Αποχαιρετισμός στην ασύγκριτη Alice Munro
- 15 ΜΑΙ 2024
Το OneMan την αποχαιρετά ανατρέχοντας σε μια προ τριακονταετίας συνέντευξή της στο περιοδικό Paris Review.
Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνω κάτι άλλο στη ζωή μου γιατί δεν είχα καθόλου χρήματα. Μπορούσα να πάω στο πανεπιστήμιο μόνο για δυο χρόνια γιατί οι υποτροφίες που δίνονταν εκείνη την εποχή διαρκούσαν μόνο δυο χρόνια. Ήταν ένα μικρό διάστημα διακοπών στη ζωή μου, μια υπέροχη εποχή. Στην εφηβεία μου ήμουν υπεύθυνη για το νοικοκυριό πίσω στο σπίτι οπότε το πανεπιστήμιο ήταν η μόνη περίοδος της ζωής μου που δεν έπρεπε να κάνω τις δουλειές του σπιτιού.
Παντρεύτηκα αμέσως μετά το δεύτερο έτος. Ήμουν 20. Πήγαμε στο Βανκούβερ. Αυτή ήταν η μεγάλη υπόθεση του γάμου – η περιπέτεια, η μετακόμιση. Ήμασταν μόλις 20 και 22. Αμέσως στήσαμε ένα πολύ καθώς πρέπει, μεσοαστική κατάσταση. Σκεφτόμασταν να αγοράσουμε ένα σπίτι και να αποκτήσουμε ένα μωρό και γρήγορα κάναμε και τα δυο. Απέκτησα το πρώτο μου μωρό στα 21.
Έγραφα απεγνωσμένα όσο ήμουν έγκυος γιατί νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα να γράψω μετά. Κάθε εγκυμοσύνη μου με κινητοποίησε ώστε να ολοκληρώσω κάτι μεγάλο και δύσκολο πριν γεννηθεί το μωρό. Στην πραγματικότητα δεν κατάφερα ποτέ κάτι μεγάλο.
Όταν τα παιδιά ήταν μικρά, ο χρόνος που είχα για μένα ήταν από τη στιγμή που έφευγαν για το σχολείο. Οπότε δούλευα σκληρά εκείνα τα χρόνια. Ο τότε σύζυγος μου κι εγώ είχαμε ένα βιβλιοπωλείο και ακόμη κι όταν δούλευα εκεί, έμενα στο σπίτι μέχρι το μεσημέρι. Υποτίθεται ότι έκανα τις δουλειές του σπιτιού, ταυτόχρονα όμως έγραφα. Αργότερα, όταν δεν δούλευα κάθε μέρα στο μαγαζί, έγραφα μέχρι να επιστρέψουν όλοι στο σπίτι για μεσημεριανό και αφότου έφευγαν συνέχιζα μέχρι τις δυόμιση περίπου και μετά έπινα ένα γρήγορο καφέ και έκανα τις δουλειές του σπιτιού, προσπαθώντας να τις τελειώσω πριν το απόγευμα.
Τη χρονιά που έγραψα το δεύτερο βιβλίο μου ήμουν εξαιρετικά παραγωγική. Είχα τέσσερα παιδιά γιατί μια φιλενάδα των κοριτσιών έμενε μαζί μας και δούλευα στο μαγαζί δύο μέρες την εβδομάδα. Έγραφα ίσως μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα και ξυπνούσα στις έξι. Και θυμάμαι να σκέφτομαι: Μπορεί να πεθάνω, είναι απαίσιο, θα πάθω καρδιακή προσβολή. Ήμουν μόνο 39 αλλά αυτό σκεφτόμουν. Ήταν ένας απελπισμένος αγώνας. Δεν έχω πια τέτοιου είδους ενέργεια.
Έχω ντάνες με σημειωματάρια που περιέχουν ένα εντελώς αδέξιο γράψιμο, όλα αυτά που απλώς σημειώνω. Συχνά αναρωτιέμαι όταν κοιτάζω όλες αυτές τις πρωτόλειες εκδοχές αν έχει νόημα να το κάνω όλο αυτό. Είμαι το αντίθετο ενός συγγραφέα που έχει το χάρισμα να γράφει γρήγορα χωρίς πολλά πολλά αυτό που θέλει. Δεν το πιάνω γρήγορα, ούτε καν. Εννοώ αυτό που υποτίθεται ότι προσπαθώ να κάνω. Συχνά ξεκινάω σε λάθος ράγα και πρέπει να τραβήξω τον εαυτό μου προς τα πίσω.
Μπορεί να γράφω μια μέρα και να νομίζω ότι τα πηγαίνω πολύ καλά, ότι έχω γεμίσει περισσότερες σελίδες απ’ όσες συνήθως. Και την επόμενη μέρα σηκώνομαι και συνειδητοποιώ ότι δεν θέλω να δουλέψω άλλο πάνω σε αυτό. Όταν έχω μια απαίσια διστακτικότητα να το πλησιάσω, κατά κανόνα ξέρω ότι κάτι έχει πάει εντελώς στραβά. Συχνά, περίπου στα τρία τέταρτα αυτού που γράφω, φτάνω σε ένα σημείο που σκέφτομαι ότι θα εγκαταλείψω την ιστορία. Περνάω μια-δυο μέρες μέσα στη βαριά κατάθλιψη. Και σκέφτομαι κάτι άλλο που μπορώ να γράψω. Είναι κάπως σαν ερωτική σχέση: ξεφεύγεις από την απογοήτευση και τη μιζέρια βγαίνοντας με ένα καινούργιο άντρα που δεν σου αρέσει στ’ αλήθεια καθόλου, αλλά δεν το έχεις προσέξει ακόμη. Μετά θα σκαρφιστώ ξαφνικά κάτι για την ιστορία που εγκατέλειψα. Θα δω πώς μπορώ να τη γράψω. Αλλά αυτό συνήθως συμβαίνει αφού έχω πει όχι, δεν λειτουργεί, ξέχνα το.
Μπορώ να διακρίνω τους τρόπους με τους οποίους μια ιστορία θα μπορούσε να πάει στραβά. Βλέπω τα αρνητικά στοιχεία πιο εύκολα από τα θετικά. Κάποιες ιστορίες δεν λειτουργούν τόσο καλά όσο άλλες και κάποιες ιστορίες είναι πιο ελαφριές ως προς τη σύλληψη τους από άλλες.
Όταν ζεις σε μια μικρή πόλη ακούς περισσότερα πράγματα για κάθε λογής ανθρώπους. Σε μια μεγαλούπολη κυρίως ακούς ιστορίες για ανθρώπους που σου μοιάζουν.
Δεν είχα ποτέ πρόβλημα να βρω υλικό. Περιμένω να εμφανιστεί μπροστά μου και πάντα εμφανίζεται. Είναι η διαχείριση του υλικού που δημιουργεί το πρόβλημα.
Μπορείς να γράψεις για τους γονείς σου όταν έχουν πεθάνει, αλλά τα παιδιά σου θα είναι εδώ και στο μέλλον και θα θελήσεις να έρχονται και να σε επισκέπτονται στο γηροκομείο.
Θέλω να παίρνω συνέχεια τηλέφωνο τα παιδιά μου και να τους λέω: Είστε σίγουρα καλά; Δεν ήθελα να είμαι τόσο… Το οποίο φυσικά θα έκανε τα παιδιά έξαλλα γιατί υπονοεί ότι έχουν τραυματιστεί ανεπανόρθωτα. Ένα μέρος του εαυτό μου ήταν απών για τα παιδιά, τα οποία ανιχνεύουν τέτοιου είδους πράγματα. Δεν τα παραμελούσα αλλά δεν ήμουν απόλυτα απορροφημένη. Όταν η μεγάλη μου κόρη ήταν δύο ετών, ερχόταν εκεί που καθόμουν και έγραφα και την έδιωχνα με το ένα χέρι ενώ συνέχιζα να γράφω στη γραφομηχανή με το άλλο. Νιώθω ότι όλα τα έχω κάνει ανάποδα: ήμουν απόλυτα κινητοποιημένη ως συγγραφέας όταν τα παιδιά ήταν μικρά και με χρειάζονταν τόσο πολύ. Και τώρα που δεν με χρειάζονται καθόλου τα αγαπώ τόσο πολύ. Τριγυρνάω μέσα στο σπίτι και σκέφτομαι: Παλιά κάναμε πολύ περισσότερα οικογενειακά δείπνα.
Δεν μπορείς να μάθεις πολλά από τις κριτικές, μπορείς όμως να πληγωθεί πολύ. Υπάρχει μια αίσθηση δημόσιας γελοιοποίησης όσον αφορά μια κακή κριτική. Παρόλο που δεν έχει σημασία για σένα, θα προτιμούσες να σε χειροκροτούν από το να σε γιουχάρουν.
Ως γραφιάς ανέκαθεν είχα πολλή αυτοπεποίθηση αναμεμιγμένη με ένα τρόμο ότι είναι εντελώς αβάσιμη. Νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο η αυτοπεποίθησή μου πηγάζει απλά από το ότι είμαι ανόητη. Ακριβώς γιατί δεν ήμουν κομμάτι του μέινστριμ, δεν συνειδητοποιούσα ότι οι γυναίκες δεν γίνονται συγγραφείς τόσο εύκολα όσο οι άντρες, ούτε οι άνθρωποι από χαμηλότερη κοινωνική τάξη.
Νομίζω ότι είμαι ένας φιλικός άνθρωπος αλλά όχι πολύ κοινωνικός.
Δεν ξέρω πώς θα ένιωθα αν κάποια από τις κόρες μου έγραφε για μένα. Τώρα είναι περίπου στην ηλικία που θα έπρεπε να ξεκινάνε με ένα πρώτο μυθιστόρημα που έχει να κάνει με την παιδική τους ηλικία. Πρέπει να είναι τρομακτική εμπειρία το να γίνεσαι ένας χαρακτήρας στο μυθιστόρημα του παιδιού σου.
Γράφω κάθε πρωί, επτά μέρες την εβδομάδα. Ξεκινάω γύρω στις οχτώ και τελειώνω κατά τις έντεκα. Μετά κάνω άλλα πράγματα την υπόλοιπη μέρα εκτός κι αν πρέπει να ολοκληρώσω το τελικό χειρόγραφο, οπότε θα συνεχίσω να δουλεύω όλη τη μέρα με μικρά διαλείμματα.
Είμαι τόσο ψυχαναγκαστική που έχω ένα όριο σελίδων που πρέπει να τελειώσω κάθε μέρα. Αν ξέρω ότι μια συγκεκριμένη μέρα έχω να πάω κάπου, θα προσπαθήσω να τελειώσω αυτές τις σελίδες πριν την ώρα τους. Είναι τόσο ψυχαναγκαστικό αυτό, είναι απαίσιο. Αλλά δεν μένω πολύ πίσω, είναι σαν να φοβάμαι ότι θα χάσω τον ειρμό μου. Όλο αυτό έχει να κάνει με τα γηρατειά. Οι άνθρωποι γίνονται πολύ ψυχαναγκαστικοί με τέτοια πράγματα.
Αυτό που συμβαίνει στα γηρατειά μπορεί να είναι μια αποστράγγιση του ενδιαφέροντος σου με ένα τρόπο που δεν μπορείς να προβλέψεις, τουλάχιστον όσον αφορά τους ανθρώπους που ίσως είχαν ένα έντονο ενδιαφέρον και μια δέσμευση στη ζωή τους.
Τώρα είμαι πιο συνειδητοποιημένη όσον αφορά την πιθανότητα ότι τα πάντα θα μπορούσαν να χαθούν, ότι θα μπορούσες να χάσεις ό,τι γέμιζε τη ζωή σου παλιότερα. Ίσως το να επιμένεις να είναι όντως αυτό που πρέπει να κάνεις για να μη σου συμβεί αυτό.