ΣΙΝΕΜΑ

20 χρόνια μετά, το Oldboy σοκάρει ακόμα

Το Oldboy επιστρέφει στις αίθουσες 20 χρόνια μετά, όταν οι κορεατικές παραγωγές έχουν γίνει σωσίβια λέμβος για τη βιομηχανία.

«Ήθελα να φτιάξω κάτι που να μοιάζει τρομερά αληθινό. Είχα πει από την αρχή ότι ήθελα να νιώθεις στο σώμα σου την ταινία, όχι μόνο συναισθηματικά. Ήθελα το κοινό να είναι κουρασμένο μετά το τέλος της ταινίας. Ήθελα τα σώματά τους να είναι εξουθενωμένα». Τάδε έφη ο Park Chan-wook σύμφωνα με το Hollywood Reporter σε ένα δημόσιο event στη Σεούλ το 2003, λίγο αφότου το Oldboy είχε γίνει χιτ στην Κορέα αλλά πριν κάνει την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Καννών. «Μου αρέσει αυτού του είδους η εμπειρία», είχε προσθέσει. «Δεν ξέρω πώς διασκεδάζουν οι άνθρωποι βλέποντας αστόχαστες ταινίες. Αν θες ήρεμη ξεκούραση, κάνε ένα μπάνιο. Γιατί να πας στο σινεμά;».

Αν δεν είναι κάτι το Oldboy, αυτό είναι «ήρεμη ξεκούραση».

Το φιλμ ήταν περισσότερο γνωστό ως εκείνη η ταινία όπου ένας άντρας τρώει ένα ζωντανό χταπόδι στην οθόνη, ή ίσως ως εκείνη όπου ένας άνδρας μάχεται μονάχα με ένα σφυρί σε έναν διάδρομο γεμάτο οπλισμένους αντιπάλους. Η έλξη της ταινίας, το unique selling point της εκείνες τις ημέρες, ήταν πως επρόκειτο για ένα τράνταγμα αδρεναλίνης, ένα συναρπαστικό σοκ στο σύστημα, δεδομένου ότι το Χόλιγουντ είχε αρχίσει ήδη από τα ‘00s να απομακρύνεται από πιο απαιτητικό υλικό στο mainstream σινεμά δράσης.

Πράγματι, οι πιο επώδυνες στιγμές του Oldboy βιώνονται με την ίδια αγωνία σήμερα. Εάν ήταν όμως η αξία του σοκ το μόνο πράγμα που το ωθούσε, δεν θα μιλούσαμε για ένα ευρέως διαδεδομένο αριστούργημα που κυκλοφορεί ξανά σε κινηματογράφους σε όλο τον πλανήτη 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες συγκεκριμένα, μέσα σε πέντε ημέρες η επανέκδοση του φιλμ που επιμελήθηκε ο ίδιο ο δημιουργός πλησίαζε ήδη το 1 εκατομμύριο δολάρια στα ταμεία – πλέον είναι στα 1,2 εκατομμύρια – γεγονός εξαιρετικά σπάνιο για επανεκδόσεις στη συγκεκριμένη αγορά (οι εξαιρέσεις περιλαμβάνουν παραγωγές του Studio Ghibli και τα Avatar/Titanic του James Cameron).

Η ταινία ξεκινά με μία σύντομη εισαγωγή που οδηγεί γρήγορα στο κεντρικό μυστήριο. Ένας μεθυσμένος Κορεάτης επιχειρηματίας, ο Oh Dae-su (Choi Min-sik), συλλαμβάνεται από άγνωστες δυνάμεις και κλειδώνεται σε ένα ερειπωμένο δωμάτιο ξενοδοχείου, χωρίς προειδοποίηση ή εξήγηση. Προσπαθεί να καταλάβει ποιον μπορεί να έχει θυμώσει ή αδικήσει, αναζητά ένα μέσο διαφυγής, και σιγά-σιγά χάνει το μυαλό του καθώς το διάστημα που περνάει φυλακισμένος είναι πια 15 χρόνια.

Από την τηλεόραση του δωματίου του θα μάθει ότι η οικογένειά του έχει καταστραφεί αλλά και ότι τον έχουν παγιδεύσει για εγκλήματα που δεν διέπραξε ποτέ. Όταν αφήνεται αιφνίδια ελεύθερος, ξανά χωρίς προειδοποίηση ή εξήγηση, ολόκληρη η ζωή του έχει χαθεί. Η δουλειά του, το σπίτι του, η γυναίκα του, το παιδί του, οι φίλοι του, η λογική του, ακόμη και η αίσθηση του εαυτού του. Δεν μένει να κάνει τίποτα άλλο παρά να αναζητήσει απαντήσεις. Και, προφανώς, να πάρει εκδίκηση.

Ο Dae-su, με ένα κουβάρι από anime μαλλιά και ένα μόνιμα διαπεραστικό βλέμμα, είναι ένας τόσο συναρπαστικός και παράξενος χαρακτήρας που το ποιον αναζητά έχει μόνο μετά βίας σημασία. Το Oldboy είναι ως επί το πλείστον εμβυθιστικό λόγω του άγχους που ανά πάσα στιγμή ακτινοβολεί από την οθόνη. Η ικανότητα του Park να επικοινωνεί αποτελεσματικά την εμμονή και να βάζει το κοινό στο κεφάλι κάποιου που έχει χάσει σχεδόν εντελώς την επαφή με την ταυτότητά του, είναι μέχρι σήμερα ασυναγώνιστη.

Λίγοι σκηνοθέτες έχουν μιμηθεί το φορτισμένο φινάλε του Oldboy, το οποίο πατά σε βαθιά ταμπού και παρουσιάζει τη βία τόσο ωμά, που είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να μη δυσφορήσεις σωματικά. Είναι μία ταινία ακραίων περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της διάσημης σεκάνς όπου ο Dae-su, σε μία στιγμή καταστροφικού μηδενισμού, τρώει ένα ζωντανό χταπόδι, σκίζοντάς το με τα δόντια του (δεν χρησιμοποιήθηκαν εφέ – ο Choi, παρότι πιστός βουδιστής και χορτοφάγος, κατανάλωσε πολλά ζωντανά χταπόδια για να επιτευχθεί η λήψη.) Το φιλμ σε δοκιμάζει βάζοντας τον πρωταγωνιστή σε μία κατάσταση όπου θα έπρεπε να κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού, καθιστώντας τον όμως τόσο γκροτέσκο που γίνεται αντικείμενο αποστροφής και γοητείας ταυτόχρονα.

Εν μέρει αρχαιοελληνική τραγωδία (η επιρροή του Οιδίποδα είναι δεδηλωμένη, αλλά η ομοιότητα των ονομάτων των δύο ηρώων είναι τυχαία σύμφωνα με τους συντελεστές της ταινίας), εν μέρει υπαρξιακό θρίλερ, το Oldboy ισορροπεί μεταξύ τρόμου, δράσης και κωμωδίας παραλόγου. Όπως και στο Kill Bill, ο τόνος ισορροπεί μεταξύ κινδύνου και σκοτεινού χιούμορ, αν και σε αντίθεση με εκείνη την ταινία, το Oldboy θέτει φιλοσοφικά ερωτήματα τόσο όσο τσακίζει κόκαλα. «Όταν τελειώσει η εκδίκησή μου, μπορώ να επιστρέψω στον παλιό Dae-Su;» ρωτά ο ήρωάς μας, εκφράζοντας μονάχα ένα από τα πολλά μεταφυσικά διλήμματα που στριμώχνει ο Park στριμώχνει στο σενάριό του.

Όπως συμβαίνει με τόσα μεγάλα κινηματογραφικά κινήματα σε όλο τον κόσμο, η Αναγέννηση του κορεάτικου σινεμά την οποία πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό το Oldboy – στην πραγματικότητα καμία ταινία δεν μπορεί να σηκώσει τέτοιο βάρος – ήρθε ως απάντηση σε κυβερνητικές πολιτικές. Ακόμη και χωρίς την απροκάλυπτη πολιτική του προηγούμενου έργου του Park, του Joint Security Area του 2000 που είχε γίνει, τότε, η πιο επιτυχημένη εισπρακτική ταινία του έθνους, μπορούμε να δούμε το Oldboy να αντιπροσωπεύει το comeback των καταπιεσμένων σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο: βίαιες φαντασιώσεις που ήταν αδύνατο να αποτυπωθούν στο σινεμά υπό το παλιό καθεστώς.

Μετά την παράδοση της Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το επακόλουθο τέλος της εθνικής κατοχής της Νοτίου Κορέας, ο νοτιοκορεατικός κινηματογράφος του Μεσοπολέμου επικεντρώθηκε εύλογα σε μεγάλο βαθμό γύρω από τη θεματική της απελευθέρωσης. Όταν η βιομηχανία επέστρεψε από τη στασιμότητα της κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας και ξεκίνησε τη χρυσή της εποχή, οι Κορεάτες σκηνοθέτες έφτιαξαν μια σειρά από μελοδράματα όπως το The Housemaid (1960) του Kim Ki-young, μία από τις καλύτερες κορεάτικες ταινίες όλων των εποχών. Υπό τον πρώην Γενικό Πρόεδρο Park Chung-Hee ωστόσο, το έθνος και η κινηματογραφική βιομηχανία υποβλήθηκαν σε αυστηρή αυταρχική διακυβέρνηση. Οι εισαγόμενες ταινίες περιορίστηκαν στο πλαίσιο ενός συστήματος ποσοστώσεων που καθιερώθηκε από τον νόμο περί κινηματογραφικών ταινιών του 1962, με αποτέλεσμα την έκρηξη εγχώριων ταινιών χωρίς βωμολοχίες, κομμουνισμό ή κυβερνητική κριτική.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, η Νότια Κορέα διατήρησε μερικούς από τους αυστηρότερους νόμους λογοκρισίας του ανεπτυγμένου κόσμου. Η λεπτά καλυμμένη προπαγάνδα κυριάρχησε στο εγχώριο box office για πάνω από μια δεκαετία, πλάι στην περιστασιακή «ταινία της οικοδέσποινας» γεμάτη πόρνες και εικόνες γυναικείας αυτοθυσίας. Αν και ο πρόεδρος Roh Tae-woo κατάργησε τους νόμους περί λογοκρισίας δεκαετιών το 1988, η βιομηχανία παρέμεινε στάσιμη για λίγα ακόμα χρόνια.

Η κρίση του ΔΝΤ το 1997 – η καριέρα του Park Chan-wook είχε ξεκινήσει μία πενταετία νωρίτερα – είχε ρίξει τον κορεατικό λαό σε μία βαριά οικονομική και ψυχική σκιά, αλλά επέφερε επίσης μία νέα εκδοχή της κινηματογραφικής βιομηχανίας, καθώς μειώθηκε η επιρροή των chaebol (τεράστιοι, οικογενειακοί κυρίως, επιχειρηματικοί όμιλοι όπως η Samsung, η Hyundai ή η LG) και οι κινηματογραφιστές απέκτησαν μεγαλύτερη πειραματική ελευθερία.

Υπό αυτές τις συνθήκες προέκυψε το Oldboy. Μέσα από δεκαετίες όπου οι δημιουργοί φιμώνονταν και απογοητεύονταν στα χέρια απρόσωπων εταιρειών που επηρέαζαν κυβερνήσεις και υπαγόρευαν τη ζωή της εργατικής τάξης αυξάνοντας το ταξικό χάσμα. Δεν είναι τυχαία επιλογή πως ο Dae-su, μετά την ανάδυση από τη φυλακή του, συναντά έναν άνδρα που ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει με background τον ορίζοντα μίας πόλης που χρειάστηκε να εκσυγχρονιστεί γρήγορα.

Η ταινία έγινε επιτυχία αμέσως στη Νότια Κορέα με την κυκλοφορία της τον Νοέμβριο του 2003 και προστέθηκε τελευταία στιγμή στη διαγωνιστική σύνθεση του Φεστιβάλ Καννών του 2004, με τον Quentin Tarantino να υπηρετεί ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής τότε (ο Bong Joon-ho του Parasite ευχαρίστησε τον Tarantino στον οσκαρικό του λόγο για το Βραβείο Σκηνοθεσίας ως διαχρονικό υποστηρικτή των κορεατικών παραγωγών).

Τελικά έγραψε ιστορία ως η πρώτη κορεάτικη ταινία που κέρδισε το Grand Prix των Καννών, το δεύτερο σημαντικότερο βραβείο της διοργάνωσης, χάνοντας τον Χρυσό Φοίνικα από το Fahrenheit 9/11 του Michael Moore. Ο Tarantino, ωστόσο, δεν είχε κρύψει πόσο πολύ θαύμαζε και προτιμούσε την ταινία του Park, επιμένοντας σε συνεντεύξεις του παντού ότι είχε κάνει εκστρατεία για λογαριασμό του Oldboy αλλά δεν είχε πετύχει την πλειοψηφία. Η Tilda Swinton, επίσης μέλος της κριτικής επιτροπής εκείνη τη χρονιά, είχε προειδοποιήσει αστειευόμενη τον Park ότι ο Tarantino θα «έκλεβε πολλά» από το Oldboy.

Το Oldboy κατέληξε το πρώτο παράδειγμα κορεάτικης ταινίας με παγκόσμια αναγνώριση, αυξάνοντας πραγματικά το ενδιαφέρον του κόσμου για το σινεμά της χώρας. Έγινε το σημείο αναφοράς για τον κορεάτικο κινηματογράφο. Η μία κορεάτικη ταινία που θα μπορούσε αξιόπιστα να υποθέσει κανείς ότι είχε δει κάποιος εκτός Κορέας. Το ίδιο ίσχυσε και για την Ελλάδα όπου η ταινία είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν φτάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τώρα μπορείς να την (ξανα)δεις από τις 14 Σεπτεμβρίου σε αποκατεστημένη 4K κόπια. Όχι μόνο γιατί αξίζει να γίνεις μάρτυρας της αφετηρίας των κορεάτικων παραγωγών ως σωσίβια λέμβος για την εποχή των στούντιο (τον Απρίλιο αποκαλύφθηκε ότι το Netflix θα επενδύσει 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε έργα της Νότιας Κορέας, όσο μαίνεται η απεργία σεναριογράφων και ηθοποιών στις Η.Π.Α.), αλλά γιατί το Oldboy εξακολουθεί να είναι μία underground επιτυχία που μπορεί να γυρίζει στομάχια.