7 σπουδαίες ερμηνείες του Daniel Craig – πέρα από τα James Bond
Μία σύντομη αναδρομή σε κάποιους από τους καλύτερους κινηματογραφικούς ρόλους του Βρετανού ηθοποιού, με αφορμή την έξοδο του Queer στις αίθουσες.
- 19 ΙΑΝ 2025
Θα ξεκινήσουμε με μία ιστορία, εν συντομία. Την ιστορία του πώς ο Daniel Craig ανέλαβε τον ρόλο που έμελλε να ορίσει την καριέρα του. Μπορεί η πρώτη του ταινία στο franchise του James Bond να ήταν το 2006 στο Casino Royle, ωστόσο η ανάληψη του ρόλου δρομολογούταν για χρόνια.
Η EON Productions, η βρετανική εταιρεία παραγωγής του κινηματογραφικού 007, είχε ξεκινήσει να τον θεωρεί μελλοντικό υποψήφιο ήδη από τις πρώτες του ταινίες στα 90s: από τα Our Friends in the North (1996) και Elizabeth (1998).
Τελικά, ήταν το 2004, όταν ο Craig συνάντησε για πρώτη φορά την παραγωγό Barbara Broccoli στην κηδεία της διευθύντριας κάστινγκ Mary Selway, η οποία τον είχε επιλέξει στην ταινία Love Is the Devil: Study for a Portrait of Francis Bacon. Η Broccoli του ζήτησε να πιουν «ένα φλιτζάνι τσάι» στα γραφεία της EON στο Piccadilly, εκεί, όπου του πρόσφερε τον ρόλο του Bond. Αρχικά και για πολύ καιρό, αμφιταλαντεύτηκε, είχε δεύτερες, τρίτες, τέταρτες σκέψεις και και αντιστάθηκε σθεναρά στις προτροπές και στις πιέσεις της. «Υπήρχε μια μακρά περίοδος έντονων προσπαθειών να τον προσελκύσω και να τον πείσω να αναλάβει τον ρόλο», σχολίασε χρόνια μετά, το 2012, η παραγωγός.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που ο Craig πάλευε μέσα του και δεν ήξερε τι να απαντήσει, απευθύνθηκε σε διάφορους συναδέλφους του, μεταξύ άλλων και στον Pierce Brosnan, που υποδύθηκε τον 007 από το 1995 μέχρι και το 2002 (GoldenEye, Tomorrow Never Dies, The World Is Not Enough, Die Another Day). “Just do it”, ήταν η απάντησή του και εκείνος, λίγο καιρό μετά, είπε το μεγάλο «ναι».
Όπως έχει τονίσει ο στόχος του ήταν εξαρχής να δώσει περισσότερο «συναισθηματικό βάθος» στον χαρακτήρα. «Είχα επίγνωση των προκλήσεων του ρόλου και πάντα πίστευα ότι το συγκεκριμένο franchise λειτουργούσε και λειτουργεί σαν ένα υπερμηχάνημα που βγάζει συνέχεια πολλά, πάρα πολλά χρήματα».
Ήδη από την είδηση της επιλογής του για τον ρόλο, οι αντιδράσεις ήταν θυελλώδεις, ειδικά στη γενέτειρά του, τη Βρετανία. Θεωρήθηκε από αμφιλεγόμενη μέχρι ακατάλληλη, λόγω, όχι του υποκριτικού ταλέντου, αλλά της εμφάνισής του: ένας καστανόξανθος τύπος με ύψος 1,78 μ. και μπλαζέ ύφος κλωτσούσε πολύ στη στερεοτυπική εικόνα του ψηλού, μελαχρινού και αρρενωπού James Bond που είχε sexyness και χιούμορ. Μερίδα του κόσμου έφτασε μάλιστα στα άκρα, απειλώντας με μποϊκοτάζ το franchise σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Κάπου εκεί, επενέβησαν οι παλαιότεροι “007”, στηρίζοντας την επιλογή του Daniel Craig για «το φανταστικό του ταλέντο», όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει ο Sean Connery.
Οι φωνές που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τον ηθοποιό ξεκίνησαν σιγά-σιγά να σωπαίνουν όταν κυκλοφόρησε το Casino Royale, που κέρδισε την αποδοχή των κριτικών. Έκανε πρεμιέρα στις 14 Νοεμβρίου του 2006 με εισπράξεις 594.239.066 δολαρίων παγκοσμίως, γεγονός που την έκανε την ταινία Bond με τις υψηλότερες εισπράξεις μέχρι την κυκλοφορία του Skyfall, μία εξαετία αργότερα. Στο ενδιάμεσο, παρέδωσε το Quantum of Solace (2008) και ακολούθησαν τα Spectre (2015) και No Time to Die (2021). Δύο με τρία χρόνια πριν δούμε στη μεγάλη οθόνη το κύκνειο άσμα του στο franchise, ο ίδιος αποκάλυψε ότι θα γυρίσει μία ακόμα ταινία και μετά θα κρεμάσει το σακάκι του διάσημου μυστικού πράκτορα. Ήταν τέτοια η σωματική κούραση ή καλύτερα, η εξάντληση που ζούσε που δεν άντεχε άλλο να συνεχίσει. Ο κύκλος του είχε κλείσει. Δεν είχε να δώσει κάτι άλλο στον ήρωα, που εκείνος με την ενσάρκωσή του -η οποία δεν είχε καμία ελαφράδα- τον έκανε αντιήρωα.
«Η ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου, ενώ ερμηνεύω τον ρόλο, είναι: “είμαι το καλό παιδί ή το κακό παιδί που παριστάνει τον καλό;”. Ο ρόλος του Bond στην τελική είναι ενός δολοφόνου, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Δεν έχω υποδυθεί κανέναν ρόλο στου οποίου η σκοτεινή πλευρά δεν έπρεπε να μην εξερευνηθεί».
Ήταν επίσης τόσο απαιτητική η δέσμευσή του για το franchise, που δεν του άφηνε χρόνο και δυνάμεις για να καταπιαστεί με τους ρόλους που πάντα τον γοήτευαν και με το σινεμά που δεν ανήκει στο είδος του blockbuster.
Για την ιστορία, ο Craig ήταν ο πρώτος ηθοποιός που κράτησε τον ρόλο του 007, ενώ γεννήθηκε μετά την έναρξη του franchise και μετά τον θάνατο του Ian Flemming, του συγγραφέα της ομώνυμης σειράς μυθιστορημάτων. Ήταν επίσης εκείνος που πρωταγωνίστησε στο πιο προσοδοφόρο φιλμ της σειράς, το Spectre, αλλά και στο πιο πολυδάπανο, με το No Time to Die να κοστίζει περί τα 250 εκατομμύρια δολάρια.
Άφησε πίσω του μία σπουδαία κληρονομιά. Ανανέωσε το ενδιαφέρον του κοινού για τον Bond, του χάρισε μία σύγχρονη πνοή σε όλα τα επίπεδα, από το ότι παρουσίασε μία πιο ευάλωτη πλευρά του, ότι κράτησε αποστάσεις από την επιβλητική αρρενωπή περσόνα του, ότι «έβγαλε» τον ήρωα από τα καλοραμμένα κοστούμια του και τον έντυσε με casual κομμάτια που υπάρχουν σε κάθε αντρική γκαρνταρόμπα.
Για πολλούς, θα μνημονεύεται ως ο καλύτερος James Bond όλων των εποχών. Για κάποιους, θα έρχεται πάντα δεύτερος μετά τον αξεπέραστο Sean Connery.
Γαλουχημένος στο θέατρο στις αρχές των 90s, ο Daniel Craig μετρά αισίως μία πορεία 32 ετών στη μεγάλη οθόνη. Αναμφίβολα, η καριέρα του διατρέχεται στη συνείδηση του κόσμου από τη συμμετοχή του στο franchise του James Bond, ωστόσο είναι ειλικρινά πολύ άδικο να στεκόμαστε σε αυτό. Ο 56χρονος έλαμψε με το ταλέντο του πολύ πριν τη 007 era του. Συνεχίζει να λάμπει και τώρα, λίγα χρόνια μετά την οριστική απόσυρσή του από τον ρόλο, που τον έκανε διάσημο στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη.
Με την τελευταία του ταινία, το Queer του Luca Guadagnino, που κυκλοφορεί από την Πέμπτη (16/01) στις ελληνικές αίθουσες, επιστρέφει στις κινηματογραφικές του ρίζες, στις όχι και τόσο γνωστές στο ευρύ κοινό. Το εξομολογήθηκε ο ίδιος σε συνέντευξή του: «Ο λόγος που ήθελα εξαρχής να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο ήταν λόγω ταινιών όπως αυτή. Σπάνια πια πέφτεις πάνω σε σενάρια σαν του Queer. Σπάνια έχεις την τύχη πια να σε σκηνοθετούν με τον τρόπο του Luca».
Στο ρομαντικό δράμα εποχής, ο Ιταλός σκηνοθέτης συνεργάστηκε ξανά με τον σεναριογράφο Justin Kuritzkes του Challengers, για να μεταφέρουν στο σινεμά την ομότιτλη νουβέλα του William S. Burroughs, που παρότι γράφτηκε το 1952 παρέμεινε ανέκδοτη για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, καθώς εκδόθηκε το 1985. Η ιστορία τοποθετείται χωροχρονικά στη δεκαετία του 1940 στην Πόλη του Μεξικού και έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Ακολουθεί τον William Lee, έναν Αμερικανό πρώην στρατιώτη που ζει στο περιθώριο, γυρίζει στα μπαρ, πίνει, παίρνει ναρκωτικά, φλερτάρει. Όταν ερωτεύεται έναν ναύτη, τον Eugene Allerton, ξεκινά μαζί του ένα ταξίδι στη Νότια Αμερική αναζητώντας το θρυλικό παραισθησιογόνο yage.
Ο Craig υποδύεται τον Lee, παραδίδοντας μία εξαιρετική ερμηνεία για την οποία έχει εισπράξει συνολικά τις καλύτερες των κριτικών – στη συντριπτική τους πλειοψηφία κάνουν λόγο για την ερμηνεία της καριέρας του. Αυτή που του χάρισε πρόσφατα υποψηφιότητα για τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Α’ Αντρικού Ρόλου σε δραματική ταινία – την έχασε από τον Adrien Brody. Το πιο πιθανό είναι ότι θα διεκδικήσει την αντίστοιχη βράβευση και στην επικείμενη τελετή των βραβείων Όσκαρ.
Η άλλοτε εύθραυστη, άλλοτε δυναμική ερμηνεία στον περίπλοκο ρόλο του βουτηγμένου στις καταχρήσεις μεσήλικα που αναζητά διακαώς τη σεξουαλική συντροφιά για να γιατρέψει τη μοναξιά και την ευαλωτότητά του θυμίζει αρκετά έναν από τους πρώτους ρόλους του, εκείνον που τον έβαλε μάλιστα στο προσκήνιο: του George Dyer στο Love Is the Devil: Study for a Portrait of Francis Bacon.
Αυτός και οι έξι ακόμα ρόλοι του σε ταινίες του παλαιότερου αλλά και του πρόσφατου παρελθόντος που ακολουθούν, έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι φέτος, ο Βρετανός επέστρεψε επιτέλους στους ρόλους που θέλει να παίζει στο σινεμά· στο σινεμά που θέλει να κάνει και τόσο πολύ του είχε λείψει· στο να γίνεται ευάλωτος και τρωτός εν γνώσει του ερμηνεύοντας με τη χαρακτηριστική του ποιότητα χαρακτήρες με ψυχική και συναισθηματική πολυπλοκότητα, που δεν παριστάνουν το καλό παιδί, αλλά παλεύουν διαρκώς με το κακό παιδί μέσα τους.
Love Is the Devil: Study for a Portrait of Francis Bacon (1998)
Η πρώιμη επιτυχία του ήταν, όπως προαναφέραμε στη βιογραφική ταινία του John Maybury για τον διάσημο Βρετανό ζωγράφο Francis Bacon, που τον υποδύθηκε αξέχαστα ο Derek Jacobi. Η ιστορία ήταν επικεντρωμένη στην ταραχώδη σχέση του με τον George Dyer, ο οποίος βρέθηκε ξαφνικά στα καλλιτεχνικά σαλόνια του Λονδίνου. Ο Craig ερμήνευσε με σκληρότητα και σαν μέσα από έναν παραμορφωμένο καθρέπτη τον διαρρήκτη και εθισμένο στις ουσίες Dyer, τον οποίο ο Bacon ερωτεύτηκε, αφού τον έπιασε επ’ αυτοφώρω να προσπαθεί να κλέψει το διαμέρισμα-στούντιό του.
Some Voices (2000)
Δύο χρόνια αργότερα, βρέθηκε για δεύτερη φορά στο προσκήνιο. Αυτή τη φορά, μέσα από το δράμα του Simon Cellan Jones, κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου του Joe Penhall και για πρώτη φορά, με ένα κατάξανθο λουκ. Υποδύθηκε τον Ray, έναν ψυχικά ασθενή νέο, που αφού παίρνει εξιτήριο από την ψυχιατρική κλινική στην οποία νοσηλευόταν λόγω της σχιζοφρένειας από την οποία πάσχει, προσπαθεί να αποϊδρυματοποιηθεί και να ζήσει τη ζωή του, αλλά επί ματαίω. Ερωτεύεται τη σαγηνευτική Laura (Kelly Macdonald), σταματά τη φαρμακευτική του αγωγή πιστεύοντας ότι η αγάπη είναι το γιατρικό και αυτοκαταστρέφεται.
The Mother (2003)
O Craig άρχισε να αποκτά σοβαρή δυναμική στον κινηματογράφο χάρη σε αυτό το βρετανικό δράμα σε σκηνοθεσία του Roger Michell, υποδυόμενος έναν νεαρό ξυλουργό που ξεκινά μια ερωτική σχέση με τη χήρα μητέρα της συντρόφου του. Αν και η ιστορία εστιάζει στην 60χρονη May της Anne Reid, ο ρόλος του Craig ως ο γοητευτικός νεαρός που πιάνουν τα χέρια του αποκάλυψε όχι μόνο τα σωματικά του προσόντα, αλλά ανέδειξε κυρίως το ταλέντο του να ερμηνεύει με ευγένεια και ενσυναίσθηση.
Layer Cake (2004)
Στη δεκαετία των 00s, ο βρετανικός κινηματογράφος είχε εμμονή με την «ανακατασκευή» του GoodFellas και αυτό το γκανγκστερικό θρίλερ του Matthew Vaughn (τότε έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, μετά την παραγωγή των Lock Stock and Two Smoking Barrels), είναι μια από τις καλύτερες προσπάθειες. Ο Craig στον ρόλο του XXXX, ενός εμπόρου κοκαΐνης που μία ημέρα πριν «συνταξιοδοτηθεί», καλείται να διεκπεραιώσει δύο ακόμα δύσκολες αποστολές για το απαιτητικό αφεντικό του, είναι απολαυστικός με σαρκαστικό χιούμορ και πανέτοιμος σωματικά για καταιγιστική δράση. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτός ήταν ο ρόλος-εισιτήριο για τον James Bond.
The Girl with the Dragon Tattoo (2011)
Το εξαιρετικό ριμέικ της σουηδικής ταινίας Män Som Hatar Kvinnor του 2009 -βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του 2005 του Stieg Larsson- από τον David Fincher είναι μία από τις πιο λαμπρές στιγμές της φιλμογραφίας του Craig. Έπαιξε τον καταδικασμένο για συκοφαντική δυσφήμηση δημοσιογράφο, που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την εξαφάνιση της ανιψιάς ενός συνταξιούχου μεγαλοβιομήχανου, η οποία αγνοείται εδώ και 40 περίπου χρόνια. Σύμμαχός του, μία αντικοινωνική χάκερ (ο ρόλος που αποκάλυψε στο ευρύ κοινό τη Rooney Mara), που έχει προβλήματα με τον νόμο. Το ότι η χημεία του με τη Mara χτίζεται λεπτό προς λεπτό, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, είναι ίσως και η επιτυχία της ταινίας.
Logan Lucky (2017)
Στο υποτιμημένο heist comedy movie, που έβγαλε τον Steven Soderbergh από τη «σύνταξη» βλέπουμε τις περιπέτειες της οικογένειας Logan όταν αποφασίζει να σχεδιάσει τη ληστεία 14 εκατομμύριων δολαρίων από την Πίστα Αγώνων Ταχύτητας Σάρλοτ κατά τη διάρκεια του πιο δημοφιλούς αγώνα της χρονιάς. Ο Craig εμφανίστηκε ξανά μετά από χρόνια με το blonde look του, αλλά αυτή τη φορά δεν ερμήνευσε έναν ψυχικά ασθενή νεαρό άντρα, αλλά έναν ημιπαράφρονα ληστή, τον Joe Bang που προσλαμβάνεται από τους Logans για να δημιουργήσει έναν εκρηκτικό μηχανισμό.
Knives Out (2019)
Ο Daniel Craig έχει αφήσει οριστικά πίσω του τον James Bond και η μεγάλη απόδειξη ήταν ο πρωταγωνιστικός ρόλος του στην κινηματογραφική απάντηση του Rian Johnson στην Agatha Christie. Τελειομανής, εκκεντρικός με φουλάρια στον λαιμό, τιράντες, φράντζα με χωρίστρα στο πλάι, γαλλική προφορά. Στο αναπάντεχα απολαυστικό Knives Out, υποδυόμενος τον ντετέκτιβ Benoit Blanc -ρόλο που επανέλαβε το περσινό καλοκαίρι στο σίκουελ Glass Onion: A Knives Out Mystery και τον οποίο πρόκειται να παίξει ξανά στην τρίτη ταινία της σειράς που βρίσκεται στα σκαριά-, ο Craig είναι σαν να εξελίσσει αυτό που ξεκίνησε με το Logan Lucky στην πιο κεφάτη του ερμηνεία στο σινεμά. Μέχρι την επόμενη.