Andreas Rentz/Getty Images
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ

9 σημειώσεις από το 75ο Φεστιβάλ Καννών

Το φαγητό, η αϋπνία, η ελληνική αποστολή κι ένας αιφνίδιος Θέμης Καίσαρης. Όσα φέραμε πίσω στις βαλίτσες μας από την Κρουαζέτ.
Υπάρχουν χρονιές που το Φεστιβάλ Καννών είναι ένα αναμενόμενο, τακτοποιημένο πράγμα, με τις καλές ταινίες του, με τη βράβευση ενός αδιαφιλονίκητου Φοίνικα, με τις διάσπαρτες γιούχες του, όλα γνώριμα και σωστά. Φέτος δεν ήταν μια τέτοια χρονιά.

Στην μεγάλη επιστροφή στην κανονικότητα για το μεγαλύτερο κινηματογραφικό Φεστιβάλ του κόσμου, τα πάντα έμοιαζαν λίγο εκτός θέσης. Οι ώρες προβολών είχαν αλλάξει. Το σύστημα των εισιτηρίων είχε αλλάξει. Οι ταινίες του Διαγωνιστικού ήταν χλιαρές. Ο Χρυσός Φοίνικας ήταν μια επιλογή που βασικά μας κούφανε.

Η καλύτερη ταινία του Φεστιβάλ μπορεί και να ήταν το Top Gun: Maverick. Α, και μέσα σε όλα αυτά, μια ταινία με τον Γιώργο Μαζωνάκη πήρε βραβείο, ενώ ο καλλιτεχνικός διευθυντής μας σύστησε την «Σμάγκντα Καριντί» πριν την πρεμιέρα του Dodo του Πάνου Κούτρα.

Σα να μην έφτανε που ήταν όλα λιγάκι off, είχαμε και τον μεγάλο ελέφαντα στο δωμάτιο: Μια πανδημία, που συνεχίζει να υφίσταται, αλλά με τη διοργάνωση πλέον να λειτουργεί επισήμως αγνοώντας την: Οι τεράστιες αίθουσες λειτουργούσαν επιτέλους ξανά με απόλυτη πληρότητα, δίχως καμία υποχρεωτικότητα μάσκας. (Κρούσματα υπήρξαν, αλλά μέσα σε ένα πλαίσιο γενικευμένης αποδοχής τύπου «ε και τι να κάνω, να μην πάω στις Κάννες;»).

Τι κρατάμε λοιπόν από τη φετινή διοργάνωση; Πάμε να δούμε μαζί τα καλά, τα παρανοϊκά και τα ανάποδα ενός Φεστιβάλ που σε κάθε περίπτωση, δε θα το ξεχάσουμε ποτέ. Είπαμε, ήταν η μεγάλη μας επιστροφή σε μια κάποια κανονικότητα.

Πού πήγε λέει ο Χρυσός Φοίνικας;

Για δεύτερη φορά τα τελευταία 5 χρόνια, ή άν προτιμάτε για δεύτερη συνεχόμενη ταινία του, ο σουηδός Ruben Ostlund πήρε τον Φοίνικα. Είναι τρελό αν το καλοσκεφτεί κανείς. Αυτό που κατάφερε το έχουν καταφέρει σκηνοθέτες σαν τον Haneke ή τον Coppola. Τον Ostlund, ο βασικός λόγος να τον ξέρει κανείς είναι επειδή έχει κερδίσει δύο Χρυσούς Φοίνικες. Δεν το λέω μειωτικά, είναι καλός σκηνοθέτης, αλλά σε ένα ευρύτερο ιστορικό context, η απόφαση να του δοθεί ξανά το βραβείο είναι κάπως παρανοϊκή.

Γι’αυτό βέβαια τις αποφάσεις δεν τις λαμβάνει η Ιστορία, αλλά οι άνθρωποι. Και οι άνθρωποι, σας διαβεβαιώ, πέθαναν στα γέλια με το Triangle of Sadness, το γυρισμένο στην Εύβοια φιλμ που καυτηριάζει τον κόσμο του υπερβολικού πλούτου και της ομορφιάς-ως-αντάλλαγμα.

Οι αντιδράσεις μετά την ταινία υπήρξαν διχαστικές. Από εντελώς αρνητικές μέχρι θετικές αλλά με μια δόση ενοχής. Για να το πούμε αλλιώς, κανείς δεν περίμενε ότι μια χοντροκομμένη σάτιρα θα μπορούσε να πάρει τον Φοίνικα, ειδικά από τη στιγμή που ο ίδιος σκηνοθέτης είχε ήδη έναν.

Τα έξυπνα λεφτά πόνταραν στο Close του Lukas Dhont, ένα τρυφερό δράμα ενηλικίωσης και απώλειας. Για μέρες πριν καν την πρεμιέρα της ταινίας, «ακουγόταν στα φεστιβαλικά πηγαδάκια» πως η ταινία είναι αριστούργημα κι όσοι την είχαν δει έκλαιγαν ασταμάτητα. Όταν πράγματι προβλήθηκε, την προτελευταία μέρα του Διαγωνιστικού, και με τις περισσότερες ταινίες να μην έχουν αφήσει ιδιαίτερο στίγμα, πολλοί θεωρήσαμε πως θα το πάρει χωρίς αντίπαλο.

Τη βραδιά της απονομής, όλα κυλούσαν αναμενόμενα. Ένα πράγμα που πρέπει να ξέρετε για αυτά τα φεστιβαλικά βραβεία, είναι ότι πάντα ξέρουμε ποιοι θα κερδίσουν κάτι. Τη μέρα της τελετής πάντα από κάπου θα διαρρεύσει ως πληροφορία ποιοι σκηνοθέτες ή ηθοποιοί κλήθηκαν να επιστρέψουν στις Κάννες για να πάρουν βραβείο. Βλέποντας, δε, το κόκκινο χαλί πριν την τελετη, ξέρουμε ακριβώς ποιοι θα είναι εκεί.

Οπότε η βραδιά γίνεται μια διαδικασία αφαίρεσης ονομάτων. Φέτος, με δύο βραβεία ακόμα να απομένουν (το Μεγάλο Βραβείο, ας πούμε της 2ης θέσης, και ο Φοίνικας), ξέραμε πως στο παλαί βρίσκονταν: η Claire Denis με το Stars at Noon, που θάφτηκε από την κριτική, ο Ruben Ostlund του Triangle of Sadness, κι ο Lukas Dhont. Σίγουρα η Denis δε θα έπαιρνε Φοίνικα με αυτή την ταινία (αν και, να κάτι που πραγματικά θα έμενε στην Ιστορία ως απόφαση), άρα ο Dhont έμοιαζε με προαποφασισμένη προφητεία.

Όταν όμως το Μεγάλο Βραβείο μοιράστηκαν οι δυο τους, αφήνοντας μία μόνο κενή θέση, ένα παλαί άρχισε να τσιμπιέται και άνθρωποι να κοιτάζονται μεταξύ τους. Είναι δυνατόν… να τον πήρε πάλι ο Ostlund;;; Κι όμως. Μέσα σε ένα χλιαρό Διαγωνιστικό, θριάμβευσε μια ταινία που, αν μη τι άλλο έκανε τον κόσμο και την επιτροπή να περάσει φανταστικά. Απλά μαθηματικά.

Νυχτερινό βρώμικο

Οι Κάννες έχουν λάμψη, έχουν την Κρουαζέτ, έχουν το Φεστιβάλ, αλλά ξέρετε τι δεν έχουν; Ένα βρώμικο της προκοπής. Απέναντι από το παλαί υπάρχει ένα McDonald’s το οποίο σταματά να παίρνει παραγγελίες στις 00.30, κι άμα δεν το προλάβεις αυτό τότε καλή τύχη με ένα από τα δύο σάπια σαντουιτσάδικα που είναι ακόμα ανοιχτά. (Εγώ δεν το τόλμησα, προτίμησα να φάω χτεσινή μπαγκέτα στο διαμέρισμα.)

Πριν λίγα χρόνια οι Κάννες έκαναν μια αλλαγή στον προγραμματισμό που μας ξέκανε όλους: Πήραν τις δημοσιογραφικές προβολές κι από πρωί που ήταν (χοντρικά ας πούμε, 8.00 και 10.30) τις πήγαν βράδυ (χοντρικά και πάλι, 19.00 και 22.00), για τον εξής λόγο.

Όταν γίνονταν πρωί, πολλοί δημοσιογράφοι έβγαιναν και τουήταραν τη γνώμη τους μέχρι να προλάβουμε να δούμε ήλιο (οι αγαπημένοι μου είναι όλοι αυτοί), με αποτέλεσμα συχνά το κόκκινο χαλί της επίσημης απογευματινής πρεμιέρας να πραγματοποιείται υπό μάλλον θλιβερές συνθήκες– αν ήταν πια σαφές πως η ταινία πρόκειται να / έχει ήδη φάει θάψιμο. Οπότε επειδή κάποιοι δε μπορούν να συγκρατήσουν τα τουήτς τους, την πληρώσαμε όλοι με το να έχουμε προβολές που πάνε μέχρι και τη 1.00 το βράδυ.

Ξέχνα τα Mac, ξέχνα το άλλο το καλό το μπεργκεράδικο της περιοχής, ξέχνα τα ωραία εστιατόρια όπως η πιτσαρία La Piazza. Μετά από 5-6 σερί ώρες σινεμά, το μόνο που θα έχεις να φας είναι ζαμπόν και τυρί στο ψυγείο. Ένα θα πω. Ένα βράδυ δεν άντεχα άλλο σαντουιτσάκι– μέχρι που κατέβασα το Deliveroo, το τοπικό app για ντελίβερι. Το μόνο φαγώσιμο που μου έβγαζε ανοιχτό είχε 2.8 αστεράκια. Κάννες, πεταμένα λεφτά.

Οι συνεντεύξεις


Vianney Le Caer/Invision/AP

Φέτος στις Κάννες έκανα 23(!) συνεντεύξεις, θα μπορείτε να τα διαβάσετε όλα στο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει μες στο καλοκαίρι από τις Εκδόσεις 24. Είναι όλα μια σαλάτα μες στο κεφάλι μου, αλλά μπορώ σίγουρα να σας πω τα εξής:

George Miller είναι το πιο αξιαγάπητο πλάσμα του κόσμου. Έδινε συνεντεύξεις για το Three Thousand Days of Longing μαζί με την Tilda Swinton που πρωταγωνιστεί. Ήταν κάπως σουρεάλ να έχω μπροστά μου την Tilda φάκιν Swinton και να περνά κάπως σε δεύτερη μοίρα (πάντα συμβαίνει αυτό όταν δίνουν κοινή συνέντευξη ηθοποιοί με τους σκηνοθέτες του). Κάποια στιγμή ρώτησα κάτι τον Miller κι εκείνος δεν κατάλαβε όλες τις λέξεις. Η Swinton, που δεν άφηνε λέξη να πέσει κάτω, με κοίταξε, και γύρισε και του εξήγησε την ερώτησή μου. Κι αν έχουμε ζήσει σουρεάλ στιγμές.

Viggo Mortensen έπινε αργεντίνικο μάτε. Του το σχολίασα κι άρχισε να με ρωτάει αν είμαι από την Αργεντινή, πόσο μεγάλο είναι το σόι μου εκεί, κι αν μιλούν ελληνικά.

Lea Seydoux είναι απίστευτα συμπαθής αλλά επιμένει να δίνει συνεντεύξεις στα αγγλικά ενώ εμφανώς δεν τα καταφέρνει. Οι απαντήσεις της παίρνουν πάρα πολλή ώρα και πάντα φαίνεται πως χάνει κάτι από την περιπλοκότητα της όποιας σκέψης είχε. Δεν πειράζει παρόλαυτά– παραμένει υπέροχη.

Ωστόσο το φανταστικό ήταν, όταν την ρώτησα για την καινούρια Εμμανουέλα στην οποία θα πρωταγωνιστήσει, σε σκηνοθεσία της Audrey Diwan (που γύρισε το αριστουργηματικό L’Evenement που κυκλοφορεί τώρα στις αίθουσες), ξαφνικά ήταν λες και ξέχασε τα πάντα. Ξέχασε την εσωστρέφεια, ξέχασε το ότι δεν μπορούσε να απαντήσει ως τώρα, και εκτινάχτηκε στον καναπέ απαντώντας με φόρα και ενθουσιασμό.

Park Chan-wook έκανε τη συνέντευξη με μεταφράστρια στα αγγλικά, και γι’αυτό το λόγο η διάρκεια ήταν μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη. Περίπου 50 λεπτά σύνολο. Σε αυτά τα 50 λεπτά, δεν συναντήθηκαν τα μάτια μας ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Μαέστρος.

*Όσο μιλούσαμε με τον Tahar Rahim, από εκεί που ξαφνικά έκανε κολασμένη ζέστη, άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς από το πουθενά. Ο Rahim σκύβει προς τα μπροστά με τους αγκώνες του πάνω στα γόνατά του, λέει «α, κοίτα μια βροχή», ζητάει συγγνώμη και βγάζει επί τόπου να στρίψει τσιγάρο– ορκίζομαι ότι το έκανε απλά για να καπνίζει μες στην βροχή. Έκανε δυο τζούρες και το έσβησε. Μισό λεπτό μετά η βροχή σταμάτησε.

Ο Γιώργος Μαζωνάκης

Έκλαψε όταν η ταινία Στον Θρόνο του Ξέρξη κέρδισε βραβείο στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών.

Η ελληνική αποστολή


Stephane Cardinale – Corbis/Corbis via Getty Images

Κατεβήκαμε στις Κάννες με μεγάλη ομάδα φέτος. Μία ταινία ελληνική στο επίσημο πρόγραμμα, το Dodo του Πάνου Κούτρα, που επιστρέφει μετά την υπέροχη Xenia. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Thierry Fremaux έλεγε και ξανάλεγε πως «αυτή είναι μια ταινία που θα μπορούσε να είναι στο Διαγωνιστικό». Προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού, και το τιμ της ταινίας το καταδιασκέδασε.

Στο Διαγωνιστικό είχαμε δύο ταινίες που γυρίστηκαν στην Ελλάδα. Η νέα ταινία του David Cronenberg, για την οποία μας μίλησε κιόλας ο Viggo Mortensen, είναι συμπαραγωγή Ελλάδας-Καναδά και γυρίστηκε στην Αθήνα πέρσι το καλοκαίρι. Η άλλη ταινία που γυρίστηκε στην Ελλάδα είναι φυσικά το Triangle of Sadness του Ostlund, που κέρδισε.

Έχουμε κι άλλα! Το φιλμ Στον Θρόνο του Ξέρξη της Εύης Καλογηροπούλου πήρε το βραβείο Canal+ για ταινία μικρού μήκους της Εβδομάδας Κριτικής. Τέλος, το γεμάτο σασπένς τούρκικο φιλμ Burning Days του Emin Alper, έχει για συμπαραγωγό τον Γιώργο Τσούργιαννη. Δεν το λες και κακό ρεζουμέ όλο αυτό για το ελληνικό ίνταστρι.

«Θα έχεις χρόνο για μια μπύρα αύριο το απόγευμα;»

Εκεί που τρέχεις μες στο πανικό προσπαθώντας να προλάβεις 4-5 προβολές της μέρας, 2-3 συνεντεύξεις, ώρα για γράψιμο, και –προαιρετικά– 4 το πολύ ώρες ύπνου, έρχεται ένα αθώο μήνυμα. «Έχεις καθόλου ώρα αύριο το απόγευμα;». «Μα είμαι στις Κάννες». «Ε, τι λέμε τώρα».

Ως εκ θαύματος, το ένα όντως κενό 40λεπτο που υπήρχε εκείνη τη μέρα, ένας αιφνίδιος Θέμης Καίσαρης εμφανίστηκε, οδικώς από την Αθήνα, για μια στάση στο δρόμο προς τον τελικό του Παρισιού. Ήπιαμε δυο μπύρες στο Key West (ένα ημί-κρυφο καφέ σε ένα παραδρομάκι ακριβώς μπροστά από το παλαί του Φεστιβάλ), στην πρώτη μου εξήγησε τι κάνει εκεί, στη δεύτερη του εξήγησα εγώ τι κάνω εκεί, χαιρετηθήκαμε και τρέξαμε να συνεχίσουμε τις δουλειές μας.

Το μεγάλο πάρτυ

Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, θα πούμε απλώς ότι τη βραδιά του ελληνικού πάρτυ υπήρχε νωρίτερα και πάρτυ στο αμερικάνικο περίπτερο. Όταν εκείνο έληξε νωρίς, οι Αμερικάνοι πήραν το κέφι τους κι ήρθαν εδώ για να συνεχιστεί το γλέντι.

Top 5 ταινιών


Θέλω να πω ότι σε 3 από τις 6-7 ταινίες που μου άρεσαν περισσότερο φέτος, βγήκα από την προβολή με ξινισμένα μούτρα, πιστεύοντας πως δεν μου άρεσε αυτό που είχα δει. Μέχρι να περπατήσω ως το σπίτι μπορεί να είχα ήδη αλλάξει γνώμη. Ή, στην περίπτωση του Cronenberg, έγραψα το κείμενό μου για την ταινία και διαβάζοντάς το διαπίστωσα, «κάτσε, δηλαδή η ταινία μου άρεσε;;».

1. More than ever: Η τελευταία ταινία του Gaspard Ulliel, όπου παίζει τον σύζυγο μιας γυναίκας που αργοπεθαίνει (Vicky Krieps). Απίστευτη κινηματογράφηση σωμάτων σε χώρους υπό το πρίσμα όχι μόνο του θανάτου, αλλά και του τρόπου με τον οποίον το περιβάλλον μας, οι άνθρωποι γύρω μας, τα κοινά μας βιώματα, είναι σε μεγάλο βαθμό αυτά που τελικά καθορίζουν πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας. Το τελευταίο 20λεπτο είναι all-timer. Το μεγάλο πλάνταγμα του Φεστιβάλ.

2. Eo: Κάτι σαν ριμέικ του κλασικού Au Hasard Balthazar του Bresson, με τον Jerzy Skolimowski να στέλνει έναν γαϊδαράκο σε μια μεγάλη περιπέτεια που διασχίζει όλη τη μοντέρνα Πολωνία. Έχει διανομή στην Ελλάδα, το καλό που τους θέλω να το βγάλουν με ελληνικό τίτλο «Γιιι-χα!».

3. Top Gun: Maverick: Παιδιά, τα είπαμε. Κάποιοι γέλαγαν όταν τους λέγαμε γύρω στα μισά του Φεστιβάλ ότι δύσκολα θα ξεπεραστεί αυτό. Η Ιστορία έχει αρχίσει να μας δικαιώνει από πολύ νωρίς.

4. Decision to Leave: Μεστό, πανέμορφο, σαρωτικό νουαρομάντζο με μπόλικη τραγωδία, χορταστικό δράμα και τον Park Chan-wook να δίνει και πάλι ρέστα σε ένα οπτικοακουστικό του κέντημα. Βραβείο Σκηνοθεσίας και, ΟΚ, πώς θα μπορούσαν να μην.

5. Crimes of Future: Η σάρκα είναι πια το μόνο ανεξέλεγκτο πράγμα σε μια πόλη σαθρή, σχεδόν σαπισμένη, όπου τα πάντα ελέγχονται. Late era Cronenberg, σε σινεμά ως απάντηση στο ίδιο το σινεμά του. Θα αποκτήσει γερή καλτ φήμη.

Μου άρεσε πολύ ενώ στην αρχή το έκρινα: One Fine Morning. Μοιάζει με τυπικό γαλλικό δράμα αλλά η λεπτότητα στο άγγιγμα της σκηνοθέτη Mia Hansen-Love κάνουν το ξετύλιγμα αυτής της ιστορίας να μοιάζει σα να περικλείει όλη τη ζωή. Η Lea Seydoux είναι εκπληκτική.

Είναι κακό αλλά το αγάπησα; Stars at Noon. Η Claire Denis στο πιο μονότονο φιλμ της καριέρας της, αλλά μιλάμε σχεδόν για ισοπέδωση της αφήγησης και πλήρη ανάδειξη του mood και των σωμάτων σε τροχιά το ένα γύρω από το άλλο. Δεν λειτουργεί πλήρως, αλλά είναι οριακά σαν γαλλικό Blackhat κι αυτό δε γίνεται παρά να το σεβαστώ.

Είναι καλό αλλά δεν μου άρεσε; Close. Καλή ταινία, καλός σκηνοθέτης, κόσμος έκλαιγε κλπ. Από εμένα δεν είναι ακριβώς «όχι», είναι όμως σίγουρα «ναι μεν, αλλά». Αυτό που ξεκινάει ως μια υπέροχη ματιά σε μια κοντινή φιλία σε ένα περίγυρο που λοξοκοιτάει την αρσενική τρυφερότητα, μετατρέπεται έξαφνα σε μια επαναλαμβανόμενη ταινία πάνω στην απώλεια, κάτι που έχουμε δει ξανά αμέτρητες φορές και απέχει μίλια από το φιλμ που η πρώτη πράξη υποσχόταν.

“Thank you my donkeys”

Ας κλείσουμε πώς αλλιώς; Με έναν ευχαριστήριο λόγο. Να, εδώ, ο Jerzy Skolimowski ευχαριστεί και τους έξι γαϊδάρους του φιλμ του..

Exit mobile version