REVIEWS

Από τις Κυκλάδες ως το Λονδίνο, το Argylle δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό του

Οι ορεξάτοι πρωταγωνιστές του Argylle ξεκινούν από τη Μεσόγειο και φτάνουν στη Βόρεια Ευρώπη, όμως το fun τους χάνεται στον δρόμο.
Κάθε γενιά, πάνω-κάτω, αποκτά μία κάποια επαναληπτική προσέγγιση του Romancing the Stone. Το Argylle στην πραγματικότητα βέβαια είναι το δεύτερο στην πρόσφατη ιστορία (υπήρξε και το The Lost Cityυποτιμημένο!). Η υπόθεση είναι τόσο οικεία όσο ένα παλιό πουλόβερ, όμως ο Matthew Vaughn (Kingsman, Kick-Ass, X-Men: First Class, Layer Cake, Stardust) διαφοροποιεί το υλικό γιατί ενσωματώνει το χαρακτηριστικό του ταλέντο στην έντεχνη βία.

Η ηρωίδα του αυτή τη φορά, η Elly Conway (Bryce Dallas Howard), κάνει μία ήσυχη ζωή. Οι μόνες της συγκινήσεις έρχονται μέσα από τη συγγραφή της σειράς κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων που γίνονται best-sellers, όπου πρωταγωνιστεί ο θαρραλέος πράκτορας Argylle (Henry Cavill), ειδικός σε αποστολές εξουδετέρωσης μίας σκοτεινής μυστικής οργάνωσης.

Από μία τέτοια ξεκινάει το Argylle, με αφετηρία την Ελλάδα. Ο πράκτορας συναντά μία απαστράπτουσα Dua Lipa σε ένα underground κλαμπ των Κυκλάδων και, αφού επιδίδονται σε χορό και φλερτ, καταλήγει να πρέπει να την καταδιώξει σε κυκλαδίτικα καλντερίμια και ταράτσες. Τα οχήματά τους καταστρέφουν καφενεία, τρομάζουν κυριούλες με τσεμπέρια που σκουπίζουν το ασβεστωμένο τους κατώφλι (εκεί κάπου πέφτει και ένα μπινελίκι αλά ελληνικά), και καταλήγουν να χαλάσουν την αιγαιοπελαγίτικη ραστώνη του John Cena που αναγκάζεται να αφήσει τον ελληνικό καφέ του για να πιάσει από τον σβέρκο τη Lipa.

Η διάθεση είναι καταφανώς σατιρική για τις υπερβολές του κατασκοπευτικού είδους και ο Vaughn μέσα σε λίγα λεπτά καταφέρνει όλους τους αρχικούς του στόχους για τον τόνο της ταινίας.


Μέσα σε τέσσερα βιβλία η Elly του έχει καταφέρει να μετατρέψει αυτόν τον γοητευτικό κατάσκοπο σε έναν σύγχρονο Bond και όλοι – συμπεριλαμβανομένης της λατρεμένης μητέρας της (Catherine O’Hara, υπέροχη όπως πάντα) – ανυπομονούν να μάθουν τι θα συμβεί στο επόμενο βιβλίο της. Θα μπορέσει ο Argylle να εξαρθρώσει τη σατανική επιχείρηση αντικατασκοπείας με ηγέτη τον Bryan Cranston που σπέρνει τον όλεθρο παντού;

Ειδικά τώρα που έμαθε ότι εμπλέκονται οι άνθρωποι της δικής του υπηρεσίας; Θα μπορέσει να ανακτήσει εγκαίρως το κλειδί – το κωδικοποιημένο και στα χέρια ενός χάκερ φυσικά – για όλες αυτές τις πληροφορίες, ώστε να προλάβει να τα καταστρέψει όλα;

Αυτό που δεν γνωρίζει η Elly, είναι ότι η εν λόγω μυστική οργάνωση είναι αληθινή. Τουλάχιστον μέχρι που ένας πραγματικός κατάσκοπος ονόματι Aidan (Sam Rockwell) μπαίνει στη ζωή της. Σύντομα η Elly θα τρέχει να ξεφύγει από τις σφαίρες με τον αγαπημένο της γάτο, τον Alfie, σε backpack, καθώς αυτή και ο Aidan θα προσπαθούν να καταλάβουν γιατί τα βιβλία που γράφει έχουν μία ανησυχητική σχέση με την πραγματικότητα. Μπορεί η μυθοπλασία της να περιέχει τις πληροφορίες που χρειάζονται για να σταματήσουν τους κακούς και να σώσουν τη μέρα;


Εκεί έγκειται το set-up του Argylle: η πραγματικότητα και η φαντασία θα είναι στο εξής αλληλένδετες.

Καθώς η Elly και ο Aidan προσπαθούν να γράψουν το επόμενο κεφάλαιό της με σκοπό να καταλάβουν τι συμβαίνει και ποια μπορεί να είναι τα επόμενα βήματα, ο Vaughn τους εκτοξεύει σε μία σειρά από περιπέτειες σε όλο τον κόσμο, όπου θα δοκιμάζεται διαρκώς η κατατεθέν ατάκα των βιβλίων της – «Όσο μεγαλύτερος ο κατάσκοπος, τόσο μεγαλύτερο το ψέμα». Μπορεί η Elly να εμπιστευτεί αυτά που της λέει ο Aidan; Μπορεί να είναι αληθινά ασφαλής ενώ βρίσκεται στη μέση μίας επιχείρησης κατασκόπων εναντίον κατασκόπων, όπου το ψέμα και το πισώπλατο μαχαίρωμα είναι απλά μία ακόμη Δευτέρα; Και, πιο σημαντικά, η γάτα θα τη γλιτώσει;

Ο Vaughn ψάχνει την οπτική εφευρετικότητα σε ένα ατελείωτα επαναλαμβανόμενο ερώτημα της ταινίας για το πώς η Elly δεν μπορεί να καταλάβει αν διασώζεται από τον Aidan ή από τον ίδιο τον Argylle, τον ήρωά της που συχνά εμφανίζεται στον καθρέφτη της, όμως αυτή η ενασχόληση με τη θολή γραμμή μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας γίνεται όλο και πιο απογοητευτική, σε μία ταινία απελπισμένη να υπηρετήσει την – καλοδεχούμενη – γελοιότητα που μας υποσχέθηκε στην αρχή της.

Το Argylle φτάνει εκεί στο τέλος, επιτυγχάνοντας ένα είδος παραλογισμού που σπανίως επιτρέπεται στις αγγλόφωνες ταινίες δράσης να απολαύσουν, όμως ως τότε είναι αργά.


Ως επί το πλείστον ο Vaughn στήνει μερικά εύστοχα, απολαυστικά set pieces που κρατούν την ταινία μακριά από την αίσθηση της σοβαροφάνειας, ένα βασικό συστατικό εάν πρόκειται να διακωμωδήσεις το spy genre. Πράγματι, υπάρχουν δύο σεκάνς μάχης στο τέλος της ταινίας – η μία ενός χορευτικού ντουέτου, η άλλη με μία αληθινά ευφάνταστη σεκάνς πατινάζ – τόσο παλαβές που δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις μαζί τους. Διαφορετικά θα ένιωθες ανατριχίλα.

Ακόμα κι έτσι, η υπερβολική χρήση ντίσκο και ποπ τραγουδιών από τον Vaughn σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ως επένδυση στις καρτουνίστικα βίαιες σκηνές του, τελικά εξαντλούν την καλή διάθεση του θεατή.

Είναι περισσότερο οπτικοακουστικά δεκανίκια που αναγγέλλουν τι είναι αστείο, αντί να αφήνουν τις εν λόγω στιγμές να είναι όντως αστείες. Σίγουρα δεν βοηθάει και το γεγονός ότι η νεανική αίσθηση του χιούμορ του Vaughn δεν ταιριάζει με την ρομαντική ενέργεια του σεναρίου του Jason Fuchs, και ο σκηνοθέτης φαίνεται αποδυναμώνεται ακόμη περισσότερο από την απόφαση να γίνει η ταινία PG-13.


Και όταν μία ταινία του Matthew Vaughn δεν είναι διασκεδαστική, δεν έχει και πολλά άλλα για να στηριχτεί.

Το Argylle τελειώνει σε άλλη μία ένδοξη κορύφωση που ξέρει να κάνει ο Vaughn και που μια πιο σοβαρή ταινία δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει, όμως όσα σαθρά και επιτηδευμένα ακολουθούν, είναι τόσο αποφασισμένα να δικαιολογήσουν τον ξέφρενο παραλογισμό, που δεν μας αφήνουν να τον απολαύσουμε. Το μεγάλο φινάλε δεν δικαιώνει τον κουραστικό, δαιδαλώδη δρόμο που χρειάστηκε για να φτάσουμε ως εκεί. Σε κάνει απλώς να εύχεσαι να είχε βρει ο Vaughn κάποια συντομότερη διαδρομή.

Exit mobile version