REVIEWS

Είναι αυτό το κύκνειο άσμα των Arcade Fire;

Το καινούργιο άλμπουμ των Arcade Fire δεν διχάζει μόνο το κοινό, αλλά και τον ίδιο τον ακροατή του.

 

Δεν αφορά κανέναν και το ξέρω, αλλά μπορώ να πω και να το εννοώ, ότι το ‘Funeral‘ ήταν ένα άλμπουμ που μου άλλαξε τη ζωή. Με τον δικό του τρόπο (ή τον δικό μου;). Όχι τα ίδια τα τραγούδια. Αλλά η ύπαρξη του από μόνη της.

Πέρασα από πολλά στάδια για να ξεκινήσω να γράφω για το καινούργιο άλμπουμ των Arcade Fire. Και τελικά άρχισα να γράφω γι’ αυτό έχοντας στα ακουστικά (για πρώτη φορά στη ζωή μου) κάτι άλλο. Όχι όμως ανεξήγητα άσχετο. David Byrne – ‘In Spite Of Wishing And Wanting’. Αν το ‘Reflektor‘ ήταν το Talking Heads άλμπουμ τους, που δεν ήταν, γιατί έχανε συχνά τον προσανατολισμό του (και δεν θα ρίξω την ευθύνη στον James Murphy, για να μη μολύνω την αγάπη μου για την μπάντα), τότε η επιλογή μου, παρότι τυχαία, είναι μάλλον καρμική. Ο Byrne σαν ατόφιο ταλέντο που υπήρξε, έφτιαξε ένα άλμπουμ, το 1999, από τις συνθετικές στάχτες των Talking Heads, για να δημιουργήσει ένα εξίσου πολυσχιδές υπόδειγμα μουσικής αναζήτησης, που απαιτεί θάρρος και γνώση. Θάρρος σίγουρα έχει ο Win Butler. Η γνώση όμως είναι κυρίως πείρα.

Μια μικρή δυσφορία ήταν το αρχικό στάδιο. Όχι αδικαιολόγητη. Δεν είναι ότι άργησε να έρθει. Ούτε ότι προσπάθησε αρκετά να χτίσει ένα μύθο γύρω του. Η δυσφορία μου δημιουργήθηκε από το προηγούμενο τους άλμπουμ, όταν πήδηξαν κι αυτοί στην άλλη πλευρά, των πολυεθνικών. Οπότε και εικόνες ενός αλλόφρονα Chris Martin αναβόσβηναν στο κεφάλι μου. Ήδη η τελευταία μου ανάμνηση σε live τους, ήταν ένα πανηγύρι καρναβαλιστών.

Η μεγαλύτερη φαν τους που ξέρω, μου είπε ότι είναι λογικό να κοιτάνε να εξασφαλίσουν κάνα φράγκο παραπάνω, τώρα που κι ο Butler έγινε πατέρας. Αυτό με ξενέρωσε ακόμα περισσότερο. Πόσες νέες εναλλακτικές μπάντες με τέτοιο εκτόπισμα, έχουν μείνει να θαυμάζουμε και να έχουμε την ευκαιρία να μυθοποιούμε; Και τώρα πρέπει να δω κι αυτούς σαν μικροαστούς που πάνε να πιάσουν την καλή; Περιμένουμε να μας βγάλουν από την καθημερινότητα μας, όχι να μας την υπενθυμίζουν. Αυτό είναι οι μεγάλοι rockstars. Ή οι stars γενικότερα. Δεν θέλουμε να νιώθουμε ίδιοι μ’ αυτούς, αλλά να τους κοιτάζουμε σαν ένα άπιαστο και ιερό πράγμα.

Ένα άλλο στάδιο που πέρασα, ήταν αυτό της αμφισβήτησης τους. Υπάρχει ένα ενδιαφέρον άρθρο στη Guardian, σχετικά με το πόσο κακό έχει κάνει το Spotify και οι λίστες του στα άλμπουμ. Η κατεύθυνση τόσο των εταιριών όσο και των ίδιων των καλλιτεχνών, είναι πλέον ένα καλό κομμάτι. Δεν χρειάζονται πια τα ολοκληρωμένα άλμπουμ. Αν γίνεις ο εκλεκτός του streaming, θα είναι για ένα κομμάτι που θα μπει σε μια λίστα που θα ταιριάζει με ένα συγκεκριμένο mood, ή σκοπό-χρήση.

Το ‘Everything Now’, ακόμα και να μην το ήθελε, είναι ένα ανάπηρο άλμπουμ. Και ακόμα κι αν παραβλέψουμε το άλμα της μπάντας στα πολυεθνικά ύδατα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το άλμα προς τη λιστοποίηση τους. Εδώ μέσα βρίσκονται μερικά καλά κομμάτια που περιστοιχίζονται από ξεδιάντροπα album fillers. Τα ‘Peter Pan’, ‘Chemistry’ και ‘Infinite Content’, είναι τόσο αδιάφορα, που η μόνη σωστή κίνηση, είναι που μπήκαν συνεχόμενα το ένα μετά το άλλο, ώστε να μην συμπαρασύρουν στο αναπόφευκτο skip και κομμάτια που ενδεχομένως αξίζουν. Άρα τι μένει; Δύo μέτρια ως καλά ep. Τα 4 πρώτα κομμάτια και τα 4 τελευταία. Αφήνω έξω την τέταρτη φορά που διαβάζουμε ‘Everything Now’ μέσα στο άλμπουμ, που ξεκάθαρα είναι η ναυαρχίδα που πάει κατευθείαν να χωθεί στις πιο clickbait λίστες του Spotify.

O Elvis Costello είπε για τους Beatles όταν πρωτοάκουσε το ‘Rubber Soul’, ‘αυτό ακριβώς είναι όταν εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους που φτιάχνουν μουσική. Να σε πάνε κάπου όπου δεν έχεις ξαναβρεθεί’.

Εδώ είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε την ίδια μπάντα που μέχρι το ‘Suburbs’ έκανε αυτό ακριβώς. Μας περνούσε από τη μία της φάση στην άλλη, έχοντας όμως τον αυτοέλεγχο της καλλιτεχνικής της υπόστασης και κάνοντας σοβαρά βήματα εξέλιξης.

Το ‘Good God Damn’ είναι μια από αυτές τις φορές. Και είναι η καλύτερη απόδειξη ότι έχει βάλει το χέρι του στην παραγωγή του άλμπουμ ο Thomas Bangalter των Daft Punk (παρέα με τον Steve Mackey των Pulp). Είναι ένα απλό groovy τριπάρισμα, τόσο καλά εκτελεσμένο που δεν έχει καμία σημασία που οι στίχοι είναι γραμμένοι στο πόδι. Το αμέσως επόμενο ‘Put Your Money On Me’, μαζί με το ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ είναι οι άλλες δύο περιπτώσεις που το γκρουπ έχει βρει το πάτημά του πάνω στο funky ήχο που προσπαθεί να υιοθετήσει (η χρήση του “Coffee cola song” του Francis Bebey είναι πραγματικά ιδιοφυής) και διαθέτουν μια γερή κορμοστασιά που υπόσχεται μια συνέχεια που δεν έρχεται στο τέλος.

Το ‘Signs of Life’ προσπαθεί αρκετά να βάλει το ακροατήριο στο παιχνίδι (μιας και πρόκειται για μια κατεξοχήν live μπάντα) με τα handclaps να είναι δυνατό κάλεσμα συμμετοχής, που σίγουρα θα σου αποσπάσει την προσοχή από την αδυναμία του περιεχομένου. ‘Monday, Tuesday, Wednesday, Thursday, Friday, Saturday, sometimes Sunday, love is hard, sex is easy’. Η μουσική έχει μέσα λίγο από όλα: disco, funk, Abba, New Order, μέχρι κι ένα ανεπαίσθητο Spanish tinge για να γίνει λίγο ακόμα πιο εξωτικό.

Και δεν ξέρω τι καλύτερη απόδειξη υπάρχει ότι ο Butler έχει καβαλήσει το καλάμι, από αυτό τον στίχο στο επικό και υπερφιλόδοξο “Creature comfort”:

assisted suicide
she dreams about dying all the time
she told me she came so close
filled up the bathtub and put on our first record…

Με το ‘Reflektor’ οι Arcade Fire ήταν ένα άλλο γκρουπ. Και με το ‘Everything Now’ είναι πάλι ένα άλλο γκρουπ. Αλλά όχι με τον τρόπο που ήταν οι R.E.M. ένα άλλο γκρουπ όταν έβγαλαν το ‘Up’, ή με τον τρόπο που οι Radiohead ήταν κι αυτοί μια άλλη μπάντα όταν έβγαλαν το ‘Kid A’. Εδώ νιώθω ότι δεν ξέρουν τι κάνουν. Έχουν μια πολύ ασαφή ή έστω ανολοκλήρωτη ιδέα για το που βρίσκονται.

Ο Butler σε πρόσφατη συνέντευξη του ενισχύει την άποψη μου ότι δεν ξέρουν πόσο λεπτός είναι ο πάγος που πατάνε. Δηλώνει σχεδόν με καμάρι ότι παρά τις προβλέψεις και τις αρνητικές κριτικές που έχει πάρει το ‘Everything Now’, είναι το πιο άμεσα πετυχημένο άλμπουμ τους μέχρι τώρα, τόσο σε streaming όσο και σε κανονικές πωλήσεις. Ισχύει. Όμως αυτά τα νούμερα δεν έγιναν από το πιστό fanbase τους, αλλά από ένα καινούργιο και εφήμερο κοινό που έχει πολύ αδύναμη μνήμη και αλλάζει πολύ συχνά γούστα.

Οι Arcade Fire είχαν την τύχη να είναι οι τελευταίοι των Μοϊκανών. Δηλαδή από τα τελευταία μεγάλα συγκροτήματα που κατάφεραν να συγκεντρώσουν μεγάλο μέρος του εναπομείναντος old-school μουσικόφιλου κοινού. Εκείνου του κοινού που αφοσιώνεται σε μία μπάντα και την ακολουθεί. Πολύ φοβάμαι ότι το έχουν χάσει αυτό το προνόμιο κι ας πρόκειται να γεμίσουν μερικά στάδια ακόμα και να γίνουν headliners σε μερικά ακόμα φεστιβάλ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Η στήλη δισκοκριτικών του Γιάννη Σαμούρκα
Δύο συντάκτες αναλύουν τραγούδι-τραγούδι τα 10 χρόνια απ’ το ‘Funeral’
11 βίντεο για τους Arcade Fire
H ετυμηγορία μας για το ‘Reflektor’ των Arcade Fire