Αντίο, Better Call Saul. Δεν έμοιαζες με τίποτε άλλο στην τηλεόραση
Αποχαιρετάμε το Better Call Saul, ένα απροσδόκητο spin-off με περίσσια υπομονή και απόλυτη εμπιστοσύνη στους θεατές του.
- 23 ΑΥΓ 2022
«Όλοι κάνουμε τις δικές μας επιλογές και αυτές οι επιλογές μάς βάζουν σε έναν δρόμο», είχε πει ο Mike στον Jimmy στην περασμένη σεζόν του Better Call Saul. «Κάποιες φορές μοιάζουν με μικρές επιλογές, αλλά σε βάζουν στον δρόμο σου. Σκέφτεσαι να φύγεις από αυτόν, αλλά τελικά επανέρχεσαι. Και ο δρόμος στον οποίο βρισκόμαστε μάς οδήγησε στην έρημο, και σε όλα όσα συνέβησαν εκεί, και κατευθείαν πίσω στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα. Και τίποτα, τίποτα δεν μπορεί να γίνει γι’ αυτό».
Πράγματι, στο Better Call Saul τίποτε δεν έμοιαζε να μπορεί να βγάλει τους πρωταγωνιστές από την προδιαγεγραμμένα καταστροφική πορεία τους. Κάθε στροφή, κάθε ελιγμός, κάθε διαφορετική απόφαση θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Το σωστό δεν ήταν ποτέ επιλογή, και καμία σειρά δεν ήταν καλύτερη από το Better Call Saul στο να συσσωρεύει τη μία συνέπεια μετά την άλλη, τόσο μεθοδικά και αυξητικά, που τελικά να γίνονται αναπόφευκτες.
Στο φινάλε του Saul όμως, ο σπουδαίος Michael McKean που μας τίμησε ως Chuck με την παρουσία του μετά από δύο σεζόν σε φλάσμπακ, μπορούσε να δει μία άλλη εκδοχή των πραγμάτων. «Αν δεν σου αρέσει πού πηγαίνεις», του είχε πει, «δεν είναι ντροπή να γυρίσεις πίσω και να αλλάξεις πορεία».
Η αλλαγή πορείας, περισσότερο το κατά πόσο είναι εφικτή, μπορεί να πει κανείς έχοντας δει τον Jimmy McGill να γίνεται Saul Goodman και αργότερα Gene Takavic, για να επιστρέψει εν τέλει ξανά στον Jimmy, πως είναι κεντρική θεματική του Better Call Saul. Ποτέ όμως δεν είχε υπάρξει πιο σεισμική αλλαγή στη σειρά από αυτή του Saul στο φινάλε, στην αίθουσα του δικαστηρίου. Επί μήνες, χρόνια, προσπαθούσαμε να εικάσουμε πώς θα μπορούσε να κλείσει το show. Άλλοι επιθυμούσαν την ελευθερία και τη λύτρωση. Άλλοι περίμεναν φυλάκιση ή και χειρότερα. Όπως αποδείχθηκε, ο Vince Gilligan και ο Peter Gould έκαναν ένα αλχημικό θαύμα και συγχώνευσαν δύο αντιδιαμετρικές δυνατότητες σε ένα υπέροχο κράμα απώλειας και ελπίδας, τραγωδίας και αγάπης, τέλους και αρχής.
Ίσως δεν είναι τυχαίο γεγονός πως το Sopranos και το Better Call Saul, η σειρά που ανήγγειλε τη Χρυσή Εποχή της τηλεόρασης και η σειρά που φαίνεται να την κλείνει (ή τουλάχιστον αυτή της τη φάση όπου διαφαίνεται πως οι συνήθειές μας άλλαξαν στην εποχή του streaming, και η υπομονή μας για τέτοιου είδους αργής καύσης αφηγήσεις έχει λιγοστέψει επικίνδυνα), είναι και οι δύο αμερικανικές παραγωγές.
Οι δύο σειρές αντικατοπτρίζουν μία κοινωνία πιο παρηκμασμένη από οποιαδήποτε στη δυτική Ευρώπη, για μία αμερικανική πλειοψηφία βυθισμένη στα χρέη, μία μεσαία τάξη που δεν μπορεί καν να ονειρεύεται ασφαλή ύπαρξη, και το έγκλημα ως μόνο τρόπο για να ελπίζει κανείς σε σοβαρά χρήματα. Κι όμως, ο Tony είχε πιστέψει τόσο στο σύστημα που είχε καταλήξει να βοηθάει μέχρι και το FBI που τόσα χρόνια προσπαθούσε να τον παγιδεύσει. Και γιατί να μην το κάνει όταν η Αμερική, έστω και τοποθετώντας τον εκτός των ηθικά αποδεκτών παραμέτρων της, του είχε επιτρέψει να απολαμβάνει τα χρήματα και τα ακριβά αμάξια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως θα διαπίστωνε η Kim Wexler, είτε θα είσαι ελεύθερη και θα κάνεις την πιο νωθρή ζωή στη Φλόριντα ακολουθώντας βαρετούς κοινωνικούς κανόνες, είτε θα είσαι διεφθαρμένη – με ανταμοιβές – αλλά θα κινδυνεύεις να πας φυλακή.
Αυτά τα συμπεράσματα έρχονταν βήμα-βήμα στο Better Call Saul. Πολύ μικρό, πάρα πολύ μικρό μέρος της τηλεόρασης έχει την αυτοπεποίθηση να χρησιμοποιήσει τον χρόνο της κατ’ αυτόν τον τρόπο.
«Πολλοί πιστεύουν ότι το σενάριο αφορά τον διάλογο, όμως αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για εμάς είναι ο χώρος μεταξύ των διαλόγων». Αυτή είναι η προσέγγιση του Gilligan, και σε ολόκληρη τη διάρκεια του Saul μεταφράστηκε σε αμέτρητες καλλιτεχνικές επιλογές, τόσο σχολαστικά φροντισμένες που ένιωθες ότι η σειρά πραγματικά δεν όφειλε να προσφέρει τέτοιου επιπέδου βιρτουόζικη κινηματογράφηση. Οπτικά παζλ και σύμβολα: Σιλουέτες αναδύονται από φρεάτια. Μία λίμνη αίματος να διατρέχει ένα χαλί. Ένα χωνάκι παγωτού που ο Saul πετάει κάτω πριν μπει στο αυτοκίνητο και στο επόμενο επεισόδιο εμφανίζεται ξανά πνιγμένο στα μυρμήγκια.
Η σειρά δεν το είχε σε τίποτα να αναχαιτίζει την πλοκή για να αφιερωθεί σε υπνωτικές στιγμές όπως το πανοραμικό πλάνο ενός αμαξιού σε μία άδεια διασταύρωση, ή σε ένα χαρτονόμισμα που είχε πιαστεί στο αγκάθι ενός κάκτου. Έκανε το ίδιο με τις μακροσκελείς, αθόρυβες σκηνές ανθρώπων που έφτιαχναν πράγματα με τα χέρια τους, από γλυκά με κανέλα μέχρι εργαστήριο μεθαδόνης κάτω από κατάστημα πλυντηρίων. Ποια άλλη σειρά άφηνε τα πολύτιμα τηλεοπτικά λεπτά της να περνούν για να μας σαγηνεύει κατ’ αυτόν τον τρόπο; Ποια είχε τη σιγουριά που είχε το Better Call Saul για τους θεατές του και τη δυνατότητά τους να συμβαδίζουν με όσα άφηνε ανείπωτα;
Και στην τελική του ευθεία ακόμα, όταν άλλοι βιάζονται να τερματίσουν, το Saul δεν έπαψε ποτέ να εναλλάσσει τις εκρηκτικές του στιγμές με σκηνές απλής ύπαρξης, δύο-τρία beats μεγαλύτερης διάρκειας η καθεμία από το αναμενόμενο.
Έπειτα, όπως και το Breaking Bad, το Better Call Saul ήταν λιγότερο η ιστορία ενός ανθρώπου που απώλεσε την τιμιότητά του, και περισσότερο μία ιστορία για τον κίνδυνο που ελλοχεύει όταν ένα ανισόρροπο άτομο πετυχαίνει την αποθέωση.
Σε αυτές τις ιστορίες θες την κατάλληλη τιμωρία για τον αντι-ήρωα – του Walter δεν μου είχε φανεί ποτέ επαρκής για να είμαι ειλικρινής – όπως στην περίπτωση του Tony Soprano που έπρεπε να έχει μονίμως το νου του πίσω απ’ τον ώμο του μέχρι να μη μπορεί να το κάνει πια, ή του διεφθαρμένου Vic Mackey στο Shield που θα κοιτάζει για πάντα τη φωτογραφία της ομάδας του που πρόδωσε.
Για τον Jimmy, 87 χρόνια άξιζαν για να τον ξανακοιτάξει έτσι η Kim, και αυτό ήταν το καλύτερο φινάλε που δεν ήξερα ότι ήθελα.