μας είναι απλά μια μικρή παρένθεση, οπότε απλά μπορείς να ελπίζεις σε ένα «έργο» μεγαλύτερο από αυτήν. Εξάλλου μόνο εκεί, στο τέλος, μπορεί ό,τι έχει προηγηθεί να βγάλει αληθινά νόημα. Το άτακτο του θανάτου του Hoffman θα αναδείξει ακόμα εντονότερα το μεγαλείο– όχι της «καριέρας» διάολε, δεν ήταν ένας από εμάς. Το μεγαλείο του έργου του. Της εξερεύνησής του.
Στο τέλος του Synecdoche, New York, ο δημιουργός που υποδύεται ο Hoffman μονολογεί, «Ξέρω τι θέλω να κάνω με αυτό το έργο τώρα. Έχω μια ιδέα». Δεν έχει σημασία. Στο τέλος, δεν έχει σημασία. Ελπίζεις ό,τι έχεις κάνει να είναι ήδη αρκετό.
Και διάβολε, αυτό που έχει κάνει ο Philip Seymour Hoffman θα είναι παραπάνω από αρκετό. Για πάντα.
Το κείμενο είχε δημοσιευτεί αρχικά στις 2 Φεβρουαρίου του 2014, ημέρα που ο Philip Seymour Hoffman έφυγε από τη ζωή.