Timothy Fadek/Getty Images/Ideal Image
ΒΙΒΛΙΟ

Αποχαιρετισμός στον ανυπέρβλητο Paul Auster

Ο συγγραφέας της «Τριλογίας της Νέας Υόρκης», «4 3 2 1» και δεκάδων ακόμη βιβλίων, ένα από τα κορυφαία ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν είναι πια ανάμεσά μας.

Ο Paul Auster, ένας από τους πλέον σημαντικούς και εμβληματικούς Αμερικανούς συγγραφείς, έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τρίτης σε ηλικία 77 ετών στο σπίτι του στο Μπρούκλιν μετά από επιπλοκές του καρκίνου του πνεύμονα.

Αυτός ο αξεπέραστος «σούπερ σταρ της λογοτεχνίας» και «ένας από τους πιο θεαματικά εφευρετικούς συγγραφείς της Αμερικής» -μεταξύ πολλών ακόμη αποθεωτικών χαρακτηρισμών από τα μίντια- αφήνει πίσω του μια πλούσια παρακαταθήκη δεκάδων βιβλίων (στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο), από μυθιστορήματα μέχρι απομνημονεύματα, ξεκινώντας το 1982 με το αυτοβιογραφικό δοκίµιο Η επινόηση της μοναξιάς. Ακολούθησε η η ξακουστή Τριλογία της Νέας Υόρκης: Γυάλινη πόληΦαντάσµατα και Το κλειδωµένο δωµάτιο, ενώ τα τελευταία του πολυσυζητημένα όπως πάντα βιβλία, μυθοπλασίας και μη, είναι τα 4 3 2 1, Φλεγόμενο αγόρι και Αιματοβαμμένο έθνος.

Παράλληλα δοκιμάστηκε με επιτυχία και στον κινηματογράφο, γράφοντας μεταξύ άλλων το σενάριο της απολαυστικής καλτ ταινίας Smoke με πρωταγωνιστές τον Harvey Keitel‎‎ και τον William Hurt.

Το 2017 με αφορμή την έκδοση του εξαιρετικού -και εμπνευσμένου σε κάποιο βαθμό από την ίδια του τη ζωή- μυθιστορήματος έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στον Wim Wenders (ναι, τον γνωστό σκηνοθέτη) για λογαριασμό του περιοδικού Interview.

Το OneMan αποχαιρετά τον σπουδαίο συγγραφέα ανατρέχοντας στα πιο χαρακτηριστικά σημεία αυτής της εκ βαθέων εξομολόγησής του.

Γενικά είμαι τεμπέλης. Μόνο όταν μια ιδέα με κυριεύει και δεν μπορώ να την ξεφορτωθώ, όταν προσπαθώ να μην τη σκέφτομαι και παρ’ όλα αυτά με αιφνιδιάζει διαρκώς. Η ιδέα μου λέει: «Πρέπει να με προσέξεις γιατί θα γίνω το μέλλον της ζωής σου για τα επόμενα δύο ή πέντε χρόνια». Τότε υποκύπτω. Γιατί πρόκειται για κάτι τόσο αναγκαίο για μένα που δεν μπορώ να ζήσω αν δεν ασχοληθώ με το συγκεκριμένο έργο. Έτσι ξεκινάει. Ένα βιβλίο ταυτόχρονα έχει να κάνει με αυτό που αποκαλώ «άκουσμα» στο μυαλό. Είναι ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής που αρχίζω να ακούω. Είναι η μουσική της γλώσσας αλλά επίσης η μουσική της ιστορίας. Πρέπει να ζήσω με αυτή τη μουσική για ένα διάστημα πριν μπορέσω να βάλω λέξεις σε μια σελίδα. Νομίζω γιατί πρέπει να συνηθίσει και το σώμα μου όσο και το μυαλό μου τη μουσική του γραψίματος του συγκεκριμένου βιβλίου. Αλήθεια είναι μυστηριώδες συναίσθημα.

Όταν σκέφτεσαι την ίδια σου τη ζωή, δεν υπάρχουν αναμνήσεις που δεν συνδέονται με τον χώρο. Πάντα βρίσκεσαι κάπου. Νομίζω ότι η φαντασία -τουλάχιστον η αφηγηματική φαντασία- σε τοποθετεί σε ένα συγκεκριμένο χώρο όταν αρχίζεις να σκέφτεσαι μια ιστορία. Συχνά χρησιμοποιώ μέρη που ξέρω. Τοποθετώ τους ήρωές μου μέσα σε δωμάτια και σπίτια που μου είναι οικεία – μερικές φορές στα σπίτια των γονιών ή των παππούδων μου ή κάποια από τα παλιότερα διαμερίσματα μου.

Όσα χρόνια γράφω μυθιστορήματα μου έχει συμβεί δύο φορές να τα παρατήσω. Είχα ξεκινήσει και προχωρήσει σε κάποιο βαθμό -ας πούμε μεταξύ 50 και 100 σελίδων- και ξαφνικά, πρώτον, δεν με ενδιαφέρει πια η ιδέα και, δεύτερον, δεν ήξερα πώς να την υλοποιήσω. Απλά δεν έβγαζα άκρη πώς να πω την ιστορία σωστά. Υπήρξε ένα εγκατελειμμένο εγχείρημα για το οποίο ένιωθα ότι το μυθιστόρημα ξώκειλε και δεν μπορούσα να το προχωρήσω, οπότε ένιωσα ότι δεν πήγαινα πουθενά. Παρόλο που κάθε πρόταση ήταν άψογη, συνολικά το βιβλίο ήταν βαρετό και έπρεπε να το εγκαταλείψω.

Μπαίνω στο μυαλό χαρακτήρων που είναι πολύ διαφορετικοί από μένα. Και νιώθω ότι κάνω αυτό που κάνει ένας ηθοποιός όταν υποδύεται. Γι’ αυτό τις τέσσερις φορές που έχω δουλέψει στον κινηματογράφο δεν είχα πρόβλημα να μιλάω σε ηθοποιούς. Ανέκαθεν ένιωθα αρμονικά μαζί τους. Ήταν μετά από εκείνες τις εμπειρίες που συνειδητοποίησα ότι υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στο γράψιμο μυθοπλασίας και της υποκριτικής. Ο συγγραφέας το κάνει με τις λέξεις στο χαρτί και ο ηθοποιός το κάνει με το σώμα του. Η προσπάθεια είναι ίδια. Αυτό κάνει η φαντασία.

Γράφω πρώτα τα πάντα με το χέρι σε μεγάλα σημειωματάρια που αγοράσω στη Γαλλία γιατί μου αρέσει μια συγκεκριμένη μάρκα.

Μια παράγραφος είναι για μένα μια μονάδα σκέψης και γλώσσας παρόμοια με ένα στίχο σε ένα ποίημα. Δουλεύω πάνω σε μια παράγραφο μέχρι να μου φανεί λιγότερο ή περισσότερο ολοκληρωμένη. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τότε θα την έχω επεξεργαστεί τόσο πολύ που σχεδόν δεν θα μπορώ να διαβάσω τα γράμματα μου, που γενικά είναι μικρά. Αφού τελειώσω την παράγραφο στρέφομαι στην αρχαία γραφομηχανή μου και τη δακτυλογραφώ.

Έχω παρατηρήσει ότι το ξεκίνημα ενός βιβλίου με καθυστερεί πολύ. Μπορεί να μου πάρει δύο μέρες για να γράψω την πρώτη παράγραφο ή την πρώτη σελίδα. Αν καταφέρω να γράψω μισή σελίδα μετά από οχτώ ώρες δουλειάς, μου φαίνεται εντάξει. Είμαι χαρούμενος. Αλλά τότε, όσο πιο βαθιά μπαίνω στο όλο εγχείρημα, ο ρυθμός επιταχύνεται. Το θέμα είναι ότι παρόλο που έχω γράψει πολλά βιβλία, με κάθε καινούριο πρέπει να μάθω στον εαυτό μου από την αρχή πώς να το κάνει. Είναι μια μεγάλη περιπέτεια, μια διαδικασία ανακάλυψης. Δεν είναι κάτι που έχω εκ των προτέρων χαρτογραφημένο, ούτε έχω όλες τις απαντήσεις. Μόνο απορίες μου γεννά το να το κάνω.

Το μόνο πράγμα που νιώθω ότι έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια είναι το τι μου συμβαίνει όταν αντιμετωπίζω προβλήματα. Με κάθε μυθιστόρημα θα έρθουν οι στιγμές που θα κολλήσεις. Θα πέσεις πάνω σε τοίχο. Κάτι που σκέφτηκες ότι ήταν καλή ιδέα αποδεικνύεται κακή και δεν είσαι σίγουρος πώς να να συνεχίσεις. Όταν ήμουν νεότερος με έπιανε απελπισία. Έλεγα στον εαυτό μου: «Αυτό ήταν, δεν θα μπορέσω ποτέ να τελειώσω το βιβλίο». Και μετά, φυσικά, αφού έβραζα στο ζουμί μου για μία ή δύο -ή τρεις ή τέσσερις- εβδομάδες, έβρισκα τη λύση και συνέχιζα. Τώρα που έχω μεγαλώσει όταν αντιμετωπίζω τέτοιες κρίσιμες στιγμές δεν πανικοβάλλομαι πια. Λέω στον εαυτό μου: «Αν αυτό το βιβλίο πρέπει να γραφτεί, υπάρχει ήδη κάπου μέσα σου. Θα το βρω. Απλά πρέπει να κάνω υπομονή».

Όταν γράφω μου αρέσει η σιωπή. Δεν ακούω μουσική. Μου αποσπά πολύ την προσοχή. Συνηθίζω να σηκώνομαι και να περπατάω στο δωμάτιο. Δεν κάθομαι στην καρέκλα μου για παρατεταμένα διαστήματα – όχι πάνω από 15-20 λεπτά σερί. Μετά πρέπει να σηκωθώ και να περπατήσω. Έτσι βρίσκω τον ρυθμό μου. Υπάρχει στο σώμα. Από μόνη της η κίνηση παράγει λέξεις με ένα τρόπο πολύ καλύτερο από το καθισιό στο γραφείο μου.

Δεν διαβάζω ψηφιακά βιβλία. Δεν μου αρέσει η εμπειρία. Μου αρέσει να μυρίζω το χαρτί, να γυρίζω τις σελίδες. Νομίζω ότι το βιβλίο έτσι ακριβώς όπως το ξέρουμε είναι μια.

Το γράψιμο με εξαντλεί, σωματικά και πνευματικά. Είμαι τόσο κουρασμένος στο τέλος της ημέρας που νιώθω σαν να έχω τρέξει μαραθώνιο.

Γράφω συστηματικά από τα 15 ή 16 μου. Μιλάμε για πάνω από 50 χρόνια. Μου είναι δύσκολο να το πιστέψω.