Τα ‘Μήλα’ με τον Άρη Σερβετάλη είναι μια weird wave ‘Αιώνια Λιακάδα’
- 12 ΣΕΠ 2020
***
Καθώς η ταινία ανοίγει, είμαστε στο μέσον μιας πανδημίας. Μια διαφορετικής μεν, πανδημίας δε. Άνθρωποι ξεχνάνε. Ο ένας μετά τον άλλον, χωρίς αιτία, χωρίς ειρμό, άνθρωποι απλά ξεχνάνε.
Ένας άντρας, ο Άρης Σερβετάλης παίζοντας σαν μελαγχολική φιγούρα κάποιου θλιμμένου κλόουν του βωβού σινεμά, επιβιβάζεται σε ένα λεωφορείο αλλά όταν ο οδηγός τον ρωτά πού πάει, εκείνος δεν θυμάται. Πού πάει, από πού έρχεται, ποιος είναι. Έχει ξεχάσει τα πάντα.
Σε μια κλινική αποκατάστασης για τους φορείς της αμνησίας, κι αφού κανείς δεν τον αναζητά, ο άντρας λαμβάνει τις σαφείς οδηγίες για το ποιο είναι το επόμενο βήμα, από έναν γιατρό που παίζει ο Αργύρης Μπακιρτζής: Το επόμενο βήμα της κοινωνικής επανένταξης, του λέει, είναι να εκτελεί καθημερινές αποστολές μνήμης και εμπειρίας. Να κάνει ποδήλατο. Να πάει ένα σινεμά. Να χορέψει σε ένα μπαρ. Να φλερτάρει. Και μετά από κάθε πράξη, να πάρει μια φωτογραφία, να τη βάλει σε ένα άλμπουμ, σα να επιχειρεί να θυμηθεί από την αρχή την καθημερινότητα του να είσαι άνθρωπος.
(Ναι, αυτό σημαίνει πως οι καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, οδηγίες για απλές καθημερινές πράξεις φτάνουν στα αυτιά μας μέσα από τη βαθιά φωνή του Μπακιρτζή, προσφέροντας στον αποστασιοποιημένα σουρεαλιστικό τόνο στον οποίο στοχεύει η ταινία σε αυτό το αρχικό της σκέλος.)
Ο Νίκου, που έχει γράψει το σενάριο μαζί με τον Σταύρο Ράπτη, ξεκινά από ένα μέρος γνώριμο στο weird wave πλαίσιο του νέου Ελληνικού σινεμά- όχι τυχαία, είχε δουλέψει και στον ‘Κυνόδοντα’ ως βοηθός σκηνοθέτη. To κάδρο του είναι μικρό και η οπτική πληροφορία λιτή και ελλειπτική, ως ταιριαστή αποτύπωση του πού βρίσκεται ο νους σου καθώς προσπαθείς να μάθεις κάτι ξανά από την αρχή. Συμβαίνει όμως κάτι ενδιαφέρον καθώς το φιλμ εξελίσσεται: Με έναν διακριτικό τρόπο, γίνεται ζεστό και αστείο. Τολμώ να πω, τρυφερό;
Ο Νίκου κατά την πρεμιέρα της ταινίας στους Ορίζοντες της Βενετίας, λέει πως η ερμηνευτική κατεύθυνση προς τον Σερβετάλη ήταν κάτι μεταξύ Ζακ Τατί και Τζιμ Κάρεϊ στην ‘Αιώνια Λιακάδα’, το φιλμ του Τσάρλι Κάουφμαν που μοιάζει όχι ακριβώς σαν αντίστροφο, αλλά σίγουρα κάπως παράλληλο ως προς τα ‘Μήλα’. Και τα δύο έργα εξάλλου ξεκινούν από μια απίθανα συμβολική κονσεπτική ακρότητα για να αναρωτηθούν ποιο κομμάτι της ύπαρξής μας, της προσωπικότητας, της ψυχής μας, συνδέεται απευθείας με τη μνήμη, με την αγωνία του να προσπαθείς να ξεχάσεις, με την αγωνία του να προσπαθείς να θυμηθείς.
Τα ‘Μήλα’ τοποθετούνται σε μια αχρονικά ρετρό εκδοχή της Αθήνας από όπου η τεχνολογία απουσιάζει πλήρως. Η εικόνα είναι σχεδιασμένη, ο ήχος αναπαράγεται από μεγάλες, βαριές παλιομοδίτικες συσκευές, η φωτογραφία βγαίνει σε πόλαροϊντ, το σάουντρακ είναι ‘60s κέφι. Όμως δεν πρόκειται για κάποια αισθητική επιλογή με φετιχιστική χροιά, καθώς η σχέση μνήμης και τεχνολογίας υπογραμμίζεται δια της απουσίας και των δύο. Ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας στα αγγλικά (‘Apple’) είναι ένα παιχνίδι πάνω σε αυτή την ειρωνεία: Τα μήλα βοηθούν στη μνήμη, όπως μαθαίνει κάποια στιγμή κι ο ήρωάς μας, αλλά η α λα Apple τεχνολογία την αδυνατίζει.
Όπως είπε και στη Βενετία ο Νίκου μιλώντας για την τεχνολογία ως συνήθεια και ευκολία, «κάνει το μυαλό πιο τεμπέλικο. Δεν χρειάζεται να αποθηκεύουμε πράγματα στο μυαλό μας πλέον. Το κάνουμε σε συσκευές της Apple». Υπό αυτό το πρίσμα τα ‘Μήλα’ είναι μια έκφραση της αγωνίας του να προσπαθείς να χτίσεις νέες αναμνήσεις γύρω από ένα μεγάλο κενό, όλο και πιο δύσκολο να το διαχειριστείς, στη κοινωνία της διαρκούς πληροφορίας και των συνεχών notifications. Το να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις ένα νέο σετ εμπειριών και αναμνήσεων μοιάζει σαν άσκηση στην (τεχνολογική, μεταξύ άλλων) απομόνωση. Πρέπει να αδειάσεις, πρέπει να αποφεύγεις, πρέπει να βρεθείς σε μια απόλυτη ησχυσία μες στο κεφάλι σου, μέχρι να είσαι ξανά έτοιμ@.
Η νέα αυτή αναλογική καθημερινότητα του ήρωα χτίζεται μέσα από μικρά επεισόδια, βινιέτες συνηθισμένων πράξεων που μοιάζουν καινούριες. Υπάρχει εδώ μια σταδιακή ζεστασιά, μια μελαγχολική καρδιά πίσω από εικόνες φύσει αστείες. Για να είμαι ειλικρινής έφερνα διαρκώς στο μυαλό μου τον Ντάγκι του Κάιλ ΜακΛάχλαν από το ‘Twin Peaks: The Return’ του Ντέιβιντ Λιντς. Ο ήρωας του Σερβετάλη δεν χρειάζεται να μάθει την ζωή τόσο εκ του μηδενός, όμως στην ισορροπία σουρεάλ χιούμορ της καθημερινότητας με μιας γλυκόπικρη εσάνς κενού, μια συγγένεια την εντοπίζεις.
Αυτή η ανθρωπιά που χαρακτηρίζει τα ‘Μήλα’ δεν θα ήταν ποτέ εγγυημένη, όμως ο Νίκου την βρίσκει. Δίνοντας από την πρώτη στιγμή στο φιλμ του μια σαφή αίσθηση τόπου, εντοπίζοντας την απελευθέρωση σε ένα μουσικό κομμάτι, σε έναν χορό που παρασέρνει τον ήρωα, σε ενστικτώδεις αποκρίσεις που ξεγελούν και τον ίδιο, στην ανάπτυξη νέων δεσμών και συνηθειών. Την εκλεκτή συγγένεια με τον ‘Κυνόδοντα’ πολλοί θα την υπογραμμίσουν αλλά εξίσου μεγάλο κομμάτι του DNA των ‘Μήλων’ είναι κι άλλο ένα φιλμ στο οποίο ο Νίκου διετέλεσε βοηθός σκηνοθέτη: Το ‘Before Midnight’ του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Άλλη μία ταινία δηλαδή όπου ο κόσμος χτίζεται ανάμεσα στις μικρές (και γι’αυτό, σαρωτικές) στιγμές δύο ανθρώπων που, απλώς, ζουν.
Δεν μοιάζει τρομερά εύκολο το να θέσεις μια συμβολική σύλληψη μέσα από υπαινικτικούς συναισθηματικούς όρους, αλλά να, εγώ μέχρι το τέλος είχα συγκινηθεί.
*Τα ‘Μήλα’ (‘Apples’) του Χρήστου Νίκου προβάλλονται στο Φεστιβάλ του Τορόντο, το οποίο διαρκεί ως τις 20 Σεπτεμβρίου. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο τμήμα Οριζόντων των Φεστιβάλ Βενετίας.