Από το “Boyhood“ στην ωρίμανση: Μεγαλώνοντας με το σινεμά του Richard Linklater
- 21 ΦΕΒ 2014
Στο σχολείο ήμουν καλός στα θετικά μαθήματα. Όταν λέω καλός, εννοώ πολύ καλός. Ειδικά στα σχολικό πλαίσιο απαιτήσεων, έγραφα 18-20άρια πρακτικά χωρίς να ασχολούμαι. Την ώρα των μαθηματικών ας πούμε υπήρχαν φορές που απλώς διάβαζα για άλλα μαθήματα, δεν έδινα σημασία τι γινόταν στη τάξη. Απλά έγραφα ένα 20 στο διαγώνισμα τριμήνου/τετραμήνου, το επαναλάμβανα τον Ιούνιο, straight 20άρια, διακοπές.
Ωστόσο δε μπορώ να ξεχάσω αυτό που είχε γίνει μια χρονιά στη Χημεία Κατεύθυνσης. Στη διάρκεια του πρώτου τετραμήνου, είχα μπει αποφασισμένος όχι απλά να γράψω καλά, αλλά να κατανοήσω πραγματικά. Γινόταν η παράδοση σε ένα τσούρμο κατά βάση βαριεστημένων μαθητών (που ούτως ή άλλως τα είχαμε ξανακούσει τα ίδια πράγματα στο φροντιστήριο κι ήμασταν εκεί απλά για τις ώρες), κι εγώ ρώταγα. Διευκρινήσεις για τα πάντα. Πώς δουλεύει το ένα, πώς λειτουργεί το άλλο, τι συμβαίνει όταν κάνουμε το τάδε, ποιος είναι ο μηχανισμός πίσω από το δείνα. Έγραψα 20. Ο προφορικός μου βαθμός, 17. Σοκ, όταν κάθε βαθμός μετρούσε για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, και τα σχολεία αν μη τι άλλο προμόταραν όσο μπορούσαν τους μαθητές τους. Προσπαθούσα να καταλάβω τι έκανα τόσο λάθος. “Σε φοβάμαι ρε φίλε,” η απάντηση που πήρα πίσω. “Δε σε βλέπω σίγουρο για τα πράγματα.”
Στο δεύτερο τετράμηνο το έραψα. Δεν έκανα ξανά ερώτηση, δεν ασχολήθηκα με τίποτα, μάθαινα την ύλη, έγραψα ένα διαγώνισμα στο 18-19, και φυσικά πήρα προφορικό… 20.
Σου μαθαίνουν πολλά για τη ζωή κάτι τέτοια μικροπράγματα.
***
Στην τέχνη υποτίθεται πως το έργο σου μιλάει από μόνο του, αλλά ακόμα κι εκεί υπάρχουν φορές που διαπιστώνεις ο καλλιτέχνης πρέπει να πακετάρει και να πουλήσει τον εαυτό του. Μάλλον τελικά δεν υπάρχει κοινωνική πτυχή που κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, κι αυτό είναι κρίμα, γιατί κανονικά θα έπρεπε να είναι δική μας δουλειά να αναδεικνύουμε τους auteurs κι όχι να χρειάζεται να κάνουν ακροβατικά δημοσίων σχέσεων και image making για να αυτοανακηρυχθούν σε τέτοιοι.
Από την Κιουμπρίκεια απομόνωση του Τέρενς Μάλικ μέχρι την υψηλής έντασης αυτο-σταύρωση του self-promoter Λαρς φον Τρίερ, βλέπεις πως λίγο ως πολύ όλοι οι μεγάλοι, αναγνωρισμένοι σύγχρονοι σκηνοθέτες έρχονται πακέτο με κάποια συμπληρωματική ανάγνωση που αφορά την περσόνα τους. Εκείνος που κρύβεται. Εκείνος που διαφημίζεται. Εκείνος που κάνει διαφορετικές ταινίες κάθε 3 χρόνια. Εκείνος που είναι ο Νέος Κιούμπρικ. Εκείνος που κάνει κάθε χρόνο την ίδια ταινία. Εκείνος που προσγειώνεται κάθε 5 χρόνια στις Κάννες.
Αλλά σήμερα ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Η διάθεση δεν είναι να μειώσουμε εξάλλου τους αληθινά σπουδαίους σκηνοθέτες, αλλά να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της ένταξης στις τάξεις των, ενός ακόμα. Ενός ακόμα, ο οποίος εύκολα μπορεί να απορριφθεί ως πιο ανάλαφρος ή ως hit and miss, τη στιγμή που ο άνθρωπος απλά δε μοιάζει να έχει σκοπό να πουλήσει τον εαυτό του ως μεγάλο σκηνοθέτη. Δεν πειράζει, είμαστε εμείς εδώ για να το κάνουμε αντ’αυτού.
Ο λόγος για έναν σκηνοθέτη που έχει γυρίσει μερικές από τις καλύτερες, τις πιο αναγνωρισμένες, τις πιο cult, τις πιο μνημειώδεις ταινίες των τελευταίων 25 ετών, αλλά που ποτέ δεν είδε το όνομά του στη λίστα των μεγάλων. “Dazed & Confused”. Η τριλογία των “Before”. To “School of Rock”, ναι ρε. Το “Boyhood”.
Ο λόγος για τον Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ.
***
Είναι κάτι που δεν εξηγείται εύκολα, είναι μια αίσθηση γενική. Ότι ο Λινκλέιτερ ποτέ δεν έκανε ‘θέμα’ τις ταινίες του. Απλά τις γύριζε και τις άφηνε να μιλούν από μόνες τους, σε όποιους κατάφερναν να μιλήσουν. Δεν ήταν πάντοτε καλές, σίγουρα αυτό παίζει το ρόλο του. Και η φιλμογραφία του δεν είναι παντού ομοιογενής, κι αυτό παίζει τον δικό του.
Αλλά φαίνεται, αν τον δεις να μιλάει. Το καταλαβαίνεις. Δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα εξαπολύσει ένα επιθετικό καλλιτεχνικό μάρκετινγκ για αυτό που έκανε, επειδή πρώτα ο ίδιος δεν θεωρεί πως κάνει κάτι μνημειώδες. Απλά γυρίζει ταινίες. Μόνο που “απλά”, τυχαίνει κομματάκι κομματάκι αυτές οι ταινίες (πολλές από αυτές) να έχουν φτάσει πια να σημαίνουν πολλά πράγματα για πολλούς ανθρώπους.
Αναρωτιόταν τις προάλλες ένας φίλος γιατί ο Λινκλέιτερ δεν απολαμβάνει μιας θέσης ανάμεσα σε αναγνωρισμένους auteurs, τη στιγμή που ειδικά οι 2 τελευταίες του ταινίες έχουν τύχει τέτοιας καθολικής αναγνώρισης και αγάπης. (Το “Before Midnight” και φέτος το “Boyhood”.) Και καθώς το συζητούσαμε, πρότεινα αυτό: Να απομονώσουμε ένα κομμάτι της φιλμογραφίας του. Εφόσον πολλοί σκηνοθέτες βοηθούν το brand τους κάνοντας Λίγες και Σημαντικές ταινίες, ενώ ο Λινκλέιτερ απλά γυρίζει ό,τι τον ιντριγκάρει, μαθαίνει στην πορεία, κάνει σινεμά χωρίς συναίσθηση της σημασίας του, σκέφτηκα να το κάνω εγώ γι’αυτόν.
Έχει γυρίσει 17 ταινίες σε 23 χρόνια. Ας τις μειώσουμε σε 8. Είναι μια τίμια, Χανέκειος αναλογία πιστεύω. Δεν κρατάω μόνο τις καλές, αλλά εκείνες που σχηματίζουν ένα είδος αφήγησης, κάτι που να χαράζει μια διαδρομή κι έναν χαρακτήρα για τον σκηνοθέτη, κι όχι απλά σινεμά για το σινεμά. Μια αφήγηση ωρίμανσης, από οξυδερκή σλάκερ σε βαθιά ανθρωπιστή οικογενειάρχη. Κι άλλοι σκηνοθέτες έχουν παραδώσει έργο που σε ακολουθεί στο πέρασμα των χρόνων, αλλά έχει χρονολογήσει κανείς το πώς είναι να μεγαλώνεις, όπως ετούτος;
Κοίτα αυτή την επιλεκτική φιλμογραφία και δες πώς ένα κρυφά σπουδαίο σύνολο έργου κόντεψε να μας προσπεράσει.
***
1991, “Slacker”
Το απαραίτητο ξεκίνημα. Το γύρισε τέλη των ‘80s στο Ώστιν όπου μεγάλωσε, με μια 16άρα κάμερα, ένα φιλμ χωρίς δομή η πλοκή, παρά μόνο μια κατ’ακολουθίαν παρατήρηση μιας κοινότητας ανθρώπων που ενώνονται εκτός από γεωγραφικά, και κοινωνικά, βάσει των προβληματισμών τους. Ο Λινκλέιτερ εδώ, λίγο πριν τα 30, απώς παρατηρεί, προσπαθώντας να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του. Η αυτοσαρκαστική απενοχοποίηση του τίτλου slacker ήταν κάτι που θα τον κυνηγούσε για πολύ καιρό στις συνειδήσεις ενός σινεφίλ κόσμου που τον είχε καταχωρήσει ως ‘ο σλάκερ σκηνοθέτης’ και βαριόταν να ανανεώσει αυτή την αντίληψη όσο ο άνθρωπος γύριζε βαθύτατα ανθρώπινα δράματα για το τι σημαίνει να μεγαλώνεις. Όμως πάντα από κάπου πρέπει να ξεκινάς. Και πιο αγνό, αβίαστο ξεκίνημα για τον Λινκλέιτερ δε θα μπορούσε να υπάρχει.
1993, “Dazed and Confused”
Εδώ ο Λινκλέιτερ μοιάζει να αντιλαμβάνεται την έννοια της ωρίμανσης αλλά να μην είναι έτοιμος να αφήσει πίσω την εποχή που τον σημάδεψε. Ουσιαστικά μια δομή παρόμοια με του “Slacker”, αλλά με το στόρι να εξελίσσεται στα μέσα των ‘70s του έφηβου Ρικ, στο απαραίτητο πάρτι της απαραιτήτως θρυλικής Τελευταίας Σχολικής Μέρας, το μεταίχμιο δηλαδή εφηβείας και ωρίμανσης. Θυμήσου τη θρυλική ατάκα του Γούντερσον (πρώιμος Μάθιου Μακόναχι!): “Αυτό γουστάρω σε αυτά τα κορίτσια του λυκείου ρε φίλε. Εγώ μεγαλώνω κι εκείνα μένουν στην ίδια ηλικία.” Ο Γούντερσον έχει μείνει πίσω, να ζει ξανά και ξανά την εφηβεία του μέσω των barely legal φλερτ του. Γύρω του το υπόλοιπο ensemble σαν ένα συλλογικό υποσυνείδητο του Λινκλέιτερ, παρτάρει πάνω σε εκείνο το προαναφερθέν μεταίχμιο. Πού θα καταλήξεις το επόμενο πρωί;
Η ταινία έχει αποκτήσει cult status στο πέρασμα των χρόνων, ο Ταραντίνο μεταξύ άλλων την έχει συμπεριλάβει στην 10άδα των αγαπημένων ταινιών του όλων των εποχών. Είναι ξεκάθαρα αριστούργημα, όμως στο πλαίσιο αυτού του προτεινόμενου Linklater Canon είναι ακόμα πιο συγκινητική εμπειρία.
1995, “Before Sunrise”
Φαινομενικά αυτηρώς κινηματογραφικά παραμυθένιο love story. Δε μοιάζει να εντάσσεται σε κάποια ευρύτερη αφήγηση. Ο Λινκλέιτερ δίνει τη δική του εκδοχή για τους εραστές της μίας νύχτας, αφελώς ρομαντικός ως 35άρης ακόμα, με ήρωες μια δεκαετία μικρότερους. Είναι φυσικά ταινία μεγάλη μες στην απλότητά της, όμως πέραν αυτού; Μισό, θα επανέλθουμε.
(Το πρώτο βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου για τον Λινκλέιτερ, ωστόσο.)
2001, “Waking Life”
Η μεγάλη φασαρία έγινε για την τεχνοτροπία του ροτοσκοπικού animation (που αργότερα χρησιμοποιήθηκε και για το “A Scanner Darkly”), όμως δεν πρέπει να κρυφτεί το πόσο πολύ αυτού του είδους το σχεδόν υγρά ζωγραφιστό σινεμά υπηρετεί τις ιδέες πίσω από αυτή την ταινία, ιδέες ξεριζωμένες σχεδόν απευθείας από το ασυνείδητο ενός δημιουργού που μόλις τώρα αρχίζει να παίζει με έννοιες σαν το πέρασμα του χρόνου. Ως τώρα απλά καταγράφει στιγμές, όμως με αφετηρία αυτό εδώ το μαγικό πείραμα, αρχίζει να αναρωτιέται τι συμβαίνει μετά ή τι θα μπορούσε να έχει συμβεί παράλληλα ή, ξέρεις, και τι έγινε τελοσπάντων που συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Ο, εδώ και 6 χρόνια πατέρας, Λινκλέιτερ επιστρέφει σε θεματικές από το “Slacker” και σε πρόσωπα από το “Before Sunset”, διερωτώμενος σε ένα υπαρξιακό πλέον επίπεδο τι κρύβεται από πίσω, τι έρχεται μετά, πώς ορίζεται (και τι σημαίνει) αυτό το μετά. Μέχρι το πρώτο του “Before” ο Λινκλέιτερ μας αφήνει να αφεθούμε στη ζεστασιά του γνώριμου μιας κατάστασης γενικευμένης εφηβείας. Με το “Waking Life” αρχίζει να (μας) ξυπνά στον πραγματικό κόσμο.
2003, “School of Rock”
Αν δεχτούμε πως το κυρίως κομμάτι του έργου του αφορά μιας ευρύτερη κοινωνική και προσωπική ωρίμανση, τότε το “School of Rock” είναι η κατεξοχήν τέτοια ιστορία, δοσμένη μέσα από μια εντελώς mainstream, ιδανική για Κυριακάτικα μεσημέρια στην τηλεόραση, σκοπιά. Ακούγεται σαν κάτι αρνητικό αυτό έτσι όπως το έγραψα αλλά ειλικρινά δεν είναι- λατρεύω το παραμικρό κομμάτι αυτής της ταινίας, δεν έχει τίποτα που να μην είναι τέλειο. Είναι ο Λινκλέιτερ, έχοντας κάνει κι ο ίδιος ενδεχομένως τις εκπτώσεις του, πλέον εξερευνώντας τις ίδιες θεματικές αλλά…πιο κατασταλλαγμένος, υπό μία έννοια. Δε θα άφηνε πίσω του το πείραμα, ευτυχώς, όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα. Εξάλλου παράλληλα ήδη γυρίζει το “Boyhood”, οπότε οι mainstream δουλειές των ‘00s ίσως ήταν ένα κάποιο αντιστάθμισμα. Όμως καμία από αυτές δεν ακολουθεί τόσο απολαυστικά και αποτελεσματικά την αφήγηση του slacker με καλή καρδιά που μαθαίνει πώς γίνεται να ωριμάζεις χωρίς όμως να ξεπουλάς τον εαυτό σου κι αυτά που αγαπάς. Θαυμάσιο.
2004, “Before Sunset”
Όπου το γλυκό παραμύθι του 1995 έρχεται και προσγειώνεται στον πραγματικό κόσμο με κρότο. Κανείς δεν περίμενε ότι θα συνέβαινε αυτό το πράγμα, όμως σπάνια στην ιστορία του σινεμά έχει υπάρξει ένα σίκουελ το οποίο να μας κάνει να δούμε υπό τόσο διαφορετική σκοπιά μια original ταινία, δίχως όμως να αφαιρεί τίποτα από την αρχική της μαγεία. Είναι σα να κοιτάς την εφηβεία σου με τα μάτια των 30. Χαμογελάς γλυκά, δε θα άλλαζες τίποτα από όσα έλεγες, έκανες και πίστευες. Αλλά τώρα, να. Τώρα ξέρεις.
2013, “Before Midnight”
ΟΚ, εδώ επιτρέψαμε ένα μεγάλο κενό αλλά είπαμε. Θέλουμε την αφήγηση. Έκανε καλές ταινίες στο ενδιάμεσο (το υποτιμημένο “Bernie”, ας πούμε) αλλά ας μείνουμε προσηλωμένοι στον στόχο. Εδώ, όσο γυρίζεται το “Boyhood” (που χρονολογεί μια αληθινή ενηλικίωση σε κινηματογραφικό χρόνο) ο Λινκλέιτερ και οι Χωκ/Ντελπί χρονολογούν μια κινηματογραφική ενηλικίωση σε πραγματικό χρόνο. Το έχει πραγματικά καλύψει το ζήτημα από παντού, ε; Όμως ναι, η ιδέα μιας τέτοιας ταινίας-άγκυρας κάθε κάποια χρόνια, κάθε δεκαετία, κάθε όποτε υπάρχει κάτι να ειπωθεί, παίρνει το αρχικό παραμυθάκι της Βιέννης και ολοκληρώνει τη μετατροπή του σε αννατριχιαστικό ντοκουμέντο ωρίμανσης. Η σπουδαιότητά του έγκειται ακριβώς στο ότι αλλιώς ξεκίνησε, αλλιώς συνέχισε, κι αλλιώς κατέληξε: Όπως και στη ζωή, το ίδιο ακριβώς πράγμα το βλέπεις με διαφορετικά χρώματα στα 20, με άλλα στα 30, με άλλα -υποθέτω- στα 40. Ο Λινκλέιτερ που έκανε σύσσωμη τη φιλμική κοινότητα να του υποκλιθεί το περασμένο έτος με ετούτο το αριστούργημα, είναι ο ίδιος απενοχοποιημένος σλάκερ που ήταν και πριν σχεδόν δύο δεκαετίες. Δεν είναι άλλος, είναι ο ίδιος άντρας. Απλά μεγάλωσε. Και αυτό το μεγάλωμα το αποτύπωσε στην κάμερά του, για να έχουμε το βιώνουμε κι εμείς. Είμαστε τυχεροί.
2014, “Boyhood”
Γυριζόταν για 12 χρόνια, λίγες μέρες κάθε καλοκαίρι, μια ιστορία ενηλικίωσης με πρωταγωνιστές να μεγαλώνουν -αυτή τη φορά βάσει σχεδίου, σε αντίθεση με τα “Before”- πραγματικά. Η ταινία κέρδισε ξανά το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου, κλείνοντας έτσι έναν συμβολικό κύκλο για τον δημιουργό, και υποχρεώνοντας όλους πλέον να αναρωτηθούν στα αλήθεια: Πόσο ψηλά πρέπει να έχουμε τον σκηνοθέτη αυτόν;
Μέχρι να δούμε την ταινία, και αναλογιζόμενοι αυτή την κινηματογραφική εξέλιξη/καταγραφή/ειλικρινές ημερολόγιο ενηλικίωσης, μπορούμε μετά βεβαιότητας να απαντήσουμε: Πολύ. Πολύ ψηλά.
Ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ είναι ένας αληθινός auteur της ωρίμανσης. Λιγοστοί έχουν μιλήσει σαν αυτόν (και με τους τρόπους του, και με την επιμονή του, και με την αλήθεια του) για το τι θα πει να μεγαλώνεις.