3+1 λόγοι που ο Μπέκετ της Νατάσας Τριανταφύλλη πρέπει να είναι καλός
- 7 ΙΟΥΝ 2016
Κάθε φορά που διαβάζω ότι κάποιος (ή κάποια) σκηνοθέτης ‘περιμένει τον Γκοντό’ μου ξεφεύγουν όσο πιο αθόρυβα γίνεται δύο ωχ. Το ένα, για τον βαρετά ξεπερασμένο πια παραλληλισμό της είδησης με τον τίτλο του έργου του Μπέκετ και το δεύτερο, για την περιέργεια του τι πρόκειται να δούμε επί σκηνής. Αγνή περιέργεια. Όχι κακεντρεχής.
Ο φόβος της αποδόμησης*. Αυτός είναι που την κάνει όλη τη δουλειά. Ο φόβος για το αν ο Εστραγκόν θα είναι άνθρωπος ή σάλτσα για κοτόπουλο. Εντάξει, ίσως τραβηγμένο και ατυχές το αστείο αλλά με όλα αυτά που έχουν δει τα μάτια και δεν έχουν χειροκροτήσει τα χέρια μας, δεν νιώθω καν την ανάγκη να ζητήσω συγνώμη.
*Πράγματι, δεν είμαι φαν των έργων που αποδομούνται επί σκηνής στο βωμό της λεγόμενης ‘επικαιροποίησης’, μίας λέξης – σκηνοθετικού ταμπού στα ελληνικά θεατρικά δρώμενα. Παρόλα αυτά, ως δηλωμένη γκρούπι του Νίκου Καραθάνου δεν μπορώ να μην αφήσω και ένα μικρό παραθυράκι να μπαίνει λίγος ‘μετά’ θεατρικός αέρας. Ακόμα και αν στο τέλος, κινδυνεύουμε να μας πάρει και να μας σηκώσει.
Μετά από τέτοια εισαγωγή και τον ακόλουθο της αστερίσκο, θα πρέπει να περιμένεις μία κάπως συγκρατημένη ανακοίνωση της απόφασης της σκηνοθέτιδος Νατάσσας Τριανταφύλλη να ανεβάσει το ‘Περιμένοντας τον Γκοντό’ στο Αίθριο του Μουσείου Μπενάκη. Στο πνεύμα του μπεκετικού παλιμπαιδισμού όμως, θα σου κάνω ένα ‘πριτς’ και θα σου δείξω περιπαιχτικά τον δεξί μου αγκώνα.
Με το ρίσκο της πλήρους αποτυχημένης πρόβλεψης να με κυνηγάει όπως τον Άμλετ τα φαντάσματά του, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι την πρώτη φορά που παρακολούθησα επί σκηνής τον συνδυασμό των Τριανταφύλλη, Γεωργακόπουλου (Λάζαρου) και Τσαμάτη (Αινεία) έφυγα από την παράσταση τόσο ενθουσιασμένη ώστε ένα χρόνο αργότερα, να μην μπορώ παρά να περιμένω το δύο στα δύο.
Τα ελπιδοφόρα προγνωστικά όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν βασίζονται μόνο στο ‘περνάμε καλά και αυτό βγαίνει προς τα έξω’. Είναι ένα συνονθύλευμα πραγμάτων που ακολουθούν ευθύς αμέσως.
Πρώτο Αστεράκι: Λάζαρος Γεωργακόπουλος. Αν τον είδες στους ‘Αδερφούς Καραμάζοφ’ και την παράσταση που αναφέρω παραπάνω ή τον ‘Οιδίνου’, την τελευταία του δουλειά (η οποία ολοκληρώνεται αύριο 7/06) ίσως και να καταλαβαίνεις για ποιο λόγο μόλις έμαθα ότι θα υποδυθεί τον Βλαντιμίρ, μειδίασα και άφησα κατά μέρους τα ‘ωχ’. Αν πάλι τον είδες και στο ‘Μένγκελε’, την προηγούμενη δουλειά του σε κείμενο Θανάση Τριαρίδη (μετά τον ‘Οιδίνου’) τότε σχεδόν δεν χρειάζεται να πας σε επόμενο αστεράκι γιατί ξέρεις ότι ο ένας εκ των πρωταγωνιστών, είναι απλά ο ιδανικός ‘τρελός’, ‘αποτυχημένος’ για αυτόν το ρόλο.
Δεύτερο Αστεράκι: Νατάσα Τριανταφύλλη. ‘Παιδί’ του Γιάννη Χουβαρδά το οποίο κατάφερε να ξεπεράσει τον μέντορά (;) του και να χαράξει μία δική του πορεία στο χώρο της σκηνοθεσίας. Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρότασή της πάνω στο κείμενο των ‘Αδερφών Καραμάζοφ’ και η επιλογή της να δομήσει μία άκρως ονειροπόλα αρχιτεκτονική πα΄νω στα σκληρά ρεαλιστικά επίπεδα του Ντοστογιέφσκι, μας δίνουν έναν ακόμη λόγο να θέλουμε να δούμε αν το ‘παιχνίδι’ με τον Μπέκετ, θα τη βγάλει νικήτρια.
Τρίτο Αστεράκι – bonus που εντείνει την ανυπομονησία μέχρι το τρίτο κουδούνι: Ο χώρος. Μετά τον μοναδικό Ρήσο της (δεν έχω λόγια) Κατερίνας Ευαγγελάτου στο Λύκειο του Αριστοτέλη, η ύπαιθρος έχει αρχίσει να δημιουργεί ένα θεατρικό buzz επιλογής τόσο στους σκηνοθέτες όσο και στο κοινό.
Προγραμματισμένη Πρεμιέρα: Πέμπτη 14 Ιουλίου στο Αίθριο του Μουσείου Μπενάκη.
Υ.Γ.: Να πούμε ότι η περσινή ‘καλοκαιρινή’ εκδοχή του έργου σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγιώργου, αποτελεί έναν αρκετά δυνατό αντίπαλο για τη Νατάσα Τριανταφύλλη. Δημιουργικό άγχος με μπεκετική βεντάλια.