Annette, το μιούζικαλ του Adam Driver (κυριολεκτικά) δεν περιγράφεται: 7 ταινίες για το ΣΚ
- 3 ΣΕΠ 2021
Τρομερή εβδομάδα για επανεκδόσεις, αλλά οι δύο νέες κυκλοφορίες της, το Annette και το Malignant, είναι ταινίες που πρέπει να δεις για να πιστέψεις.
Annette
Ο Leos Carax είναι ο ορισμός του all-in. Έχει κάνει έξι, μόλις, ταινίες μέσα στα τριάντα χρόνια που είναι ενεργός, και έχουν όλες τους υπάρξει οχήματα για πομπώδεις ερμηνείες, σουρεάλ θεάματα και, συχνά, απτόητες δρασκελιές φαντασίας που οι θεατές καλούνται να ακολουθήσουν ή να κοιτούν αποσβολωμένοι (συνήθως συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα). Συνδέονται, επίσης συνήθως, με κάποια από τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής τους, χωρίς να περιορίζονται σε αυτά. Το Η Δική Μας Νύχτα του 1986 αναφερόταν στην κρίση του AIDS. Οι Εραστές της Γέφυρας του 1991 σχετιζόταν με την αστεγία και τον εθισμό. Το Holy Motors, η πιο μελαγχολική και εφευρετική του ταινία μέχρι το Annette, ακολουθούσε τον μυστήριο χαρακτήρα του λαστιχένιου Denis Lavant σε παρανοϊκές βινιέτες που εγκυμονούσαν ιδέες για τη φθορά του καπιταλισμού και την ευθραυστότητα της προσωπικής ταυτότητας.
Το Annette επηρεάζεται με τη σειρά του από το κίνημα #MeToo, τη λατρεία και την ανοχή μας για τις διασημότητες, και την καλλιτεχνική εκμετάλλευση. Είναι, επίσης, η ταινία του που αψηφά περισσότερο από όλες τις προηγούμενες την εύκολη περιγραφή.
Το σενάριο του Annette είναι πνευματικό παιδί του avant-pop duo Sparks, και όσοι γνωρίζουν την καριέρα των Ron και Russell Mael θα διαπιστώσουν πως το Annette είναι μία επέκταση των αισθητικών τους εμμονών, από τους απαισιόδοξα αστείους στίχους μέχρι την καρναβαλίστικη ενορχήστρωση. Γιατί το Annette είναι μιούζικαλ, αυτό το είπαμε; Παίρνει το όνομά του από την κόρη ενός επιτυχημένου stand-up κωμικού (Adam Driver) και μίας φτασμένης ερμηνεύτριας της Λυρικής (Marion Cotillard), που μετά τη γέννησή της άρχισαν να απομακρύνονται με ολέθριες συνέπειες. Η απειλητική επιβολή του Driver στην κάμερα έχει γίνει βασικό στοιχείο της επιλογής του από δημιουργούς και ο Carax τον μετατρέπει σε ημι-ανήμερο τέρας.
Ο Henry που υποδύεται δε χαρίζει ούτε μία παραδοσιακή αστεία ατάκα στο κοινό του. Είναι πολύ κουλ γι’ αυτό. Το νούμερό του είναι meta και πικρόχολο, όμως όσο χυδαίο κι αν γίνεται οι φαν του ψοφάνε για τη συνέχεια. Μέχρι που η ανάρμοστη συμπεριφορά του πίσω από τη σκηνή έρχεται στην επιφάνεια μέσα από τις μαρτυρίες έξι γυναικών και ο κωμικός βλέπει το αστέρι του σιγά-σιγά να σβήνει. Η αποτυχία του σε αντιδιαστολή με την ευρεία αποδοχή της συζύγου του, οδηγεί σε μία κατάρρευση που δε θα απείχε τρομερά από αυτές των σελέμπριτι στις οποίες έχουμε όλοι γίνει μάρτυρες κατά καιρούς, αν δε τη σκηνοθετούσε ο Carax. Ο πρωτοστάτης του γαλλικού κινήματος “cinema du look” που ευνοούσε την οπερατική γλαφυρότητα και το μη πραγματικό, βάζει για παράδειγμα μία καταιγίδα να καταπιεί το ζευγάρι μπροστά σε μία οθόνη που απεικονίζει έναν τυφώνα. Στο μεταξύ οι δύο πρωταγωνιστές παραμελούν τη μικρή Annette και τη χειρίζονται για το δικό τους, προσωπικό όφελος ο καθένας, γι’ αυτό και την κόρη τους στην ταινία υποδύεται μία μαριονέτα. Αυτό το είπαμε;
Ακόμα και οι λάτρεις του Carax ίσως βρουν πως η ταινία υπερβάλλει για τις δυνατότητές της θεματικά και δομικά – και σίγουρα αυτοακυρώνεται σε σχέση με τον χειρισμό της πρωταγωνίστριάς της – αλλά στο παρόν κινηματογραφικό οικοσύστημα ο ανίερος πειραματισμός του Annette είναι ανάσα.
Η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες.
Malignant
Κάτοικοι του Seattle που συνδέονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους από το παρελθόν καταδιώκονται από τον Gabriel, έναν κατά συρροή δολοφόνο που η αστυνομία αρχίζει γρήγορα να καταδιώκει. Την ίδια στιγμή η Maddison (Annabelle Wallis), μία επιζώσα ενδοοικογενειακής βίας, αρχίζει να βλέπει σοκαριστικά οράματα που σύντομα ανακαλύπτει ότι είναι πέρα για πέρα αληθινά: Για κάποιο λόγο φαίνεται να μπορεί να δει τους φόνους του Gabriel τη στιγμή που συμβαίνουν.
Ο James Wan, ο δημιουργός που μετά τα Insidious και τα Conjuring αναδείχθηκε σε τσάρο του τρόμου την τελευταία δεκαετία, αντλεί έμπνευση από θεματικές όπως το παιδικό τραύμα, την παραδοσιακή ή μη δομή της οικογένειας και το σασπένς σινεμά για να επιστρέψει στο body horror που εν μέρει είχε προσεγγίσει με το Saw. Ο σκηνοθέτης έχει γίνει συνώνυμος με τα jump scares και αυτά με τη σειρά τους έχουν φορέσει την ταμπέλα του φτηνού τρικ τα τελευταία χρόνια. Εδώ επιστρατεύει πραγματικά ελάχιστα τέτοια, αν και δε μπορεί να αντισταθεί εντελώς σε προβλεπόμενα σχήματα όπως στα τηλέφωνα που χτυπούν ξαφνικά, τις πόρτες που ανοίγουν ύποπτα, ή στους χαρακτήρες που προκαλούν τη μοίρα τους παίρνοντας παράλογες αποφάσεις (αλήθεια, ποιος μπαίνει μόνος του, μεταμεσονύκτια, σε ερειπωμένα αρχοντικά στην άκρη γκρεμών όταν λυσσοκοπάει δολοφόνος εκεί έξω;).
Η τεχνική του εδώ πάντως μοιάζει να επηρεάζεται περισσότερο από το μεθοδικό χτίσιμο της έντασης α λά Brian De Palma που ξεδίπλωνε τον κίνδυνο σχεδόν σε real time ή, ακόμη καλύτερα, από την ηδονοβλεπτική δυσφορία που προκαλούσε ο Dario Argento όταν υπονοούσε ξεκάθαρα τον επίλογο μίας σκηνής αλλά μέχρι να τον δεις θα σε βασάνιζε με τα tracking shots του. Δε λείπει όμως και η δράση που έχουμε δει από τον Wan τελευταία. Σε μία αιματηρή σεκάνς υψηλών ταχυτήτων, η χορογραφία και η κινηματογράφησή της θυμίζει την υπερηρωική στιγμή μάχης της Nicole Kidman στο Aquaman, ενώ μία άλλη νωρίτερα φέρνει στη video game αισθητική της δράσης στο Furious 7 ή στην καταδίωξη της Meera από τους στρατιώτες της Ατλαντίδας στις στέγες μίας ιταλικής πόλης.
Γενικά ο Wan περνάει καλά εδώ και αυτό βγαίνει προς τα έξω. H χρήση της μουσικής στην ταινία, κυρίως ένα synth μοτίβο-διασκευή του Where Is My Mind που επανέρχεται διαρκώς και σίγουρα το κομμάτι της εισαγωγής στο Malignant, είναι σχεδόν εξωφρενική. Το ίδιο και μέρος των γεμάτων exposition διαλόγων και της στομφώδους απόδοσής τους από ηθοποιούς που έχουν υπάρξει πιο συγκρατημένοι. Μέχρι την τρίτη πράξη της ταινίας, ένα Frozen από το Upside Down που πρέπει να δεις για να πιστέψεις, το Malignant μοιάζει με ένα lounge πάρτι που βάζει τέρμα τα λαϊκά όταν δε φωνάζουν οι γείτονες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωσα ότι ο Wan τρολάρει και θέλει να το ξέρουμε. Το τέλος είναι εντυπωσιακά γελοίο – και οι θέσεις της ταινίας για το κόνσεπτ της οικογένειας εντελώς άμορφες – επιβεβαιώνει τη θέση όμως του Wan ως μεγάλο showman του τρόμου.
Η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες.
Τρυφερέ μου Ταυρομάχε
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, στη Χιλή της δικτατορίας του Πινοσέτ, μέσα σε ένα κλίμα πολιτικού αναβρασμού, μια φτωχή γερασμένη τρανς γυναίκα, η Loca del Frente (Alfredo Castro) συναντά τον Carlos (Leonardo Ortizgris), έναν νεαρό Μεξικανό επαναστάτη. Ένα βράδυ, ο νεαρός αντάρτης σώζει τη Loca del Frente από την αστυνομία κι έτσι γεννιέται μια ξεχωριστή σχέση γεμάτη έρωτα, πόνο, δικαιοσύνη και μπολερό. Ο Carlos τής ζητά να φυλάξει σπίτι της κάποια κουτιά που υποτίθεται ότι περιέχουν «απαγορευμένα βιβλία», αλλά η Loca που έχει μάθει πια πολύ καλά τους μυστικοπαθείς άνδρες, καταλαβαίνει γρήγορα ότι περιέχουν όπλα για τη δολοφονία του δικτάτορα Πινοσέτ.
Η ταινία του Χιλιανού Rodrigo Sepúlveda (Aurora) κέρδισε το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του queer ειδώλου Pedro Lemebel. Όπως και ο Castro, ο διευθυντής φωτογραφίας Sergio Armstrong έχει δουλέψει συχνά με τον Pablo Larrain και δημιουργεί ξανά εδώ έναν κόσμο από σκοτεινά αλλά κορεσμένα χρώματα, ιδανικά για ανθρώπους όπως οι drag queens και οι αντάρτες που λειτουργούν στη σκιά. Χιούμορ, σοφία και μελαγχολία σε μία καλή ταινία που όμως μπαίνει στον κατάλογο των δημιουργιών που χρησιμοποιούν cis ηθοποιούς για να υποδυθούν τρανς άτομα.
Η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες.
Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία
Μετά από ένα τραγικό δυστύχημα, η Julie (Juliette Binoche) στοιχειώνεται από το πένθος για τον συνθέτη σύζυγό της και της μικρής τους κόρης. Ενώ η αρχική της αντίδραση είναι να αποσυρθεί από τις σχέσεις της, να κλειστεί στο διαμέρισμά της και να καταστείλει τον πόνο της, η αποφυγή ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων στους πολυσύχναστους δρόμους του Παρισιού αποδεικνύεται αδύνατη. Τελικά θα συναντήσει τον Ολιβιέ (Benoît Régent), έναν παλιό φίλο που την αγαπάει κρυφά και που θα φέρει πίσω στην πραγματικότητα.
Η πρώτη από την τριλογία των Τριών Χρωμάτων του Krzysztof Kieślowski έχει μία tour de force ερμηνεία από τη Binoche, είναι ταυτόχρονα μία μελέτη πάνω στο πένθος αλλά και μία ιστορία απελευθέρωσης και, όπως όλες σχεδόν οι ταινίες του σκηνοθέτη, μία σαρωτική αισθητηριακή εμπειρία. Εδώ ο Kieślowski δουλεύει ξανά με τον κινηματογραφιστή Sławomir Idziak (νωρίτερα είχαν φτιάξει μαζί την εκτυφλωτική φωτογραφία στο Η Διπλή Ζωή της Βερόνικα) δημιουργώντας μία από τις αψεγάδιαστα φωτογραφημένες ταινίες του 20ού αιώνα, ενώ ο Zbigniew Preisner γράφει ένα καθηλωτικά οπερατικό σκορ.
Η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες.
Ο Γιώργος του Κέδρου
Όταν ο Γιώργος Κολόζης πήγε για πρώτη φορά στη Δονούσα το 1972, το νησί δεν είχε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε τουρισμό. Γρήγορα όμως ο Γιώργος έκανε δεσμούς με την κοινότητα του νησιού, που θα τον ονόμαζε χαϊδευτικά “Γιώργο του Κέδρου” επειδή έκανε συνέχεια μπάνιο στην παραλία του Κέδρου. Από τότε ο Γιώργος επισκεπτόταν κάθε χρόνο μέχρι το ‘78 τη Δονούσα, κινηματογραφώντας και φωτογραφίζοντας τους ανθρώπους και το τοπίο της με μια 8άρα ή μια 16άρα κινηματογραφική μηχανή. Όταν πήγε ξανά το 1999 στο νησί, ήταν όλα τόσο διαφορετικά που αποφάσισε να μετατρέψει το υλικό του σε ντοκιμαντέρ. Το 2007 επέστρεψε ξανά, αυτή τη φορά με τον γιο του, Γιάννη, και μαζί έψαξαν τους ίδιους ανθρώπους από τη δεκαετία του ‘70. Μετά τον θάνατο του Γιώργου το ‘09, ο Γιάννης πήγε μόνος του με μία σκηνή στην παραλία του Κέδρου προσπαθώντας να αναβιώσει την εμπειρία του πατέρα του.
Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε ο Γιώργος του Κέδρου, ένα ντοκιμαντέρ που συνδέει το παρελθόν με το παρόν με μία γραμμικότητα συναισθηματική, παρά χρονική. Η ταινία ήταν υποψήφια στα βραβεία Ίρις.
Η ταινία προβάλλεται σήμερα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
A Woman Under the Influence
Η Mabel Longhetti (Gena Rowlands), απελπισμένη και μοναχική, είναι παντρεμένη με έναν εργάτη στον Δήμο του Λος Άντζελες, τον Nick (Peter Falk). Ολοένα και πιο ασταθής, ειδικά παρουσία άλλων, η Mabel ποθεί την ευτυχία, όμως η εξαιρετικά ασταθής της συμπεριφορά πείθει τον Nick ότι αποτελεί κίνδυνο για την οικογένειά τους. Έτσι αποφασίζει να τη βάλει σε ίδρυμα για τους επόμενους έξι μήνες. Μόνος του με τρία παιδιά που καλείται να μεγαλώσει χωρίς βοήθεια, περιμένει την επιστροφή της.
Ο Peter Falk και η Gena Rowlands – σε ερμηνείες απερίγραπτης έντασης – αποδίδουν λεπτομερώς έναν γάμο που βασίζεται στην αγάπη, αλλά συνθλίβεται κάτω από τις προσδοκίες των άλλων σχετικά με τους ρόλους των φύλων και μία απρόβλεπτη ψυχική νόσο, ενώ παράλληλα. Ο πρωτοστάτης του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου John Cassavetes είναι στο peak του εδώ και, ευτυχώς για το σπίτι του που είχε βάλει για υποθήκη προκειμένου να γυρίσει την ταινία, πετυχαίνει τόσο στο box office όσο και στα Όσκαρ όπου έφτασε το φιλμ με δύο υποψηφιότητες.
Η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες.
Ace in the Hole
Ο ρεπόρτερ Chuck Tatum (Kirk Douglas), ταλαντούχος αλλά αλκοολικός και αναξιόπιστος για τους 11 εργοδότες που τον έχουν ήδη απολύσει, πηγαίνει διαρκώς από δουλειά σε δουλειά. Όταν το αυτοκίνητό του χαλάει στο Νέο Μεξικό, βρίσκει έναν ύπουλο τρόπο να εισχωρήσει στην τοπική εφημερίδα, και ένα χρόνο αργότερα έρχεται η ευκαιρία που ζητούσε. Απεσταλμένος σε μία απομακρυσμένη πόλη για να καλύψει έναν διαγωνισμό με κροταλίες, σταματά σε έναν έρημο οικισμό και ανακαλύπτει ότι ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος έχει παγιδευτεί σε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο αργύρου.
Ο Tatum ξεχνά τους κροταλίες, βρίσκει τρόπο να μιλήσει με τον Leo Minosa (Richard Benedict), του οποίου τα πόδια είναι καρφωμένα κάτω από ξύλα, και όταν βγαίνει ξανά στην επιφάνεια έχει ήδη πλάνο: Θα εξασφαλίσει την αποκλειστικότητα της ιστορίας και θα την αρμέξει όσο μπορεί για χρήματα, φήμη και για να πάρει πίσω την παλιά του δουλειά.
Ο Billy Wilder έκανε το Ace in the Hole αμέσως μετά το Sunset Boulevard (1950) με τις 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ και τις 3 νίκες. Γνωστός για τον τσουχτερό κυνισμό του σε αριστουργήματα όπως το Double Indemnity (1944) και το The Lost Weekend (1945), πραγματικά ξεπέρασε τον εαυτό του με το Ace in the Hole. Δεν υπάρχει κανένα εξωραϊσμένο στιγμιότυπο σε αυτό το πορτρέτο της σάπιας δημοσιογραφίας και της ακόρεστης όρεξης του κοινού για αυτή. Αυτή η απόδοση των αμερικανικών μέσων αναστάτωσε τους κριτικούς και απώθησε το κοινό. Η ταινία απέτυχε με την πρώτη της κυκλοφορία και, αφού κέρδισε τα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και επανακυκλοφόρησε τον τίτλο The Big Carnival, απέτυχε ξανά.
Ο Wilder, γεννημένος στην Αυστρία, πρόσφυγας λόγω των Ναζί, έγινε ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες της Αμερικής αλλά δεν έχαψε ποτέ το Αμερικανικό Όνειρο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που είχε βιώσει και την απόρριψη της αγοράς. Το κοινό έχει αδυναμία στα happy endings, και ο Wilder, γενικά αλλά και εδώ, σε μία από τις καλύτερες και πιο οικονόμες δουλειές του, το σκουντάει για να ξυπνήσει.
Η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες.