ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

20 χρόνια Σπιρτόκουτο: Πώς γύρισε την κλασική του ταινία ο Γιάννης Οικονομίδης

Με αφορμή την επανακυκλοφορία της ταινίας Σπιρτόκουτο, θυμόμαστε όσα μας είπε ο Γιάννης Οικονομίδης για τη δημιουργία της και για τη γνωριμία με τον Ερρίκο Λίτση.
Μια από τις κλασικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου του 21ου αιώνα, το Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη, κλείνει 20 χρόνια και επανακυκλοφορεί στις αίθουσες.

Η ταινία, ένας αληθινός «πόλεμος σε τέσσερις τοίχους» όπως έλεγε και το τότε μότο, μας παρουσιάζει μια μέρα εν μέσω καύσωνα μες στο διαμέρισμα ενός μικρομεσαίου, μεσήλικα οικογενειάρχη, καθώς όλα τα μέλη της οικογένειας βγάζουν τα σωθικά τους φωνάζοντας και ξεσπώντας ο ένας πάνω στον άλλο.

Το Σπιρτόκουτο κυκλοφορεί στις αίθουσες.

Ταινία-ηλεκτροσόκ, μας σύστησε όχι μόνο τον Οικονομίδη και το ανθρωποκεντρικής ωμότητας σινεμά του, αλλά και τον Ερρίκο Λίτση σε μια αξεπέραστη ερμηνεία-σεισμό. Και γενικότερα, έφερε στις μεγάλες οθόνες μια σοκαριστική αποτύπωση της νεοελληνικής πραγματικότητας, όπως κανένα κοινωνικό φιλμ δεν έχει καταφέρει έκτοτε.

Πριν δύο χρόνια, κατά την κυκλοφορία της πιο πρόσφατης ταινίας του Οικονομίδη, Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς, είχαμε καθίσει και μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για όλη του τη φιλμογραφία.Ένα μεγάλο μέρος εκείνης της κουβέντας αφορούσε, αναπόφευκτα, το Σπιρτόκουτο.

Πώς προέκυψε αυτή η ταινία από τις στάχτες ενός άλλου πρότζεκτ; Πώς γνώρισε τον Ερρίκο Λίτση και αποφάσισε να στήσει ένα φιλμ γύρω του; Πώς οι περιορισμοί τον απελευθέρωσαν πλήρως; Αυτά είναι όσα μας είχε πει ο Γιάννης Οικονομίδης για το αξεπέραστο Σπιρτόκουτο.

1. Η ταινία-Παρθενώνας που ετοίμαζε πριν το Σπιρτόκουτο

Σώθηκα, σώθηκα. Γιατί ήταν μια πρώτη ταινία-Παρθενώνας που λέμε. Ακρόπολη. Κινηματογραφική Ακρόπολη πήγα να κάνω κι εγώ σαν πρώτη μου ταινία. Και θα έτρωγα τα μούτρα μου. Ευτυχώς με απέρριψαν δηλαδή και μέσα από την απελπισία και την κατάθλιψη της περιόδου, που επένδυσα τόσο καιρό και κόπο και χρήμα και ενέργεια και δεν έγινε ποτέ η ταινία, μέσα από όλα αυτά γεννήθηκε το Σπιρτόκουτο.

2. Όταν κανείς δε μπορούσε να πάρει το βλέμμα του πάνω από τον Ερρίκο Λίτση

Ο Ερρίκος είχε έρθει για κάστινγκ σε ένα γραφείο που ήμουν κι εγώ και έψαχνα ηθοποιούς [για την ταινία που τελικά δεν έγινε]. Φεύγοντας του λέει η γραμματέας που ήταν εκεί, ξέρεις γίνεται και μια άλλη ταινία, είναι κι ένας άλλος δίπλα που κάνει κι αυτός κάστινγκ. Δεν πας κι από εκεί να αφήσεις κανά βιογραφικό; Είναι αυτό που λένε δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξε μια και μπήκα! [γελάει]

Στο τέλος κολλήσαμε. Μου άρεσε η μούρη του, η φωνή του, αλλά δεν υπήρχε κάτι. Τον είχα βάλει σε ένα τρίτο ρόλο και ξεκινήσαμε πρόβες. Θυμάμαι έκανε έναν σουβλατζή. Που ερχόταν μέσα ο πρωταγωνιστής, το παλικάρι, ο μορφονιός, και τον τραμπούκιζε για προστασία. Και αρχίζουμε να κάνουμε τη σκηνή και ήταν μαγικό αυτό το πράγμα που θα σου πω: Θυμάμαι όλοι, εγώ, η βοηθός, κάποιοι άλλοι ηθοποιοί, αντί να βλέπουμε τον πρωταγωνιστή βλέπαμε τον Ερρίκο. Τον είχε εξαφανίσει, τον είχε σβήσει, δεν υπήρχε ο άλλος, απλά δεν υπήρχε ο άλλος. Που ήταν έτσι ωραίο παλικάρι, τυπικά πολύ όμορφος. Και όλοι κοιτάζαμε τον Ερρίκο, δε μπορούσαμε να πάρουμε το βλέμμα μας από πάνω του.

Και κάποια στιγμή αρχίσανε να μου μπαίνουνε ιδέες ότι γύρω από αυτό τον τύπο μπορείς να χτίσεις μια ολόκληρη ταινία. Και είναι κι ευφυής άνθρωπος κι ήταν και διαθέσιμος εκείνη την εποχή, πάρα πολύ, είχε χρόνο. Ταλαντούχος, έξυπνος, και δέσαμε κιόλας, γίναμε φίλοι. Και γύρω από εμάς τους δύο ήρθαν και κούμπωσαν τα άλλα παιδιά.


Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου–Watkinson

3. Οι περιορισμοί που σχημάτισαν το Σπιρτόκουτο

Η παραγωγή με ανάγκασε να βρω το θέμα και να κάνω την ταινία έτσι όπως την έκανα. Σίγουρα αν εκείνη την περίοδο είχα λεφτά, ενδεχομένως να μην πήγαινε το μυαλό μου, να μην στριμωχνόμουν, να μην αναγκαζόμουν να πειθαρχήσω σε μια τέτοια παραγωγή, μικρή, μαζεμένη σε ένα διαμέρισμα μόνο. Ξέρεις. Τόσο-όσο.

Από τη στιγμή που το αποφάσισα ήταν απελευθερωτικό με την έννοια ότι ήμουν ο κύριος του εαυτού μου. Μεγάλη ιστορία. Έλεγα ότι αυτά είναι τα κουκιά, με αυτά κάνεις κάτι. Αλλά δεν είχα καμία αμφιβολία ότι μπορείς να κάνεις μια καλή ταινία με έναν μινιμαλισμό. Η αρχή μου ήταν πάντα πως αν κάτι έχει ψυχή, έχει ψυχή. Ακόμα κι αν είναι κακοφωτισμένο, ακόμα κι αν είναι κακοφωτογραφημένο, ακόμα κι αν το μοντάζ δεν είναι τόσο καλό. Αν έχει κάτι από κάτω, αν πάλλεται, αν υπάρχει αλήθεια… αυτό κερδίζει κατά κράτος. Επιβάλλεται. Το θέμα είναι να υπάρχει στόχος, κάτι να κυνηγάς, κάτι να ψάχνεις. Όχι απλά έτσι, να κάνεις.


4. Η ανάγκη του να κάνεις φάλτσο

Οι σύγχρονες ταινίες οι κουλτουριάρικες οι ευρωπαϊκές είναι σαν να τις έχουν τελειώσει στο γραφείο πριν καν πάνε να γυριστούνε. Είναι τόσο τακτοποιημένες, με μοιρογνωμόνιο μετρημένες, οργανωμένες, φτιαγμένες, το γύρισμά τους, το ιδεολόγημά τους, το τι θέλουν να πούνε, η αισθητική τους. Δοκιμιακό σινεμά που καμώνεται ότι είναι σπουδαίο και σύγχρονο και σοβαρό αλλά είναι τόσο νεκρό. Είναι πάρα πολλές ταινίες πια τέτοιες, ταινίες που νιώθεις ότι οι δημιουργοί τους δεν κυνηγάνε κάτι εκεί μέσα, δεν δίνουν στους εαυτούς τους το περιθώριο του λάθους. Να γλιστρήσουν, να φαλτσάρουν, μια τρέλα, ότι κάτι ψάχνουνε.

Έβλεπες παλιά μια ταινία του Κασαβέτη ή άλλων, και έβλεπες πως πάνε στα τυφλά. Καλλιτεχνικά έχουν μια αγωνία, κάτι σκάβουν, κάπου πάνε, δεν είναι από πριν απαντημένα τα ερωτήματα. Δεν παίρνουν τη θέση του σοφού θεού που τώρα θα πει στα ανθρωπάκια το ποίημα. Μπαίνανε και ρισκάρανε για το πώς θα βγει η ταινία. Πολλές φορές μπορεί να φαλτσάρει αλλά δεν είναι κακό μες στην τέχνη να φαλτσάρεις και λίγο. Ίσως αυτό λείπει πια, είναι όλα τόσο τελειωμένα, τόσο τακτοποιημένα που δεν αναπνέουν πια. Ίσως γιατί περνάνε από πάρα πολλές επιτροπές, έχει γίνει γραφειοκρατική υπόθεση το σινεμά, από επιτροπή σε επιτροπή σε επιτροπή. Όλοι θέλουν από πριν να τους πεις πώς θα είναι η ταινία. Έχει χαθεί το καλλιτεχνικό ρίσκο, το θαύμα.

Δεν ξεφεύγω ούτε εγώ πλέον. Αναγκάζομαι να περάσω τη διαδικασία μόνο που στην τελική έκφραση, όταν κατεβαίνω να αρχίσω να στήνω την ταινία, κάνω τα δικά μου. Απλά έχω ανθρώπους που με καλύπτουν, έχω ανθρώπους που καταλαβαίνουν τι κάνω και μπορώ να ακουμπήσω πάνω τους για να βάλω ένα Χ στο ό,τι έχει προηγηθεί.


5. Για το προσωπικό του στυλ που διατηρεί μέχρι και σήμερα

Ήταν ένα στυλ που αποφάσισα να υιοθετήσω από τότε και δεν το έχω εγκαταλείψει κιόλας, στυλ ανθρωποκεντρικό. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το ανθρώπινο πρόσωπο, πάνω απ’όλα. Αλλά όχι με τηλεοπτικούς όρους. Ξέρεις, ως πρόθεση. Ο άνθρωπος. Αυτό είναι το μεγάλο τοπίο για μένα. Και μετά ανάλογα. Αν μου δίνεται η ευκαιρία ανοίγομαι. Ό,τι εξυπηρετεί την ιστορία. Αλλά δε θυσιάζω τίποτα μπροστά σε αυτό.

Διάβασε περισσότερα σε ολόκληρη τη συνέντευξη με τον Γιάννη Οικονομίδη.

Exit mobile version