30 χρόνια Pulp Fiction: Το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδιο
Το Pulp Fiction έμοιαζε με το δικαίωμα των ανεξάρτητων κινηματογραφιστών να παίξουν σε μεγαλύτερες αρένες. Τα πράγματα δεν ήρθαν ακριβώς έτσι.
- 20 ΟΚΤ 2024
Το Pulp Fiction έβγαλε κέρδη άνω των 200 εκατομμυρίων δολαρίων από προϋπολογισμό 8,5 εκατομμυρίων δολαρίων, απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, κέρδισε επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ σηκώνοντας εν τέλει το αγαλματίδιο για Καλύτερο Πρωτότυπο Σενάριο, ανέστησε την καριέρα του John Travolta, έβαλε τον Samuel L. Jackson και την Uma Thurman στο παγκόσμιο ραντάρ και έδειξε τον Bruce Willis αλλιώς, και εκτόξευσε τον Tarantino από τον χώρο των ανεξάρτητων ταινιών στο mainstream του Χόλιγουντ για πάντα.
Ήταν μέρος της τέλειας καταιγίδας από πολιτιστικούς, οικονομικούς και σχετικούς με τη βιομηχανία ψυχαγωγίας παράγοντες που δημιούργησε μία ανεξάρτητη χρυσή εποχή στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το έδαφος είχε στρωθεί ήδη στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν μια χούφτα ανεξάρτητων κινηματογραφιστών όπως ο John Sayles, ο Jim Jarmusch, ο Spike Lee και ο Gus Van Sant, είχαν φτιάξει ταινίες που απέκτησαν υψηλό προφίλ, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα του VHS που είχε τότε καθιερωθεί σε πολλά αμερικανικά νοικοκυριά.
Αναγνωρίζοντας το νέο κοινό του, το Φεστιβάλ του Sundance και οι ξύπνιοι νέοι διανομείς άρχισαν να προωθούν τις ανεξάρτητες ταινίες σε εθνικό επίπεδο, παρέχοντας στον κόσμο μία πιο εύκολα προσβάσιμη εναλλακτική λύση στο mainstream. Στους σκηνοθέτες της εποχής περιλαμβάνονται οι Steven Soderberg, Richard Linklater, Allison Anders, Todd Haynes, Gregg Araki, The Hughes Brothers, Kevin Smith, David O’ Russell, Bryan Singer, Robert Rodriquez, James Mangold, Nicole Holofcener και Wes Anderson.
Όπως και με τους σκηνοθέτες του Νέου Χόλιγουντ, αυτοί ήταν προετοιμασμένοι να επαναστατήσουν ενάντια στο status quo και στο κουρασμένο προϊόν της γραμμής παραγωγής των στούντιο. Οι χαμηλοί προϋπολογισμοί των ταινιών τους, η απουσία μεγάλων ονομάτων, ο πειραματισμός με τη φόρμα, ο συνειδητός φόρος τιμής στον κινηματογράφο και τη λαϊκή κουλτούρα, και το ανατρεπτικό τους περιεχόμενο, τις είχαν κάνει ελκυστικές στην Generation X.
Πολλές από αυτές τις ταινίες – συμπεριλαμβανομένων των Clerks (1994), Kids (1995), Slacker (1991), My Own Private Idaho (1991) και The Doom Generation (1995), μεταξύ πολλών άλλων – διαθέτουν μη γραμμικές ή και ανύπαρκτες αφηγήσεις. Είναι περισσότερο προσανατολισμένες στους χαρακτήρες παρά στην πλοκή, και απολαμβάνουν ειρωνικούς, σαρκαστικούς, γλαφυρούς ή μηδενιστικούς τόνους.
Το Pulp Fiction είναι τυπικά μία ανεξάρτητη ταινία, λόγω του χαμηλού μπάτζετ του και της υποστήριξης της Miramax, το άλλοτε στούντιο των αδερφών Weinstein που μεταμόρφωναν με δεξιοτεχνία άσημους σκηνοθέτες και ηθοποιούς σε χρυσάφι της Α-list. Κάπως έτσι έκλεισαν τον John Travolta και τον Bruce Willis που προσπαθούσαν να αναζωογονήσουν την καριέρα τους υπογράφοντας για ψίχουλα σε σύγκριση με τους μισθούς των κορυφαίων, αλλά και τον Harvey Keitel που υπέγραψε επειδή του άρεσε η εμπειρία του στο Reservoir Dogs και ήθελε να βοηθήσει στην παραγωγή της νέας ταινίας.
Δυστυχώς όμως, επειδή ο όρος indie χρησιμοποιήθηκε τόσο χαλαρά όταν περιγραφόταν η συναρπαστική πορεία του Tarantino προς την κορυφή, το Pulp Fiction κατέρριψε κάθε ελπίδα για μελλοντικούς Tarantinos.
Η New Line, η October Films και άλλοι ανταγωνιστές της Miramax δεν είχαν μπορέσει να συμβαδίσουν. Τα αδέρφια Weinstein καταβρόχθιζαν σενάρια επειδή μπορούσαν, και οι μικρότεροι οίκοι παραγωγής και διανομής μπορούσαν να ρισκάρουν εκατομμύρια μονάχα για όσες ταινίες ήταν σίγουροι ότι θα απέδιδαν, μιας που το παιχνίδι είχε αλλάξει ριζικά μέσα σε λίγα μόλις χρόνια.
Επειδή λοιπόν η Miramax χολιγουντοποίησε το ανεξάρτητο παιχνίδι και στήριξε όλες τις μελλοντικές επιτυχίες στην ανέφικτη απιθανότητα του Pulp Fiction, οι νέοι κινηματογραφιστές άρχισαν να εργάζονται στη σκιά ενός φαινομένου που θα μπορούσε να έχει συμβεί μονάχα σε εκείνο το χώρο και χρόνο. Το φιλμ έμοιαζε με το δικαίωμά τους να παίξουν στις μεγαλύτερες αρένες, μόνο που οι Weinstein φρόντιζαν να μη συμβεί αυτό.
Στην προσπάθεια της βιομηχανίας να επαναλάβει την επιτυχία του Pulp Fiction, η επιρροή των στούντιο αποδυνάμωσε τη δημιουργική ελευθερία που κάποτε χαρακτήριζε τις ανεξάρτητες ταινίες. Το ερώτημα που απευθυνόταν σε όλους τους κινηματογραφιστές που αναζητούσαν χρηματοδότηση ήταν, «εσύ γιατί δεν μπορείς να κάνεις ένα Pulp Fiction;».
Ο James Mangold, γνωστός σήμερα για τη σκηνοθεσία επιτυχιών όπως το Logan, το Ford vs Ferrari και το Indiana Jones and the Dial of Destiny, αναφέρει στο βιβλίο Down and Dirty Pictures πως είχε προσεγγίσει τη Miramax προσπαθώντας να γυρίσει την επόμενη ταινία του, μετά το Cop Land του 1997. Εκεί όμως τον επέπληξαν επειδή δεν έμοιαζε περισσότερο με τον Tarantino: «Ο Quentin έκανε αυτή την καταραμένη εταιρεία αυτό που είναι σήμερα!».
Η ταινία δεν δολοφόνησε φυσικά τον ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο, τον έφερε όμως στο mainstream και, στην πορεία, έκανε την ανεξάρτητη σκηνή να χάσει μέρος του αρχικού της πνεύματος.
Όπως και να ‘χει, προσκαλώντας το κοινό να συναρμολογήσει το Pulp Fiction σαν παζλ, ο Tarantino έθεσε τον δρόμο για μετέπειτα αχρονολόγητες ταινίες όπως το Memento (2000), το Go (1999) και το Lock, Stock and Two Smoking Barrels (1998). Γενικά η προσπάθεια να καταγράψει κανείς κάθε ταινία που επηρέασε το Pulp Fiction – από το Trainspotting και το Boogie Nights, μέχρι το Spice World και το Bad Guys – θα μας άφηνε τόσο χαμένους όσο το meme του χαμένου Travolta. Οι δε τηλεοπτικοί David Chase, David Milch, David Simon – ή και ο Aaron Sorkin ακόμα – όλοι πήραν κάτι από το εγχειρίδιο του Tarantino. Η καλωδιακή τηλεόραση σίγουρα συνολικά, ως έδαφος για εγγενώς pulp, αιματηρών αφηγήσεων υλικό.
Με όποιον τρόπο και να την επηρέασε πάντως, το Pulp Fiction ήρθε στο αποκορύφωμα της αναγέννησης των ανεξάρτητων ταινιών και έγινε η αποθέωση του κινήματος.
Σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά-θαύματα της Miramax, ο Tarantino δεν είχε φοιτήσει σε σχολή κινηματογράφου. Είχε μπει στη βιομηχανία μόνο με τις εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις για τον κινηματογράφο και τη λαϊκή κουλτούρα γενικότερα, μετά από χρόνια εργασίας σε βιντεοκλάμπ. Αυτό δεν είναι πουθενά πιο εμφανές στη φιλμογραφία από ό,τι στο Pulp Fiction.
Η εμπειρία φέρνει σε φόρο τιμής στο φιλμ νουάρ, και ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας είναι μία άμεση αναφορά στο είδος των hardboiled αστυνομικών μυθιστορημάτων που έγιναν δημοφιλή κατά τη δεκαετία του 1930 σε φθηνά και ευρέως διανεμόμενα περιοδικά, τα οποία συνήθως επικεντρώνονταν σε κάποιον μπαρουτοκαπνισμένο ντετέκτιβ, απευαισθητοποιημένο σε σχέση με τη βία και τον πόνο των άλλων.
Οι αρχές της δεκαετίας του ’90 είχαν μπόλικο χώρο για αρκετές καλές έως και σπουδαίες αστυνομικές ταινίες – το Goodfellas (1990) για παράδειγμα, το Bugsy (1991), το New Jack City (1991), το The Grifters (1990), το One False Move (1992) και το Carlitos’ Way (1993) μεταξύ άλλων. Εκείνες οι ταινίες όμως ήταν ευθύτερες στο είδος. Ο Tarantino και ο συν-σεναριογράφος του Roger Avary δημιούργησαν χαρακτήρες των οποίων η γκανγκστερική ταυτότητα προερχόταν σε μεγάλο βαθμό από τις ταινίες και την τηλεόραση που είχαν παρακολουθήσει.
Στον δρόμο, ας πούμε, για να εκφοβίσουν κάποια παιδιά που είχαν κλέψει το αφεντικό τους, ο Jules και ο Vincent μιλάνε για το γεγονός ότι πρέπει «να μπουν στο ρόλο». Μόλις φτάνουν εκεί, ο Jules αρχίζει το bullying και ο Vincent στέκεται εκεί γύρω αγριοκοιτάζοντας. Ο διάλογος μεταξύ θα μπορούσε να έχει βγει από το Seinfeld.
Ο ίδιος ο Tarantino είχε βοηθήσει να οριστεί αυτή η κινηματογραφική γλώσσα και το ανεξάρτητο κίνημα με το Reservoir Dogs το 1992. Μπορείς να βρεις αρκετές από τις ιδιότητες αυτού στο Pulp Fiction, εκείνο όμως ήταν μία μηδενιστική κινηματογραφική άσκηση. Είναι σαδιστικό, με χαρακτήρες ονομασμένους με βάση αριθμούς – Mr. Pink, Mr. White και ούτω καθεξής. Φυσικά θα μπορούσες να θαυμάσεις το Reservoir Dogs, να το θεωρήσεις κουλ και να γουστάρεις τη βία του, όμως δύσκολα θα μπορούσε να εμπνεύσει την αγάπη.
Το Pulp Fiction μπορεί να αγαπηθεί, όχι μόνο επειδή είναι ξεκαρδιστικό ή γεμάτο με εξωφρενικές καταστάσεις, αλλά επειδή συμπαθεί τους χαρακτήρες του και νοιάζεται για τη μοίρα τους. O Tarantino επεξεργάστηκε εκεί την αμαρτία και την εξιλέωση, χτίζοντας την ιστορία προς μία τόσο συγκινητική και στοχαστική κορύφωση χωρίς να το προδώσει ποτέ κατά τη διάρκεια της ταινίας.
Όταν ο Jules αναχωρεί από το εστιατόριο με πλήρη πρόθεση να αφήσει πίσω του μία ζωή εγκλήματος για να βοηθήσει ανθρώπους και να μπει σε περιπέτειες, αυτό ήταν κάτι περισσότερο από μία ικανοποιητική κατάληξη – ήταν η εκπλήρωση επιθυμιών. Το Pulp Fiction ήταν μια ταινία για cool losers, απευθυνόμενο σε ένα κοινό που σε μεγάλη μερίδα αυτοπροσδιοριζόταν ως τέτοιο. Σε αντίθεση όμως με προηγούμενες νιχιλιστικές ταινίες, έδωσε τη δυνατότητα μίας διεξόδου μέσω της πνευματικής αφύπνισης.
Ίσως τελικά, υποστηρίζει, να υπάρχει ελπίδα για τους απόκληρους και τους απροσάρμοστους του κόσμου.