ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

6 μέρες ακαθόριστου μήκους στη Δράμα

Νύχτες και ημέρες ενός μεγάλου κινηματογραφικού φεστιβάλ μικρού μήκους. Πώς είναι να ταξιδεύεις για πρώτη φορά στη Δράμα και να βλέπεις όλες τις ταινίες της χρονιάς.

Θέλω να μιλήσω για μια πενταήμερη.

Εξαήμερη ήταν για την ακρίβεια αλλά ο όρος πεντάημερη δεν αφορά χρονικό διάστημα ως γνωστόν, αλλά περισσότερο μια κατάσταση, μια δυναμική μεταξύ ανθρώπων, έναν χώρο, μια διάθεση. Ο χώρος ήταν η Δράμα και η κατάσταση ήταν το 41ο Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Ταινιών που πραγματοποιήθηκε εκεί το δεύτερο μισό του Σεπτέμβρη. Η δε δυναμική, ήταν– θα επιχειρήσω να την περιγράψω βασικά, γιατί όταν περνάς πολύ όμορφα κάπου δε χάνεις ευκαιρία να προσπαθείς να ανασυνθέσεις την εμπειρία μες στο μυαλό σου.

Τα πιο αγαπημένα μου φεστιβάλ είναι εκείνα που λειτουργείς μέσα σε μια συγκεκριμένη βάση -ας την πούμε- επιχειρήσεων. Υπάρχει κάτι το συναρπαστικά νομαδικό στην εικόνα ενός τσούρμου ανθρώπων που μετακινούνται μαζικά από το ένα μέρος στο άλλο, με μια συνεχή, μη διακοπτόμενη ενέργεια σα να τους οδηγεί. Γι’αυτό από τα μεγάλα Φεστιβάλ λατρεύω τη Βενετία: τα πάντα συμβαίνουν σε ένα χώρο που γίνεται στα αλήθεια σαν σπίτι σου, η καθημερινότητα αυτών των 11 ημερών αποκτά το δικό της continuity, οι πάντες είναι εκεί κάθε μέρα.

Με κάποιον τρόπο, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη Δράμα, όπου κάθε χρόνο στην αρχή της σεζόν συγκεντρώνονται δημιουργοί, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι και λοιποί άνθρωποι του εγχώριου industry για να δουν μαζί (κι όταν λέω μαζί, εννοώ κυριολεκτικά μαζί) όλη την ετήσια σοδειά των μικρού μήκους ταινιών- ένα πεδίο παραγνωρισμένο επειδή πρόκειται για ταινίες που δεν παίρνουν ευρεία κυκλοφορία, όμως ταυτόχρονα σημαντικό επειδή δείχνει, κάπως, προς το μέλλον. Νέες τάσεις, ιδέες, πρόσωπα.

Πάνω από 200 ταινίες μικρού μήκους κατατέθηκαν και φέτος στο Φεστιβάλ. 66 από αυτές βρέθηκαν στο Διαγωνιστικό. Μια ντουζίνα από αυτές ήταν αληθινά πολύ καλές ταινίες, με κάποιες εξ αυτών να αποτελούν αληθινά συναρπαστικές καταθέσεις ταλέντου από ανθρώπους που ακόμα δεν έχουν καν γυρίσει μεγάλου μήκους ταινία.

ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙ Η ΔΡΑΜΑ


‘Muffin’

Για να πάρει κανείς μια ιδέα του κλίματος πρέπει να περιγράψω μια τυπική μέρα στο Φεστιβάλ. Φέτος η διάρκεια ήταν μια βδομάδα αλλά όλες οι μέρες έχουν λίγο ως πολύ συγκεκριμένο πρόγραμμα. Οι προβολές του εθνικού διαγωνιστικού απλώνονται κάθε απόγευμα σε δύο περίπου δίωρα blocks των 5-6 ταινιών το καθένα. Αυτό σημαίνει πως το πρώτο μισό κάθε μέρας είναι ελεύθερο και οι επιλογές συμπεριλαμβάνουν άσχετες δουλειές (αυτό που έκανα εγώ, κάθε πρωί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου), βόλτες, καφέδες (όσοι έμεναν στο κέντρο), συνεντεύξεις τύπου των διαγωνιζόμενων της προηγούμενης μέρας (όπου μια μέρα έγινε κι ένα χοντρό σκηνικό για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω) ή, απλά, βουτιές στην πισίνα του ξενοδοχείου (συνέβαινε απέναντι από το δωμάτιό μου, όσο εγώ έγραφα κριτική για την καινούρια ταινία του Gus van Sant η οποία κυκλοφόρησε πριν 2 βδομάδες αλλά είναι ήδη μια ταινία που δεν υπήρξε ποτέ).

Ενώ πολλοί έμεναν στο κέντρο της Δράμας, κοντά στην παλιά πόλη αλλά και στα κεντρικά επιχειρήσεων (για τα οποία θα επεκταθώ σε λίγο), εγώ ήμουν στον Κούρο, ένα εντυπωσιακό ξενοχοδείο πρακτικά στη μέση του πουθενά, λίγο πιο έξω από την πόλη. Για να κατέβουμε κέντρο έπρεπε να περιμένουμε κάποιο από τα συγκεκριμένα δρομολόγια του λεωφορείου στη διάρκεια της μέρας αλλά δεν πειράζει και πολύ γιατί ενώ περιμέναμε είχαμε δίπλα μας αυτό:

Οπότε, ξέρεις, ΟΚ.

Σε μια προσωπική σημείωση, αυτή η αποκέντρωση με βοηθούσε να συγκεντρωθώ λίγο στις δουλειές. Από τη στιγμή που ουσιαστικά ήμουν εγκλωβισμένος στην ερημιά ως τις 16.00 κάθε απογεύματος, κατάφερνα να γράψω και τίποτα. Αν ήμουν στο κέντρο πιστεύω θα είχα περάσει από κυριολεκτικά κάθε καφέ της πόλης, το οποίο βέβαια δε θα ήταν και τραγικό γιατί τώρα θα ετοίμαζα συγκριτικό τεστ καφετεριών σε περίπτωση που ετοιμαζόταν κανείς να πάει για ΣΚ στη Δράμα. (Το οποίο, γιατί όχι, υπέροχα ήταν.)

Μιλώντας για αποκέντρωση, μια απαραίτητη παρένθεση. Είναι φανταστικό και απαραίτητο το ότι η διοργάνωση αυτή γίνεται στη Δράμα, τόσο μακριά από την Αθήνα, αλλά έξω και από τη Θεσσαλονίκη. Η συγκεντρωτική διάθεση δεν κάνει ποτέ καλό σε τίποτα έτσι κι αλλιώς, αλλά κι ασχέτως της ανάγκης στήριξης των εκτός πρωτεύουσας σημαντικών πολιτιστικών διοργανώσεων, αυτή η μαζική μετατόπιση δίνει άλλη χροιά στα όσα συμβαίνουν και στα όσα βλέπουμε. H τοπική κοινότητα ενισχύεται και μια κοιτίδα πολιτισμού μεγαλώνει. Κάθε βράδυ συναντούσα ντόπιους που ήλπιζαν η διοργάνωση να ισχυροποιηθεί κι άλλο. Στην Αθήνα, μοιραία, ό,τι κι αν συμβαίνει είναι απλώς ένα ακόμα πράγμα που γίνεται στη διάρκεια της μέρας, όλοι φεύγουν από τις δουλειές τους και πάνε το βράδυ ένα σινεμά, ας πούμε. Στη Δράμα, δημιουργείται ένα νέο context. Όσοι άνθρωποι είναι εκεί, βρίσκονται εκεί για ένα συγκεκριμένο σκοπό, κι οι μέρες τους είναι αφοσιωμένες σε αυτό.


‘Μόλλυ 6 με 8’

Στα τραπέζια το μεσημέρι, στα ποτά το βράδυ, σε τυχαίες συναντήσεις στους δρόμους, οι πρώτες -και συχνά κι οι τελευταίες!- κουβέντες αφορούν τις ταινίες που είδαμε, τις ταινίες που περιμένουμε. Οι γνωριμίες ξεκινούν πάντοτε με ένα “είσαι εδώ με ταινία;”. (H απάντηση “είμαι δημοσιογράφος” διατρέχει μια γκάμα αντιδράσεων.) Δημιουργοί, καστ, συνεργείο των ταινιών ταξιδεύουν εδώ κατά παρέες, κάτι που φαίνεται και στη διάρκεια των προβολών, όταν πριν κάθε ταινία οι αντίστοιχοι σκηνοθέτες σηκώνονται από τη θέση τους για το χειροκρότημα, και στο τέλος των ταινιών τους απολαμβάνουν τη στιγμή μαζί με τους γύρω τους. Αυτή η μοναδική, σχεδόν pop-up κοινότητα είναι αληθινά απαραίτητη.

Τα μεσημέρια λοιπόν, είτε μιλάμε για actual μεσημέρι των 2 είτε για το δικό μου, κατεβαίνω-από-Κούρο-με-των-4 μετα-μεσηριανό slot, υπάρχει μια πλειάδα φανταστικών εστιατορίων για να διαλέξει κανείς, όπως το ουζερί Γαλλία (για να μπορείς να λες με άνεση “α, βεβαίως γνωριζόμαστε, είχαμε φάει πέρσι στη Γαλλία”), τα Νερά της Αγίας Βαρβάρας (σε μια φανταστική τοποθεσία στις πηγές των νερών στον κήπο της Αγίας Βαρβάρας, το πιο όμορφο location της πόλης, γύρω από το οποίο υπάρχουν καφέ, εστιατόρια και μέρη για να πιεις ποτό με πανέμορφη θέα), το Ροδόσταμο, ή το ποντιακό εστιατόριο Έι Κιτί (με το φανταστικό σέρβις και τις προτάσεις για το καλύτερο γεύμα για καθέναν). Στην μικρή ανηφόρα για το σινεμά υπάρχουν κι ένα σωρό καφέ για να μην πας με τη μπουκιά στο στόμα να δεις ταινίες.

Το απόγευμα λοιπόν, από τις 6, ξεκινούν οι προβολές του εθνικού διαγωνιστικού. Στο old-school σινεμά Ολύμπια συγκεντρώνονται όλοι, είτε στο δρομάκι απέξω είτε στο φιλόξενο φουαγιέ. Το ένα slot είναι 6-8, το άλλο περίπου 10-12. Στο ενδιάμεσο, υπάρχει ακριβώς χρόνος για ένα ποτό ή καφέ (στην Ελευθερία, λίγους δρόμους πιο κάτω), για ένα γρήγορο τσίμπημα, ή αν μένεις στο κέντρο, για μια βόλτα πίσω στο ξενοδοχείο.

 

Το μεγάλο πανηγύρι γίνεται ωστόσο μετά το τέλος των βραδικών προβολών, γύρω στις 12.30, όταν το effect ‘πενταήμερη’ πραγματικά κορυφώνεται. Μετά τους τελευταίους τίτλους τέλους, το κονβόι μετακινείται προς τη Fika, ένα μπαρ με μεγάλο εξωτερικό χώρο που ενδείκνυται για τη φιλοξενία των δεκάδων ανθρώπων που φεύγουν από την αίθουσα. (Στη γωνία υπάρχει και το ταιριαστά ονομασμένο corner με το τιμιότατο after του, από slices πίτσας μέχρι άψογο σάντουιτς.) Εδώ είναι η στιγμή που ανταλλάσσονται όλες οι γνώμες, που παρέες ενώνονται και ανακατεύονται, που θα σχολιαστούν χαλαρά όλες οι ταινίες της μέρας (προσωπικό highlight του 6ημέρου, ο Άρης Δημοκίδης να τραγουδάει με μπρίο το «newwwwwstriaaaa» από την ομώνυμη ταινία).

Το Φεστιβάλ ξεκίνησε Κυριακή 16, εγώ πήγα στη Δράμα τη Δευτέρα, οπότε αφενός είχα την ευκαιρία να δω (εν τέλει) όλες τις ταινίες, αφετέρου με διασκέδασε η διαδικασία σταδιακής άφιξης των πάντων, από συναδέλφους ως δημιουργικά τιμ κι από φίλους μέχρι, αχμ, κι άλλους φίλους. Ώσπου να φτάσουμε στην Παρασκευή, τελευταία μέρα προβολών, το σινεμά ήταν σε κάτι παραπάνω από full capacity- για να βρούμε θέσεις μπαίναμε από τα μέσα της προηγούμενης προβολής, βλέπαμε 1-2 ταινίες του διεθνούς προγράμματος στο όρθιο, μέχρι να σηκωθεί κανείς και να κάτσουμε ενόψει του εθνικού διαγωνιστικού.

(Ένα απόγευμα μπήκαμε στην διάρκεια της τελευταίας ταινίας του διεθνούς των 8-10, ξέροντας πως η πρώτη ελληνική των 10 είχε για πρωταγωνίστρια την Έλλη Τρίγγου- το ωραίο ‘37 Μέρες’. Κατά σύμπτωση, η Τρίγγου έπαιζε στην ταινία του διεθνούς που παιζόταν όταν μπήκαμε, λίγο πριν τις 10. Νομίζοντας πως πετύχαμε τις ‘37 Μέρες’ στη μέση, τι να κάνουμε, στεκόμαστε όρθιοι στον τοίχο, κοιτάζοντας το ταβάνι ή τον ίδιο τον τοίχο με κλειστά αυτιά, πρέπει να ήμασταν καταπληκτικό θέαμα. Με το που τελειώνει, κοιτάμε την οθόνη και διαπιστώνουμε πως πρόκειται για ξένη ταινία. Κανένα θέμα- απλά είχαμε περάσει δέκα λεπτά όρθιοι κοιτάζοντας βουβά τον τοίχο σα να μας είχαν βάλει τιμωρία.)

ΟΙ (ΠΟΛΛΕΣ) ΤΑΙΝΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ


‘Κιόκου Πριν Έρθει το Καλοκαίρι’

Θα μιλήσουμε σε ξεχωριστό κείμενο αναλυτικότερα για τις καλύτερες ταινίες που είδαμε, όπως την ακριβώς παραπάνω για παράδειγμα, όταν θα έχετε την ευκαιρία να τις δείτε στο σινεμά κιόλας. (Στο Τριανόν στην Αθήνα θα προβληθούν μετά τις 11 Οκτωβρίου.) Αλλά η κοινή παραδοχή όλων μας ήταν ο αριθμός των επιλεγμένων ταινιών ήταν υπερβολικά μεγάλος. Πολύ απλά, ένα μεγάλο ποσοστό της επιλογής ήταν, πώς να το πω, όχι-σινεμά. Κάτι που γίνεται ακόμα πιο περίεργο αν αναλογιστούμε την απουσία ορισμένων πολύ καλών ταινιών, όπως τα βραβευμένα στις Νύχτες Πρεμιέρας (και με διεθνείς προβολές ήδη στο ενεργητικό τους) ‘Το Δάσος’ της Λίας Τσάλτα ή το ‘Icebergs’ της Ειρήνης Βιανέλλη.

Μπορούμε να κάτσουμε να συζητάμε για ώρες τα προτερήματα και τα προβλήματα της κάθε ταινίας ξεχωριστά, αλλά αν μη τι άλλο σε ένα επίπεδο επιλογής του Διαγωνιστικού, το κατά πόσο βλέπουμε σινεμά ή όχι θα έπρεπε να είναι κάπως πιο σαφές. Υπήρξαν ολόκληρα δίωρα slots χωρίς ούτε μια καλή ταινία στη διάρκειά τους, κι αυτό είναι πρόβλημα και για τους δημιουργούς και για το Φεστιβάλ. Όταν αμέσως μετά από μια αληθινά εξαιρετική ταινία, σαν τον ‘Έκτορα Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς’ της Ζακλίν Λέντζου (με πρώτο βραβείο στις Κάννες και ακολούθως πρώτο ή δεύτερο βραβείο τόσο στη Δράμα, όσο και στις Νύχτες Πρεμιέρας) προβάλλεται αυτό εδώ το κατασκεύασμα δεν γίνεται παρά να νιώθεις αμηχανία για όλους τους εμπλεκόμενους.


‘Έκτορας Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς’

Κι η αλήθεια είναι πως δεν είναι καν κάτι τρομερό αυτό που μπορεί να συμβεί ως διορθωτική κίνηση. Με την ίδια λογική που σε κάθε μεγάλο Φεστιβάλ το επίσημο selection χωρίζεται σε επίσημο διαγωνιστικό (περίπου 20 ταινιών), εκτός συναγωνισμού επιλογές, και κάμποσα παράλληλα τμήματα, η ίδια προσέγγιση θα έλυνε το πρόβλημα της Δράμας. Περιορίζοντας τις ταινίες κατά σημαντικό βαθμό, ακόμα κι από την ίδια τη φετινή επιλογή θα προέκυπτε ένα πολύ δυνατό διαγωνιστικό (όπως φάνηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας με τις περίπου 20 λιγότερες θέσεις στο διαγωνιστικό), με ένα επιπλέον τμήμα σε λογική πανοράματος ή οριζόντων να παρουσιάζει ένα εύρος επιπλέον επιλογών με έμφαση στις θεματικές.

Μιλώντας για θεματικές και για τάσεις, φέτος ένας μεγάλος αριθμών ταινιών κινήθηκε μέσα σε δύο ευρύτερους θεματικούς χώρους, δείχνοντας πιθανώς στο τι μπορούμε μελλοντικά να περιμένουμε. Από τη μία, πολλές δουλειές ασχολήθηκαν με τη social επικοινωνία, με τις προσεγγίσεις φυσικά να ποικίλουν. Το καλύτερο εξ αυτών, το φρέσκο, γεμάτο ενέργεια ‘Yawth’ της Λήδας Βαρτζιώτη και του Δημήτρη Τσακαλέα ακολούθησε δυο φίλες στην προσπάθειά τους να περάσουν καλά ένα βράδυ στο πάρτυ, με όλη την επικοινωνία της βραδιάς να περνά εξίσου μέσα από βλέμματα και τη γλώσσα του σώματος όσο και ψηφιακούς κώδικες και μηνύματα λέξεων, εικόνων ή emoji, όλα αρμονικά δεμένα ως ένα. Άλλες, πιο Ξύνει Μούσι Και Σκέφτεται ταινίες σε αυτό το θεματικό χώρο ήταν η ‘Σελφίτιδα’ (…), το ‘Live’, το ‘Fake News’ και το απερίσκεπτα κακό ‘Check In’.

Τα δύο τελευταία λειτουργούν και σε μια άλλη κατηγορία που συναντήσαμε πολύ συχνά στο Φεστιβάλ, με ταινίες γύρω από τη βία εναντίον γυναικών. Αυτό που ξεχώρισε αρνητικά εκεί ήταν το ‘Open Up’ της Katia Kornilova, με τη σκηνοθέτιδα να μοιάζει συγχυσμένη και ανέτοιμη να διαχειριστεί την περίπλοκη θεματική της (για μια γυναίκα και τη σχέση της με τον βιαστή της) τόσο στην ταινία της όσο και στην επεισοδιακή συνέντευξη τύπου όπου η Kornilova λίγο-πολύ δικαιολόγησε την πράξη.

ΕΝΙΓΟΥΕΪ


‘En Partie’

Η ουσία είναι πως παρά της βελτίωσης που επιδέχεται, η πρώτη εμπειρία από τη Δράμα ήταν αξέχαστη. Όπως ανέφερα και παραπάνω είδαμε αρκετές ταινίες αληθινά εξαιρετικές, γνωρίσαμε ταλέντα που μπορούν να φέρουν νέα πράγματα στο σινεμά μας, και ζήσαμε μια βδομάδα του Σεπτέμβρη σα να ήμασταν πενταήμερη, απλά αντί να μας ξεναγεί ένας βαρετός καθηγητής σε μέρη που δε θέλουμε να είμαστε ενώ σκεφτόμαστε πόση ώρα απομένει μέχρι να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο για να ανοίξουμε τις μπύρες, βλέπαμε σινεμά, και όταν δεν βλέπαμε σινεμά μιλάγαμε για σινεμά, ανάμεσα σε ανθρώπους που αυτό που αγαπούν περισσότερο από οτιδήποτε, είναι το σινεμά.

*Τα βραβεία του 41ου Φεστιβάλ Δράμας μπορείτε να δείτε αναλυτικά εδώ. Ενώ μια επιλογή ταινιών που αξίζει να ανακαλύψετε καθώς η Δράμα ταξιδεύει σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, θα έρθει σύντομα στο PopCode.

MORE DRAMA

Meet the (new) talents: Αυτές είναι οι ταινίες που βραβεύτηκαν στη Δράμα
Exit mobile version