Berlinale 2020: Το τέλος
Μαθαίνοντας σε ένα μικρό μπαράκι στο Βερολίνο, ποια ταινία πήρε τη 'Χρυσή Άρκτο'.
- 2 ΜΑΡ 2020
Η φετινή Berlinale φτάνει προς το τέλος της, με τους δημοσιογράφους που βρίσκονται στην πόλη να λιγοστεύουν μέρα με τη μέρα αλλά και με το κοινό της πόλης να γεμίζει για άλλη μια φορά ασφυκτικά κάθε αίθουσα του φεστιβάλ.
ΠΕΜΠΤΗ
Με τις δημοσιογραφικές προβολές να λιγοστεύουν την Παρασκευή και να μην υπάρχουν καθόλου στο πρόγραμμα το Σάββατο, θα πρέπει να βασιστώ στα εισιτήρια των κανονικών προβολών για να δω όσα θέλω. Ξεκινάω λοιπόν με αρκετά πρωινό ξύπνημα και στήσιμο στην ουρά των δημοσιογράφων εκδοτηρίων.
Το καλό βέβαια είναι πως με τις δημοσιογραφικές προβολές να είναι περισσότερες από ποτέ και την, όπως φαίνεται, όλο και μεγαλύτερη άρνηση των ανθρώπων του press να ξυπνήσουν νωρίς, η ουρά στα δημοσιογραφικά εκδοτήρια δεν θυμίζει σε τίποτα τα μεγέθη προηγούμενων ετών. Παίρνω άνετα τα εισιτήρια που θέλω για την Παρασκευή και μπαίνω στο Berlinale Palast για την προβολή του Rizi (Days) του Tsai Ming-Liang, μια από τις τελευταίες ταινίες του Διαγωνιστικού τμήματος που θα δω.
Η πρώτη εικόνα της ταινίας είναι μια λευκή οθόνη στην οποία διαβάζω “Η ταινία έχει μείνει επίτηδες αμετάφραστη”. Έτσι καταλαβαίνει κανείς πως εδώ έχουμε κάτι #βαθύ, φίλοι μου. Ειδικά όταν ανακαλύπτω, στην πορεία του φιλμ, πως όλες κι όλες 5-6 σιγοψιθυρισμένες προτάσεις βγαίνουν από το στόμα των χαρακτήρων σε ολόκληρη τη διάρκειά του.
Το Rizi αφηγείται τη συνάντηση ενός άντρα που υποφέρει από πόνους με έναν άλλο άντρα που του προσφέρει μασάζ αλλά και κάτι περισσότερο, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου.
Η ταινία αποτελείται από στατικά πλάνα μακράς διαρκείας, που ναι μεν επιτυγχάνουν να μεταδώσουν τρυφερότητα στη μεταξύ των δύο χαρακτήρων σκηνή, αλλά δεν αποτελούν τίποτα το πρωτοποριακό ή πραγματικά αξιόλογο κατά τη διάρκεια του υπολοίπου φιλμ. Ακόμη και αυτή η σκηνή όμως μοιάζει να μένει σε απόσταση από τα πρόσωπα παρότι επικεντρώνεται σε αυτά, παγερή και άψυχη, χωρίς να τολμά να επιλέξει ανάμεσα στην ωμή παρατήρηση και την ηδονιστική απεικόνιση της συνεύρεσης δύο ανδρών.
Έξω από το Berlinale Palast και ξανά μέσα λίγο αργότερα για το Charlatan, τη νέα ταινία της Agnieszka Holland, ένα έργο βασισμένο στη ζωή του Jan Mikolášek.
Ο Mikolášek, μια προσωπικότητα που δίχασε την Τσεχοσλοβακία, έγινε διάσημος ως εναλλακτικός θεραπευτής, με εκατομμύρια ασθενών να περνούν από τα χέρια του. Χρησιμοποιώντας αυτό που ο ίδιος ονόμαζε “φυσικό χάρισμα” και ρίχνοντας απλά μια ματιά στα ούρα των ασθενών, ο πρωταγωνιστής της ταινίας γιάτρεψε (ή “γιάτρεψε”, εξαρτάται τι πιστεύει ο καθένας) πολλούς. Το καθεστώς όμως της χώρας δε θα αντιμετωπίσει με καλό μάτι την ευρεία αποδοχή του Mikolášek και θα στραφεί, τελικά, εναντίον του.
Το ήρωα υποδύεται στην ταινία ο Ivan Trojan, παραδίδοντας μια υποδειγματική ερμηνεία με κεντρικό άξονα της τη σχέση του Mikolášek με το βοηθό του και μετέπειτα εραστή του, František. Από τα πιο ενδιαφέροντα βιογραφικά φιλμ του φεστιβάλ φέτος, το έργο της Holland αναδεικνύει μια ζωή κάτω από το βάρος της προσωπικής, ανυπότακτης ευθύνης, είτε έχει κανείς πίστη στις δυνατότητες του ήρωά της, είτε όχι.
Η συνέχεια της ημέρας θέλει λίγα ψώνια, έναν γρήγορο καφέ στο πάντα αγαπημένο The Barn της Kurfürstendamm και το καθιερωμένο πέρασμα από το Markthalle Neun.
Οι πιστοί αναγνώστες της ετήσιας αναφοράς μου από τη Berlinale ίσως θυμούνται πως το Markthalle Neun είναι μια από τις must γαστρονομικές εμπειρίες του Βερολίνου, μια μεγάλη παλιά αποθήκη γεμάτη με street food από κάθε γωνιά του πλανήτη. Κάθε Πέμπτη απόγευμα όλα τα μικρά μαγαζάκια του Markthalle ανοίγουν και η αποθήκη γεμίζει κόσμο. Αν περάσετε από εκεί, δοκιμάστε το okonomiyaki και τα mochi που υπάρχουν στο χώρο και μην ξεχάσετε να πιείτε μια μπύρα στο βάθος αριστερά από την είσοδο (ψάξτε για την καντίνα με τις πατάτες και θα δείτε την ουρά για το μπαρ), μπύρα που ζυμώνεται στο υπόγειο του σημείου όπου βρίσκεστε.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Τελευταία μέρα με πρωινό ξύπνημα για φέτος, λέω κι ένα “see you next year” στον τυπάκο στα εκδοτήρια που μου δίνει τα τελευταία εισιτήρια της χρονιάς, έτσι για το καλό.
Γρήγορο πρωινό και μπαίνω στο Berlinale Palast για την προβολή του Irradiés (Irradiated) του Rithy Panh, το μοναδικό ντοκιμαντέρ που βρέθηκε στο φετινό Διαγωνιστικό. Χωρίζοντας την εικόνα στα τρία, ο Panh ξεκινά με αφηγηματική βάση του όσους εκτέθηκαν σε ακτινοβολία και επέζησαν, για να μιλήσει τελικά για την αγριότητα του πολέμου και τον πόνο που κληρονομεί κάθε γενιά από την προηγούμενη.
Η ταινία αποτελεί μία από τις πιο βαριές, φρικιαστικές κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, αφού οι εικόνες που επιλέγει ο Pahn, γνωστός για το υποψήφιο για Όσκαρ The Missing Picture, είναι σκηνές απόλυτης καταστροφής, δυστυχίας και ολοκληρωτικής βίας. Δεκάδες νεκροί και δεκάδες εκρήξεις περνούν συνεχώς από το τρίπτυχο του σκηνοθέτη, που με τις αφηγήσεις του voice over και τις λιγοστές σκηνοθετημένες σεκάνς, υπενθυμίζει τον όλεθρο του πολέμου.
Δεν γνωρίζω αν αυτό για το οποίο ήθελε να μιλήσει ο δημιουργός ήταν τελικά η ελπίδα για την ανθρωπότητα, αλλά εγώ βγήκα με ένα κάποιο ψυχοπλάκωμα από την προβολή, οπότε το Laila aur satt geet (The Shepherdess and the Seven Songs) του Pushpendra Singh που είδα σε μια σχεδόν άδεια δημοσιογραφική προβολή στο CinemaxX ήταν ένα πολύ καλό restart στη μέρα μου.
Η ταινία, που διαγωνίσθηκε στο νέο τμήμα Encounters, διηγούταν την ιστορία μιας νεαρής, όμορφης γυναίκας που παντρεύεται έναν τσοπάνη, αλλά ο γάμος της δεν της αρκεί, παίζοντας το κυνήγι της γάτας με τον ποντικό με έναν ντόπιο αστυνομικό.
Μέσα από επτά κεφάλαια, όσα και τα τραγούδια του τίτλου του, και εμπνευσμένο από την ποίηση μιας ποιήτριας του 14ου αιώνα, το φιλμ χειρίζεται πολύ καλά το θέμα του. Με τις τοποθεσίες των Ιμαλαΐων της ταινίας να μοιάζουν βγαλμένες από τόπους μαγικών προφορικών αφηγήσεων, η βουκολική ιστορία ήταν ένας ήρεμος, τρυφερός φόρος τιμής στα λαϊκά παραμύθια της Ινδικής παράδοσης, με πρωταγωνίστρια που μοιάζει να μη χωρά και να μην ταιριάζει με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται. Μια από αυτές τις ταινίες που μοιάζουν ειδικά φτιαγμένα για να αγαπηθούν από μια χούφτα θεατών στα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου.
Υπάρχει ταινία με τον τίτλο Death of Nintendo, θα παιζόταν στην Berlinale και δεν θα πήγαινα; Θα αστειεύεστε μάλλον. Η προβολή του CinemaxX είναι γεμάτη, με τουλάχιστον το μισό κοινό να είναι έφηβοι και παιδιά, άλλωστε η ταινία προβάλλεται στο πλαίσιο του Generation τμήματος του φεστιβάλ και μεταγλωττίζεται ζωντανά στα γερμανικά. Ευτυχώς στην είσοδο παρέχονται ακουστικά με τον ορίτζιναλ ήχο και δε χρειάζεται να υπομείνω την κυρία που κάνει τη μεταγλώττιση με την ίδια, σταθερή φωνή άσχετα του τι συμβαίνει στην οθόνη ή του ποιος μιλά, επί σχεδόν 100 λεπτά.
Η ταινία είναι μια ιστορία ενηλικίωσης μιας παρέας τεσσάρων νεαρών εφήβων στις Φιλιππίνες, εκεί που ξεκινά η σεξουαλική αφύπνιση, σε μια ταινία που μπλέκει βιντεοπαιχνίδια, φαντάσματα, δεκαετία του ’90 και περιτομή.
Παρότι κάτι λείπει από το σενάριο του φιλμ που να κάνει την εμπειρία του περισσότερο συνεκτική, πέρασα καλά όσο έβλεπα την ιστορία του Raya Martin. Ίσως έχει σχέση με το να βλέπεις παιδάκια να παίζουν το Legend of Zelda στις Φιλιππίνες του 1990, ίσως και όχι, αλλά βγήκα αρκετά πιο ανάλαφρος από την αίθουσα, μετά την ιστορία των τεσσάρων πιτσιρικάδων.
Διάλειμμα για δυνάμεις και επιστροφή στο φεστιβάλ για την πρεμιέρα του Sheytan vojud nadarad (There Is No Evil), η τελευταία ταινία του Διαγωνιστικού και η μοναδική φορά που πατάω το κόκκινο χαλί του Berlinale Palast για φέτος.
Η οθόνη στο εσωτερικό της αίθουσας που γεμίζει σιγά σιγά προβάλλει τις αφίξεις κοινού (δηλαδή και τη δική μου, κρίμα που δεν ήμουν ήδη μέσα να με βγάλω φωτογραφία στην οθόνη) και συντελεστών της ταινίας. Ανάμεσα στους οποίους δεν βρίσκεται ο σκηνοθέτης Mohammad Rasoulof, η έξοδος του οποίου από το Ιράν δεν επιτράπηκε από το καθεστώς της χώρας.
Η ταινία αποτελείται από τέσσερις σπονδυλωτές ιστορίες, οι οποίες επικεντρώνονται γύρω από τη θανατική ποινή, νόμος που συνεχίζει να υπάρχει στο Ιράν, και τα ηθικά διλήμματα που απορρέουν από αυτή. Μέσα από το φακό του ο Rasoulof μας δείχνει στιγμιότυπα από τις ζωές τεσσάρων ανδρών. Μια ημέρα στη ζωή του πρώτου μαζί με την οικογένειά του, τη μοιραία νύχτα του δεύτερου, ενός στρατιώτη που δεν μπορεί να κοιμηθεί, την τριήμερη άδεια που παίρνει ο τρίτος για να επισκεφθεί την κοπέλα του στα γενέθλιά της και τις ημέρες της επίσκεψης της ανιψιάς του από τη Γερμανία για τον τέταρτο.
Με αφετηρία την αποδόμηση της ταινίας σε τέσσερα μικρότερα κεφάλαια, ο σκηνοθέτης παίζει με διαφορετικά είδη και επιλέγει διαφορετικό ύφος αφήγησης για κάθε ένα από αυτά. Αυτό συγχωρεί την εμφανή διαφορετική προσέγγιση των ρόλων τους από το καστ, που άλλοτε επιλέγουν υποτονικές ερμηνείες και άλλοτε το ακριβώς αντίθετο.
Δεν δικαιολογεί πάντως ιδιαίτερα το μελό στο οποίο καταφεύγουν μάλλον εύκολα κάποιες από τις ιστορίες, πράγμα που μαζί με την ελαφρώς απλοϊκή κριτική της στρατιωτικής θητείας στην ταινία, με έκανε να μη συμμεριστώ το άκρως θετικό αίσθημα των περισσότερων μέσα στην αίθουσα. Με το χειροκρότημα μετά την προβολή να κρατά για αρκετά λεπτά και την κάμερα να επικεντρώνεται στην άδεια θέση με το όνομα του Mohammad Rasoulof, βγήκα από την προβολή με το αίσθημα πως ένα από τα μεγάλα βραβεία ανήκει στο There Is No Evil.
ΣΑΒΒΑΤΟ
Με αρκετό ελεύθερο χρόνο το πρωί, αποφασίζω να κάνω μια βόλτα στην αγορά της Tauentzienstrasse και της Kurfürstendamm. Φτάνω και στο εμπορικό KaDeWe, από κάνω και ένα πέρασμα από το clearance τμήμα, ελπίζοντας να βρω κάτι ωραίο και φθηνό. Πέφτω πάνω σε ένα πουλόβερ που κοστίζει €850 ΣΕ ΠΡΟΣΦΟΡΑ. Κάνω μεταβολή και βγαίνω άμεσα και από το τμήμα και από το εμπορικό.
Επιτέλους και μια προβολή στο εκπληκτικό Zoo Palast, τον κινηματογράφο με τα πιο άνετα καθίσματα ολοκλήρου του Βερολίνου. Είναι σίγουρα δικό μου λάθος που δεν προνόησα να προγραμματίσω κι άλλες προβολές εκεί, αλλά λάθος και της Berlinale που έχει γεμίσει το πρόγραμμα του Zoo Palast με σχεδόν ολόκληρο το Berlinale Series του φεστιβάλ, το τμήμα δηλαδή που προβάλλει επεισόδια νέων τηλεοπτικών σειρών.
Εγώ δεν βλέπω σειρά πάντως, αλλά το Pari του Siamak Etemadi, μια ταινία ελληνικής συμπαραγωγής και γυρισμένη στην Αθήνα, από έναν σκηνοθέτη που έχει κάνει την ελληνική πρωτεύουσα σπίτι του εδώ και 25 χρόνια.
Η Pari, μια γυναίκα από το Ιράν, φτάνει μαζί με τον σύζυγό της στην Αθήνα, εκεί όπου ζει και σπουδάζει ο γιος της, που θα παραλάβει τους γονείς του από το αεροδρόμιο. Όμως εκείνος δε βρίσκεται εκεί να περιμένει τη μητέρα και τον πατέρα του και κανείς δε γνωρίζει που βρίσκεται, με τους δυο τους να ξεκινούν την αναζήτησή του στους, άγνωστους για αυτούς, δρόμους μιας αφιλόξενης Αθήνας.
Η ταινία επικεντρώνεται γύρω από την Pari, που μοιάζει να μην παίρνει ανάσα στο κυνήγι της αλήθειας για το που βρίσκεται ο γιος της. Προσπαθώντας απελπισμένα να βρει ένα σημάδι πως εκείνος βρίσκεται κάπου κοντά, η ταινία μεταφέρει το άγχος της μητέρας που δεν κάνει πίσω παρά τα όσα αντιμετωπίζει.
Η Αθήνα που απεικονίζει στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ο Etemadi είναι σχεδόν απάνθρωπη, γεμάτη επικίνδυνες καταστάσεις και πρόσωπα του υποκόσμου που διασταυρώνονται, πολλές φορές με αναπάντεχο τρόπο, με την πορεία της Pari. Η ερμηνεία της Melika Foroutan είναι ίσως το καλύτερο σημείο του φιλμ, για έναν άνθρωπο που εξελίσσεται με μόνο της όπλο την εσωτερική της δύναμη, μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον της Αθήνας του σήμερα.
Ώρα για το κεμπάπ του αποχωρισμού, λίγο πριν την τελευταία για μένα ταινία της Berlinale 2020, ενώ η πιο φωτεινή μέρα του τελευταίου δεκαημέρου έχει βγάλει πολλούς ντόπιους από τα σπίτια τους.
Στο International θα δω το Otac (Father) του Srdan Golubović. Γνωρίζω πως η ταινία έχει κερδίσει ήδη το βραβείο κοινού του Panorama τμήματος, οπότε σίγουρα περιμένω μια crowd pleasing εμπειρία και ακριβώς μια τέτοια λαμβάνω.
Το Otac αφορά την προσπάθεια ενός πατέρα να ανακτήσει την επιμέλεια των παιδιών του, μετά την απελπισμένη προσπάθεια αυτοκτονίας της συζύγου του ώστε να πείσει τον πρώην εργοδότη του να του δώσει τα χρήματα που του χρωστούσε. Απελπισμένος, ο Nikola περπατά τα 300 χιλιόμετρα μέχρι το Βελιγράδι για να παραδώσει μια επιστολή στον ίδιο τον υπουργό, με την ελπίδα να δει ξανά τα παιδιά του.
Η βουβή ένταση του κεντρικού χαρακτήρα αποτυπώνεται άψογα στο λευκό πανί από τον Goran Bogdan, ενώ ο κόσμος του Nikola καταρρέει και κάθε άνθρωπος που συναντά στην πορεία του αποδεικνύει πόσο κοντά βρίσκεται η συμπόνια για τον συνάνθρωπο από την αδιαφορία και το προσωπικό όφελος.
Το Otac καταφέρνει επίσης να δώσει στο φεστιβάλ μια από τις φετινές σκηνές ανθολογίας, όταν ο Nikola με στωικότητα επιστρέφει στο σπίτι του ένα-ένα τα υπάρχοντα του, που είχαν γίνει βορά των γειτόνων του όσο ο ίδιος έλειπε. Δυνατή συναισθηματικά σκηνή, χωρίς όμως να κραυγάζει προς το κοινό τη σημαντικότητά της.
Βρίσκομαι σε ένα ιταλικό μικρό μαγαζάκι την ώρα που ανακοινώνονται τα βραβεία, με τη Χρυσή Άρκτο να καταλήγει στο There Is No Evil, μια απόφαση με πολιτική χροιά, με την οποία δε μένω ιδιαίτερα απογοητευμένος. Το μεγάλο βραβείο της επιτροπής κατέληξε στο, δικό μου αγαπημένο από το φετινό φεστιβάλ, Never Rarely, Sometimes, Always, η καλύτερη σκηνοθεσία στον για το λιτό The Woman Who Run, το σενάριο στο Favolacce και οι ρόλοι σε Elio Germano για το Hidden Away και Paula Bear για το Undine. Μικρή απογοήτευση που δε βρέθηκε θέση για το Berlin Alexanderplatz στα βραβεία, καμία εντύπωση που την ίδια τύχη είχε και το First Cow.
Το τελικό πρόσημο; Μάλλον αρνητικό, με την Berlinale να μένει σε απόσταση ασφαλείας πίσω από τα υπόλοιπα δύο μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ της Βενετίας και των Καννών, τα οποία προσφέρουν πια σημαντικότερες ταινίες και μεγαλύτερους αστέρες. Παρά το θετικό ντεμπούτο του δεύτερου διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ, το Encounters, οι μάλλον αλλοπρόσαλλες επιλογές ταινιών και το χαμηλότερο από προηγούμενες χρονιές επίπεδο του Διαγωνιστικού έκαναν αρκετούς να μιλήσουν και για ποιοτική υποβάθμιση. Το μέλλον θα δείξει, αλλά η Berlinale μοιάζει πια να βρίσκεται μακριά από το πολύ λαμπρότερο παρελθόν της. Εδώ θα είμαστε πάντως, να δούμε αν αυτό θα σημάνει μια νέα αρχή ή απλά τη συνέχιση της πτώσης.