Το A Quiet Place Part II δε φτιάχτηκε για να το δεις μόνος
Η συνέχεια της αναπάντεχης επιτυχίας του 2018 είναι ακόμη καλύτερη.
- 4 ΙΟΥΝ 2021
Το μέγεθος της επιτυχίας του A Quiet Place το 2018 δεν ήταν αναμενόμενο. Ήταν μία ταινία που είχε κοστίσει ελάχιστα (τουλάχιστον σε σχέση με τις ταινίες που θεωρούνται ακριβές πια από τα στούντιο), που είχε βασιστεί σε μία ορίτζιναλ ιδέα εκτός κάποιου franchise και, στα χαρτιά τουλάχιστον, χωρίς κάποιο προφανέστατο λόγο για να σκίσει παραπάνω από άλλες ταινίες τρόμου. Πέρα από τα γνώριμα πρόσωπα της Emily Blunt και του John Krasinski, η υπόθεσή του ήταν απλή: Μία οικογένεια πέντε μελών ζει απομονωμένη στο δάσος. Ο κόσμος έξω από το σπίτι τους είναι κυριευμένος από εξωγήινα τέρατα που εντοπίζουν τη λεία τους μέσω του ήχου. Η οικογένεια θα προσπαθήσει να επιβιώσει. Είναι μία λιτή συνταγή old school τρόμου και αρκεί από μόνη της, αλλά δε φέρνει πίσω απαραίτητα 340 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.
Έπειτα δεν είχε κάποιο καθιερωμένο όνομα του τρόμου στο πηδάλιο. Πριν το A Quiet Place, ο Krasinski που σκηνοθέτησε και συνέγραψε την πρώτη ταινία δεν έβλεπε καν ταινίες τρόμου. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στον κινηματογράφο ήταν μία ντραμεντί για έναν τύπο που επιστρέφει στη γενέτειρά του με αφορμή την εγχείρηση της μητέρας του. Να μία ταινία που περιμένεις από τον Jim Halpert.
Η Paramount θα προχωρούσε στη συνέχεια του A Quiet Place με ή χωρίς τη συμβολή του. Αρχικά είχε πει όχι στο στούντιο γιατί φοβάται τα sequels, όταν όμως συνειδητοποίησε ότι είχε μία μικρή, πολύ μικρή ιδέα στο μυαλό του, αποφάσισε να δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία. Αποφάσισε επίσης να δουλέψει μόνος του το σενάριο, αφήνοντας πίσω τις θεματικές που είχαν αποπειραθεί ο Scott Beck και ο Bryan Woods στην πρώτη ταινία. Έκανε άριστα.
Φαίνεται πως το A Quiet Place είναι καλύτερο όταν γίνεται ακόμα πιο απλό.
Η ταινία ξεκινά περίπου ακριβώς από εκεί που αφήσαμε τους Abbotts. Η Evelyn – άλλη μία απόδειξη ότι χρειάζεσαι την Emily Blunt μαζί σου στην αποκάλυψη – η κωφή της κόρη Regan (μία υπέροχη Millicent Simmonds), ο γιος της Marcus (Noah Jupe) και το νεογέννητο μωρό της οικογένειας, φεύγουν νυχοπατώντας από το διαλυμένο τους σπίτι ψάχνοντας… κάτι. Κάτι, κάποιον, κάπου να βρουν καταφύγιο. Δεν έχει και πολλή σημασία.
Στον δρόμο τους θα βρουν τον οικογενειακό τους φίλο Emmett, έναν μελαγχολικό Cillian Murphy που τον υποδύεται σαν αξιόπιστο λαβωμένο σκυλί. Λίγο αφού τους επιτρέπει να μείνουν μαζί του για ένα βράδυ, ο Marcus πετυχαίνει ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο. Για να πετυχαίνει ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, σημαίνει πως κάποιος το έχει βάλει να παίζει. Άρα κάπου υπάρχει ένας ραδιοφωνικός σταθμός που θα μπορούσε να ενισχύσει δυνητικά το τρικ με το ακουστικό της Regan και να ξεπαστρέψει σε μεγαλύτερο εύρος τα εξωγήινα τέρατα. Αυτή η ιδέα θα οδηγήσει κάποιους από τους πρωταγωνιστές έξω από τα στενά όρια του πρώτου A Quiet Place και θα ανοίξει τον κόσμο του σύμπαντος.
Ευτυχώς το ανοίγει ελάχιστα.
Το A Quiet Place ήταν μία εντυπωσιακά συγκρατημένη ταινία που εν μέρει λειτούργησε γιατί είχε θέσει συγκεκριμένους κανόνες. Το γεγονός που πυροδότησε την ιστορία ήταν κοσμοϊστορικό, το κέντρο όμως της ιστορίας μικρό. Όσο οι χαρακτήρες της και το σενάριο ακολουθούν αυτούς τους κανόνες, οι ταινίες θα συνεχίσουν να λειτουργούν παρά την εισαγωγή νέων προσώπων και τοποθεσιών. Αυτό που εντείνεται είναι η αυτοπεποίθηση του Krasinski με την κάμερα και τη χρήση του χώρου. Εδώ διαχειρίζεται περισσότερα και μεγαλύτερα set pieces, και ξέρει ακριβώς πώς να τα εκμεταλλευτεί για να πονέσει το στομάχι σου. Δεν υπάρχει καμία ακίνδυνη γωνία και, στα 90 περίπου λεπτά της ταινίας, καμία σκηνή σχεδιασμένη για να χαλαρώσεις χωρίς να αισθάνεσαι την καταστροφή να καραδοκεί.
Το μήνυμα του A Quiet Place Part II είναι απλοϊκό αλλά σαφές. Και αληθινό ίσως. Μπορεί η συμπόνια και η ανθρωπιά να μην είναι πάντα ενστικτώδεις, όμως δεν έχουν χαθεί. Με τη θραύση που κάνει αυτή τη στιγμή η ταινία στις αμερικανικές αίθουσες μετά από ένα χρόνο ανασφάλειας και streaming, δεν έχει χαθεί ούτε η ελπίδα για τον κινηματογράφο.