Ζήτω η Claire Foy και το μπριάμ λίγο πριν το τέλος
- 26 ΦΕΒ 2018
Μετά τις πρώτες 5 ημέρες του φεστιβάλ, συν τη μια του ταξιδιού που μου προέκυψε ελαφρώς επεισοδιακή, η κούραση έχει αρχίσει να κάθεται στους ώμους κάθε φεστιβαλιστή, αλλά εμείς εδώ δεν ήρθαμε να παίξουμε, ήρθαμε να αναμετρηθούμε με το Βερολίνο και να βγούμε νικητές.
Έτσι λοιπόν το πρωί της Τρίτης, αφού κάνω μια από τις λίγες φετινές μου βόλτες στα εκδοτήρια των δημοσιογραφικών ώστε να προλάβω εισιτήριο για την ταινία του Kiyoshi Kurosawa που προβάλλεται την επόμενη ημέρα, με βρίσκει στο Berlinale Palast, εκεί που θα παρακολουθήσω το ‘Don’t Worry, He Won’t Get Far on Foot’, το καινούριο φιλμ του Gus Van Sant με τους Joaquin Phoenix, Jonah Hill, Rooney Mara, και Jack Black.
Η βιογραφική ταινία έχει αντικείμενό της τον John Callahan, διάσημο καρτουνίστα που πέθανε το 2010 και ένα ατύχημα τον άφησε ανάπηρο στα 21 του. Η ιστορία βασίζεται στα απομνημονεύματα του ίδιου του Callahan, αφηγείται την προσπάθειά του να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ, τη συμφιλίωσή του με την αναπηρία του και τα στριπάκια του. Παρότι σε κάποιες στιγμές αγγίζει τα άκρα του οπτιμισμού και της αισιοδοξίας, η προσπάθεια του Gus Van Sant είναι ένα όμορφο, αν και μάλλον όχι ολοκληρωμένο πορτρέτο ενός πολύ ενδιαφέροντος ανθρώπου.
Τα κομμάτια της ταινίας μοιάζουν αρκετά αποκομμένα μεταξύ τους και η Rooney Mara πάει εντελώς χαμένη εδώ, μένοντας σε έναν απολύτως διακοσμητικό ρόλο, αλλά οι Joaquin Phoenix και Jonah Hill σηκώνουν το σύνολο, που παίζει συνεχώς μεταξύ γλυκού και cheesy. Ειδικά για τον Jonah Hill θα φτιάξω fan club, γιατί πρέπει επιτέλους να δεχτούμε πως είναι υπέροχος ηθοποιός και οι haters gonna hate.
Διάλειμμα για καφέ (αυτή τη φορά γράφουν στο ποτήρι μου “Jannes”, που ξέρετε τι; θα το δεχτώ) και βόλτα από το CinemaxX για τη δημοσιογραφική προβολή του Ιρανικού ‘Khook’. Που δεν ξέρω πως να σας το περιγράψω, αλλά επειδή η τύχη βοηθά τους τολμηρούς ας προσπαθήσω να σας μιλήσω για τα βασικά σημεία της πλοκής: Σκηνοθέτης που του έχει απαγορευτεί από το καθεστώς να γυρίζει ταινίες και βρίσκει τον εαυτό του αποκομμένο από τους πάντες τρελαίνεται γιατί ένας serial killer που σκοτώνει σκηνοθέτες δεν έχει επιτεθεί και στον ίδιο.
Η ταινία του Mani Haghighi είναι χαρούμενη και φωτεινή και slapstick, με τον πρωταγωνιστή της Hassan Majooni να σε κάνει να σκάσεις χαμογελάκι, αλλά με την ιστορία της να στέκεται άνιση στο πανί και το 2ο μισό να τραβά από τα μαλλιά το γέλιο και να χαλά την καλή διάθεση που με κόπο έστησε στην αρχή. Δεν είναι πάντως κάτι που μπορεί να συγκριθεί με τις υπόλοιπες συμμετοχές του Διαγωνιστικού και ξεχωρίζει για την τρέλα του και τον τρόπο που ασχολείται με το, απολύτως σοβαρό, θέμα της λογοκρισίας. Είναι όμως και μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για κάτι τόσο πολύχρωμο που θα ξεφύγει από τη μετριότητα που τελικά ντύνει το ‘Khook’.
Σαν κάθε Έλληνας τουρίστας στο Βερολίνο που σέβεται τον εαυτό του, κάνω μια βόλτα από τα Primark της Alexanderplatz ή όπως είναι γνωστά στην πιάτσα “Το μέρος όπου θα ακούσεις ελληνικά αμέσως μόλις μπεις από την είσοδο”. Φεύγω λίγο αργότερα με t-shirt Mario, για να κρατηθώ on topic μετά το Nintendo DS που τσίμπησα από το Flohmarkt την Κυριακή. Δίπλα ακριβώς κάνω πέρασμα από τα Burger King. Που δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχουμε ακόμα στην Ελλάδα, τι θα γίνει, που θα φτάσει τέλος πάντων αυτή η κατάσταση.
Καταλήγω σε ένα καφέ, το πολύ ωραίο και ελαφρώς καταχωνιασμένο σε μια στοά Barcomi’s Deli με την diner αισθητική, για γρήγορο apfelkuchen. Είναι και η πρώτη φορά που μου προσφέρουν νερό μαζί με τον καφέ μου, μεταλλικό φυσικά. Για λίγη ώρα δεν καταλάβαινα τι είναι, ήρθε και σε χαμηλό ποτήρι, μπερδεύτηκα, πού να το περιμένω. Προφανώς και είμαι ο τελευταίος που βγαίνει από το μαγαζί, αφού στην πόλη τα περισσότερα καφέ κλείνουν αρκετά νωρίς μέσα στη μέρα, ένα σαφώς αξεπέραστο πρόβλημα για κάθε έναν από εμάς που έχουμε συνηθίσει να βγαίνουμε για καφέ και στις 9 το βράδυ ας πούμε. Το Βερολίνο έχει κάνει βήματα προόδου (είδα ανθρώπους να περνάνε το δρόμο χωρίς να βρίσκονται σε φανάρι!) αλλά τα τελευταία καφέ κλείνουν στις 8.
Η Τετάρτη είναι η μοναδική ημέρα που αποφασίζω να αφιερώσω εξολοκλήρου στις ταινίες, αλλά και η μέρα που επιτρέπω στον εαυτό μου να ξαναδοκιμάσει ταινίες από το πρόγραμμα του Forum. Και καλά κάνω, γιατί καταλήγω να βλέπω 2 από τα καλύτερα δείγματα του συγκεκριμένου τμήματος.
Το πρωί βλέπω από τις αναπαυτικότερες θέσεις του CinemaxX το ‘Con el viento’, μια τρυφερή ιστορία γυρισμένη με ερασιτέχνες ηθοποιούς από τον πρωτοεμφανιζόμενο Meritxell Colell Aparicio.
Η Monica ζει στο Μπουένος Άιρες και εργάζεται ως χορεύτρια εδώ και χρόνια, όταν τα νέα του επερχόμενου θανάτου του πατέρα της την ωθούν να ταξιδέψει πίσω στην Ισπανία μετά από 20 χρόνια. Χωρίς να τον προλάβει ζωντανό, η Monica συναντά εκεί τη μητέρα, την αδερφή και την ανιψιά της και μένει για να βοηθήσει τη μητέρα της να πουλήσει το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε.
Καθώς η ηρωίδα χρησιμοποιεί το χορό για να εκφράσει τα συναισθήματά της και να αντιμετωπίσει τις αποφάσεις του παρελθόντος της που την έφεραν μακριά από την οικογένειά της, η ταινία μπορεί φαινομενικά να μην ξεφεύγει από πλοκές που συχνά βλέπουμε στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, αλλά το περιεχόμενο με χτύπησε χωρίς να το περιμένω με τη δύναμη της θλίψης, της επιβεβαίωσης, της χαράς, της αγάπης, συναισθημάτων που κάνουν την εμφάνισή τους σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Βγαίνω από την αίθουσα και ξαναμπαίνω, για να δω το ‘Madeline’s Madeline’ της Josephine Decker, ένα από τα φιλμ που ακούστηκαν πολύ στο Sundance του προηγούμενου μήνα.
Με την πρωταγωνίστρια Helena Howard να είναι σίγουρα one-to-watch για το μέλλον, αφού εδώ η νεαρή ηθοποιός εκτινάσσει το υλικό που της έχει δοθεί, η ταινία είναι ένα παράθυρο στον κόσμο της Madeline. Σε αυτόν τον κόσμο βρίσκεται σε συνεχή κόντρα με μητέρα της, ψάχνει και βρίσκει μια νέα μητέρα στην καθηγήτρια της improv ομάδας στην οποία συμμετέχει και προχωρά, όχι πάντα με σταθερά βήματα ή ρυθμό αλλά μέσα από ένα ολόκληρο σύμπαν συμπεριφοράς και αισθητήριων μέσων που η Decker έχει χαρίσει στην ηρωίδα της, προς την ενηλικίωση και την ενσυναίσθηση του περιβάλλοντός της.
Το ‘Madeline’s Madeline’ είναι ίσως το φιλμ της φετινής Berlinale που δούλεψε περισσότερο μέσα μου μετά την προβολή παρά κατά τη διάρκεια της, πράγμα που δε χρειάζεται να σας εξηγήσω γιατί είναι σημαντικό, ειδικά για μια μέρα που είχε για μένα 4 διαφορετικές ταινίες. Παρότι αρχικά βγήκα όχι ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος και πεπεισμένος για τα όσα είδα, ο τρόπος που επέλεξε η Decker να πειραματιστεί στην αφήγηση της ιστορίας, αλλά και η αποτύπωση της ψυχολογίας μιας νεαρής γυναίκας, έμειναν μαζί μου αρκετά μετά το τέλος του έργου. More of this, please.
Και τώρα η ώρα του Steven Soderbergh και για να σας εξηγήσω το ‘Unsane’ πιθανώς να αρκεί να σας πω “all hail Claire Foy”, αλλά εντάξει, ας πούμε και 2 πράγματα παραπάνω.
Ο Soderbergh γυρίζει ταινία με iPhone για μια τύπισσα που βρίσκεται παρά τη θέληση της κλεισμένη σε ένα ψυχιατρικό άσυλο και κανένας δεν την πιστεύει πως δεν ανήκει εκεί. Η ταινία αλλιώς ξεκινά και αλλιώς καταλήγει και είναι αυτές ακριβώς οι εναλλαγές στην οπτική γωνία του θεατή και η θεματική του που αγγίζει τις #MeToo εμπειρίες των γυναικών, που κάνουν την ταινία να μην περνά απαρατήρητη.
Σαφώς και η Claire Foy κουβαλά ολόκληρη την ταινία και δύσκολα κάποιος δε θα φύγει ψυχαγωγημένος από την προβολή της, αφού το κλίμα του ‘Unsane’ είναι όσο b-movieάτο χρειάζεται για να περάσεις καλά με τον ψυχολογικό τρόμο που προσφέρει και στα 98 λεπτά του. Όμως από την αρχή μέχρι το τέλος του του ένιωθα πως κάτι μου έλειπε. Είναι σαν ο Soderbergh να προσπάθησε να παίξει με το είδος ταινιών που καταπιάστηκε εδώ, αλλά δεν έφτασε στο breakthrough. Ή απλά εγώ είμαι περίεργος, τι να σας πω, πολύ πιθανό και αυτό. Μια αίσθηση ανικανοποίητου πάντως την ένιωσα, το ομολογώ. Πέρασα καλά την ώρα της προβολής αλλά αυτό.
Η επόμενη, τέταρτη και τελευταία για τη μέρα, ταινία μου είναι στο Zoo Palast, το αγαπημένο μου σινεμαδάκι της Berlinale κάθε χρόνο. Πρώτα όμως μια βόλτα από το διπλανό Bikini, ένα από τα πιο καινούρια malls του Βερολίνου. Όχι για ψώνια, αλλά για φαγητό στο πάνω όροφο, εκεί που μπορείς να διαλέξεις από τα εστιατόρια και να κάτσεις στον κοινόχρηστο χώρο. Το μενού έχει bao σήμερα και απαραίτητα τηγανητές γλυκοπατάτες. Ωραίες οι τηγανητές γλυκοπατάτες, παιδιά.
Επιστροφή τώρα στο Zoo Palast, με τα ξαπλωτά καθίσματα και τα παχιά χαλιά στις αίθουσες. Θα ήθελα μια φορά να δω την ταινία μου εκεί ξαπλωμένος πάνω στο χαλί, αλλά υποψιάζομαι πως αυτό θα είναι frowned upon. Προς το παρόν κάθομαι στη θέση μου για να δω το ‘Yocho (Foreboding)’ του Kiyoshi Kurosawa. Που, λυπάμαι που θα το πω, αλλά ήταν σα να έβλεπα ένα αποκαλυπτικό b-movie με άπειρους ηθοποιούς, ανέμπνευστες θεματικές και βαρετή πλοκή.
Η Etsuko είναι μια από τους πρώτους που αντιλαμβάνονται πως κάτι είναι διαφορετικό, πως παράξενα πράγματα συμβαίνουν σε ανθρώπους γύρω της, πως η συμπεριφορά τους αλλάζει αφού ξεχνάνε κόνσεπτ όπως “οικογένεια”, “μίσος”, “αγάπη” και πως τα χέρια μερικών ξεραίνονται, ενώ η βροχή πέφτει συνεχώς σε κάθε μέρος του πλανήτη. Το τέλος του κόσμου είναι κοντά.
Ο Kurosawa προσπαθεί να στήσει ένα θρίλερ για αυτό το τέλος του κόσμο, αλλά αποτυγχάνει σχεδόν στα πάντα. Ο τρόπος που μιλούν οι χαρακτήρες, οι επιλογές τους, ο βαρυσήμαντος τόνος ολόκληρου του φιλμ, κάθε μικρό κομματάκι του παζλ των 140 λεπτών που αποτελούν την ταινία μοιάζει εντελώς off.
Η Πέμπτη μου είναι μια αρκετά χαλαρή μέρα. Ξεκινάω με τη δημοσιογραφική προβολή του ‘Yardie’, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Idris Elba. Μια ιστορία που μας ταξιδεύει από την Τζαμάικα και τους πολέμους των συμμοριών, στους δρόμους του Λονδίνου στο 1983. Εκεί βρίσκεται ο D προσπαθώντας να επανασυνδεθεί με τη γυναίκα και το μικρό του κοριτσάκι, ενώ χώνεται όλο και βαθύτερα στο κυνήγι του δολοφόνου του αδερφού του, γεγονός που άλλαξε τη ζωή του 10 χρόνια νωρίτερα.
Ο Elba έχει γυρίσει χωρίς ιδιαίτερη μαεστρία το κοινότυπο, γεμάτο κλισέ σενάριο της ταινίας και το όλο αποτέλεσμα είναι ένα επίπεδο, ανέμπνευστο χάος. Ευτυχώς η προβολή έχει αγγλικούς υπότιτλους, γιατί θα μου ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω την Patois, τη τζαμαϊκανή διάλεκτο που χρησιμοποιείται σε μεγάλο κομμάτι της ταινίας. Η μουσική της ταινίας είναι το μόνο πράγμα που διασώζεται, αλλά φυσικά δεν είναι αρκετό για να κάνει το ‘Yardie’ ένα φιλμ που θα μείνει στη μνήμη μου και μετά από το γράψιμο αυτού εδώ του κειμένου.
Κάνω μια γρήγορη βόλτα στο idee, το μαγαζί με τα υλικά χειροτεχνίας και τα διάφορα μπιχλιμπίδια και μια ακόμη πιο γρήγορη βόλτα στο LEGO Store για μερικά ψώνια και κατευθύνομαι προς το Zoo Palast για να δω την πρώτη μου σειρά στην Berlinale.
Όπως κι άλλα φεστιβάλ, η Berlinale προβάλει πλέον και κάποιες σειρές και δε θα έχανα την ευκαιρία να δω τα 2 πρώτα επεισόδια του πολυαναμενόμενου ‘The Terror’, σειράς 10 επεισοδίων που θα αρχίσει να προβάλλεται στο AMC από το τέλος του Μαρτίου. Η σειρά είναι η μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Dan Simmons, μιας φανταστικής καταγραφής της χαμένης αποστολής του Captain Sir John Franklin (που εδώ υποδύεται ο Ciarán Hinds) στον Αρκτικό Κύκλο το 1845 με τα πλοία Έρεβος και Τρόμος.
Ο Simmons έχει γράψει ένα βιβλίο γεμάτο τρόμο που μεταφέρεται εδώ και στη οθόνη. Ο Hinds, μαζί με τους Jared Harris, Tobias Menzies, Paul Ready, Liam Garrigan και το υπόλοιπο καστ κάνουν εξαιρετική δουλειά αποδίδοντας τους εσωτερικούς μηχανισμούς της αποστολής και παρότι τα 2 πρώτα επεισόδια στήνουν ακόμα το σκηνικό των γεγονότων που θα ακολουθήσουν, μου έδωσαν λόγο να θέλω όσο γίνεται συντομότερα και τα υπόλοιπα. Ετούτη είναι σίγουρα μια τηλεοπτική σειρά που επωφελείται από την προβολή της στη μεγάλη οθόνη και είμαι σίγουρος πως βάζοντας Α+ στην εμπειρία του ‘The Terror’, οι σειρές στη Berlinale είναι κάτι που θα αναζητήσω και την επόμενη χρονιά.
Περνάω την υπόλοιπη ημέρα τρώγοντας Κορεάτικο στο Mmaah Korean BBQ Express της Nollendorfplatz και πίνω τον λάτε μου στο Maxway Coffee λίγο πιο δίπλα. Χρειάζεται και το downtime στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, παιδιά.
Οι δυο πρωινές δημοσιογραφικές προβολές του Berlinale Palast, οι τελευταίες μου για την 68η Berlinale, είναι και οι μόνες ταινίες που βλέπω την Παρασκευή. Στην πρώτη από αυτές, το ‘Twarz’ της Małgorzata Szumowska, ο πρωταγωνιστής Jacek αγαπά την Dagmara και της ζητά να τον παντρευτεί, ενώ δουλεύει σε 2 δουλειές. Μια από τις οποίες είναι και η κατασκευή ενός τεράστιου αγάλματος του Χριστού που φτιάχνεται δίπλα στα Γερμανοπολωνικά σύνορα. Εκεί ένα φρικτό ατύχημα θα του συμβεί και θα είναι έτσι ο πρώτος άνθρωπος στη χώρα που θα κάνει πλήρη μεταμόσχευση προσώπου. Αυτή του η μεταμόρφωση θα κάνει την πόλη όπου ζει ο Jacek να τον αντιμετωπίσει ως κάτι ξένο, κακό και θα τον στείλει ακόμη πιο μακριά στο περιθώριο από εκεί όπου βρισκόταν πριν το ατύχημά του.
Το (μαύρο;) χιούμορ της ταινίας δεν πρέπει να ξεγελά το θεατή, αφού η Szumowska διαχειρίζεται τα βαριά θέματα του συντηρητισμού της Πολωνικής κοινωνίας και της θρησκείας, αλλά και τον ξεκάθαρο ρατσισμό που βρίσκεται μπλεγμένος στα θεμέλια κάθε μικρού μέρους, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται στον κόσμο. Ταυτόχρονα θλιβερό και αστείο, το φιλμ είναι σίγουρα από τα καλύτερα του φετινού Διαγωνιστικού ακόμα κι όταν τα όσα επιχειρεί να πει η σκηνοθέτης καταλήγουν προφανή, τουλάχιστον για ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού στο οποίο απευθύνονται.
Αν μπορούσα να διαλέξω ένα φιλμ για να κλείσω τη φετινή μου βόλτα στο φεστιβάλ του Βερολίνου αυτή θα ήταν σίγουρα εκείνη που βλέπω τελευταία στο Berlinale Palast, παρότι μου μένει άλλη 1 ολόκληρη ημέρα ταινιών. Το ‘In den Gängen’ του σκηνοθέτη Thomas Stuber είναι μια ήρεμη, ρομαντική βόλτα στους διαδρόμους ενός πολυκαταστήματος, εκεί που προσλαμβάνεται ο λιγομίλητος Christian προσπαθώντας να ξεφύγει από το παρελθόν του και κρύβοντας τα πολυάριθμα τατουάζ που βρίσκονται στο σώμα του. Ο Christian γνωρίζει τους συναδέλφους του, με βασικότερο τον Bruno, προσπαθεί να γίνει χειριστής ενός ανυψωτικού μηχανήματος και ερωτεύεται τη Marion.
Με βασικό της θέμα τη μοναξιά και την προσπάθεια των ανθρώπων να βρουν την άκρη μέσα στα δαιδαλώδη μονοπάτια της ζωής, η ταινία είναι ένα από αυτά τα γλυκά, μελαγχολικά διαμάντια που συχνά μας χαρίζουν τα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Ο κόσμος των κεντρικών χαρακτήρων μπορεί να αποτελείται από τους διάδρομους της δουλειάς τους και να αναφέρονται στο δωμάτιο-ψυγείο ως “Σιβηρία”, αλλά μέσα σε αυτόν τον κόσμο το ‘In den Gängen’ μας παρουσιάζει χαρακτήρες που ζουν όπως αυτοί μπορούν καλύτερα, μέσα σε μια Ανατολική Γερμανία που δεν έχει επουλώσει ακόμη όλες τις πληγές της. Και το κάνει με χιούμορ, με φροντίδα, με αγνή αγάπη για την ιστορία που αφηγείται. Αυτό κάνει την ταινία, παρά τα όποια μικρά της παραπατήματα, άξια να βρίσκεται στο Διαγωνιστικό ενός μεγάλου φεστιβάλ και να ξεχωρίζει.
Μετά την ταινία αποφασίζω να κάνω μια βόλτα για Funko Pop hunting στα geeky Super Epic Store (όπου προφανώς και ακούω ελληνικά μόλις μπαίνω στο μαγαζί) και Close Up της Oranienburgerstrasse, χωρίς όμως να βρω κάτι αξιόλογο, σταματάω για Poké, χαβανέζικο πιάτο με ωμό ψάρι, στο MA´LOA Poké Bowl και π̶ί̶ν̶ω̶ ̶κ̶α̶φ̶έ̶ φορτίζω κινητό στο dean & david λίγα μέτρα παραπέρα.
(από το fb του ‘Myxa‘)
Το βράδυ έχω να παρευρεθώ σε πάρτι γενεθλίων στο γνωστό μπαρ του Neukölln που ονομάζεται Myxa. Ναι, προφέρεται “Μύξα” και έχει πάρει το όνομά του από την ελληνική λέξη που σκέφτεστε, αφού ανήκει σε Έλληνες. Στην παρέα βρίσκονται Έλληνες, Γερμανοί, Άγγλοι, Ιταλοί και είμαι σίγουρος πως όλο και κάποια εθνικότητα ξεχνάω, οπότε τραγουδάμε τα χρόνια πολλά και στα γερμανικά και στα ελληνικά και στα αγγλικά, έτσι για να μπορούν να συμμετέχουν κάπου όλοι. Πίνω ρακόμελο, τρώω ντάκο και μπριάμ, ακούω έναν πλανόδιο κυριούλη με, χμ, θα πω τζουρά; να σφάζει γνωστό ρεμπέτικο τραγούδι και να λέει στους μη-Έλληνες της παρέας “this is underground Greek music”.
Αυτές είναι εμπειρίες, φίλοι μου. Άντε και του χρόνου.
|Η ποπ κουλτούρα μέσα από εικόνες| Ακολούθησε το Ιnstagram account του Popcode.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ