Berlinale 2020: Margaret Qualley, Pokemon Go και κοροναϊός
- 25 ΦΕΒ 2020
ΤΕΤΑΡΤΗ
Ξεκινάω την επαφή μου με τη φετινή Berlinale την Τετάρτη, μια μέρα πριν την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ. Παραλαμβάνω τη δημοσιογραφική διαπίστευση από τον πρώτο όροφο του Hyatt στην Alte Potsdamer Strasse, την οδό-επίκεντρο του φεστιβάλ, εκεί που το κόκκινο χαλί του Berlinale Palast βρίσκεται μια ανάσα από το κέντρο τύπου.
Για να παραλάβω όμως την τσάντα του φεστιβάλ, που παραδοσιακά παραχωρούνταν στους δημοσιογράφους μαζί με όλο το press υλικό από το υπόγειο του Berlinale Palast, πρέπει να ανακαλύψω που βρίσκεται το νέο Service Center. Αφού το βρω, πρέπει να φτάσω στο τέρμα του μεγάλου κτιρίου περνώντας ανάμεσα από ανθρώπους του κινηματογραφικού industry που παραλαμβάνουν τις δικές τους διαπιστεύσεις και να πάρω ένα ασανσέρ μέχρι το δεύτερο όροφο. Ασανσέρ που χρειάζεται κωδικό για να με πάει στον δεύτερο, τον οποίο πληκτρολογεί μια υπάλληλος του φεστιβάλ που μου λέει “είναι λιγάκι περίπλοκο φέτος ε;”. Νομίζεις;
Καθώς βγαίνω από το Service Center χαζεύω ακριβώς δίπλα τον κόσμο που έχει γεμίσει ασφυκτικά το Weilands, ένα δημοφιλές εστιατόριο για τους ανθρώπους του φεστιβάλ και όσους εργάζονται στην περιοχή. Κάνω επίσης μια βόλτα στο Sony Center απέναντι, εκεί που το CineStar, ένα από τα βασικότερα multiplex που δάνειζαν τις αίθουσες τους στη Berlinale εδώ και χρόνια, έκλεισε τις πόρτες του στο τέλος του 2019, δημιουργώντας ένα κενό στην καρδιά του φεστιβάλ. Η παρουσία των καντινών του Berlinale Street Food είναι δυστυχώς μικρή παρηγοριά.
ΠΕΜΠΤΗ
Το πρόγραμμα της πρώτης ημέρας λέει ταινία έναρξης και “θα δούμε στη συνέχεια”, μιας και μια από τις σημαντικότερες αλλαγές φέτος είναι οι περισσότερες από ποτέ δημοσιογραφικές προβολές. Γεγονός που δίνει σίγουρα περισσότερες επιλογές στους διαπιστευμένους επισκέπτες του φεστιβάλ που δεν επικεντρώνονται κυρίως στο διαγωνιστικό τμήμα, όπως εγώ δηλαδή.
Η ταινία προβάλλεται με διαφορά 15 λεπτών σε δύο από τις αίθουσες του CinemaxX της Alte Potsdamer. Φτάνω σχετικά αργά στην πρώτη από αυτές, που γεμίζει πολύ γρήγορα, αλλά η δεύτερη έχει μπόλικες θέσεις και μαζί με το πρωινό πρέτζελ μου είμαι πανέτοιμος για την εκκίνηση του φεστιβάλ.
Και μπορεί πολλά να αλλάζουν στο φεστιβάλ φέτος, αλλά αυτό που παραμένει σταθερό τα τελευταία χρόνια είναι η χλιαρή επιλογή των ανθρώπων της Berlinale για την ταινία έναρξης. Μη με παρεξηγείτε, το My Salinger Year δεν είναι μια κακή ταινία και το θέμα της με ενδιέφερε αρκετά, αλλά καταλήγει απλά ο ορισμός του δυόμιση αστεράκια.
Νεαρή κοπέλα (η πολύ καλή στο ρόλο Margaret Qualley) με όνειρα να γίνει συγγραφέας μετακομίζει στη Νέα Υόρκη πιάνει την πρώτη της δουλειά ως βοηθός μιας διάσημης λογοτεχνικής ατζέντισας, της αυστηρής Φίλις (απολαυστική Sigourney Weaver). Δουλειά της Τζοάνα είναι μεταξύ άλλων το να απαντά στις επιστολές που δέχεται ο J.D. Salinger, ο διάσημος συγγραφέας που εκπροσωπεί η Φίλις και ζει απομονωμένος εδώ και χρόνια.
Η ταινία του Philippe Falardeau είναι ευχάριστη και κάνει αρχικά μια τίμια προσπάθεια να μιλήσει για θέματα όπως η ανισότητα των ευκαιριών για τις γυναίκες και τους άντρες στη λογοτεχνία, μια προσπάθεια όμως που μοιάζει να μένει τελικά μισή. Παρότι το φιλμ βασίζεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Joanna Rakoff, επιλογές όπως η παρουσία/απουσία του J.D. Salinger από την ταινία μοιάζουν με απλά τρικάκια που αποπροσανατολίζουν την ταινία από το στόχο της.
Το να δει κανείς μια ταινία 3+ ωρών χωρίς να έχει έντονα συναισθήματα για την πλοκή ή τους συντελεστές, είναι κάτι που μπορεί να συμβεί αυστηρά και μόνο τις δύο πρώτες ημέρες του φεστιβάλ, όταν οι αντοχές είναι ακόμα υψηλές και κανείς δε γνωρίζει τι ακριβώς να περιμένει από την κάθε προβολή.
Είναι απολύτως λογικό λοιπόν το πώς βρέθηκα στο Malmkrog, την ταινία έναρξης του Encounters, του νέου διαγωνιστικού τμήματος που φιλοξενεί πιο θαρραλέες, πειραματικές αφηγήσεις και φόρμες και ξεκινά την πορεία του φέτος με 15 ταινίες. Η ταινία, διάρκειας 200 λεπτών, είναι μια άσκηση στην υπομονή και την αυτοσυγκράτηση, μιας και αποτελείται αποκλειστικά από τις συζητήσεις πέντε αριστοκρατών που περνούν το χρόνο τους στην έπαυλη του ενός από αυτούς.
Οι πέντε πρωταγωνιστές μιλούν για θεό, ιστορία, πόλεμο, Ευρώπη, πολιτισμό, καλό και κακό, σε μια ατέρμονη συζήτηση που σκοπό έχει να ενώσει τις θεματικές του σήμερα με αυτές 120+ χρόνια πριν. Κάτι που βέβαια θα μπορούσε να επιτευχθεί και με δύο ωρίτσες λιγότερο, αλλά εντάξει, we get it. Αν το θέμα του σκηνοθέτη Cristi Puiu ήταν να μιλήσει πάντως και για το διάλογο, τότε δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως επέτυχε, μιας και οι θεατές που έφυγαν πριν καν τη μέση της προβολής ή έχασαν μισή ώρα επειδή τους πήρε ο ύπνος, απόρροια της άκρατης λογοδιάρροιας/νανουρίσματος των διακοσίων λεπτών, δε χάσανε απολύτως τίποτα που να έχει κάποια, οποιαδήποτε, σημασία. Άλλωστε κι εμείς που μείναμε στις θέσεις μας, ξύπνιοι, για τόση ώρα, τι καταλάβαμε;
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Η μέρα ξεκινά νωρίς, με Berlinale Palast και τη νέα ταινία της Pixar που βγαίνει σε λιγότερο από δύο εβδομάδες στα σινεμά. Το Onward μας συστήνει ένα νέο κόσμο, εκεί που η μαγεία έχει πια χαθεί και δύο αδέρφια ξεκινούν ένα ταξίδι που ελπίζουν να τους φέρει αυτό που επιθυμούν περισσότερο: Μια ημέρα με τον πατέρα τους, που έχει πεθάνει όταν εκείνοι ήταν ακόμη μικροί.
Η ταινία είναι ένα ακόμη χιτ από την Pixar, που παρότι μοιάζει να αναμιγνύει τα ίδια πάνω κάτω υλικά κάθε φορά, καταφέρνει να παρουσιάσει ιστορίες που μοιράζουν απλόχερα ειλικρινές συναίσθημα, εδώ με φόντο την αδελφική αγάπη. Η περιπέτεια και το γέλιο έχουν όπως πάντα θέση στα animation της εταιρείας, αλλά το Onward μοιάζει να πηγαίνει ένα βηματάκι παραπέρα, μέσα από την εφευρετικότητα του worldbuilding και την κορύφωση της τρίτης πράξης.
Και, ναι, προφανώς και δεν έμεινε στεγνό μάτι στην προβολή, αν και δε θυμάμαι να έχω δει τόσο άδειο το Berlinale Palast σε πρωινή δημοσιογραφική, γεγονός που σίγουρα έχει να κάνει και με το πόσο σύντομα μετά το φεστιβάλ θα κυκλοφορήσει η ταινία στις αίθουσες.
Κάνω ένα μικρό διάλειμμα στο Potsdamer Platz Arkaden, το εμπορικό που βρίσκεται δίπλα στην καρδιά του φεστιβάλ και όπου φιλοξενούνται τα εκδοτήρια εισιτηρίων και το πωλητήριο της Berlinale, ρίχνοντας μια ματιά στα άδεια καταστήματα. Το εμπορικό θα κλείσει εντελώς τις πόρτες του αμέσως μετά τη φετινή διοργάνωση και μέσα στα επόμενα δύο χρόνια θα ανακαινισθεί ολοκληρωτικά. Υπάρχει κάτι αδιαμφισβήτητα στενάχωρο σε ένα άδειο από καταστήματα και κόσμο εμπορικό κέντρο, αλλά οι θεατές της Berlinale δίνουν μια τελευταία ανάσα ζωής στο χώρο.
Ξανά στο Palast, αυτή τη φορά για την πρώτη ταινία του διαγωνιστικού που βλέπω φέτος, το El prófugo (The Intruder) της Natalia Meta. Η Inés δουλεύει ως ηθοποιός μεταγλωττίσεων και βασανίζεται από εφιάλτες. Σε ένα ταξίδι με τον φίλο της και μετά από έναν καυγά τους, εκείνος βρίσκεται νεκρός και η ζωή της γίνεται όλο και πιο περίεργη. Στις ηχογραφήσεις κάποιοι παράξενοι ήχοι μοιάζουν να βγαίνουν από την ίδια της τη φωνή, κάτι παραμονεύει στο κρεβάτι της τα βράδια και κάποιοι εισβολείς φαίνονται να βρίσκονται γύρω της.
Το ψυχολογικό θρίλερ της Meta μοιάζει διασκεδαστικό και τα όσα ζει ή/και φαντάζεται η Inés, με τη βοήθεια και του εξαιρετικού ήχου της ταινίας, αποπροσανατολίζουν επιτυχημένα τον θεατή, αλλά η ταινία δεν έχει απολύτως καθόλου ατμό μετά το δυνατό της ξεκίνημα για να φτάσει ικανοποιητικά μέχρι και το τέλος. Πολύ θα ήθελε να είναι Cronenberg ή Lynch, ας πούμε, αλλά δεν επιτυγχάνει τελικά να φτάσει πουθενά κοντά στα πρότυπά της. Αν δείτε πάντως την ταινία, μείνετε στις θέσεις σας για τους, διαφορετικούς αν μη τι άλλο, τίτλους τέλους.
Γρήγορο διάλειμμα για μεσημεριανό στις καντίνες του Sony Center, ενώ ταυτόχρονα χαζεύω από τη γιγαντοοθόνη που βρίσκεται στην πλατεία το photocall και τη συνέντευξη τύπου του El prófugo και επιστροφή στο CinemaxX για την προβολή του Volevo nascondermi (Hidden Away) του Giorgio Diritti, ένα καλό, αν και τυπικό, βιογραφικό φιλμ για τη ζωή του ζωγράφου Antonio Ligabue. Ο Ligabue έζησε μια ζωή περνώντας από ιδρύματα, άσυλα και ανάδοχες οικογένειες πριν καταλήξει στο δρόμο όπου έζησε για χρόνια, ένας άνθρωπος με τεράστια ψυχολογικά προβλήματα που κατάφερε να ανακαλύψει το ταλέντο του στη ζωγραφική και να ανασυρθεί από την ανέχεια, γράφοντας τη δική του ιστορία στην τέχνη.
Τον πρωταγωνιστή υποδύεται ο Elio Germano, ηθοποιός που όπως μου είπε ένας Ιταλός φίλος “παίζει σε όλες τις Ιταλικές ταινίες, είναι παντού”. Παρότι κατανοώ πως η ερμηνεία του Germano είναι πιθανό να τον φέρει μέχρι και την Αργυρή Άρκτο καλύτερου ηθοποιού, για μένα η in-your-face ερμηνεία του ως Ligabue, ακόμη και με δεδομένα τα σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα του καλλιτέχνη, με πέταξε σε αρκετές περιπτώσεις εκτός ταινίας. Είμαι αρκετά σίγουρος πως θα μιλούσαμε για Oscar bait αν αυτή την ερμηνεία την έδινε, ας πούμε, ο Tom Hanks.
ΣΑΒΒΑΤΟ
Μπορεί να βρίσκομαι στο Βερολίνο κυρίως για τη Berlinale, αλλά αυτό δε σημαίνει πως όταν υπάρχει κάποιο event στο Pokemon Go, το μοναδικό παιχνίδι που παίζω την τελευταία διετία, θα κλειστώ σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Έτσι το πρωί του Σαββάτου το πρόγραμμα λέει Lustgarten, το πάρκο που βρίσκεται ανάμεσα στο Altes Museum και το Berliner Dom και καλύτερο τόπο για να παίξει κανείς το παιχνίδι στην πόλη. Ανάμεσα σε δεκάδες ακόμη pokemonάδες, αψηφώ το κρύο για το κυνήγι του επόμενο shiny Rhyhorn. Αργότερα προλαβαίνω να πιω έναν καφέ σε ένα από τα πολλά Einstein Kaffee του Βερολίνου, σα να λέμε τα Μικέλ της πόλης, πριν φύγω για το Cubix της Alexanderplatz, εκεί που θα δω μια ταινία από το Generation τμήμα του προγράμματος, φιλμ δηλαδή που έχουν στο στόχαστρό τους νεαρότερο κοινό.
Το Yalda, la nuit du pardon (Yalda, a Night for Forgiveness) του Massoud Bakhshi πέρασε επιτυχημένα από το φετινό Sundance, από όπου και έφυγε με το Grand Jury Prize του World Cinema προγράμματος. Η ταινία αφηγείται την ιστορία της Maryam, μιας γυναίκας που έχει καταδικαστεί με την ποινή του θανάτου για τη δολοφονία του συζύγου της, η οποία συμφωνεί να πάει σε ένα τηλεοπτικό ριάλιτι για να ζητήσει τη συγχώρεση της αδερφής του θύματος, που σύμφωνα με την παράδοση θα της δώσει την ελευθερία της.
Παρότι το θέμα και το κόνσεπτ του Yalda μοιάζουν εντυπωσιακά, το μελόδραμα και οι χαμένες ευκαιρίες για εμβάθυνση σε θέματα όπως η ηθική ενός τέτοιου ριάλιτι, δεν αφήνουν την ταινία να ξεπεράσει τον εαυτό της. Παρόλα αυτά η ταινία του Bakhshi επιτυγχάνει στο να μεταδώσει το κλίμα του σύγχρονου Ιράν και θα προκαλέσει συζητήσεις ανάμεσα στους θεατές μετά το τέλος της.
Κλείνω τη μέρα μου σε ένα πάρτι γενεθλίων, ανάμεσα σε (κυρίως) Έλληνες και Ιταλούς, όπου ανάμεσα στα θέματα συζήτησης είναι ο κοροναϊός, για τον οποίο δεν έχω τίποτα να συνεισφέρω, και η ανάγνωση, για την οποία μονολογώ επί τουλάχιστον μισάωρο. Σημειώνω δε ως highlight το εγκωμιαστικό σχόλιο για την Twin Peaks μπλούζα μου.
ΚΥΡΙΑΚΗ
Κανονικά την Κυριακή το πρόγραμμα έλεγε ξύπνημα στις 6:30, εισιτήρια για δύο προβολές της Δευτέρας στις 8:00 που ανοίγουν τα δημοσιογραφικά εκδοτήρια γιατί αργότερα δε θα έχει μείνει φύλλο και φτερό και δημοσιογραφική προβολή του Pinocchio του Matteo Garrone στις 9:00, με ελεύθερη την υπόλοιπη ημέρα για καφέδες, φαγητά και φίλους, αλλά όλα αυτά πάνε περίπατο όταν ο ύπνος σε βρίσκει στις 5:30 το πρωί.
Είναι η πρώτη ημέρα που το Βερολίνο είναι βροχερό από το πρωί, οπότε τα σχέδια για βόλτα σε κάποιο Κυριακάτικο Flohmark, υπαίθριες αγορές μεταχειρισμένων αντικειμένων που υπάρχουν σε κάθε περιοχή της πόλης, πάνε επίσης περίπατο. Δεν πειράζει, κι αύριο μέρα είναι.