ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

Berlinale: Agnès Varda εσύ σουπερστάρ

Το PopCode βρίσκεται στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου και σου παρουσιάζει τις ταινίες που πρέπει να σημειώσεις.

Ένα από τα βασικά πράγματα που συμβαίνουν στη δική μου Berlinale, πέρα δηλαδή από το αρκετά πρωινό ξύπνημα, είναι και τα Γνωστά Πρόσωπα. Τα Γνωστά Πρόσωπα είναι εκείνοι οι δημοσιογράφοι τους οποίους θυμάμαι από το πρώτο μου κιόλας φεστιβάλ το 2014 και, παρότι είναι πιθανό να μην έχουμε πει μια κανονική κουβέντα ποτέ, ο ένας αναγνωρίζει την παρουσία του άλλου και γνέφουμε ο ένας στον άλλο σε ουρές και αίθουσες.

Ξέρεις ποιους θα δεις να περιμένουν πρώτοι πρώτοι στην ουρά του Berlinale Palast και να μιλάνε με τον concierge που βρίσκεται εκεί πριν τις πρωινές δημοσιογραφικές προβολές, ανάμεσα τους και διάσημους κριτικούς. Ξέρεις επίσης ποιους θα δεις να βρίσκονται από νωρίς έτοιμοι στο press εκδοτήριο για να βγάλουν τα εισιτήριά τους για την επόμενη μέρα, εκεί που βρίσκεται και ο ταμίας που κάθε φορά που θα δει το όνομά μου στη διαπίστευση και θα καταλάβει πως είμαι Έλληνας θα με ρωτήσει “Te kanes?”.

Κάπως έτσι ξεκινά και η Κυριακή μου, τέταρτη ημέρα του φετινου φεστιβάλ. Είμαι εδώ για να δω το Βορειομακεδονικό ‘Gospod postoi, imeto i’ e Petrunija’ (αγγλικός τίτλος ‘God Exists, Her Name Is Petrunya’) της Teona Strugar Mitevska που διαγωνίζεται για τη Χρυσή Άρκτο.

Το φεμινιστικό φιλμ ξεκινά με την Petrunya, μια γυναίκα στα 32 της χρόνια που ακούει συνεχώς από τους γύρω της πως είναι άχρηστη. Ζει με τους γονείς της προσπαθεί να βρει δουλειά μα δεν τα καταφέρνει και κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά το πτυχίο Ιστορίας που έχει στα χέρια της. Η μητέρα της τη στέλνει σε μια συνέντευξη, στην οποία την παρενοχλούν και την ταπεινώνουν. Είναι η ημέρα των Φώτων και στην επιστροφή της προς το σπίτι βλέπει τον παπά να είναι έτοιμος να ρίξει το σταυρό στο ποτάμι και τους κολυμβητές να είναι έτοιμοι να βουτήξουν για να τον διεκδικήσουν.

Όμως αυτή που θα βγει νικήτρια εκείνη τη μέρα είναι η ίδια η Petrunya, που βουτά και πιάνει το σταυρό σε μια παρόρμηση της στιγμής. Οι πιστοί όμως φωνάζουν πως μια γυναίκα δεν μπορεί να πιάσει το σταυρό των Θεοφανείων, ο τύπος αντιλαμβάνεται την είδηση και το γεγονός γίνεται γνωστό παντού, ενώ η αστυνομία συλλαμβάνει την Petrunya και της ζητά να επιστρέψει τον σταυρό στην εκκλησία.


Η ταινία κάνει καλή δουλειά στο να τα βάλει με τη θρησκεία, τις παραδόσεις και την πατριαρχία, στοιχεία που παίζουν το δικό τους ρόλο στην κοινωνία μας και στην ιστορία του ‘Gospod postoi, imeto i’ e Petrunija’. Το χιούμορ συνυπάρχει και υπογραμμίζει τα σοβαρά θέματα που θέτει το φιλμ και κάνει την προβολή του ευχάριστη. Αλλά δεν μπορούσα παρά να νιώσω πως κάτι λείπει από εδώ.

Ακόμη κι αν αποδεχθώ το τελικό resolution της ταινίας, που βέβαια υποσκάπτει το φεμινιστικό μήνυμα που θέλει να περάσει εδώ η Mitevska, το πρώτο Βορειμακεδονικό φιλμ που διαγωνίζεται στο φεστιβάλ του Βερολίνου έχει 2 μεγάλα προβλήματα που θα του απαγορέψουν μάλλον να φτάσει μέχρι και τα βραβεία. Το πρώτο από αυτά είναι οι χαρακτήρες του. Η Petrunya είναι ο μοναδικός χαρακτήρες που πετάγεται από την οθόνη, με όλους τους υπόλοιπους ρόλους να μοιάζουν καρικατούρες που απλά υπακούουν στις επιταγές της πλοκής.

Ο δεύτερος είναι και αυτός που τελικά ενόχλησε εμένα περισσότερο: Ολόκληρο το δεύτερο μισό της ταινίας μοιάζει forced και πολύ πιο γρήγορο από όσο θα έπρεπε. Το φιλμ ξεπέταξε τα θέματά του, κάνοντας το τέλος του να είναι κάτι που προέκυψε και όχι που η σκηνοθέτης και σεναριογράφος προετοίμασε προσεκτικά. Μια χαμένη ευκαιρία για μια πραγματικά σπουδαία ταινία.

Η παράδοση που θέλει σχεδόν όλα τα κείμενά μου για το PopCode τον τελευταίο μήνα να γράφονται στο φιλόξενο μεγάλο co-working τραπέζι του WestBerlin συνεχίστηκε και αυτή τη μέρα, αλλά επέστρεψα στο CinemaxX για να το ‘Mr. Jones’ της Agnieszka Holland.

Το ‘Mr. Jones’ ασχολείται με τον Ουαλό δημοσιογράφο Gareth Jones που το 1933 έφτασε κρυφά στην Ουκρανία και γύρισε τη χώρα βλέποντας από κοντά τη φρίκη του λιμού. Η είδηση, όπως τη μετέφερε αργότερα ο Jones, ήταν η πρώτη φορά που η Δύση ήρθε αντιμέτωπη με τα εγκλήματα του Στάλιν και ήρθε σε απευθείας αντίθεση με τα ρεπορτάζ του Σταλινικού δημοσιογράφου Walter Duranty, νικητή του βραβείου Pulitzer για τη δουλειά του στη Σοβιετική Ένωση.

Δεν ξέρω γιατί το έκανα όμως αυτό στον εαυτό μου. Η ταινία είναι μια καταγραφή των γεγονότων, χωρίς ψυχή ή πραγματικό ενδιαφέρον, κάτι σα να διαβάζεις το λήμμα της Wikipedia για το θέμα. Τα όσα αντικρίζει ο Jones στην Ουκρανία, τα πτώματα, η πείνα, οι ανυπέρβλητες κακουχίες των ανθρώπων εκεί, δε χρειάζονται μια ταινία 140 λεπτών που χαρακτηρίζεται πληρέστερα με τον όρο “ανιερή”. Το μόνο που πετυχαίνουν είναι να βλάψουν πραγματικά σπουδαία ιστορικά γεγονότα. Πάμε παρακάτω κι ας ξεχάσουμε πως μας συνέβη αυτό μια όμορφη Κυριακή στο Βερολίνο.

Πρωί Δευτέρας όμως, κάνω μια επίσης εξαιρετική επιλογή: Πηγαίνω στην πρωινή προβολή του ‘Vice’, γιατί μάλλον δεν έμαθα το μάθημά μου από την προηγούμενη ημέρα. Η ταινία του Adam McKay όμως είναι υποψήφια για Όσκαρ κι εγώ δεν την έχω δει ακόμη. Οπότε ξέρετε κάτι; Δε θα απολογηθώ. Ναι, πήγα να δω τον Christian Bale σε fatsuit, γιατί όχι.

Βέβαια έχει 1,5 μήνα που βγήκε η ταινία στην Ελλάδα, οι περισσότεροι θα την έχετε δει ή μάθει για αυτή τέλος πάντων, αλλά ας πούμε 2 λόγια κι εδώ για αυτήν. Είναι η βιογραφία του Dick Cheney, αντιπροέδρου της Αμερικής από το 2001 μέχρι και το 2009, στα χρόνια της προεδρίας του George W. Bush. Η ταινία ξεκινά με έναν νεαρό Cheney και επικεντρώνεται κυρίως στα χρόνια μεταξύ της 11ης Σεπτεμβρίου και των πολέμων των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ.

Όλοι ξέραμε πως αυτή η ταινία θα φτάσει στα Όσκαρ. Άλλωστε πότε κατάφερε το Χόλιγουντ να αντισταθεί σε μια τέτοια βιογραφία, και μάλιστα πολιτικού προσώπου, για να το κάνει τώρα; Αλλά νομίζω πως όλοι ξέραμε πως δύσκολα θα είχε να μας δείξει κάτι περισσότερο από την επιδερμική έλα-να-σου-διαβάσω-τα-γεγονότα (αλλά με διάσημους ηθοποιούς και μπόλικο μακιγιάζ) οπτική του.


 

Δεν ξέρω για ποιον έφτιαξε το ‘Vice’ ο McKay. Αν το έφτιαξε για να επιβεβαιώσουν οι φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί τα όσα ξέρουν για τον Cheney και να πούνε “μπράβο μάστορα”, μάλλον το πέτυχε. Αν το έκανε για να μάθει οποιοσδήποτε άλλος μια από τις πιο μισητές πολιτικές προσωπικότητες στην ιστορία της Αμερικής, τότε δεν ξέρω, κρατάω τις επιφυλάξεις μου για το αν έπιασε το στόχο.

Υπάρχει πάντως μια σκηνή, εκεί κάπου μετά τη μέση της ταινίας, που μου άρεσε και μου θύμισε τον παλιό καλό Adam McKay, πριν σοβαρευτεί και αλλάξει το είδος του κινηματογράφου που παράγει. Και ρε συ Adam, έχεις σε ταινία τον George W. Bush και δεν παίρνεις τον Will Ferrell για το ρόλο; Ασυγχώρητο.

Συνέχεια με επιστροφή στο διαγωνιστικό της Berlinale και της συμπαραγωγή Τουρκίας, Γερμανίας, Ολλανδίας και Ελλάδας ‘Kız Kardeşler’ (αγγλικός τίτλος A Tale of Three Sisters). Μια ακόμη ταινία με φεμινιστική θεματική που βρίσκεται στο πρόγραμμα του φετινού φεστιβάλ.

Η ταινία του Emin Alper παρακολουθεί 3 νεαρά κορίτσια, την 20χρονη Reyhan, την 16χρονη Nurhan και την 13χρονη Havva. Και οι 3 είχαν σταλεί ως παρακόρες σε πλούσια σπίτια της πόλης, αλλά όλες έχουν επιστρέψει πια στο σπίτι του πατέρα τους, σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό της Ανατολίας. Η μεγαλύτερη από αυτές, η Reyhan, έχει γεννήσει ένα αγοράκι και έχει παντρευτεί έναν βοσκό, τον αλαφροΐσκιωτο Veysel. Η προσπάθεια τους να ζήσουν και να ξεφύγουν από αυτό το μέρος θα φτάσει σε μια κορύφωση όταν ο Veysel θα ζητήσει τη βοήθεια ενός γιατρού της πόλης για να του βρει δουλειά.

Η θέση της γυναίκας στην Τουρκική κοινωνία είναι ο κεντρικός κορμός της ταινίας, που χειρίζεται πολύ πιο προσεκτικά το σύνολο των χαρακτήρων της, σε αντίθεση με το ‘Gospod postoi, imeto i’ e Petrunija’ για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω. Οι άντρες έχουν εδώ τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για τη μοίρα των κοριτσιών, τα οποία ονειρεύονται τις ευκαιρίες για μια καλύτερη ζωή στην πόλη.

Απέναντι στη συνεχή κουβέντα για τον μαγικό τόπο που λέγεται “πόλη” και που ποτέ δε φτάνουμε μέσω της εικόνας της ταινίας, ο Alper μας παραθέτει τα τοπία του χωριού στο οποίο ζουν οι τρεις αδερφές. Γεμάτα ομίχλη, παρατημένα πέτρινα σπίτια, αγέρωχα αιωνόβια δέντρα και μια γυναίκα. Τη γυναίκα που δε μιλά αλλά αντιπροσωπεύει τη γυναίκα που περνά ολόκληρη τη ζωή της στο χωριό, μακριά από κάθε ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή.

Οι αρκετοί διάλογοι δεν επιτρέπουν στην πλοκή να απογειωθεί ποτέ, αλλά υποθέτω πως αποτελούν μια επιλογή του σκηνοθέτη να μιλήσει για τη στασιμότητα της καθημερινότητας στην επαρχία. Τα καλά στοιχεία δε σβήνουν όμως και αξίζει να της δώσετε μια ευκαιρία. Είμαι αρκετά σίγουρος πως την ταινία θα τη δούμε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον προσεχή Νοέμβριο, οπότε βάλτε τη στο πρόγραμμα.

Το βραδάκι βρέθηκα στο International, ένα σινεμά κοντά στην Alexanderplatz που δεν είχε τύχει μέχρι τώρα να επισκεφθώ για κάποια προβολή. Εκεί παρακολούθησα το Σέρβικο ‘Šavovi’ (αγγλικός τίτλος ‘Stitches’) του Miroslav Terzić, από το Panorama τμήμα του φεστιβάλ.

Μια μητέρα προσπαθεί εδώ και 18 χρόνια να ανακαλύψει τι έχει συμβεί στο νεογέννητο γιο της. Ένα παιδί που δεν είδε ποτέ, αφού οι υπεύθυνοι του νοσοκομείου της είπαν πως πέθανε. Τάφος όμως δεν υπάρχει και η μητέρα εξακολουθεί να ψάχνει πληροφορίες για το τι μπορεί να έχει συμβεί. Ο σύζυγος και η έφηβη κόρη της Ana όμως δεν αντέχουν να τη βλέπουν άλλο να βασανίζεται και θεωρούν πως πρέπει επιτέλους να συμφιλιωθεί με την ιδέα πως το μικρό αγόρι δεν υπάρχει πια.


Το ‘Šavovi’ ασχολείται με το θέμα της απαγωγής μωρών από τα νοσοκομεία και των παράνομων υιοθεσιών, που απασχολεί τη Σερβική κοινή γνώμη εδώ και δεκαετίες. Και παρότι η πρωταγωνίστρια Snežana Bogdanović καλή καλή δουλειά στο να μας μεταφέρει τα συναισθήματα μιας γυναίκας όπως η Ana, η ταινία στο σύνολό της δεν προσθέτει κάτι φρέσκο σε ανάλογες ιστορίες που έχουμε δει στον κινηματογράφο.

Το φιλμ μοιάζει μάλιστα να εκβιάζει το συναίσθημα σε αρκετές από τις σκηνές του, αλλά και να προχωρά αρκετά εύκολα στη λύση ενός μυστηρίου που για τους χαρακτήρες κράτησε 18 ολόκληρα χρόνια. Σεναριακά κενά και ελλιπώς ανεπτυγμένες πτυχές της πλοκής δε με άφησαν ποτέ να συνδεθώ επαρκώς με τα όσα συνέβησαν στην οθόνη.

Υπάρχουν όμως και μερικές στιγμές που η ταινία subverted my expectations και με εξέπληξε θετικά με τις επιλογές της. Σε μια από αυτές, για την οποία μίλησε και ο σκηνοθέτης μετά το τέλος της προβολής (που ήταν εκεί μαζί με το καστ του), ανατρέπεται η ιδέα του ποιο είναι το προφίλ των ανθρώπων που αγοράζουν κλεμμένα μωρά. Και μπορεί να μην ασχολήθηκε ιδιαίτερα με αυτό το θέμα το ‘Šavovi’, αλλά αυτή ήταν μια αρκετά ενδιαφέρουσα συζήτηση που πρέπει να γίνει στις κοινωνίες που αντιμετώπιζαν ή αντιμετωπίζουν ιστορίες όπως αυτή της Ana.

Η Τρίτη είναι η πρώτη ημέρα, παραδοσιακά, στην οποία το πάπλωμα αρχίζει να βαραίνει και οι προγραμματισμένες ταινίες να αφαιρούνται σιγά σιγά από το πρόγραμμα. Έτσι χάνω την πρωινή δημοσιογραφική προβολή και καταφέρνω να δω μόνο το ‘The Souvenir’. Μια ταινία που πέρασε επιτυχημένα από το φεστιβάλ του Sundance όπου πριν λίγες ημέρες κέρδισε το World Cinema Dramatic Grand Jury Prize.

Στο ‘The Souvenir’ της Joanna Hogg πρωταγωνιστεί η Honor Swinton Byrne, η κόρη της Tilda Swinton δηλαδή. Και ναι, στην ταινία το ρόλο της μητέρας της νεαρής Julie παίζει η ίδια η Tilda. Η Julie είναι μια φοιτήτρια κινηματογράφου, η οποία ξεκινά την πρώτη της σχέση με τον Anthony, έναν μεγαλύτερό της άντρα με εξάρτηση στα ναρκωτικά. Τα γεγονότα και τα συναισθήματα που θα βιώσει η Julie μέσα από τη σχέση της με τον Anthony, θα τη βγάλουν εκτός πορείας στη ζωή της ακριβώς την εποχή που προσπαθεί να βρει τα πατήματά της και να δημιουργήσει την τέχνη της.


Στην αυτοκαταστροφική σχέση της Julie υπάρχουν αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία της Hogg, κάτι που κάνει την ταινία να μοιάζει ιδιαίτερα προσωπική. Οι ερμηνείες της νεαρής Swinton και του Tom Burke στο ρόλο του Anthony κάνουν τους χαρακτήρες να μοιάζουν τρισδιάστατους και δίνουν πραγματικό συναισθηματικό βάθος στην ιστορία.

Η ταινία είναι γεμάτη με interactions ανάμεσα στους χαρακτήρες και τις προσπάθειες της Julie να γυρίσει την πρώτη της φοιτητική ταινία. Όποιος περιμένει πλούσια πλοκή σίγουρα δε θα τη βρει στο ‘The Souvenir’. Όμως η ψυχολογική κατάσταση μιας νεαρής κοπέλας που βρίσκεται σε μια χειριστική σχέση που θα χαράξει την υπόλοιπη ζωή της είναι αρκετά δυνατό όχημα για να σηκώσει τα 114 λεπτά της ταινίας.


Και η 7η μέρα του φεστιβάλ θα βγει με μια μόνο προβολή, αλλά τι προβολή: ‘Varda par Agnès’ (αγγλικός τίτλος ‘Varda by Agnès’), η ταινία της Agnès Varda για την Agnès Varda δηλαδή.

Μέσα σε σχεδόν 2 ώρες η σπουδαία καλλιτέχνης μιλά για τον τρόπο με τον οποίο δημιούργησε σινεμά και installation art. Βρίσκεται στη σκηνή ενός θεάτρου και, με τη βοήθεια συνεργατών της και σκηνών από τα έργα της, αναλύει τα έργα της και την πορεία της στην καλλιτεχνική σκηνή της Γαλλίας και του κόσμου.

Η Varda δε μιλά με χρονολογική σειρά για τα έργα της, αυτή εδώ δεν είναι μια εξουθενωτική αποτίμηση της καριέρας της. Μιλά για το σκέφτεται το σινεμά, το πως έστησε τις ταινίες της, τον τρόπο που πάντα το ντοκιμαντέρ και η άφιλτρη πραγματικότητα βρίσκονται στο κέντρο της δουλειάς της.

Συνήθως μια τέτοια ταινία θα ήταν απολύτως ανούσια και βαρετή, αλλά η Varda δεν είναι μια συνηθισμένη δημιουργός. Ο τρόπος που μιλά για τον κινηματογράφο και την τέχνη, τα όσα έφτιαξε και τα όσα έζησε, αλλά και η δομή του ‘Varda par Agnès’, είναι καθηλωτικά. Ίσως οι 2 καλύτερες ώρες που έχω περάσει μέχρι στιγμής φέτος στη Berlinale, μια ταινία-standing ovation για μια εκπληκτική γυναίκα.


Exit mobile version