‘Ας Περιμένουν οι Γυναίκες’, για πάντα
- 8 ΑΠΡ 2016
Δεν είχε τύχει. Τουλάχιστον έτσι έλεγα στον εαυτό μου για να τον παρηγορήσω. Για να κοιμάται καλύτερα τα βράδια. Την ταινία την ήξερα. Την είχα ακούσει, την είχα διαβάσει, την είχα συναντήσει ως ποπ αναφορά. Αλλά δεν την είχα δει. Ιστορικό λάθος. Τώρα που την είδα έστειλα τον προ μια βδομάδας εαυτό μου τιμωρία στο δωμάτιό του. Χωρίς να φάει γλυκό. Δεν ξέρω καν αν θα τον αφήσω να πάει να παίξει με τους φίλους του. Τόσο πολύ.
Το “Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες” δεν είναι μια απλή ελληνική ταινία. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Ίσως να είναι μια από τις καλύτερες. Να μην είναι; Είναι από τις πιο ξεχωριστές. Ούτε αυτό; Είναι η πιο διαχρονική. Γυρισμένη το 1998, αλλά θα μπορούσε να είχε βγει στις αίθουσες φέτος. Η απόλυτη απεικόνιση της ελληνικής κοινωνίας του ’90, η ακριβής περιγραφή του πώς στο διάολο γίναμε έτσι. Μια σουρεάλ ιστορία τριών ανδρών που μετράει μια μια τις κουτρουβάλες μας ως έθνος, σε σημείο που αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν τελικά και λίγα πάθαμε.
*** Προσοχή περιέχει spoiler επιπέδου Όλη η Ταινία – Αν δεν την έχεις δει, τη γαμ#$^ς****
Διαβάζοντας λίγα παραπάνω πράγματα για την ταινία, έμαθα ότι η ταινία αρχικά θα λεγόταν “Το Ιστορικό Συνέδριο της Βόλβης”. Αν και βρίσκω πιο ταιριαστό κάτι του στυλ #Pasokara. Πραγματικά εντυπωσιακή η διορατική ματιά του Σταύρου Τσιώλη. Τότε, στην εποχή των παχιών αγελάδων. Τόσο μπροστά, τόσο too the point που θα έλεγαν και στην Παπαδίτσα Λακωνίας, που με κάνει να θέλω να ξυρίσω τα φρύδια μου που δεν την είχα δει νωρίτερα.
Η καλοκαιρινή μακεδονική ιστορία, όπως αυτοαποκαλείται, έχει τρεις βασικούς πρωταγωνιστές: τον Μιχάλη (Μπακιρτζή), τον Πάνο (Ζουγανέλη) και τον Αντώνη (Μπουλά), τρεις μπατζανάκηδες που ξεκινούν για οικογενειακές διακοπές στη Θάσο και ξεδιπλώνουν όλο το μεγαλείο της ελληνικής νοοτροπίας που μεγάλωσε γενιές και γενιές ανάμεσα σε κομματόσκυλα, βρισίδια στην εξέδρα, μπίλιες στο καζίνο και γυναίκες, όλα αυτά υπό τον ήχο μπουζουκοτράγουδων και γύρω από ένα μεγάλο τρίτο πληθυντικό πρόσωπο. “Αυτοί”. Που φταίνε για όλα. Αλλά θα τους πάρουμε. Και θα τους δείξουμε εμείς.
Τρεις τύποι Ελληνάρα. Ο Πάνος που είναι διαρκώς οργισμένος. Αν μιλούσαμε σε όρους Ντάλτον θα ήταν ο Τζο. Δαιμόνιος. Διαρκώς αδικημένος. Όπου φυσάει ο άνεμος, ανάλογα με το (προσωπικό) συμφέρον. Με την έμφυτη αίσθηση ότι πάντα κάποιος άλλος φταίει. Η λογική του “εμείς δεν πειράξαμε κανέναν” και του ότι “είμαστε καλοί και μας πατάνε” κυρίως όμως επειδή δεν είχαμε τη δυνατότητα να πειράξουμε, έστω κι αν δεν είμαστε και τόσο καλοί, αλλά εντάξει ποιος κρατάει λογαριασμό. Καταφερτζής. Με μασίφ επιχειρήματα στην καθυστέρηση επιστροφής οφειλομένων για το καλό του άλλου (“θα τα ρίξει κάπου και θα φανούνε. Λίγα λίγα τα λεφτά δεν φαίνονται”).
Ο κλασσικός τύπος που κάνει το μαύρο άσπρο πιο εύκολα και από τον Μάικλ Τζάκσον. Κακό. Ο κλασσικός τύπος που κάνει το μαύρο άσπρο πιο γρήγορα και από τον ΠΑΟΚ. Καλύτερο. Εξάλλου ο ΠΑΟΚ έχει την τιμητική του σε όλη την ταινία. Μέχρι και πρόποση πάνω από ξεροψημένο κοκορέτσι έγινε. Ξέρω αναρωτιέσαι κι εσύ αν ήταν πέναλτι. “Ο ορισμός του πέναλτι, κυρία μου”.
Ο Πάνος, λοιπόν, είδε την Αγγελική (την) Ηλιάδη και έπαθε την πλάκα που παθαίνουν οι Άγγλοι με το φεγγάρι (Δεν βρίζω. Να περάσει). Ξέρεις αυτός – όλοι έχουν έναν τέτοιο στην παρέα- που ερμηνεύει όλα τα σημάδια του κόσμου προς το συμφέρον του. Είτε είναι μια ατάκα της λεγάμενης, είτε ένας σκύλος πάνω σε ένα μηχανάκι. Που σημαίνει γούρι. Και 36 κόκκινο. Έστω κι αν τελικά δεν ήταν σκύλος πάνω σε μηχανάκι, αλλά τέσσερα σκυλιά να κυνηγούν ένα μηχανάκι. “Τέσσερα; Ακόμα καλύτερα”. Αυτό ακριβώς. Γιατί θα τους τα πάρουμε. “Από αυτούς”. Που τους κράζουμε. Αλλά τους θαυμάζουμε (ώπα – σλόγκαν από Jumbo;). Τα βάζει με τον Αντώνη, την πελοποννησιακή λέρα, αλά από την άλλη ζητάει “να φτιαχτείς εσύ και από κοντά εμείς”. Βρίσκεις την φωτογραφία του δίπλα σε λέξεις όπως “ιδιοτέλεια” και “συμφεροντολόγος”.
Υπάρχει και ο Αντώνης. Ο “Παπαρηγόπουλος του ΠΑΣΟΚ”, που θα μπορούσε να γίνει υπουργός σαν τον Τζουμάκα. Για τον Αντώνη όμως τα είπε καλύτερα ο Αντώνης. Εκεί που διαφωνώ είναι στο σχόλιο ότι ο Μπουλάς είναι όλη η ταινία. Όχι, όχι, όχι… Αν και κανείς δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τον άλλον, έχω την αίσθηση ότι το κεντρικό πρόσωπο είναι ο Μιχάλης, δηλαδή ο Μπακιρτζής. Ναι, αυτός από τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Είδωλο. Πολλαπλό (#diplis, #triplis #kai_paei_legontas). Ο άνθρωπος που χάρισε το εκπληκτικό “Θέλεις; Θέλω πάντα. Έχεις κέφι; Έχω πάντα. Ίσως έρθω. Έλα αμέσως μωρό μου. Δεν θέλω. Μην έρθεις. Δεν έχω κέφι. Μην έρθεις. Ίσως έρθεις. Μην περάσεις, μωρό μου”. Όλη την συμπαντική αλήθεια για τον έρωτα σε δώδεκα προτάσεις.
Και εκεί που νόμιζες ότι τα έχει πει όλα, πρωταγωνίστησε στη συγκλονιστική σκηνή, όπου κάνει διάλογο με τον ερωτοχτυπημένο Πάνο και καταλήγει στο ότι : “οι άνθρωποι δεν συγχωρούν, αυτούς που από έρωτα εκπέσανε”.
Πσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσ….. Πραγματικά….. Πσσσσσσσσσ… Φράση που θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να είναι η περίληψη του “Suntan” (που και πάλι θα έπρεπε -και πάλι- κατά τη γνώμη μου να έχει εναλλακτικό τίτλο το “Ετεροντροπή” – αγαπημένη λέξη για το 2016).
Οι άνθρωποι δεν συγχωρούν, αυτούς που από έρωτα εκπέσανε.
Νομίζω ότι θα μπορούσα να γράψω μόνο αυτό για να υποχρεωθείς να το δεις. Ή θα μπορούσα να βάλω μόνο το βίντεο της σκηνής:
Έπος.
Ο Μιχάλης, λοιπόν, είναι ο πιο αφελής, ο περισσότερο συμβιβασμένος. Αυτός που νοιάζεται για τους λογαριασμούς, για την άρρωστη αδερφή και τον γέρο πατέρα. Αυτός που ακούει φράσεις όπως το “σκέψου πρώτα, κατάλαβε και μετά πες ότι δεν καταλαβαίνεις”. Άβερελ δηλαδή σε μονάδα μέτρησης Ντάλτον. Κι αυτός κυνηγά τη “μεγάλη” ζωή. Την κυριλογκλαμουριά εκ του βλαχομπαρόκ. Φοράει το σμόκινγκ του να πάει στο καζίνο και μετά κοιμάται στην άμμο δίπλα από το φορτηγάκι. Η διαφορά του με τον Πάνο είναι ότι ξέρει. Αλλά από την άλλη επαναστατεί γιατί “εμείς δεν κατουρήσαμε στο πηγάδι εμείς”. Για αυτό και πολλές φορές ξεχνάει ό,τι ξέρει. Όπως οι φανταστικοί (κυριολεκτικά) διάλογοι του στο τηλέφωνο, ή η ευκολία με την οποία πιστεύει τα ψέμματα που λέει ο ίδιος. “Και όρκο στο ευαγγέλιο να του κάνεις δεν θα σε πιστέψει” φωνάζει αγανακτισμένος, έχοντας πει προηγουμένως μια πρόταση με τόση δόση αλήθειας, όση και η ζάχαρη στον φραπέ-δηλητήριο.
Κι αυτός θαυμάζει τον Πασόκο Μπατζανάκη του, που τον βλέπει να κάθεται στην καρέκλα και σκέφτεται ότι “γεννήθηκε για κάτι ανώτερο”. Η ζωή που δεν έζησε. Αλλά δεν πειράζει. Καλό ψάρι να έχουμε. Και ένα 36 κόκκινο.
Πέρα από την αποτύπωση του Νεοέλληνα (καλύτερα και από τον Τζίμη Πανούση) ο Τσιώλης μιλάει για τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Για τον Αντώνη που μεγάλωσε στο ΠΑΣΟΚ και αυτά τους τα μαθαίνουν στο πρώτο μάθημα, για την βουτιά στην πισίνα όταν έμαθε ότι η μάνα του ψηφίζει ΝουΔου, την ξύλινη γλώσσα, το “αυτοί είναι όλοι ίδιοι”, τον Νεολαίο Μεϊμαράκη και την προκήρυξη για τη Νέα Δημοκρατία πρέπει να μετατραπεί από κόμμα αρχηγικό, σε κόμμα αρχών, στο “ΠΑΣΟΚ ήρθε να σας μάθει πως η δουλειά σας είναι να σταθείτε δίπλα στο λαό και τα προβλήματα του” και τις γιαγιάδες που άκουσαν την ιστορία του Δημοκράτη από την Παπαδίτσα και τελικά θα το ρίξουν υπέρ του πράσινου του ήλιου.
Και την μεγάλη Ελλάδα! Η απαλλαγή από το ΦΠΑ με το ακλόνητο επιχείρημα του “εντάξει και να μην απέδωσαν μια φορά ΦΠΑ τι έγινε; Τότε όλη η Ελλάδα θα ήταν στη φυλακή”. Η κατσίκα του γείτονα συμπρωταγωνιστεί σε όλη την ταινία, εξάλλου. Μεγάλο πλάνο ξανά: η Ελλάδα του ρουσφετιού. Να διορίσουμε κανέναν, να δανείσουμε κανέναν, να βολέψουμε κανέναν, που θα έλεγε και ο Ανδρέας ο Άνεργος. Αλλά ας αφήσουμε τα ΠΑΣΟΚικά για να καταλαβαινόμαστε.
Ψυχογράφημα μετά μουσικής. Στίχοι που στάζουν καψούρα γιατί ο “κύριος Πάνος όταν ξυπνήσει θέλει μουσική”. Ακούει κύριο Μελά, κύριο Σφακιανάκη και κύριο Καρρά. “Μην λες ούτε λέξη, μόνο άσε με να φύγω, να με κρατήσεις μην προσπαθείς, με λέξεις που δεν τις εννοείς. λέξεις κενές που συνηθίζεις να λες… Μην μιλάααααααας, Μη μιλάαααααααααας….”
Τα σουρεάλ σκηνικά κοροϊδεύουν στη μούρη πτυχές της μικρομεσαίας Ελλάδας. Τον καθηγητή του πανεπιστημίου Ουάσινγκτον που εκπροσωπεί την ξενομανία που καταχειροκροτείται έστω κι αν δεν είναι τίποτα άλλο από μια μπαρούφα του στυλ “απλή διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων”.
Και όλα αυτά ενώ περιμένουν οι γυναίκες. Πίσω στη Θάσο. Και θα συνεχίσουν να περιμένουν, με οποιαδήποτε αφορμή. Εις το όνομα της γεροντοκαψούρας και της αιώνιας κόντρας του “έχεις τέσσερα παιδιά” και του “υπάρχει αίσθημα, ο άνθρωπος έχει αισθήματα”. Αλλά έλα μωρέ τώρα μωρέ τώρα… Άνδρες είμαστε. Ρίχνουμε και μια φάπα και φτιάχνουμε ένα καφέ για να ηρεμήσουμε. Όλα τα θα τα βολέψουμε. Αφού η μικρή είναι Α’ Εθνική. ΠΑΟΚ. Δεν το βλέπεις;
Ή όπως είπε στην τελευταία σκηνή ο Σάκης Μπουλάς “θα κάνουμε μόνο ένα μπάνιο, θα φάμε ελαφρά, θα κοιμηθούμε τρεις ώρες και μόλις δροσίσει θα φύγουμε”. Εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία πιστεύουμε τα ψέμματα μας. Όχι των άλλων. Τα δικά μας. Ας περιμένουν οι γυναίκες. Το “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” μόνο να μην περιμένει.