5 γυναίκες καλλιτέχνες που επισκιάστηκαν από τους συζύγους τους
Η Ιστορία της Τέχνης είναι γεμάτη από γυναίκες των οποίων το έργο έχει επισκιαστεί ή υποτιμηθεί καθώς ήταν οι άντρες που έπαιρναν τα εύσημα ενώ οι ίδιες έπρεπε να προσπαθούν συνεχώς για να συμπεριληφθούν.
- 28 ΟΚΤ 2024
Δεν είναι περίεργο, όταν κινούνται στους ίδιους μποέμ χώρους, που τόσοι πολλοί καλλιτέχνες εμπλέκονται ερωτικά μεταξύ τους και καταλήγουν να παντρεύονται. Δυστυχώς, σε όλη την ιστορία, όταν πρόκειται για άντρες και γυναίκες, αυτό είχε συχνότερα ως αποτέλεσμα να συσκοτίζονται τα επιτεύγματα της συζύγου -ή ακόμη και να περιορίζεται η δημιουργική της παραγωγή σε σχέση με τον άνδρα ομόλογό της.
Η Ιστορία της Τέχνης είναι γεμάτη από γυναίκες των οποίων το έργο έχει επισκιαστεί ή υποτιμηθεί καθώς ήταν οι άντρες που έπαιρναν τα εύσημα ενώ οι ίδιες έπρεπε να προσπαθούν συνεχώς για να συμπεριληφθούν. Από την Camille Claudel που η ταραχώδης σχέση της με τον Auguste Rodin την οδήγησε στον εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική και τη λήθη (μέχρι να ανοίξει ένα μουσείο προς τιμήν της) μέχρι τη Jo Hopper που υποτιμήθηκε από τον σύζυγό της Edward, αυτή είναι μια (μικρή) προσπάθεια να αποκατασταθεί η ισορροπία.
Lee Krasner
Η Lee Krasner ήταν καλλιτέχνης που εργάστηκε στη Νέα Υόρκη από τη δεκαετία του 1940 έως τη δεκαετία του 1970. Υπήρξε μέλος του κινήματος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, αν και παρέμεινε ελαφρώς αποστασιοποιημένη από τον πυρήνα του.
Το 1949, η Krasner και ο σύζυγός της – ίσως τον έχεις ακουστά – Jackson Pollock εξέθεσαν τα έργα τους μαζί, σε μια έκθεση με τίτλο “Artists: Man and Wife”. Μια κριτικός του Art News, η Gretchen T. Munsun, έγραψε: «Υπάρχει μια τάση μεταξύ ορισμένων από αυτές τις συζύγους να “συμμαζεύουν” το στυλ των συζύγων τους. Η Lee Krasner (κυρία Jackson Pollock) παίρνει τα χρώματα και τα σμάλτα του συζύγου της και αλλάζει τις αχαλίνωτες, σαρωτικές γραμμές του σε τακτοποιημένα μικρά τετράγωνα και τρίγωνα».
Σε ένα περιβάλλον τέτοιων σχολίων και προκαταλήψεων πέρασε η Krasner ολόκληρη την επαγγελματική της ζωή. Η καριέρα της υποσκελίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Pollock και τον αντρικό κόσμο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού- ένας κόσμος στον οποίο συμμετείχε, αλλά ως σύζυγος του Pollock και όχι ως ο εαυτός της. «Υπήρχαν οι καλλιτέχνες και μετά υπήρχαν οι “κυρίες”», είπε η Krasner για την καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης. «Με θεωρούσαν “κυρία” ακόμη και αν ήμουν και ζωγράφος».
Η Krasner συνέβαλε καθοριστικά στο να γίνει ο Pollock μέρος της καλλιτεχνικής σκηνής της Νέας Υόρκης. Στη βιογραφία της Gail Levin, εξιστορεί πώς ο Clement Greenberg (ένας κριτικός με επιρροή) απευθυνόταν στην Krasner για «διανοητικές, εκτεταμένες συζητήσεις για την τέχνη» – αλλά στον Τύπο έγραφε αποκλειστικά για το έργο του Pollock, αγνοώντας εντελώς το έργο της Krasner.
Μετά το θάνατο του Pollock, η Krasner βρήκε νέα καλλιτεχνική έκφραση και πολλοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι τότε παρήγαγε μερικά από τα καλύτερα έργα της – συμπεριλαμβανομένου του Gothic Landscape, που δημιουργήθηκε το 1961. Ωστόσο, συνέχισε να ταυτίζεται περισσότερο με το έργο του συζύγου της παρά με το δικό της.
Jean Cooke
Σπουδάζοντας σε σχολή καλών τεχνών στο Λονδίνο, η Jean Cooke ειδικεύτηκε σε μια μεγάλη ποικιλία μέσων, όπως σχέδιο, σχεδιασμός υφασμάτων, γλυπτική και αγγειοπλαστική. Αν και τελικά θα γινόταν περισσότερο γνωστή ως ζωγράφος, αρχικά δημιούργησε ένα εργαστήριο κεραμικής το 1950. Γνώρισε τον ζωγράφο John Bratby το 1953 και μπήκε σε μια εξαιρετικά ασταθή 20ετή σχέση που κατέληξε σε γάμο και τέσσερα παιδιά. Μετά τον χωρισμό τους το 1973, η Cooke νοίκιασε ένα εξοχικό σπίτι στην άκρη του βράχου στο East Sussex και, μέχρι τον θάνατό της το 2008, αναζητούσε παρηγοριά στην εντυπωσιακή παράκτια θέα του.
Παρά τη δυσκολία της να βρει χρόνο να εργαστεί μέσα στα όρια του γάμου της, τα πολλά συγκλονιστικά, ευρυγώνια αυτοπορτρέτα της Cooke είναι μια καταγραφή της επιμονής της. «Άρχισα να ζωγραφίζω τον εαυτό μου όπως ήθελα να με βλέπουν», είπε κάποτε. Μετά την πρώτη της ατομική έκθεση το 1964, σύντομα απέκτησε πιστούς συλλέκτες.
Σε κρίσεις ζήλιας για την εμπορική της επιτυχία, ο Bratby συχνά κατέστρεφε τα έργα της Cooke ζωγραφίζοντας πάνω τους ή κόβοντάς τα. Μπορεί να αναγνωρίζεται ως ιδρυτής του “kitchen sink realism” -ενός βρετανικού πολιτιστικού κινήματος που επεκτάθηκε σε ταινίες, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα και ευνοούσε τις σκληρές απεικονίσεις της καθημερινής ζωής των Βρετανών της εργατικής τάξης- αλλά είναι οι ευάλωτες εκθέσεις της Cooke για την οικιακή ζωή, με όλη τη σκληρότερη πραγματικότητά της, που εντυπώθηκαν στην τέχνη σε μεγάλο βαθμό.
Elaine de Kooning
Η Elaine de Kooning, γεννημένη ως Elaine Fried, μετακόμισε στο Μανχάταν τη δεκαετία του 1930, παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή Leonardo da Vinci και στη συνέχεια γνώρισε και ερωτεύτηκε έναν νεαρό μετανάστη καλλιτέχνη ονόματι Willem de Kooning.
Η Elaine ήταν εξίσου μέρος της μεταπολεμικής καλλιτεχνικής σκηνής της Νέας Υόρκης με τον Willem, αν και παρέμεινε περισσότερο επικεντρωμένη στους ανθρώπους και τα πορτρέτα παρά στον αμιγή αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Ανέπτυξε την ικανότητα, στους πίνακές της, να αποτυπώνει την ουσία ενός ατόμου μέσα από τη μορφή του και μόνο. Στο μεταγενέστερο έργο της, θόλωσε εντελώς τα πρόσωπα, θέλοντας αντ’ αυτού να συλλάβει την απροσδιόριστη ουσία ενός ατόμου.
Η Elaine επιλέχθηκε προσωπικά από τον John F. Kennedy για να ζωγραφίσει το πορτρέτο του, και δημιούργησε μια σειρά από τεράστιους, φωτεινούς καμβάδες που τον απεικόνιζαν και βρίσκονται πλέον στις προεδρικές βιβλιοθήκες Truman και Kennedy. Δούλευε γρήγορα, με πλατιές πινελιές, ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες και διασχίζοντας το στούντιό της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, μια ανήσυχη ζωγράφος για έναν ανήσυχο πρόεδρο.
Το 2015, η Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων στην Ουάσιγκτον διοργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου της Elaine (αν και ο διευθυντής δήλωσε ότι ήταν «τεράστιο ρίσκο», δεδομένου του πόσο άγνωστη ήταν). Πολλοί από τους πίνακές της ανήκουν σε μεγάλα αμερικανικά ιδρύματα. «Αλλά είναι ασφαλές να πούμε ότι δεν θα έχει ποτέ την ίδια απήχηση ή αναγνωρισιμότητα με τον σύζυγό της. Ο Willem θα είναι πάντα ο προκαθορισμένος de Kooning», σημειώνει η Molly Tresadern στο Art Uk.
Jo Hopper
Πριν παντρευτεί τον Edward Hopper, έναν από τους πιο εμβληματικούς Αμερικανούς καλλιτέχνες το 1924, σε ηλικία 41 ετών, η Josephine Nivison Hopper εργαζόταν ως δασκάλα σε δημόσιο σχολείο. Διατηρούσε παράλληλα μια ακμάζουσα καλλιτεχνική πρακτική και συχνά καλούνταν να συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις. Συνδέθηκε ρομαντικά με τον Edward μετά την ένταξή της σε μια αποικία καλλιτεχνών στο Γκλόστερ της Μασαχουσέτης και παρέμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό του το 1967, αν και τα ημερολόγια της Jo αποκάλυψαν ότι ο γάμος του ζευγαριού ήταν μερικές φορές ταραχώδης, όπως αναφέρει η Jo Lawson-Tancred στο Artnet.
Ο Edward επωφελήθηκε αμέσως από τη σχέση αυτή. Η Jo τον επηρέασε να ασπαστεί το μέσο της ακουαρέλας και του εξασφάλισε μια θέση σε μια ομαδική έκθεση στο Μουσείο του Μπρούκλιν το 1923, μια ευκαιρία που έδωσε το έναυσμα για την καριέρα του, αφού το ίδρυμα αγόρασε τον πίνακά του. Καθώς η φήμη του πήρε επικές διαστάσεις, η Jo δεν έπαψε ποτέ να τον υποστηρίζει πιστά, από το να κρατάει τα αρχεία του μέχρι να τον βοηθάει να δώσει το όνομα σε αρκετούς από τους πιο διάσημους πίνακές του, όπως το Nighthawks (1942).
Σε αντάλλαγμα, σύμφωνα με τη συγγραφέα Olivia Laing, ο Edward «δεν απέτυχε απλώς να υποστηρίξει τη ζωγραφική της Jo, αλλά μάλλον εργάστηκε ενεργά για να την αποθαρρύνει, κοροϊδεύοντας και υποτιμώντας τα λίγα πράγματα που κατάφερε να δημιουργήσει».
Κατά τη διάρκεια του γάμου τους, η Josephine πάλεψε να αποκτήσει ευρεία αναγνώριση για το έργο της, συμμετέχοντας μόνο σε μερικές ομαδικές εκθέσεις, αν και της απονεμήθηκε η υποτροφία του Huntington Hartford Foundation το 1957. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, κληροδότησε τα έργα και των δύο στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney, οπότε η δική της παραγωγή εξαφανίστηκε από τη δημόσια θέα και φέρεται να αφέθηκε να μαραζώνει στο υπόγειο.
Μόνο την τελευταία δεκαετία γνώρισε μια αναβίωση, αποτελώντας αντικείμενο αναδρομικών εκθέσεων όπως η “Josephine Nivison Hopper: Edward’s Muse” στο Edward Hopper House Museum and Study Center το 2022.
Camille Claudel
Η Claudel ήταν βοηθός στο εργαστήριο του Auguste Rodin, του γλύπτη πίσω από τα διάσημα έργα τέχνης Φιλί και Στοχαστής. Την ερωτεύτηκε σχεδόν αμέσως, θαυμάζοντας το καλλιτεχνικό της ταλέντο. Σε μια παθιασμένη σχέση, υπήρξε ερωμένη, μοντέλο και μούσα του για 10 χρόνια.
Όμως η σχέση τους κατέρρευσε και εκείνη αγωνίστηκε να βρει αναγνώριση ως καλλιτέχνης. Για σχεδόν έναν αιώνα, αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ιστορία της τέχνης, επισκιασμένη από τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρική κλινική για τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής της. Δεν ξαναδημιούργησε ποτέ και δεν είχε σχεδόν κανέναν επισκέπτη. Πέθανε το 1943, σε ηλικία 78 ετών και ενταφιάστηκε σε κοινό τάφο.
Η Claudel κατέστρεψε μεγάλο μέρος της τέχνης της, αλλά περίπου 90 έργα της σώζονται. Το μουσείο Camille Claudel, το οποίο άνοιξε τις πόρτες του το 2017 στη Γαλλία, αποτελεί μία ύστερη αναγνώριση στο έργο της. Η Cécile Bertran, επιμελήτρια του μουσείου, χαρακτήρισε την Claudel ως «πολύ σημαντική» καλλιτέχνιδα. Ακόμη και στη σύντομη καριέρα της, υπήρξε «μια τεράστια εξέλιξη από το νατουραλιστικό στο εξπρεσιονιστικό έργο», όπως έχει αναφέρει στoν Guardian.