20 χρόνια μετά, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου βρίσκει τον ‘Βραχνό Προφήτη’ αχαρακτήριστο
- 28 ΙΟΥΛ 2020
Δευτερόλεπτα αργότερα, έσπασα τη βιτρίνα του πληθυντικού με μια πέτρα και μια έκκληση δική του και πάνω σε τζάμια νεογέννητης οικειότητας μιλήσαμε για τον Βραχνό Προφήτη, που πριν 20 χρόνια αν είχε μόνο ένα πράγμα να προφητέψει, είναι πως η ελληνική μουσική από εκείνον τον Ιούλη και έπειτα, δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδια. Ένας δίσκος ορόσημο για τη γενιά μας, ίσως και για τις επόμενες γενιές που θα δώσουν όρκους αιώνιας πίστης με την παράδοση, ενώ την ίδια στιγμή θα φλερτάρουν με νέους πειραματικούς ήχους.
Πως όμως γεννήθηκε αυτό το μουσικό έπος; Άραγε αυτή η ‘κύηση’ ξεχώρισε απ’ τις υπόλοιπες που προηγήθηκαν και ακολούθησαν; Ο ‘γονέας Α και Β’ μαζί, εξηγεί: “Όταν συγκεντρώνω κάποιο υλικό ,που θεωρώ ότι έχει μια συνάφεια και μπορεί να αποτελέσει ένα ενιαίο έργο, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να ‘οραματιστώ’ ποια όργανα θα ταιριάζανε περισσότερο. Επιλέγω δηλαδή μια ενοργάνωση και στη συνέχεια απευθύνομαι στους μουσικούς και τραγουδιστές εκείνους που πιστεύω ότι θα αποδώσουν πιο καλά αυτό που έχω φτιάξει στο μυαλό μου. Επίσης, ζητάω από κάποιον από αυτούς να αποτελέσει τον προεξάρχοντα της ενορχήστρωσης. Βέβαια, δεν μένουν όλα απόλυτα στο πλαίσιο που περιγράφω αλλά στην πορεία συμβαίνουν διάφορες σπόντες, που μπορεί να αλλάξουν κάπως το αρχικό πλάνο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρότεινα στον Μπάμπη Παπαδόπουλο να αναλάβει την ενορχήστρωση γιατί, πέρα από πολύ καλό κιθαρίστα τον είχα κατατάξει στους μουσικούς που έχουν οξυμένη αντίληψη και συγγενή αισθητική άποψη. Ο Γιάννης (σ.σ. Αγγελάκας), επίσης, διαθέτει τα ίδια στοιχεία ως δημιουργός και ερμηνευτής. Να σημειώσω ότι για δύο κομμάτια του δίσκου (‘Α. Μάνθος’ και ‘Μ81’) απευθύνθηκα στην Kora Michaelian, που έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή, και η οποία -ειδικά στο ‘Μ81’- έκανε εξαιρετική ενορχήστρωση. Είχα τότε έναν ενδοιασμό, αν θα κολλούσαν με το υπόλοιπο υλικό. Τελικά δεν φαίνεται να κλώτσησε κάτι”.
Με την ταπεινότητα που διέκρινα απ’ τον τόνο των πρώτων λέξεων του και μου επιβεβαίωσε την θεωρία πως οι σπουδαίοι παραμένουν στην πλειοψηφία τους ταπεινοί, ίσως γιατί δεν θέλουν να καταλάβουν πόσο σπουδαίοι είναι, είτε γιατί η έπαρση και η αλαζονεία είναι προίκα των ανόητων και των απομονωμένων στον πλανήτη του ‘εγώ’ τους, μου ξεκαθάρισε πως δεν περίμενε να μιλάμε 20 χρόνια μετά γι’ αυτό το δίσκο και ούτε μπήκε στη διαδικασία να σκεφτεί αν αποτέλεσε σημαία επανάστασης για την ελληνική μουσική τη νέα χιλιετία: “Δεν μπορώ να ξέρω αλλά δεν μπαίνω και στη διαδικασία να το επεξεργαστώ. Πολύ περισσότερο με ενδιαφέρει μια πιθανή εξατομικευμένη θετική επίδραση, η παρηγοριά που μπορεί να νοιώσει κάποιος με τραγούδια μου”. Κι όταν του ζήτησα να προσθέσει έναν χαρακτηρισμό για τον ‘Βραχνό Προφήτη’, η απάντηση ήταν: ‘αχαρακτήριστος’. Με τελεία και όχι παύλα.
Φάκελος Πεχλιβάνης
Όσο συχνά οι όμορφες ιστορίες φτιάχνουν όμορφα τραγούδια, άλλο τόσο τα τραγούδια δημιουργούν μύθους και μικρές εστίες έμπνευσης που αναζωπυρώνονται με μικρά αεράκια ανεξαρτησίας. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο ‘Πεχλιβάνης’ ίσως το πιο απελευθερωτικό τραγούδι της χιλιετίας, που καρποφόρησε ένα απόγευμα που ο Θανάσης Π. επέστρεψε στο σπίτι του απ’ την άδεια του στρατού και ένα μεξικάνικο σήριαλ στη τηλεόραση είχε μετατρέψει τους δικούς του ανθρώπους σε αγάλματα μπροστά απ’ την οθόνη. Από τότε ο καρπός έγινε δέντρο που δίνει σκιά σε χιλιάδες ανθρώπους στην ντάλα της αποχαύνωσης και αποτελεί το υπέρτατο ξέσπασμα σε κάθε συναυλία, δημιουργώντας ένα πεντάλεπτο αποστασιοποίησης του κοινού με το σήμερα.
“Η σχέση μας με τη φύση, όσες τεχνολογικές παρεμβάσεις και να υπάρξουν, θα είναι εκεί και θα μας γαληνεύει. Νομίζω όμως ότι η βασική αφορμή για το ξέσπασμα στο τέλος του “Πεχλιβάνη” οφείλεται-εν μέρει- στο ξέσπασμα της μουσικής αλλά πολύ περισσότερο-αν και πιο αδιόρατα- στην περήφανη έξοδο από τη ζωή , που περιγράφεται στην τελευταία στροφή”, θα μας πει ο δημιουργός, ενώ θα αρνηθεί να κρεμάσει την ταμπέλα του ‘πιο επίκαιρου’ στο εν λόγω τραγούδι: “Σαν στιχουργός, λίγες φορές έχω λειτουργήσει ως χρονογράφος. Συνήθως γράφω “άχρονα”. Έτσι, μην έχοντας το στίγμα του συγκεκριμένου, αρκετά από τα στιχάκια μου μπορούν να προσαρμοστούν ικανοποιητικά στο σήμερα”.
Αυτή η απελευθέρωση και η επαναστατικότητα που αναβλύζει από κάθε στίχο και κάθε πενιά του τζουρά του Θανάση στον Πεχλιβάνη, μοιάζει με σφαίρα στην καρδιά της καθημερινότητας και αποτέλεσε παράλληλα ένα κλειδί πασπαρτού για τον ίδιο. Στην ερώτηση αν θα θυσίαζε αυτό το τραγούδι για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο και γήινο, η απάντησή του είναι η πιο ανθρώπινη και γήινη που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς: “Εννοείται. Όχι μόνο τον ‘Πεχλιβάνη’ αλλά και όλα τα τραγούδια μαζί που έχω γράψει. Να ξέρεις ότι τα καλύτερα τραγούδια που γράφονται είναι οι σχέσεις των ανθρώπων”.
Πως θα μπορούσε ένα τόσο γήινο τραγούδι, να μην κουβαλούσε ψεγάδια για να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο το μύθο της επιτυχίας του; Σε ερώτηση για το τι θα άλλαζε από τον Βραχνό Προφήτη, ένα παζλ ωμής πραγματικότητας και ακομπλεξάριστης προσέγγισης, φανερώθηκε μπροστά στα μάτια μας: “Ήθελα να αλλάξω την τελική επεξεργασία του mastering και το έκανα πριν από μερικά χρόνια, σαν ανταπόδοση στο δίσκο, που μου πρόσφερε τόσα. Επίσης θα ήμουνα πιο προσεκτικός στη ερμηνεία. Ειδικά στον ‘Πεχλιβάνη’ όταν ακούω αυτό το λαρισέικο ‘λι’, με πιάνουν τα γέλια”. Σε συνέχεια των υποθετικών ερωτήσεων και των εικονικών προσθαφαιρέσεων του δίσκου, ερωτηθείς για το ποιο τραγούδι του εκτός Βραχνού Προφήτη, θα πρόσθετε, η απάντηση μας πήγε λίγο ακόμα πιο πίσω: “Ίσως τους ‘Καλογέρους’ ή το ‘Του κάτω κόσμου οι φυλακές’, από το δίσκο ‘Στην Ανδρομέδα και στη γη'”.
“Τα καλύτερα τραγούδια που γράφονται είναι οι σχέσεις των ανθρώπων”
Αφαιρώντας τον μανδύα του ‘αν’ απ’ τις ερωτήσεις και επιστρέφοντας στα γεγονότα που όντως συνέβησαν, αναφέρθηκα σε δύο ιστορίες που διάβασα κι εφόσον τελικά είχαν συμβεί, τώρα θα μιλάγαμε για έναν άλλον Βραχνό Προφήτη. Η πρώτη αναφέρει πως είχε προταθεί στον Γιώργο Κωνσταντινίδη να πει τον Πεχλιβάνη και η δεύτερη έχει να κάνει με όσα μας είπε ο Γιάννης Αγγελάκας, σχετικά το αρχικό πλάνο της φωνής του για το ‘Όταν χαράζει’. “Το πρόβλημα είναι ότι αρχίζω και ξεχνάω. Γυρνώντας στο παρελθόν μπερδεύω πια την πραγματικότητα με τις επιθυμίες ή άλλα παράσιτα και δεν είμαι σίγουρος τι είχε γίνει και τι όχι. Οπότε, το λόγο έχουν όσοι θυμούνται καλύτερα”.
Αυτό όμως που δεν ξεχνά, είναι τα δακρυσμένα μάτια του την πρώτη φορά που άκουσε στο στούντιο τον Ήμερο Ύπνο: “Υπήρξε μια συναισθηματική υπερδιέγερση και οφείλονταν στη φορτισμένη ερμηνεία της εισαγωγής του κομματιού από τον Δημήτρη Κιτσιούλη και το Γιώργο Κωνσταντινίδη”.
Ο Βραχνός Προφήτης, αποτέλεσε μεταξύ άλλων διαβατήριο για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, για να ξεκινήσει συνεργασία και να γράψει εν τέλει μουσική για τη ταινία ‘Βασιλιάς’ του Νίκου Γραμματικού. Το παράλογο όμως δεν είναι αυτή η συνύπαρξη δύο κορυφαίων στο είδος τους, αλλά ο τρόπος που επετεύχθη: “Ο Νίκος μου είχε πει ότι για να μου προτείνει να γράψω τη μουσική για το “Βασιλιά”, παρακινήθηκε από το εξώφυλλο του Βραχνού Προφήτη, χωρίς να γνωρίζει τη δουλειά μου. Μάλιστα, αν δεν με απατά η μνήμη μου, χρησιμοποίησε τη φωτογραφία στην ταινία, όπου-σε κορνίζα-παρίστανε τον πατέρα του πρωταγωνιστή”. Για την ιστορία, η εικόνα του εξωφύλλου ανήκει στον σπουδαίο Λαρισαίο φωτογράφο, Τάκη Τλούπα, που απεικονίζει έναν τελάλη της εποχής.
Και μια που λέμε για ιστορίες, το Α. Μάνθος, το τέταρτο τραγούδι του δίσκου, είναι ένα ποίημα του Χρήστου Μπράβου, που αναφέρεται σε αληθινή γεγονότα, με κεντρικό πρωταγωνιστή τον φωτογράφο Αθανάσιο Μάνθο και τον ξακουστό Θωμά Γκαντάρα τον ληστή, που ήθελε να φωτογραφηθεί. Η μαγευτική μουσική πλαισίωση και η διηγηματική φωνή του Θανάση Παπακωνσταντίνου, σε συνδυασμό με την μεθυστική ιστορία, δημιουργούν πολλαπλές λάμψεις σαν αστέρια που πέφτουν και η μόνη ευχή είναι να το ξανακούσουμε και να το ξανακούσουμε. Τι λέει όμως ο ίδιος ο δημιουργός, για τον πρωταγωνιστή, Θωμά Γκαντάρα, ήταν ληστής, σφαγέας ή λαϊκός ήρωας;
“Το γεγονός της ληστοκρατίας δεν είναι τόσο παλιό ώστε να έχει απομείνει μόνο ο μύθος. Από μέλη της οικογένειάς μου έχω ακούσει μαρτυρίες και θετικές αλλά και αρνητικές. Δεν εξιδανικεύω την εποχή και το φαινόμενο. Η αναίτια βία και η βία του ισχυρού είναι καταδικαστέα από μένα. Αλλά η μπαρούφα ότι ‘η βία είναι ίδια απ’ όπου κι αν προέρχεται’ δεν με ψήνει. Η βία των καταπιεσμένων και των αδικημένων που αντιστέκονται είναι δικαιολογημένη. Από την άλλη μεριά, δεν με βρίσκει σύμφωνο και η φράση-όταν χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει θεωρητικά την επιθετική χρήση βίας- ότι ‘ο σκοπός αγιάζει τα μέσα’.
Νομίζω ότι αυτό που ισχύει είναι ότι ο σκοπός και τα μέσα αγιάζουν το αποτέλεσμα. Αν οραματίζεσαι μια κοινωνία χωρίς βία από άνθρωπο σε άνθρωπο, δεν γίνεται να χρησιμοποιήσεις βία για να το επιτύχεις. Αν σπάσεις το φράγμα και γίνεις βίαιος για μια φορά, ανά πάσα στιγμή στο μέλλον μπορεί να υποτροπιάσεις. Όπως αντιλαμβάνεσαι, δεν το έχω λυμένο το ζήτημα. Ή ίσως απλά να είμαι κατά βάθος δειλός”.
Δεν ξέρω πώς ένας άνθρωπος που έχει φυτέψει τόσα venceremos στ’ αυτιά μας, είναι δυνατόν να αυτοαποκαλείται πιθανότατα δειλός, όμως αυτό που μπορώ να γράψω με βεβαιότητα είναι πως ο στίχος που αποφάσισε να κλείσει αυτό το θέμα για τον Βραχνό Προφήτη, είναι ίσως ο πιο αντιπροσωπευτικός, ο πιο χωμένος καλά, ίσως ο λιγότερο τραγουδισμένος, μα ένας κρυφός θησαυρός. Απ’ αυτούς που ανακαλύπτουμε σε κάθε στροφή των τραγουδιών του, όσες φορές κι αν τα έχουμε ακούσει:
“Αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθαν,
λεν αναστενάζοντας στον τόπο μου οι γριές.
Σέρνουν βαρύ σταυρό και όταν αποθάνουν,
τον κόβουν ξύλα οι γείτονες κι ανάβουνε φωτιές”