ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Abbey Road, η πιο διάσημη διάβαση της μουσικής

Πενήντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του (26/9/1969), το 'Abbey Road' των Beatles, συνεχίζει να αποτελεί ένα ταξίδι στο φως, τον ήχο, τα χρώματα και τις αισθήσεις.

Η ανύψωση της μουσικής σε “μαζική δύναμη”, αλλάζει την έννοιά της και ταυτόχρονα μεταμορφώνει όλο και πιο γρήγορα τις φόρμες, τις νόρμες, αλλά και τις συμπεριφορές, τις νοοτροπίες, ακόμα και το ίδιο το περιβάλλον. Η “παραβίαση” των κανόνων της συμβατικής αντίληψης στα παραδοσιακά ακούσματα, διατυπώνει το τέλος των νομιμοποιημένων ως “ιδανικών” μηχανισμών και μοιραία οδηγεί σε μια γιορτή αβυσσαλέας έκστασης, εκεί όπου η ανυπακοή δημιουργεί τις δικές της διαστάσεις, απελευθερώνοντας ηχητικές συγκρούσεις και επινοώντας αριστουργηματικά πεπρωμένα.

Οι Beatles αποτέλεσαν το απόλυτο σπέρμα ριζικής μουσικής διεκδίκησης, καλώντας σε μια διαρκή επανάσταση μέσα από ένα πλέγμα καλλιτεχνικής έντασης, που από μόνη της μετατράπηκε σε ένα ιδιοφυές υλικό αισθητικής και αρμονίας, βασισμένο σε πολύπλοκες συνθετικές δομές που αποτυπώθηκαν στην ιστορία ως οι ωραιότερες και πληρέστερες σελίδες της δυτικής μουσικής. Μια από αυτές, το “Abbey Road”, συμπληρώνει σήμερα (26/9/2019) μισό αιώνα ζωής, δουλεμένο και αυτό – όπως και το “Revolver”, το “Pepper” και το “White Album” που είχαν προηγηθεί – σε μια πολυεπίπεδη αλληλουχία τάσεων, ιδεών, αισθήσεων και αναζητήσεων πάνω στο πεντάγραμμο.

AP IMAGES

Το βινύλιο του “Abbey Road” των Beatles.

Λίγο πριν την οριστική διάλυση, τα “σκαθάρια” σμίγουν για μια τελευταία μεγάλη περιπλάνηση, η αφήγηση της οποίας περνάει μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο του καθενός τους, οδηγώντας στη “ροή της συνείδησης” όπου περιμένει η κάθαρση. Η τελευταία στροφή πριν την τελική ευθεία, αποδεικνύεται ένα ακόμη μνημείο έμπνευσης, περιπέτειας και ενδοσκόπησης, αποτυπωμένο ως ένα κλειδί που ανοίγει τις πύλες της αντίληψης και κλείνει μέσα του με την ίδια ευκολία, έναν στοχασμό, μια ανάσα, αλλά και το ίδιο το σύμπαν. Το “Abbey Road” είναι ένα ταξίδι στο φως, στον ήχο, στα χρώματα, στις αισθήσεις, επιτρέποντας στον “επισκέπτη” να φτάσει σε καινούργια επίπεδα συνείδησης.

Ήδη από το “Rubber Soul” (1965) έχει αρχίσει να παρατηρείται μια μεταστροφή στο “ντεκόρ”: η παλέτα μεταμορφώνεται, γίνεται σαφώς πιο λυρική τόσο στις νότες όσο και στους στίχους, αλλαγή που θα παγιωθεί στο έντονα ροκ και ψυχεδελικό “Revolver” (1966), για να ολοκληρωθεί στο “Pepper” (1967), ένα ορόσημο αισθητικής, πειραματισμού και εμπλουτισμένης έκστασης. Το “Λευκό άλμπουμ” που ακολουθεί (1968), είναι η πλήρης επιβεβαίωση μιας μουσικής εξέγερσης, στην οποία οι Beatles ανοίγουν καινούργιους δρόμους με μια εκπληκτική ταχύτητα αναδόμησης στα όρια του εξτρεμισμού, επινοώντας νέες τεχνοτροπίες σε ένα ανατρεπτικό πεδίο βαθιάς εκφραστικής προσέγγισης.

Τι περισσότερο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από μια μπάντα που είχε προλάβει μέσα σε ελάχιστα χρόνια να γοητεύσει την τελειότητα και να φτάσει βαθιά στον πυρήνα της τέχνης, αγγίζοντας με κάθε πιθανό τρόπο τη ζωντάνια της ψυχής με την υφή μιας μοναδικής μέθης; Και όμως, τα “σκαθάρια” θα αποδειχτούν για μια ακόμα φορά γενναιόδωρα, χαρίζοντάς μας έναν καμβά πάνω στον οποίο θα αποτυπωθεί ένας νέος θρίαμβος για τη μεγαλύτερη πεντάδα (μαζί με τον Μάρτιν) μουσικής ευφυΐας που γνώρισε ποτέ η ίδια η μουσική. Θα χρειαστεί πρώτα μια μικρή ανακωχή, αφού οι τριβές ανάμεσα στα μέλη του γκρουπ είναι συνεχείς και εξοντωτικά ψυχοφθόρες, κάτι που επιτείνει ακόμα περισσότερο η παρουσία – και τα σχόλια – της Γιόκο Όνο στις ηχογραφήσεις του “Get back” (μετέπειτα “Let it be”), τα sessions του οποίου έχουν ξεκινήσει πριν το “Abbey Road”.

AP IMAGES

Η διάβαση της φωτογράφισης για το εξώφυλλο του “Abbey Road” και στο βάθος το ιστορικό στούντιο.

Όμως, έστω και για λίγο, οι Beatles θα μπουν στα θρυλικά στούντιο της Abbey Road και θα μεγαλουργήσουν ξανά, αυτή τη φορά φτάνοντας στη δημιουργία μέσα από μόνιμες διαφωνίες σε μια καταδικασμένη διαλεκτική “μάχη”, μόνο και μόνο για να απεγκλωβίσουν για μια τελευταία φορά την έμπνευσή τους μέσα από κάθε φορμαλιστικό και επιτηδευμένο περίβλημα. Η αισθητική τους άποψη – όσο και αν μεταξύ τους είναι αποκομμένοι – ανακαλύπτει καινούργια μονοπάτια εντελώς απροσδόκητα και τολμηρά, γκρεμίζοντας κάθε απροσπέλαστο “αξίωμα”, για να προσθέσει έναν ακόμα ογκόλιθο στη μυθολογική τους επιρροή, μέσω μιας θυελλώδους “αρχιτεκτονικής” σύλληψης της μουσικής, που περιφρονεί τη στυλιζαρισμένη λογική σειρά, αντιπαραθέτοντας νότες που χορεύουν με τον χώρο σμιλεύοντας τον χρόνο.

Μέσα στο “Abbey Road”, οι Beatles επινοούν και πάλι – για πολλοστή φορά –  τον εαυτό τους, συσσωρεύοντας εικόνες, ήχους και τεχνικές, προκειμένου να “διαβαστούν” πιο εύκολα το κενό, ο ψίθυρος, αλλά και η μελαγχολία του τέλους που πλησιάζει αμείλικτα. Η ηχητική μυσταγωγία των “σκαθαριών” επιτρέπει στον καθένα να γίνει “αυτόπτης μάρτυρας” μιας ιεροτελεστίας που απλώνεται με ιλιγγιώδη πειθώ, σαρώνοντας κάθε πιθανή σπιθαμή ενδοσκόπησης, όσο οδυνηρή και αν είναι αυτή. Μέσα στο άλμπουμ “δικαιώνεται” για μια ακόμα φορά η σπάνια αίσθηση της μελωδίας, η γλώσσα της εσωτερικότητας, η πηγή του ανείπωτου. Το “Abbey Road” είναι ζωή, χείμαρρος, σκέψη, ζωγραφική, κλειδοκύμβαλα, μπαλόνια, βιολοντσέλα, τέχνη.

Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη φόρμα που να κυριαρχεί μέσα στα αυλάκια του βινύλιου, αφού οι Beatles φροντίζουν να χτίσουν – για μια ακόμη φορά – έναν πολυσύνθετο χώρο, μέσα στον οποίο τοποθετούν πολλαπλούς καθρέφτες, που αντανακλούν μουσικούς τρόπους και τόπους: pop, rock, art rock, progressive rock, blues, music hall, hard rock, rock ‘n roll, folk rock, ψυχεδέλεια, συμφωνικό rock, τα πάντα! Σύμβολα και μορφές εναλλάσσονται το ένα μετά το άλλο με τέτοια ονειρική αρμονία, ώστε υπερβαίνουν σε εμβέλεια κάθε γνωστή διάσταση. Οι “κοσμικές” ενορχηστρώσεις του Τζορτζ Μάρτιν περιφρονούν κάθε κωδικοποιημένο περιβάλλον, απογειώνοντας το τελικό αποτέλεσμα με τη χρήση – εκτός των άλλων – του Moog synthesizer και του Leslie speaker, που στην ουσία σκορπούν λιωμένα χρώματα μέσα στις παρτιτούρες.

AP IMAGES

Κέρινα ομοιώματα των Beatles το 1988 στην Abbey Road, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου με την ιστορία των θρυλικών στούντιο.

Τα 17 τραγούδια του LP θα χωρέσουν μέσα σε κάτι περισσότερο από 47 λεπτά, στη διάρκεια των οποίων οι ρίζες, ο ανατρεπτικός τρόπος σκέψης και η “αινιγματική” ευαισθησία γίνονται ένα, καταργώντας τα σύνορα ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή. Από τις πρώτες νότες της υπέροχης μπασογραμμής του Μακ Κάρτνεϊ στο “Come together” με τα bluesy φωνητικά του Λένον, γίνονται φανερές οι προθέσεις. Οι Beatles είναι εδώ, ωραίοι, παθιασμένοι, εκρηκτικοί, δίχως στέγη, νόμο και πίστη. Ακολουθεί ένα ουράνιο χαλί διάρκειας τριών λεπτών, μέσα στα οποία ξετυλίγεται όλη η βελούδινη εσωτερικότητα του Τζορτζ Χάρισον, ίσως στο πιο μελωδικό “κάδρο” της καριέρας του. Το “Something” είναι μια θεία περιπλάνηση στις κλασικές αρμονίες, ένα μνημείο των “παλιών ευγενών υλικών”, τοποθετημένων με τον πλέον φυσικό τρόπο μέσα στο πιο ουράνιο πλαίσιο.

Σειρά έχει το “Maxwell’s silver hammer” με την κομψή φωνή του Πολ και την ανθισμένη γλυκύτητα του Μόουγκ συνθεσάιζερ που μας ταξιδεύουν στα βρετανικά music halls του μεσοπολέμου. Ο Μακ Κάρτνεϊ συνεχίζει και στο “σκληρό” “Oh darling”, ενορχηστρωμένο σε doo-wop στυλ, με τον Μπίλι Πρέστον να προσθέτει τα μαγικά του πλήκτρα στο Fender Rhodes ηλεκτρικό όργανο, μέσα σε μια φωνητική μαγεία του ριψοκίνδυνα εκφραστικού Πολ. Η σκυτάλη περνάει στον Ρίνγκο Σταρ και το “Octopus’s garden”, μια ανάλαφρη μελωδία που αγγίζει όλες τις ευαίσθητες χορδές με ένα καμουφλαρισμένο παράπονο που τελικά χάνεται με ένα αγνό fade out μέσα στη μικρή αυτή συμφωνία χρωμάτων που μας προσφέρει ο τυμπανιστής των “σκαθαριών”.

Η πρώτη πλευρά του άλμπουμ ολοκληρώνεται με την πιο progressive αναζήτηση του Λένον, το “I want you (She’s so heavy)”, με ολοφάνερα τα στοιχεία του ηλεκτρικού blues στην παρτιτούρα. Ένα ασυνήθιστο – για Beatles – τραγούδι (σχεδόν οκτώ λεπτά σε διάρκεια), μια ευθεία κατάθεση ψυχής του Τζον για την αγαπημένη του Γιόκο, στην τελευταία φορά που τα τέσσερα “σκαθάρια” βρέθηκαν μαζί σε στούντιο (20 Αυγούστου 1969). Γυρίζοντας πλευρά τον δίσκο, συναντάμε τον πιο ρομαντικό μουσαμά του “Abbey Road”, το “Here comes the sun”, τον ονειρικό ποιητικό γαλαξία του Χάρισον, με τη μοναδική ενορχήστρωση του Μάρτιν, που πρόσθεσε μια ηχητική – και απόλυτα διακριτική – πανδαισία έγχορδων και πνευστών, με τέσσερις βιόλες, τέσσερα τσέλα, έξι φλάουτα και δυο κλαρινέτα.

AP IMAGES

Χάρισον, Λένον, Μακ Κάρτνεϊ και Σταρ έξω από τα στούντιο της “Abbey Road”, λίγο πριν τη φωτογράφιση.

Αμέσως μετά είναι η σειρά του “Because”, μιας μπαλάντας με τις μοναδικές αποχρώσεις της υπέροχης τριφωνίας των Τζον, Πολ και Τζορτζ που ηχογραφήθηκε τρεις φορές ώστε να προκύψουν εννέα φωνές. Ένα ακόμα ταξίδι με φόντο τη Σονάτα του σεληνόφωτος του Μπετόβεν, πηγή έμπνευσης του Λένον για τη σύνθεση, ίσως στην πιο περίπλοκη παρτιτούρα του δίσκου. Τα επόμενα οκτώ τραγούδια του LP αποτελούν το περίφημο Medley, τη σουίτα που δημιούργησαν από κοινού οι Μακ Κάρτνεϊ και Μάρτιν και για την οποία είχε εκφράσει την κάθετη αντίθεσή του ο Λένον. Το Medley ξεκινάει με το “You never give me your money”, εκεί όπου ο Μακ Κάρτνεϊ μας προσφέρει ίσως την πιο μεστή φωνητική του “παράσταση”, αλλάζοντας τρεις διαφορετικές χροιές, μια στο “You never give me money”, μια στο “Out of college” και μια στο “One sweet dream”, με μια θαυμαστή ερμηνευτική ισορροπία που χαρακτηρίζεται από χρωματιστά στίγματα που συνθέτουν το ορατό και το απτό.

Μετά από μια ακόμη τριφωνία των Τζον, Πολ και Τζορτζ στο art rock ατμοσφαιρικό “Sun King”, ακολουθούν δυο τραγούδια του Λένον, τα “Mean Mr. Mustard” (γραμμένο το 1968 στην Ινδία) και “Polythene Pam”, με φανερές τις καθαρόαιμες ροκ φόρμες που σκορπίζουν στην ατμόσφαιρα μια εφηβική φρεσκάδα που θυμίζει τον αρχέγονο ήχο των Beatles, αν και με εκλεπτυσμένες χρωματικές αποχρώσεις που μετασχηματίζονται μέσα στο νέο τους περιβάλλον. Το Medley ολοκληρώνεται με τέσσερα τραγούδια του Μακ Κάρτνεϊ, ξεκινώντας από το “She came in through the bathroom window”, μια ακόμα ροκ πινελιά πάνω στο αναλόγιο. Ακολουθεί το “Golden slumbers”, ένα υπέροχο νανούρισμα που εξερευνά την αισθητική δυναμική των πλήκτρων του θρυλικού όρθιου Challen πιάνου σε συνδυασμό με την αφόρητα τρυφερή φωνή του Πολ, πριν “ανοίξουν οι ουρανοί” με το συμφωνικό “Carry that weight”.

AP IMAGES

Το πιάνο Challen, στο οποίο έπαιξαν οι Λένον, Μακ Κάρτνεϊ και Μάρτιν στη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Abbey Road”.

Σχεδόν μια ολόκληρη ορχήστρα (δώδεκα βιολιά, τέσσερις βιόλες, τέσσερα τσέλα, τέσσερα κόρνα, τρεις τρομπέτες και δυο τρομπόνια) ανατρέπει τη δομή, δημιουργώντας μια διαρκή δόνηση με τις υπερβατικές αρμονίες ενός κόσμου που “περιγράφεται” με τον πιο πειστικό τρόπο στην τελευταία χορωδιακή εμφάνιση και των τεσσάρων Beatles μαζί. Ο Μακ Κάρτνεϊ είναι υπεύθυνος για το κλείσιμο του Medley με το προφητικό “The end”, μια hard rock αυλαία που χαρακτηρίζεται από το σόλο στα τύμπανα, θυμίζοντάς μας πόσο εγκεφαλικός ντράμερ ήταν ο Ρίνγκο Σταρ, αλλά και από το κιθαριστικό σόλο του Πολ στην Fender Esquire. Όπως είχε γράψει ο Τζον Μέντελσον στο Rolling Stone, “το ‘The end’ είναι ο τέλειος επιτάφιος στην επίσκεψή μας στον κόσμο των ονείρων των Beatles”.

Και ενώ όλοι νομίζουν ότι το άλμπουμ έχει τελειώσει με τον υπέροχο στίχο του Μακ Κάρτνεϊ, “The love you take is equal to the love you make”, μετά από είκοσι δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής, έρχονται 23 ακόμα δεύτερα μουσικής με το φολκ “Her Majesty” (που θυμίζει τόσο πολύ το “Alice’s restaurant” του Άρλο Γκάθρι), για να ολοκληρωθεί το “Abbey Road”, ένα LP που πενήντα χρόνια μετά, παραμένει τόσο ζωντανό όσο και την 26η Σεπτεμβρίου του 1969, που κόσμησε για πρώτη φορά τις βιτρίνες των βρετανικών δισκοπωλείων. Το εξώφυλλο είναι ένα – ακόμη – εικαστικό έργο τέχνης, μοναδικό και αυτό στο είδος του, το βινύλιο, και στις δυο πλευρές του, είναι η συνάντηση της αρμονίας, της δημιουργίας και της πολυμορφίας, με την τελειότητα. Τα τέσσερα “σκαθάρια” που διασχίζουν την πιο γνωστή – παγκοσμίως – διάβαση της μουσικής, βάζοντας τη σφραγίδα τους σε μια μαγική τροχιά ακροβασίας με ένα ακόμα αιώνιο στολίδι μεθυστικής ενέργειας, ηχητικής αισθητικής και δημιουργικής ευφυΐας.

* Photo Credits: AP Images