Τα Πρόσωπα κι οι Ιστορίες της Ανιές Βαρντά θα ζουν για πάντα
Η εμβληματική δημιουργός της Νουβέλ Βαγκ πέθανε στα 90 της χρόνια αφήνοντας πίσω ένα έργο ζωής, για την ίδια τη ζωή.
- 4 ΑΠΡ 2019
«Το να σκέφτεσαι τους νεκρούς είναι καλό», λέει σε κάποια στιγμή στη διάρκεια της περιπλάνησής της με τον JR η Ανιές Βαρντά στη διάρκεια του σπουδαίου ντοκιμαντέρ της ‘Visages Villages’ (‘Πρόσωπα και Ιστορίες’). «Αλλά υπάρχουν μέρη όπου είναι ευκολότερο να τους φέρεις στο νου».
(AP Photo)
Ήταν μια στιγμή που μου έμεινε στο μυαλό για καιρό αφότου είχα δει το φιλμ, ένα θαυμάσιο ντοκιμαντέρ βουτηγμένο μες στη χαρά της ζωής, ένα απόλυτα ταγμένο σε μια ‘εδώ και τώρα’ αφήγηση για τη ζωή, την τέχνη, τον ουμανισμό. Ήταν στη διάρκεια αυτής της σχεδόν διετούς φεστιβαλικής περιπλάνησης της ταινίας που η Βαρντά επανασυστήθηκε σε μια ολόκληρη νέα γενιά θεατών- τις ώρες και τις μέρες που ακολούθησαν την είδηση του θανάτου της, στα 90 της χρόνια πια, έμοιαζε φαινομενικά όλο το ίντερνετ γεμάτο από εικόνες και αφηγήσεις, γεμάτο πρόσωπα και ιστορίες, με αυτή και συνεργάτες και κριτικούς και θαυμαστές.
Η Βαρντά φυσικά υπήρξε επί δεκαετίες μια ορμητική, καθοριστική δύναμη στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού σινεμά, με τρόπο που, όπως έθεσε κι ο Μάρτιν Σκορσέζε στο πολύ συγκινητικό του αποχαιρετιστήριο μήνυμα, την έκανε να ξεχωρίζει από κάθε άλλο σύγχρονό της ή και μετέπειτα δημιουργό. “Αμφιβάλλω για το κατά πόσο η Βαρντά ακολούθησε ποτέ τα μονοπάτια οποιοδήποτε άλλου, σε οποιαδήποτε γωνιά της ζωής ή της τέχνης της… που είναι ένα και το αυτό. Περπάτησε το δικό της μονοπάτι, εκείνη κι η κάμερά της. Κάθε μία από τις χειροποίητες ταινίες της, τόσο όμορφα ισορροπημένη ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, δε μοιάζει με κανενός άλλου- κάθε εικόνα, κάθε cut. Τι σύνολο έργου άφησε πίσω: ταινίες μικρές και μεγάλες, παιχνιδιάρικες και σκληρές, γενναιόδωρες και μοναχικές, λυρικές και ανένδοτες… και ζωντανές.”
H Βαρντά ξεκίνησε την κινηματογραφική της καριέρα στα μέσα των ‘50s και σύντομα θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην Νουβέλ Βαγκ αν και στην πραγματικότητα, παρότι στο σινεμά της συναντάμε πολλά κεντρικά στοιχεία του κινήματος, η ίδια τελικά ανήκε περισσότερο στο Left Bank σινεμά μαζί με σκηνοθέτες σαν τον Ρενέ ή τον Μαρκέρ, δημιουργοί περισσότερο αντικομφορμιστές και για τους οποίους το σινεμά δρα περισσότερο πειραματικά και συμπληρωματικά με άλλες μορφές τέχνης και έκφρασης- η ίδια η Βαρντά ξεκίνησε ως φωτογράφος και ποτέ δε σταμάτησε να ξεχωρίζει στο έργο της η σημασία, το βάρος και η ζωή της ακίνητης εικόνας (αν και στη Βαρντά μια εικόνα ποτέ δεν έμοιαζε αληθινά ακίνητη).
Το έργο της μοιάζει πάντα να προέρχεται από ένα χώρο τόσο βαθιά προσωπικό και μακριά από κάθε ακαδημαϊκή κατασκευή και προέλευση, κι αυτό φαινομενικά επεκτείνεται σε κάθε διάσταση της προσωπικότητάς της. «Δεν είμαι θεωρητικός του φεμινισμού», δήλωνε, «αλλά τα κάνω όλα -τις φωτογραφίες μου, την τέχνη μου, το σινεμά μου, τη ζωή μου- με τους δικούς μου όρους, και δεν τα κάνω σαν άντρας». Η ματιά της και οι θεματικές της, κάνουν το έργο της αναμφίβολα τεράστιο κεφάλαιο για το κίνημα. «Είμαι τόσο γνωστή ως φεμινίστρια, και μάλλον πιστεύουν ότι είμαι κι από τις πρώτες», λέει γελώντας.
Στην μακρά της καριέρα σκηνοθέτησε φιλμ που αντιστέκονται στην αυστηρή κατηγοριοποίηση, χωρίς ποτέ να σταματήσει να πειραματίζεται με τη φόρμα και το περιεχόμενο, διατηρώντας όμως ως απόλυτη σταθερά μια ματιά βαθύτατα ουμανιστική, ακόμα και στο βάθος ταινιών, ιστοριών και εικόνων που μπορεί να έμοιαζαν σκληρές ή παγωμένες. Κέρδισε πολλά βραβεία στη ζωή της, πολλά εξ αυτών τιμητικά. Δεν φαίνεται το είδος του ανθρώπου που θα την ένοιαζε πάρα πολύ το να μπει σε μια τέτοια λογική, αλλά δε φαινόταν και το είδος του ανθρώπου που θα αντιδρούσε ποτέ και άσχημα σε οποιαδήποτε έκφραση αγάπης.
(Chris Pizzello/Invision/AP)
(AP Photo/Thibault Camus)
Έτσι κι αλλιώς όλα αυτά παροδικά είναι, όπως έλεγε και ξανάλεγε διαμέσου του έργου της. Με αρχή το μνημειώδες ‘Cléo de 5 à 7’ (‘H Κλεό από τις 5 ως τις 7’) γίνεται εμφανές πόσο τη συναρπάζει η διαρκής εξερεύνηση του θνητού μας χαρακτήρα, της ζωής και του πάθους κάτω από ένα διαρκές πέπλο θανάτου, το πώς τα πάντα είναι μικρά παράθυρα σε ένα μεγάλο υπαρξιακό κενό, και πώς αυτό ακριβώς είναι που κάνει τη σύντομη ύπαρξή μας να έχει τόσο μεγάλη αξία.
Όπως ακριβώς τα έργα στο ‘Πρόσωπα και Ιστορίες’, οι μεγάλες προσωπογραφίες που σβήνονται (ή θα σβηστούν, νομοτελειακά) αλλά όσο ήταν εκεί, είχαν κάτι να πουν, κι αυτό το ‘κάτι’ δε θα παύσει ποτέ. Μοιράζοντας κάπως την τεράστια απόσταση ανάμεσα στα δύο αυτά εκ των πραγμάτων εμβληματικά της έργα, στο ‘Jacquot de Nantes’ του 1991 μπλέκει ανατριχιαστικά φίξιον και ντοκουμέντο για να σκιαγραφήσει το πορτρέτο του επί δεκαετίες συζύγου της, Ζακ Ντεμί, όταν εκείνος πέθανε το 1990.
Στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, πριν λίγες βδομάδες, η Βαρντά παρουσίασε την τελευταία ταινία της, ‘Varda par Agnès’ (‘Varda by Agnes’), ένα δίωρο ταξίδι στο ίδιο της το έργο όπου η καλλιτέχνης μιλά για το πώς δημιούργησε σινεμά και τέχνη. Από το Βερολίνο έγραφε ο Γιάννης Σαχανίδης πως η ταινία “μιλά για το πώς σκέφτεται σινεμά, το πώς έστησε τις ταινίες, τον τρόπο που πάντα το ντοκιμαντέρ και η άφιλτρη πραγματικότητα βρίσκονται στο κέντρο της δουλειάς της.” Αυτοβιογραφικός επίλογος ίσως;
Καθώς η ίδια ήξερε πως δεν είχε ακόμα πολύ χρόνο, έκανε το μόνο πράγμα που έβγαζε νόημα. Συνέχισε να δημιουργεί, δηλαδή να καταγράφει, δηλαδή να σχεδιάζει κι άλλα πρόσωπα, να λέει κι άλλες ιστορίες.
Εντελώς παροδικά, εντελώς ανεξίτηλα.
***
Πέντε ταινίες της Ανιές Βαρντά που πρέπει να δεις
‘Cléo de 5 à 7’
Μια τραγουδίστρια περνά δυο ώρες περιπλανώμενη στους δρόμους του Παρισιού ενώ περιμένει τα αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων τα οποία είναι σίγουρη πως θα είναι δυσάρεστα.
Επιδραστική μίξη σινεμά βεριτέ και μελοδράματος σε μια από τις σημαντικότερες ταινίες της ιστορίας του σινεμά, με τη Βαρντά να ακολουθεί την ηρωίδα της σε μια αληθινού χρόνου διαδρομή αναζήτησης και ανθρώπινης σύνδεσης υπό ένα διαρκές σύννεφο φόβου του θανάτου. Μόνο στα χέρια και τις εικόνες της Βαρντά θα μπορούσε ένα τέτοιο δραματικό βάρος να εκφραστεί τόσο ανάλαφρα, μιας και η σπουδαία δημιουργός δε σταμάτησε ποτέ να εξερευνά το θνητό μας χαρακτήρα μέσα από ιστορίες φευγαλέες, για το πώς κάτι στιγμιαίο μπορεί να διαρκεί για πάντα.
Η κάμερά της ακολουθεί την Κλεό την ώρα που οι γύρω της την αντιμετωπίζουν -με τον ένα τρόπο ή τον άλλον- σαν αντικείμενο (μια εκπληκτική υποκειμενική σκηνή περπατήματος στο δρόμο αναδεικνύει καθοριστικά την έννοια του ‘αντρικού βλέμματος’ στο σινεμά, κάνοντάς μας όλους και όλες δέκτες του), κι εκείνη προσπαθεί συνειδητά ή μη, να ορίσει την ύπαρξή της. «Κούκλα, είναι λάθος να είσαι άρρωστη» ακούει, «Όλοι με κακομαθαίνουν, κανείς δε με αγαπά» σκέφτεται. Καθώς ένα βλέμμα απομακρύνεται στο βάθος του δρόμου, η ζωή φυσικά συνεχίζεται.
Le Bonheur
Ένας μαραγκός ζει μια συνηθισμένη, ευτυχισμένη ζωή με τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του μέχρι που γνωρίζει μια νεαρή κοπέλα την οποία κυνηγά προσπαθώντας μαζί της να -πώς αλλιώς να το πούμε- συμπληρώσει την ευτυχία της ζωής του.
Αγνός, σαρκαστικός, πικρός τρόμος της συνηθισμένης καθημερινότητας, γυρισμένος με έναν εντελώς αναπολογητικά ευθύ τρόπο. Ο θάνατος καταλαμβάνει κι εδώ απολύτως κεντρικό ρόλο, όπως κι η πλαισίωσή του από τη Βαρντά με μια σκληρή μοραλιστική εξερεύνηση της ζωής, της ευτυχίας γύρω από αυτόν.
Σταθμός για τη Βαρντά, για τη Νουβέλ Βαγκ αλλά και για την εξερεύνηση φεμινιστικών στοιχείων στο σινεμά, λίγο πριν τα σεισμικά γεγονότα του Μάη του ‘68.
Vagabond
Η ταινία ξεκινά με έναν θάνατο, για την ακρίβεια με ένα άψυχο κορμί μιας γυναίκας, και στην συνέχεια μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο ώστε να σχηματίσει το πορτρέτο της και της πορείας της προς το θάνατο. Η ηρωίδα της Βαρντά ζωντανεύει μέσα από μικρές επαναστάσεις και αντισυμβατικές στάσεις ζωής, ταξιδεύοντας από μέρος σε μέρος αποζητώντας ελευθερία αντί κομφορμισμού. Επίμονο, σκληρό προφίλ για την ανάγκη και το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία, με τη Βαρντά να μη φοβάται ούτε δευτερόλεπτο για το αν η ηρωίδα της θα φανεί σκληρή, ή όχι συμπαθής, σκιαγραφώντας την μέσα από τα μάτια των περαστικών από τη ζωή της, κι αυτή σαν μια σειρά από ιστορίες.
Η Σίλα Ο’Μάλεϊ ως επικήδειο στη Βαρντά εστιάζει σε μια τρομερά ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια της μεθόδου της σκηνοθέτη όπως εκφράστηκε μέσα από τις οδηγίες της στην πρωταγωνίστρια του φιλμ, Σαντρίν Μπονέρ. Η μόνη σκηνοθετική οδηγία που της έδωσε για να χτίσει την εντυπωσιακή ερμηνεία της και να σηκώσει στις πλάτες της το φιλμ, ήταν αυτό το απλό σχόλιο: «Αυτός ο χαρακτήρας δεν λέει ποτέ ‘ευχαριστώ’.» Και τα πάντα ακολούθησαν πάνω σε αυτό.
Pointe Courte
Σκηνές από τη ζωή σε ένα χωριό του Γαλλικού νότου αντιπαραβάλλονται με ενός ζευγαριού που έρχεται αντιμέτωπο με την πραγματικότητα της σχέσης τους. Οι ταινίες της Βαρντά που θα μπορούσαν ακόμα να συμπεριληφθούν εδώ είναι πολλές, όμως οφείλαμε να ξεχωρίσουμε ετούτο τόσο επειδή είναι το ντεμπούτο της όσο κι επειδή θεωρείται μιας από τις σημαντικότερες δημιουργίες προς τη γέννηση της Νουβέλ Βαγκ.
Κι επειδή, για να μη γελιόμαστε, μας έδωσε το πιο iconic σκηνοθετικό στιγμιότυπο του σύμπαντος.
Visages Villages (Faces Places)
Η Βαρντά κι ο εικαστικός JR ταξιδεύουν μαζί σε χωριά της Γαλλίας γνωρίζοντας ανθρώπους, μαθαίνοντας τις ιστορίες τους και δημιουργώντας τεράστια πορτρέτα. Ένα γλυκό, ουμανιστικό road movie πάνω στον παροδικό χαρακτήρα της τέχνης και, ταυτόχρονα, της ζωής. Η Βαρντά λέει στην αρχή της ταινίας πως ο JR της θυμίζει έναν νεαρό Γκοντάρ και το φιλμ κλείνει τον αφηγηματικό του κύκλο με μια εντυπωσιακή σύγκρουση ιδεών και προσεγγίσεων, δίψας για επαφή ενάντια στον ερμητισμό- ένας διαρκής, γλυκός διαλογισμός πάνω στο τι σημαίνει να αφουγκράζεσαι τη ζωή μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων που βρίσκονται γύρω σου. Ή πως, παραμένοντας πιστή σε αυτό που πάντα πρέσβευε, μια δημιουργός στα 89 της χρόνια κατάφερε να δημιουργήσει μια ολόκληρη νέα γενιά θαυμαστών. Αν αυτό δεν είναι λόγος να συνεχίζεις, τότε τι;