Berlinale 2020: Η πιο άβολα κακή ταινία είχε Willem Dafoe
Οι ημέρες περνούν και οι ταινίες τρέχουν στο Βερολίνο. Εμείς σας δίνουμε μια γεύση από το τι συμβαίνει στην Berlinale 2020.
- 27 ΦΕΒ 2020
Ενώ οι ημέρες περνούν και οι ταινίες τρέχουν, ο̶ ̶ή̶ρ̶ω̶α̶ς̶ ̶μ̶α̶ς̶ εγώ προσπαθώ να δω όσα περισσότερα από τα φιλμ που έχω σημειώσει στο πρόγραμμα μου προλαβαίνω, αλλά και να χαρώ το Βερολίνο που το ζει φεστιβαλικά για άλλη μια φορά. Με το 2020 να είναι ξεκάθαρα μια μεταβατική χρονιά για την πορεία της Berlinale και τις μεγάλες ταινίες να έχουν απουσιάσει από τις πρώτες ημέρες του φεστιβάλ, για να δούμε τι μας επιφυλάσσει η συνέχεια.
ΔΕΥΤΕΡΑ
Πρώτη ημέρα της εβδομάδας και πρώτο πρωινό στήσιμο στα δημοσιογραφικά εκδοτήρια, λίγο μετά τις 7:30 το πρωί, για να προλάβω τα εισιτήρια που θέλω και να επανορθώσω τα σφάλματα της Κυριακής που άφησα άδεια από ταινίες.
Νομίζω πως οι άνθρωποι που βρίσκονται στα δημοσιογραφικά εκδοτήρια είναι σταθερά οι ίδιοι τέσσερις από το 2014 που έρχομαι στο φεστιβάλ. Προλαβαίνω να πω κι ένα γεια στον πολύ συμπαθητικό τύπο που μου λέει πάντα kalimera όταν σκανάρει το αδιαμφισβήτητα ελληνικό μου όνομα από τη διαπίστευση που έχω κρεμασμένη στο λαιμό, πριν φύγω από το Hyatt για το διπλανό Berlinale Palast.
Εκει βλέπω το Effacer l’historique (Delete History) των Benoît Delépine και Gustave Kervern, μια ανάλαφρη, αστεία ταινία που κάνει ολόκληρη την αίθουσα να γελά, ένα ευχάριστο διάλειμμα από τη συνήθως βαριά ατμόσφαιρα των πρωινών δημοσιογραφικών προβολών της αίθουσας.
Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι η Marie, που κάποιος την εκβιάζει πως θα στείλει στον γιο της μια sex tape της, η Christine, που έχει εθιστεί στις τηλεοπτικές σειρές και παίρνει συνεχώς μόνο ένα αστεράκι ως οδηγός μιας εταιρείας όπως η Uber και ο Bertrand, που ερωτεύεται τη φωνή μιας τηλεπωλήτριας και προσπαθεί να προστατέψει την κόρη του που δέχεται online bullying. Οι περιπέτειές τους, καθώς προσπαθούν να βγάλουν άκρη στον διαδικτυακό κόσμο του σήμερα, είναι το αντικείμενο της γαλλικής κωμωδίας.
Και δεν είναι μια κακή κωμωδία το Effacer l’historique, αρκεί κανείς να διασκεδάζει με σκιτσάκια όπως αυτά του Saturday Night Live αλλά με λιγάκι πιο γαλλικό/ευρωπαϊκό ύφος ή να μην περιμένει κάτι περισσότερο από πρώτου επιπέδου ανάγνωση του σύγχρονου τρόπου ζωής και των νέων τεχνολογιών με τις οποίες καταπιάνεται η ταινία. Μερικά από τα αστεία μπορεί να φέρουν μια χροιά OK Boomer, αλλά με τα περισσότερα πέρασα μια χαρά. Απλά για μένα το suspension of disbelief στο συγκεκριμένο φιλμ ήταν που ξεχάσα πως την είδα ως κομμάτι του διαγωνιστικού τμήματος ενός από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου και όχι, για παράδειγμα, μια Πέμπτη βραδάκι στο Netflix παρέα με πίτσα.
Μια από τις ταινίες που ξεκίνησαν με Οσκαρικό buzz για την απονομή του 2021, πριν καν ακόμα δούμε το Parasite με το βραβείο για 2020, ήταν το Shirley της Josephine Decker, κυρίως για την ερμηνεία της Elisabeth Moss στον ομώνυμο ρόλο. Και παρότι δεν είμαι σίγουρος αν μπορεί να διατηρηθεί αυτό το buzz για τόσους μήνες, σχεδόν ποτέ δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, όντως η ερμηνεία της Moss είναι εξαιρετική. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο που κάνει η ταινία σωστά.
Η ταινία έχει στο επίκεντρό της δύο γυναίκες, τη συγγραφέα τρόμου Shirley Jackson και τη νεαρή έγκυο Rose, που μαζί με τον άντρα της Fred μετακομίζουν προσωρινά στο σπίτι της Shirley και του συζύγου της Stanley, καθηγητή του Fred που τον προορίζει για βοηθό καθηγητή του. Η συγκατοίκηση θα αναταράξει τις ισορροπίες ανάμεσα στα ζευγάρια και θα φέρει ένταση και μυστικά στην επιφάνεια, αλλά και μια ιδέα για το μυθιστόρημα της Shirley με τίτλο ‘Hangsaman’.
Το απολύτως ερωτικό έργο της Josephine Decker δεν είναι μια βιογραφία της διάσημης και αναγνωρισμένης, πια, συγγραφέα, αλλά στήνει τη δική του ιστορία, ένα πρωτότυπο, κλειστοφοβικό, διαταραγμένο, μαγνητικό κατασκεύασμα που ανεβάζει ακόμη ψηλότερα τον πήχη για τη σκηνοθέτη του, μετά και το εξαιρετικό Madeline Madeline’s.
Η ερμηνεία της Moss συνοδεύεται από την εξίσου δυνατή, βρώμικη ερμηνεία του Michael Stuhlbarg (που ελπίζω να συζητηθεί περισσότερο αυτή τη φορά), αλλά και της Odessa Young. Σίγουρα μια ταινία από τα highlight της φετινής Berlinale, που δε θα μου έκανε εντύπωση αν έφευγε με το βραβείο από το Encounters διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ.
Κλείνω τη μέρα μου με τη Siberia του Abel Ferrara, στο οποίο ένας άντρας, ο Willem Dafoe, που ζει στη Σιβηρία, μοναχικός ιδιοκτήτης ενός μπαρ από όπου λιγοστές φορές περνούν πελάτες. Χωρίς να μπορεί να βρει ησυχία από τα τραύματα του παρελθόντος, θα ξεκινήσει ένα ταξίδι μέσα σε όνειρα, μνήμες, την οικογένειά του, με στόχο την αυτογνωσία.
Η Σιβηρία θα ήθελε να είναι ταινία χωρίς να τα καταφέρνει ακριβώς ποτέ, αναλωμένη σε αποσπασματικές εικόνες και συγκεχυμένες σκηνές που ίσως μόνο ο Terrence Malick να εκτιμούσε. Χωρίς καμία αυτογνωσία και χωρίς τίποτα από όσα συμβαίνουν να έχει σημασία, βάρος ή πραγματικό νόημα, η ταινία προκάλεσε αρκετές φορές τα άβολα γέλια της αίθουσας και όχι άδικα. Και μάλλον θα θέλαμε έναν Dafoe περισσότερο κοντά στο The Lighthouse από αυτό, ό,τι κι αν ήταν τέλος πάντων, που μας έδωσε ο Ferrara. Δεν πειράζει, εμείς να είμαστε καλά, πάμε για άλλα.
ΤΡΙΤΗ
Ποιος να μου το έλεγε πως μια λιτή Κορεάτικη ταινία 77 λεπτών θα ήταν το καλύτερο palate cleanser για το δεύτερο μισό του φεστιβάλ, αλλά να που εδώ είμαστε και αυτό ακριβώς συνέβη.
Το Domangchin yeoja (The Woman Who Ran) του Hong Sang-soo ακολουθεί την Gamhee, μια γυναίκα που επισκέπτεται τρεις γυναίκες του παρελθόντος της στα προάστια της Σεούλ. Είναι η πρώτη φορά εδώ και πέντε χρόνια που βρίσκεται μακριά από τον άντρα της και η ταινία παρακολουθεί από κοντά τις συζητήσεις που έχει με δυο παλιές της φίλες και τη γυναίκα που έχει παντρευτεί έναν πρώην της.
Το φιλμ είναι απλό, μινιμαλιστικό και νοσταλγικό, καθώς επικεντρώνεται στα πρόσωπα των γυναικών που μιλούν για τα όσα νιώθουν, σκέφτονται και ζουν, τις συζητήσεις που κάνουμε όλοι με παλιούς γνωστούς, την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας που ζούμε τώρα, αυτής που ζούσαμε όταν βρισκόμασταν κοντά τους και όλων των ζωών ενδιάμεσα.
Η ταινία του Hong Sang-soo είναι η μόνη μέχρι στιγμής που ξεσήκωσε χειροκροτήματα από ολόκληρη την αίθουσα με την πιο αστεία της σκηνή, κατά την οποία ένας γείτονας προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα που επισκέπτεται πρώτη η Gamhee να μην ταΐζει τις γάτες της γειτονιάς.
Σκέφτηκα να βουτήξω ακόμη μια φορά στα βαθιά των ταινιών του Encounters, για να δω αυτή τη φορά το The Trouble With Being Born της Sandra Wollner, ένα απολύτως creepy φιλμ με πρωταγωνίστρια την Elli, ένα ανδροειδές κορίτσι που ζει μαζί με έναν άντρα που αποκαλεί μπαμπά. Η Elli κουβαλάει τις μνήμες του “μπαμπά” της και ζει μαζί του σε ένα σπίτι στην άκρη του δάσους. Όταν μια μέρα θα απομακρυνθεί στο σκοτάδι του δάσους και βρεθεί στα χέρια αγνώστων, μια νέα προσωπικότητα θα βρεθεί μέσα της.
Παρότι η ταινία πατά στα χνάρια που έχουν αφήσει πολλά άλλα κινηματογραφικά έργα πριν από αυτή, καταφέρνει με το ύφος της και το ρυθμό της να γίνει ανατριχιαστική και δυσάρεστη σε αρκετά από τα σημεία της. Ή τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στο πρώτο της μισό, αφού στη συνέχεια η ιστορία της δεν της επιτρέπει να συνεχίσει να πετά στο ίδιο ύψος και το ενδιαφέρον των θεατών για την Elli ξεφουσκώνει.
Το Encounters μέχρι στιγμής μου έχει δώσει μια εξαιρετική ταινία (Shirley), μια μέτρια (ετούτη) και μια που ας πούμε απλά πως δε συμπάθησα (Malmkrog), οπότε θα έλεγε κανείς πως είναι ένα πραγματικά hit-or-miss τμήμα του φεστιβάλ, αλλά εκτιμώ αρκετά το διαφορετικό που προσφέρουν οι ταινίες του, τουλάχιστον από τα δείγματα που έχω καταφέρει να παρακολουθήσω ως τώρα.
Επιστροφή στο Berlinale Palast για το Never Rarely Sometimes Always της Eliza Hittman, σίγουρα ένα από τα φαβορί για τα βραβεία του διαγωνιστικού τμήματος φέτος. Η Autumn είναι ένα κορίτσι 17 ετών που ζει σε μια μικρή πόλη της Pennsylvania και μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα σε μια οικογένεια που δεν της δίνει σημασία, ένα σχολείο που της συμπεριφέρεται αρνητικά και τη βαρετή της δουλειά στο σουπερμάρκετ. Τώρα όμως η Autumn βρίσκεται έγκυος και απεγνωσμένη να τερματίσει την εγκυμοσύνη θα βρεθεί στη Νέα Υόρκη μαζί με την ξαδέλφη της, Skylar.
Την ώρα που η έκτρωση μοιάζει να είναι ένα θέματα που μας απασχολούν ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, και ειδικά στην Αμερική, σκηνές με το θάρρος αυτής από την οποία παίρνει τον τίτλο η ταινία, στην οποία μια κοινωνική σύμβουλος ζητά από την Autumn να απαντήσει σε ένα ερωτηματολόγιο με πιθανές απαντήσεις τα Never, Rarely, Sometimes, Always, αποδεικνύουν την πραγματική δύναμη του σινεμά. Χωρίς να καταφεύγει σε συναισθηματικούς εκβιασμούς, η ταινία αφήνει τον θεατή να δει με τα δικά του μάτια τον κόσμο της Autumn.
Οι ηθοποιοί που υποδύονται τις Autumn και Skylar, Sidney Flanigan και Talia Ryder αντίστοιχα, κάνουν εξαιρετική δουλειά στο να φέρουν με επιτυχία την ιστορία ενηλικίωσης της Hittman στη μεγάλη οθόνη. Οι (πολλές) σιωπές του σεναρίου γεμίζουν και με το παραπάνω μέσα από την εκφραστικότητα των πρωταγωνιστριών, που αντιμετωπίζουν την εχθρότητα αλλά και την καλοσύνη όσων συναντούν, στιγμές που μοιάζουν συνεχώς να εναλλάσσονται σε έναν ατέρμονο χορό ελπίδας και απόγνωσης.
Βαθιά προσωπικό και βαθιά πολιτικό, το φιλμ της Hittman έχει ήδη περάσει και βραβευτεί από το φετινό Sundance και μια βράβευση εδώ στο Βερολίνο το Σάββατο το βράδυ θα εκτινάξει ακόμη περισσότερο το δίκαιο buzz του.
Κλείνω τη μέρα μου με το First Cow της Kelly Reichardt, σε μια προβολή στο κατάμεστο Friedrichstadt Palast και τα χειρότερα καθίσματα ολόκληρου του φεστιβάλ, που επίτηδες μέχρι τώρα έχω αποφύγει.
Την εποχή του πυρετού του χρυσού, στην Αμερική του 19ου αιώνα, στο Όρεγκον μαζεύονται άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Cookie Figowitz, ένας ήσυχος μάγειρας, μαζί με τον King Lu, ένας Κινέζος μετανάστης. Οι δυο τους συναντιούνται όταν ο πρώτος κρύβει τον δεύτερο από εκείνους που τον κυνηγούν και η φιλία που αναπτύσουν μεταξύ τους θα οδηγήσει στο να στήσουν τη δική τους επιχείρηση: Κλέβοντας το γάλα της πρώτης αγελάδας που φτάνει στην περιοχή, ιδιοκτησία του Βρετανού Διοικητή, φτιάχνουν μπισκότα και τα πουλάνε στην ντόπια αγορά.
Η ταινία επιχειρεί να στήσει μια πρώτου επιπέδου ιστορία βασισμένη στη συμπόρευση των μεταναστών, που αποτυπώνονται στο πρόσωπο του King Lu, με την εργατική τάξη, εδώ στο ρόλο του Cookie, απέναντι στον καπιταλισμό και τους πλούσιους. Δεν είναι πως οι 2 ώρες της ταινίες δεν πέρασαν ευχάριστα, αλλά αυτή εδώ δεν είναι μια ταινία που έχει κάτι ιδιαίτερο ή καινούριο να πει, μια ταινία που θα θυμάμαι πως έχω δει και αφού γράψω αυτές τις γραμμές ή μια ταινία που άξιζε να κλέψει τη θέση άλλων στο φετινό Διαγωνιστικό της Berlinale.
ΤΕΤΑΡΤΗ
Για πρώτη φορά μια πρωινή δημοσιογραφική προβολή ξεκινά πριν τις 9:00 και αυτό συμβαίνει στο Berlinale Palast για μια από τις πολυαναμενόμενες ταινίες του φεστιβάλ, το Berlin Alexanderplatz του Burhan Qurbani.
Ο Francis είναι ένας μετανάστης από τη Guinea-Bissau, που φτάνει στη Γερμανία αφού έχει επιζήσει από ένα ναυάγιο στη Μεσόγειο. Παρότι ορκίζεται να είναι καλός, γρήγορα χάνει τη δουλειά του και βρίσκεται όλο και πιο κοντά στον Reinhold, έναν έμπορο ναρκωτικών που στρατολογεί Αφρικανούς μετανάστες για τις δουλειές του.
Η ταινία αποτελείται από πέντε κεφάλαια, που εξιστορούν την προσπάθεια του Francis να μείνει πιστός στον όρκο του και τα σφάλματα στα οποία υποπίπτει, πάντα με τον διεστραμμένο Reinhold να βρίσκεται ως διάβολος στο ένα του ώμο. Με τη βοήθεια των ερμηνειών των δύο πρωταγωνιστών, Welket Bungué και Albrecht Schuch, του soundtrack της ταινίας και της ωμότητα της ιστορίας που αφηγείται, το φιλμ του Qurbani επιτυγχάνει να κρατήσει τον θεατή καρφωμένο στην οθόνη παρά την τρίωρη διάρκειά του.
Σημειώνοντας τον μάλλον δευτερεύοντα ρόλο που παίζει το Βερολίνο στην ιστορία και το ασθενικό γενικότερο πολιτικό σχόλιο σε ό,τι αφορά τους μετανάστης στη Γερμανία του σήμερα, η ταινία μοιάζει να μπορεί να διαγωνιστεί για τα μεγάλα βραβεία στην τελετή απονομής του Σαββάτου, παρά τη διχασμένη άποψη των κριτικών για το έργο. Μένει να δούμε σύντομα αν αυτό θα συμβεί.
Μετά από ένα γρήγορο πρωινό δίπλα στο Berlinale Palast, επιστρέφω για τη νέα ταινία της Sally Potter, το The Roads Not Taken με τους Javier Bardem, Elle Fanning, Salma Hayek και Laura Linney.
Η ταινία ακολουθεί τους Leo και Molly, πατέρα και κόρη που παλεύουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, με την πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πρώτος. Με το μυαλό του Leo να βρίσκεται χωρισμένο ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, στο γάμο του με την παιδική αγαπημένη του Dolores και στην απομόνωσή του σε ένα ελληνικό νησί με σκοπό να γράψει ένα βιβλίο, η Molly προσπαθεί να ανακαλύψει πόσο από τον άνθρωπο που ήταν κάποτε ο πατέρας της βρίσκεται ακόμα μέσα στο μυαλό του.
Είναι ξεκάθαρο πως κάτι έχει πάει πολύ στραβά στην ταινία, μιας και η προσπάθεια που κάνει να μιλήσει για τη μνήμη και την απώλεια μοιάζει υπερβολικά μπερδεμένη, προσφέροντας ένα συνοθύλευμα σκηνών που με κράτησαν μέσα στο σινεμά αποκλειστικά και μόνο για τις ερμηνείες του Bardem και Fanning (οκ, ίσως και για το γεγονός πως καθόμουν στη μέση της σειράς και θα έπρεπε να σηκώσω το μισό σινεμά για να βγω).
Πρωταγωνιστικό ρόλο είχε αρχικά και ο Chris Rock, αλλά το κομμάτι της πλοκής που τον αφορά κόπηκε εντελώς από την τελική κόπια του φιλμ, απόδειξη πως μάλλον όλο αυτό δε δούλεψε όντως όπως θα θέλανε οι συντελεστές του The Roads Not Taken. Από την άλλη, αυτή η ταινία βρέθηκε στο Διαγωνιστικό, πράγμα που αν μη τι άλλο με κάνει λιγάκι σκεπτικό για τους νέους υπεύθυνους προγράμματος της Berlinale.