‘90 Χρόνια ΠΑΟΚ’: H συγκινητική εξιστόρηση ξεριζωμών και θριάμβων
Η τελευταία ταινία του Νίκου Τριανταφυλλίδη, που παίχτηκε στο 57ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό αθλητικό ντοκιμαντέρ.
- 8 ΝΟΕ 2016
Η Ιστορία γράφεται με πολλούς τρόπους. Με λαϊκές διηγήσεις, εικόνες, βιβλία, κινηματογραφικές μεταφορές, με ένα σωρό τρόπους, που όλοι όμως έχουν ένα κοινό στοιχείο. Παίρνουν γεγονότα και τα μετατρέπουν σε στοιχεία μιας αφήγησης. Η Ιστορία είναι, πρώτα απ’όλα, ιστορία.
Ο αθλητισμός ειδικά, λόγω του φυσικά αέναου χαρακτήρα του, μπορεί συχνά να είναι χαοτικός αν θελήσεις να τον προσεγγίσεις αφηγηματικά. Ναι, υπάρχουν οι ιστορίες ενός αγώνα ή μιας προσωπικότητας που φαινομενικά προσφέρονται για κινηματογραφικές μεταφορές, λόγω της προϋπάρχουσας δραματουργίας τους. Κάποιος είναι ισχυρός, κάποιος είναι ο αδύναμος, υπάρχει μια σύγκρουση, μια τραγωδία, ένας θρίαμβος. Όμως αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι όταν το σινεμά βρίσκει τις μεγάλες στιγμές πίσω από τη βιτρίνα ή μπορέσει να εστιάσει στο πιο ενδιαφέρον στοιχείο ενός αχανούς τοπίου. Ο Μπράιαν Κλαφ είχε πολυετή καριέρα γεμάτη θριάμβους, αλλά το εξαιρετικό ‘Damned United’ μιλάει για μια περίοδο λίγων ημερών, την πιο δραματικά αποτυχημένη της καριέρας του. H Βαλτιμόρη αριθμεί δύο θρυλικές ομάδες φούτμπολ και ένα σωρό τίτλους και θρυλικούς παίχτες, όμως το ανατριχιαστικό ‘The Band That Wouldn’t Die’ του Barry Levinson μιλά για την ορχήστρα της ομάδας που συνέχισε να παίζει, σαν μπάντα-φάντασμα, όταν η πόλη είχε εγκαταλειφθεί από όλους.
Θέλω να πω, οι ιστορίες είναι τόσο συχνές και ογκώδεις και από μόνες τους υπερπλήρεις, που η αληθινή πρόκληση είναι ένας δημιουργός να μπορέσει να βρει την καρδιά του πράγματος.
Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, που ξέρουμε πως μπορεί να κάνει ταινίες με μεγάλη ψυχή επειδή οι ‘Αισθηματίες’ είναι όνομα και πράμα, ήθελε να φτιάξει οπωσδήποτε ένα ντοκιμαντέρ για την αγαπημένη του ομάδα, τον ΠΑΟΚ, και φαίνεται πως είναι α) λάτρης του ΠΑΟΚ και β) αφηγητής, επειδή μπόρεσε να πάρει 90 χρόνια Ιστορίας και μέσα από αυτά να πει μια ιστορία.
Δεν είναι μια ιστορία αποτελεσμάτων. Δεν είναι μια ιστορία στραβών σφυριγμάτων. Δεν είναι μια ιστορία τίτλων ή προσώπων ή επεισοδίων. Είναι φυσικά λίγο από όλα αυτά, μα πιο πολύ από όλα είναι μια ιστορία θριάμβου μέσα από τον ξεριζωμό. Στη διάρκεια των τίτλων αρχής της ταινίας ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης ακούγεται να εξηγεί σε μια ραδιοφωνική εκπομπή πώς η γροθιά του Πάμπλο Γκαρσία στον Ντιόγο ήταν η μεγαλύτερη πράξη αντίστασης στο αθηναϊκό κατεστημένο και επαναλαμβάνει την ατάκα του “επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς.”. Και, πιστός σε αυτή του τη δήλωση, ο σκηνοθέτης προχωρά την επόμενη μιάμιση ώρα καταγράφοντας την Ιστορία του ΠΑΟΚ ως μια ιστορία διαρκούς αντίστασης υπό κάθε λογής αντίξοες συνθήκες.
Η γέννηση του συλλόγου από ανθρώπους κατατρεγμένους και τα πρώτα χρόνια, σημαδεμένα από μετανάστευση, πολέμους, φτώχεια και απώλεια. Η διαρκής αφαίμαξη ταλέντου από την επαγγελματικά δομημένη, και πλουσιότερη, πρωτεύουσα. Η ισχυροποίηση σε παράλληλη τροχιά με την κυρίαρχη Αθήνα και η μυθικής διάστασης ομάδα της δεκαετίας του ‘70, ένα κεφάλαιο απολαυστικό, γεμάτο ξεροκέφαλες προσωπικότητες, μεγάλες κόντρες, προδοσίες, θριάμβους, ‘70s κουρέματα, μέχρι και θανάτους μες στο γήπεδο. Η απαραίτητη, σχεδόν σκορσεζικής υφής, πτώση. Και ο ελπιδοφόρος επίλογος, με τους σύγχρονους -άτιτλους, αλλά δεν έχει σημασία- λαϊκούς ήρωες.
Η ταινία, που από την πρώτη στιγμή αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες προβολές του φετινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (και την οποία προλόγισαν η σύντροφος του σκηνοθέτη, Μαρίνα Δανέζη, κι ο ίδιος ο Ιβάν Σαββίδης) δεν ξεφεύγει από την λογική της talking heads αφήγησης, όμως ο Τριανταφυλλίδης ξέρει πώς να πιάσει μια αναπόφευκτα περίπλοκη και χαώδη ιστορία 9 δεκαετιών και να την επαναπροσεγγίσει ως ένα επικό δράμα κατατρεγμού, αντίστασης και θριάμβου, σε δραματουργικά τακτοποιημένα κεφάλαια. Είναι θαυμαστό- στο τέλος της ταινίας, συνάδελφος που έχει με τον αθλητισμό όση σχέση έχω εγώ με την υψηλή ραπτική, ομολόγησε μεταξύ αστείου και σοβαρού πως “είμαι έτοιμος να πάω να γίνω μέλος”.
Την ίδια την αφήγηση αναλαμβάνουν σύγχρονοι, παλιοί, και ΠΟΛΥ παλιοί θρύλοι της ομάδας, Τσίντογλου, Κούδας, Κουιρουκίδης, Ζαγοράκης, Σάντος. Στην, ας είμαστε ειλικρινής, απίστευτη πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στο Ολύμπιον, στο πλαίσιο του 57ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, η αίθουσα ήταν γεμάτη από ανθρώπους και φίλους της ομάδας που διάνθιζαν την προβολή με χειροκροτήματα και άλλες ενδείξεις αγάπης προς διάφορα πρόσωπα που παρέλασαν από την κάμερα του Τριανταφυλλίδη.
Ο έντονος συναισθηματικός χαρακτήρας που διατρέχει όλη την ταινία σου επιτρέπει να συγχωρήσεις (ή έστω να ξεπεράσεις) και κάποιες πιο ‘publi’ στιγμές, ή κάποιες μάλλον υπερβολικά βολικές εξιστορήσεις στην σύγχρονη κυρίως εποχή. Οι ιδέες λαϊκού ηρωισμού σίγουρα ταιριάζουν καλύτερα στην εποχή του ερασιτεχνικού αθλητισμού ή στην μεγάλη ομάδα του ‘70 που προσπαθούσε να κρατηθεί ακέραιη απέναντι στις διψασμένες για έτοιμο ταλέντο επιδρομές των καθεστωτικών ισχυρών της Αθήνας.
Η πρώτη πράξη του έργου είναι σχεδον εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στις ρίζες του συλλόγου και στο πώς η ίδια του η συνεχιζόμενη ύπαρξη παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με ξεριζωμούς και αλληλεγγύη. Από ένα αθλητικό ντοκιμαντέρ περιμένεις πολλά πράγματα, αλλά ενδεχομένως όχι μια συγκινητική ιστορία του πώς το ποδόσφαιρο βοήθησε μια κοινότητα να επιβιώσει μετά από κατατρεγμό και μέσα στη φτώχεια, ή τη σύνδεση με τη σημερινό προσφυγικό ζήτημα.
Οι παλιοί παίχτες της ομάδας βοηθούν στη συνέχεια τον σκηνοθέτη να χτίσει σιγά-σιγά το πορτρέτο του ΠΑΟΚ μέσα από μικρές αφηγήσεις είτε συναρπαστικών περιστατικών (για το κρυφό πέρασμα στο γήπεδο του συντριβανίου, ας πούμε, μια αφήγηση άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα του φτωχού, λαϊκού συλλόγου), είτε μικρών επεξηγηματικών λεπτομερειών (από την σημασία του δικέφαλου αετού που πενθεί, μέχρι την προέλευση του ‘ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί’). Νιώθεις πως, ειδικά από αυτό το μεσαίο μέρος που ακολουθεί, δεν περισσεύει απολύτως τίποτα. Η άνοδος της ομάδας στο κλαμπ των ισχυρών καταγράφεται με μια διάθεση σε ίσα μέρη θαυμασμού, συγκίνησης, όσο και θυμού.
Μιλάμε για εξαιρετικό δραματικό υλικό, το οποίο ο Τριανταφυλλίδης έχει πολύ σαφή εικόνα μες στο μυαλό του πώς να μεταφράσει σε βασική δραματουργία, ντυμένη με το μεγάλο πάθος που τον ώθησε να κυνηγήσει εξ αρχής ένα τέτοιο απρόσμενο πρότζεκτ. Στην τελευταία του ταινία, ο σκηνοθέτης των ‘Αισθηματιών’ βρίσκει σε ένα ποδοσφαιρικό σωματείο το ίδιο σχεδόν ερωτικό πάθος που συναντά σε κάποιον από τους χαμένους, ρομαντικούς ήρωές του. Ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης αν το διάβαζε αυτό θα μου έλεγε πως λέω βλακείες, αλλά ο ΠΑΟΚ είναι τυχερός που τον έχει.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ: