Ο Aneurin Barnard είναι ο καλύτερος time traveller του Hollywood
- 7 ΑΥΓ 2020
Έχουμε βρεθεί για να μιλήσουμε για το ‘Barkskins’, το νέο περιβαλλοντικό έπος του National Geographic. Μία ιστορία εποχής από τα τέλη του 17ου αιώνα που εκτυλίσσεται στα άγρια δάση της Νέας Γαλλίας – το σημερινό Quebec του Καναδά – και βασίζεται στο βραβευμένο με Pulitzer ομώνυμο βιβλίο της Annie Proulx. «Μεγάλωσα σε μία οικογένεια ανθρακωρύχων, οπότε όλοι όσοι ήξερα έκαναν το ένα και μοναδικό πράγμα που γνώριζαν», συνεχίζει ο Barnard. «Τη σκληρή χειρωνακτική δουλειά δηλαδή, εκατοντάδες μέτρα κάτω από τη γη ψάχνοντας για άνθρακα. Ανατράφηκα εκεί, με πολλές φάρμες στο περιβάλλον μου, οπότε μεγάλωσα μέσα στη φύση. Είχα όμως πάντα λαχτάρα για την πόλη», θυμάται και ο τρόπος που το λέει ήδη προδίδει πως στην πορεία της ζωής του θα ανασκεύαζε.
Στο σετ του ‘Dunkirk’ με τον Christopher Nolan
«Ήθελα να πάω στην πόλη, ήθελα να πάω στο Hollywood, ήθελα να τα δω όλα αυτά. Και όταν τελικά τα είδα όλα αυτά, συνειδητοποίησα ότι ήταν προνόμιο να μεγαλώσω σε ένα περιβάλλον τέτοιας φυσικής ομορφιάς. Υπήρξα εμμονικός με τον Καναδά, την Αλάσκα, τέτοια μέρη, όλη μου τη ζωή, οπότε το να κάνω γυρίσματα για κάτι που έχει τη βάση του εκεί και γυρίστηκε στην κανονική τοποθεσία ήταν πολύ ξεχωριστό. Και σου κάνει και πιο εύκολη τη δουλειά σου, γιατί είσαι εκεί. Είσαι εκεί χωρίς πράσινες και μπλε οθόνες σε κάποιο στούντιο στο Λος Άντζελες. Βρίσκεσαι εκεί που βρέθηκαν όντως κάποτε οι τύποι ανθρώπων που υποδύεσαι».
Στο ‘Barkskins’, ο Barnard υποδύεται τον Hamish Goames, έναν υπάλληλο της Hudson Bay Company, της πραγματικής καναδικής εταιρείας με εμπορικά συμφέροντα στην περιοχή, που καταφτάνει στη Νέα Γαλλία προς αναζήτηση ενός εξαφανισμένου συναδέλφου του. Μαζί του ταξιδεύει ο φίλος του και συνεργάτης του Yvon, ο ιθαγενής που υποδύεται έξοχα όπως πάντα ο Zahn McClarnon. Ο Goames του φέρεται απολύτως ισότιμα και, αν κάποιος βρεθεί στον δρόμο τους που δεν θα κάνει το ίδιο, δεν διστάζει να περάσει σε προειδοποιήσεις και απειλές.
Ως Hamish Goames προειδοποιεί έναν ιδιοκτήτη πανδοχείου να δώσει κανονικό δωμάτιο στον Yvon
«Καμιά φορά το παρακάνουμε με τις πεποιθήσεις μας για το ποιος μπορεί να είναι κάποιος βάσει της ιδέας μας γι’ αυτόν», μου εξηγεί όταν τον ρωτάω για την ετερόκλητη συμμαχία δύο ανθρώπων που εκείνη την εποχή, και τη σημερινή ακόμα, είχαν πολλά να τους χωρίζουν.
«Μπορεί να προέρχεσαι απ’ οπουδήποτε, να μιλήσεις με κάποιον άνθρωπο διαφορετικού έθνους, διαφορετικού χρώματος, διαφορετικής γλώσσας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στη δοκιμασία του χρόνου κάποιοι άνθρωποι δεν τα πήγαιναν καλά απλώς γιατί ταίριαζαν τα μυαλά τους. Αυτό νομίζω συμβαίνει με τον Yvon και τον Goames που υποδύομαι. Είναι δύο αφοσιωμένοι, ταπεινοί άνθρωποι που καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον και βρήκαν μια συντροφικότητα και συναδελφικότητα στη σχέση τους που τους άρεσε, ως δύο μονάδες που προσπαθούσαν να χτίσουν μια καλύτερη καριέρα χωρίς να μαχαιρώσουν ο ένας τον άλλον. Οι άνθρωποι που δούλευαν [για τη Hudson Bay Company] ήταν πολύ αφοσιωμένοι στον σκοπό τους και αυτό από μόνο του μπορεί να είναι αρκετό. Είναι πολύ δύσκολο να διανύεις τόσο μεγάλες διαδρομές με καράβι ή με τα πόδια με κάποιον που δεν τα πας καλά. Οπότε βρίσκεις κάποιον με τον οποίο μπορείς να συνδεθείς πνευματικά, με τον οποίο η σχέση σου θα είναι ανταποδοτική. Αυτό βρήκαν μεταξύ τους».
Οι δύο άντρες θα πέσουν πάνω σε ένα μυστηριώδες μακελειό αποίκων, που έχει μετατρέψει την ήδη ασταθή τοποθεσία σχεδόν σε πεδίο μάχης. Από αυτά που έχει οργώσει πολλές φορές στην καριέρα του ως τώρα ο Barnard.
Στο σετ του ‘Barkskins’
«Είμαστε στη Νέα Γαλλία στα 1690s και θα δείτε πολλούς αποίκους, Γάλλους και Βρετανούς κυρίως, που προσπαθούν ως μετανάστες να τακτοποιηθούν στην περιοχή που είναι σήμερα το Quebec», περιγράφει. «Πολλά έχουν να κάνουν με το εμπόριο της Hudson Bay Company, την οποία ηγείτο τότε η αγγλική κυβέρνηση, και θα βρείτε ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν την περιοχή σπίτι τους όσο εκμεταλλεύονται και κακομεταχειρίζονται τους ιθαγενείς της περιοχής. Αυτό οδηγεί σε μία αυτονόητη σύγκρουση γιατί έχουν έρθει σε ένα νέο μέρος το οποίο θέλουν να κάνουν δικό τους, χωρίς όμως να έχουν έρθει σε κάποια έντιμη συνεννόηση με αυτούς που βρίσκονται ήδη εκεί. Παίρνουν από αυτούς τους ανθρώπους εδάφη που δεν πρέπει να πάρουν και όλα γίνονται στο όνομα του εμπορίου. Εμπόριο όπλων, εμπόριο δέρματος, χρυσού, ζάχαρης, αλατιού, των πάντων. Οπότε έχεις πολλές προσωπικότητες που προσπαθούν να βγάλουν κέρδος ως μετανάστες από την Ευρώπη, να ξεκινήσουν μια νέα ζωή, πολλούς ανθρώπους με όνειρα που προσπαθούν να επιβάλλουν τον δικό τους τρόπο ζωής, να βρουν τα πατήματά τους, και να δώσουν στους εαυτούς τους όσο μεγαλύτερη ισχύ γίνεται. Κάποιοι υποκρίνονται ότι είναι κάτι που δεν είναι και άλλοι είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τους πάντες για να κερδίσουν τα πάντα».
Όσο μου μιλάει παρατηρώ πως το πρόσωπό του δεν είναι τόσο γωνιώδες όσο φαίνεται πάντα στην κάμερα. Το βλέμμα του δεν έχει επίσης ίχνος από το σκοτάδι που διακρίνει τους περισσότερους ρόλους του μέχρι σήμερα. Ακόμα και στο ‘Personal History of David Copperfield’ που είδαμε φέτος όπου υποδύεται τον Steerforth, έναν ρόλο που σκηνοθετήθηκε με νεύρο και ευθυμία από τον Armando Iannucci κάνοντας χρήση του κωμικού timing του Barnard που σπάνια βλέπουμε, η ενέργειά του ήταν μελαγχολική. Ο ηθοποιός όμως έχει στην πραγματικότητα μια ήπια, αγορίστικη σχεδόν γοητεία, ανακατεύει συνεχώς τις μπούκλες του, και χαμογελάει πανεύκολα.
Στο ‘Personal History of David Copperfield’ με τον Dev Patel
Το ‘σκοτάδι’ του έμαθε να το αξιοποιεί στη δραματική σχολή όπου σπούδασε, αλλά τον δρόμο του ως εκεί τον βρήκε στα τυφλά. Θυμάται από τεσσάρων χρονών τον εαυτό του να θέλει να χαθεί μέσα στις ταινίες – το καταφύγιό του όταν αργότερα θα δυσκολευόταν στο σχολείο λόγω δυσλεξίας που δεν είχε διαγνωστεί – αλλά δεν είχε κανείς από την οικογένειά του κάποια σύνδεση με τη βιομηχανία. Όχι κάποιον γνωστό απαραίτητα. Ούτε καν κάποιες γνώσεις για το πώς την πλησιάζει κανείς. Όταν έγινε έντεκα ετών, έμαθε από έναν φίλο ότι υπήρχε μία ερασιτεχνική θεατρική ομάδα που μαζευόταν κάθε Κυριακή και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
Μέσα από την ομάδα θα μάθαινε ότι οι ηθοποιοί που αγαπούσε, με πρώτο τον επίσης Ουαλό Richard Burton που παραμένει πρότυπό του, πήγαιναν συνήθως σε σχολές υποκριτικής για να μάθουν την τέχνη τους και αργότερα αποκτούσαν ατζέντη. Αποφάσισε να ακολουθήσει τα ίδια βήματα, και είχε μάλιστα την πολυτέλεια επιλογής να διαλέξει τον ατζέντη του όταν διαπίστωσε ότι ενδιαφέρονταν πολλοί να τον αναλάβουν. Έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή του το 2008, ο Barnard θα έπαιζε τον Melchior του σπουδαίου, βραβευμένου ‘Spring Awakening’ στο θέατρο και λίγο αργότερα θα κέρδιζε ένα πρεστίζ Olivier Award για την ερμηνεία του. Το βραβείο θα το έδινε τελικά στη μητέρα του για να το βάλει στο ράφι πάνω από το τζάκι.
Ο Barnard με το βραβείο του Καλύτερου Ηθοποιού σε Μιούζικαλ για το ‘Spring Awakening’, στα Laurence Olivier Awards το 2010
Δεν το ήξερε ακόμα, αλλά ο Melchior θα ήταν μόλις ένας από τους χαρακτήρες που θα υποδυόταν σε ταινίες και σειρές εποχής. Για γιος πατέρα ανθρακωρύχου και μάνας εργάτριας, ο Barnard έχει υποδυθεί πολλούς συντηρητικούς αριστοκράτες. Αντιλαμβάνεται την ειρωνεία της υπόθεσης, του αρέσει όμως να σκαλίζει στις πανοπλίες και τα ημίψηλα καπέλα για να βρει το ανθρώπινο στοιχείο. Χαλάλι και οι απαιτήσεις των γυρισμάτων κάτω από εκατό στρώματα υφάσματος.
«Έχω κάνει πολλές δουλειές φορώντας πανοπλία και αλυσόπλεκτους θώρακες και είναι πάρα πολύ δύσκολο. Πάρα πολύ! Όταν φοράς μπότες μέχρι το γόνατο και τα κουνούπια σε τσιμπάνε σε όποιο σημείο του δέρματός σου μπορούν να βρουν και εσύ πρέπει να προσπαθήσεις να φανείς κουλ στην οθόνη όσο φοράς όλα αυτά, γίνεται πολύ δύσκολο. Αλλά δεν είναι και τόσο όταν το συγκρίνεις με όσα συμβαίνουν στον κόσμο και με άλλα επαγγέλματα που κάνουν οι άνθρωποι. Απλώς είναι αστείο όταν σου συμβαίνει και πρέπει να το αντιμετωπίσεις, γιατί είσαι εκεί και πρέπει να επικεντρωθείς στη σοβαρότητα του πράγματος αλλιώς θα ξεσπάσεις σε γέλια. Γιατί είναι γελοίο!».
Στο ‘White Queen’ ως Ριχάρδος Γ’
Από ‘70s γόης στο ‘Hunky Dory’ και ανήθικος Darnley στο ‘Mary Queen of Scots’, μέχρι τον φιλόδοξο Boris στο ‘Πόλεμος και Ειρήνη’ του BBC, τον Βασιλιά Ριχάρδο Γ΄στο ‘White Queen’ και τον Γάλλο κατάσκοπο στο ‘Dunkirk’ του Christopher Nolan, ο Barnard έχει γίνει ο πιο αξιόπιστος time traveller της βιομηχανίας.
«Ειδικά όταν έχεις ένα όπλο περασμένο στον ώμο σου που σε κλωτσάει όσο τρέχεις όλη τη μέρα, και δεν μπορείς απλά να αυτοσχεδιάσεις κάποια σκηνή όπου θα παραπονιέσαι που κοκκίνησε ο κώλος σου επειδή τον χτυπάει συνέχεια το όπλο», συνεχίζει γελώντας. «Μόνο τις τσάντες μας να σκεφτείς! Όταν ήταν να κατασκηνώσουμε [στο Barkskins’], είχαμε κάτι γιγάντιες δερμάτινες τσάντες – και κάτι μουσκέτα μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα γαλλικά μουσκέτα – τις οποίες είχαν γεμίσει για να νιώθουμε το βάρος που ένιωθαν τότε. Φυσικά άλλαζαν και τη στάση του σώματός μας. Το έδαφος ήταν πάντα ανισόπεδο, όπως ακριβώς θα το ήθελε και το National Geographic για να είναι μία αυθεντική απεικόνιση, και τα τομάρια πάνω μας φοβερά χοντρά. Εγώ φορούσα και περούκα που με έτρωγε για βδομάδες».
«Ο Zahn [McClarnon] και εγώ είμαστε τυχεροί και μπορούμε να μπούμε και να βγούμε στη στιγμή, οπότε είναι το χιούμορ που μας βοηθάει να αντιμετωπίζουμε τη δυσφορία. Κάποιοι ηθοποιοί θέλουν να μένουν in character όλη την ώρα και είναι σεβαστό […] Εγώ θέλω να είμαι όσο πιο κοντά γίνεται στην αλήθεια, αλλά δεν είμαι ηθοποιός μεθόδου. Μου αρέσει η συγκεκριμένη προσέγγιση σε ό,τι αφορά την αυθεντική αίσθηση ότι είμαι εκεί, απλώς δεν θέλω να μένω εκεί. Κάνουμε ό,τι μπορούμε να μας βοηθήσει. Δεν είμαστε όντως σε εκείνη την εποχή, δεν είμαστε οι άνθρωποι που χρειαζόταν να τα περάσουν όλα αυτά. Υποκρινόμαστε και μας φροντίζουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας».
Στο ‘War and Peace’ του BBC ως Boris Drubetskoy
Εκτός από τον βαρύ εξοπλισμό που τους βύθιζε στη γη και τα κουνούπια που τους είχαν κεντίσει τα πόδια, ο Barnard και ο McClarnon έπρεπε επίσης να κατέβουν λίμνες και ποτάμια με κανό:
«Κάναμε πάρα πολύ κανό και εκείνα τα παλιά, παραδοσιακά κανό δεν έχουν καμία απολύτως ισορροπία. Καμία! (γέλια). Δεν είναι επίπεδο το κάτω μέρος τους, είναι στρογγυλεμένο, που σημαίνει ότι δεν έχεις καμία βοήθεια. Καμία απολύτως βοήθεια για να παραμείνεις στην επιφάνεια. Κάναμε αρκετές πρόβες για να βεβαιωθούμε ότι μπορούσαμε να το κάνουμε. Δεν τις κάναμε ποτέ με τα κοστούμια των ρόλων, δεν τις κάναμε ποτέ με τα σωστά μαλλιά, το makeup, τα μικρόφωνα, τα όπλα, τα τόμαχοκ, δεν τις κάναμε με τίποτε απ’ αυτά. Την πρώτη φορά που τα κάναμε με όλα αυτά ήταν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και σε όλες τις προηγούμενες φορές είχαμε πέσει στο νερό. Δεν είχαμε αντικαταστάτες, δεν είχαμε δεύτερα ρούχα, αλλά ευτυχώς το καταφέραμε. Αυτά τα πράγματα, όταν τα κάνεις επιτόπου τη στιγμή που ρολάρουν οι κάμερες, καταλαβαίνεις πόσο φοβερά δύσκολο ήταν απλώς να μείνεις στην επιφάνεια. Πραγματικά, απλά να μείνεις στην επιφάνεια! Και αυτή ήταν ο βασικός τους τρόπος μετακίνησης. Δεν υπήρχε Uber! (γελάει)».
Στο ‘Barkskins’ με τον Zahn McClarnon
Η ζωή που αποτυπώνει το ‘Barkskins’ δεν είναι ελκυστική για τον σύγχρονο άνθρωπο της Δύσης, ούτε και για τον Barnard. Βρίσκει όμως τον σεβασμό της για τον πλανήτη που μας φιλοξενεί αξιοθαύμαστο. Τον βρίσκει επίσης και μονόδρομο αν θέλουμε να επιβιώσουμε.
«Δουλεύαμε με τη γη κάποτε, έπρεπε να ξέρουμε τους τρόπους της, να τη σεβόμαστε, να τη φροντίζουμε, γιατί αυτή ήταν ο βιοπορισμός μας. Εάν δεν φρόντιζες τη γη και όλα όσα ήταν γύρω σου, δεν είχες τίποτα. Απολύτως τίποτα. Αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται στο ‘Barkskins’ είναι η απαρχή της καταστροφής που έφερε ο σύγχρονος άνθρωπος. Το εμπόριο των όπλων, η πώληση γης σε άλλους, και όλες τις δυναμικές στην πολιτική και στην εξουσία που αυτά δημιούργησαν. Οπότε βλέπουμε στη σειρά την αρχή του τέλους μας που αντιμετωπίζουμε τώρα. Μπορείς να συνδέσεις κάτι τέτοιο με, ας πούμε, έναν ιό, με κάτι που αναπτυσσόταν ποιος ξέρει για πόσο καιρό, και όπως λέει και ο Zahn η Μητέρα Γη θα συνεχίσει να εξελίσσεται, είτε για καλό, είτε για κακό όσον αφορά την ανθρωπότητα. Οι μόνοι που στερούμε πράγματα από τον πλανήτη είμαστε εμείς. Ο David Attenborough, αυτός ο εκπληκτικός άνθρωπος, έλεγε πάντοτε ότι είμαστε επισκέπτες. Δεν είναι ιδιοκτησία μας ο πλανήτης, δεν ανήκει σε εμάς. Μας έχει επιτραπεί απλώς να νοικιάσουμε ένα μέρος του για λίγο. Εάν το κακομεταχειριστείς, θα λάβεις την προειδοποίηση από τον ιδιοκτήτη και θα σε πετάξουν έξω».
Το ‘Barkskins – Οι Άνθρωποι του Δάσους’ κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή 7 Αυγούστου, στις 21.50, με διπλά επεισόδια, στο National Geographic. Το National Geographic είναι διαθέσιμο στην Ελλάδα μέσω Cosmote TV, Nova, Vodafone TV, Wind Vision.