“22 Jump Street”: Δίδυμοι μπελάδες
- 7 ΑΥΓ 2014
Οι σκηνοθέτες Κρις Λορντ και Φιλ Μίλερ έχουν δημιουργήσει ένα μίνι κινηματογραφικό βασίλειο μέσα από ταινίες που ακούγονται σαν κάτι που δε θα έπρεπε να λειτουργεί κι όμως είναι τόσο μα τόσο καλύτερο από όσο θα τολμούσες να φανταστείς πως μπορεί να είναι. Το έκαναν με το προ λίγων ετών “21 Jump Street”, το έκαναν με το “Lego Movie”, ε πια αυτή τη φορά κανείς δεν εξεπλάγην. Αυτή τη φορά περιμέναμε να δούμε: Αν τώρα έχουμε απαιτήσεις, θα μπορεί αυτό το σίκουελ μιας μεταφοράς από σειρά των ‘80s να αποτελέσει όντως καλό σινεμά;
Ναι, τελικά δεν είχε να κάνει με τις προσδοκίες. Οι τύποι είναι καλοί. Και το “22 Jump Street” είναι καλό. Πολύ καλό.
Πριν εξηγήσουμε γιατί, δες ένα αποκλειστικό featurette που εξασφάλισε το ONEMAN, με σκηνές από την ταινία και με τους δύο σκηνοθέτες να μιλούν για τη συνεργασία τους.
***
Στο “22 Jump Street” το φανταστικό δίδυμο της προηγούμενης ταινίας (δηλαδή ο αληθινά φανταστικός Τσάνινγκ Τέιτουμ κι όχι ιδιαίτερα φανταστικός Τζόνα Χιλ) αναλαμβάνει μια νέα μυστική αποστολή. Στο πρώτο φιλμ, οι Τζένκο και Σμιντ είχαν υποδυθεί τους μαθητές λυκείου ώστε να εξαρθρώσουν ένα κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών. Εκεί μας παρουσιάστηκε μια πανέξυπνα αντεστραμμένη σχολική πραγματικότητα, στην οποία ο nerd Σμιντ ήταν ξαφνικά ο κουλ και ο Τζένκο ήταν ο μπερδεμένος, ξεπερασμένος jock. Αυτή η εξερεύνηση έκανε τους χαρακτήρες ενδιαφέροντες και έδωσε στην ταινία αληθινές βλέψεις προς κάτι πιο ουσιαστικό από μια απλή χιουμοριστική περιπέτεια.
Ο κόσμος και η κριτική λάτρεψε το φιλμ για αυτή ακριβώς την ανατρεπτική διάθεση και, τι λέγαμε για προσδοκίες παραπάνω, τώρα θέλουν (θέλουμε, κι εγώ ήθελα) κι άλλο από… αυτό. Ό,τι ήταν το Αυτό.
Στην αρχή λοιπόν αυτού του σίκουελ, οι Τζένκο και Σμιντ δοκιμάζουν λίγη κανονική δράση αλλά δεν είναι επιτυχημένοι. Το αφεντικό τους (ο μεγαλειώδης Νικ Όφερμαν, ή αλλιώς ο Ρον Σουάνσον του “Parks and Recreation”) εξηγεί πως τα πάντα έχουν να κάνουν με τις προσδοκίες. Του δίνουν άπειρο μπάτζετ, λέει, για να χρηματοδοτήσει την επόμενη αποστολή τους, αλλά περιμένουν να δουν από αυτούς τις ίδιες ιδέες με την προηγούμενη φορά. Απλά τώρα έχουν πιο πολλά λεφτά για την ‘αποστολή’. Είπατε κάτι;
Μέ σπάνιας εφευρετικότητας meta χιούμορ για μπλοκμπάστερ, το “22 Jump Street” προχωρά από αυτό το σημείο και μετά, ισορροπώντας ανάμεσα στην αστεία και διασκεδαστική περιπέτεια που οφείλει να είναι, και στο σχόλιο για τη βιομηχανία που οι σκηνοθέτες του ήθελαν να το κάνουν να είναι.
Σε αυτή τη νέα αποστολή τους, οι Τζένκο και Σμιντ είναι αυτή τη φορά φοιτητές κολεγίου (τα αασταμάτητα αστεία σχετικά με το πόσο πολύ μεγαλύτεροι μοιάζουν, ηλικιακά, δίνουν και παίρνουν και αυτή τη φορά, ιδιαίτερα προς το πρόσωπο του Τζόνα Χιλ) και πρέπει να… βασικά έχει σημασία; Είναι η ίδια ταινία με την προηγούμενη φορά, και αυτό είναι ακριβώς το νόημά της. Το φιλμ δε σταματάει να σπάει πλάκα με τις προσδοκίες (η υπόθεση μπορεί, αλλά μπορεί να μην είναι, πανομοιότυπη με την προηγούμενη φορά) με τα αστεία που διαπερνούν τον τέταρτο τοίχο (σε ένα σημείο το αφεντικό τους λέει να μην κάνουν άλλες ζημιές γιατί τελειώνει το μπάτζετ, οπότε φυσικά η καταδίωξη που ακολουθεί στην ταινία μοιάζει να έχει κοστίσει όσο όλο το προηγούμενο έργο ολόκληρο) και με το κλείσιμο του ματιού απέναντι στον κυνισμό της όλης υπόθεσης (απέναντι από το νέο αρχηγείο στο νούμερο 22 της Τζαμπ Στριτ, υπάρχει ήδη μια τεράστια οικοδομή με ένα μεγάλο πανό μπροστά στο πεζοδρόμιο που γράφει 23 JUMP STREET).
Όχι πως η ταινία ζει και πεθαίνει σε αυτά τα #diplis αστειάκια ωστόσο. Από την αρχή ως το τέλος είναι αστείο, αληθινά, αυθεντικά αστείο, από τις αστειότερες ταινίες που θα δεις φέτος καταφέρνοντας να χωρέσει μέσα στα ίδια γκαγκς επιθετικές καφρίλες και πολιτικώς ορθό ακραίο χιούμορ (γίνεται).
Αν κάτι μου έλειψε από την πρώτη ταινία, ήταν αυτή η εσωτερική εφευρετικότητα του σεναρίου. Η πρώτη ταινία δεν αποτελούσε μόνο σχόλιο για τη βιομηχανία παραγωγής μη-ιδεών του Χόλιγουντ, αλλά και σαν ιστορία σε πρώτο επίπεδο, ήταν ανατρεπτική, εξερευνώντας τις αλλαγμένες ισορροπίες στον χάρτη των εφηβικών συμπεριφορών και κοινωνικών ομάδων. Στο σίκουελ δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο, καθώς η αναζήτηση ταυτότητας των Τζένκο και Σμιντ έχει εδώ αντικατασταθεί από μια λίγο πιο στάνταρ αφήγηση περί αλληλοεξάρτησης και αμοιβαίας αγάπης.
Δεν είναι άσχημο φυσικά, απλά το έχουμε ξαναδεί. Ωστόσο ειδικά ο Τέιτουμ παίζει στο μάξιμουμ το ρόλο, και δραματικά και κωμικά. Ο Τζένκο βρίσκει στο κολέγιο τη δόξα που ποτέ δεν είχε ως επίδοξος jock, με αποτέλεσμα οι δεσμοί αδερφικής φιλίας με τον Σμιντ να δοκιμαστούν. Εντάξει, τα γνωστά, μαντεύεις πώς θα τελειώσει όλο αυτό.
Όμως δεν έχει πολλή σημασία, γιατί γύρω από αυτή την σχετική έλλειψη οι Λορντ και Μίλερ έχουν χτίσει μια ασταμάτητα απολαυστική κωμική περιπέτεια. Έξυπνη, επιθετική, διαφορετική από τις άλλες. Τα χαϊλάιτ είναι αμέτρητα και περιλαμβάνουν από μια σκηνή ακούσιου μαστουρώματος (ο Τζόνα Χιλ κάνει μια περίεργη καριέρα διαδοχικών drug scenes, είναι πλέον κάτι σαν ειδικότητά του) μέχρι μια απίστευτη, και απίστευτα ξεκαρδιστική, σκηνή μάχης (δε θα πούμε περισσότερα, αλλά θα καταλάβεις όταν τη δεις), φτάνοντας μέχρι το τέλος και μετά από αυτό: Εκεί, σε ένα τρελό μοντάζ ιδέων και γέλιου που απλά δε λέει (ακ ιδε θες) να τελειώσει, οι Λορντ και Μίλερ “καίνε” όλο το μελλοντικό franchise. Νιώθεις πως πλέον κάνουν πλάκα και με τους ίδιους τους εαυτούς τους, και με την θαυμαστή τους ικανότητα να μετατρέπουν σε πανέξυπνες κωμωδίες τις πιο ξεδιάντροπα corporate ιδέες.
Είναι λες και είναι κι αυτοί διπλοί πράκτορες, κρυμμένοι βαθιά ανάμεσα στα Χολιγουντιανά γρανάζια, δύο αναρχικοί κωμικοί υπέρμαχοι της ελεύθερης σκέψης, μασκαρεμένοι ως πειθήνιοι εργάτες του συστήματος.
Οι Σμιντ και Τζένκο θα ήταν περήφανοι.
***
To “22 Jump Street” παίζεται στις αίθουσες από τη Feelgood.