ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

Berlinale: Είμαστε Ζόμπι, αλλά ζωντανά

Το PopCode βρίσκεται στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου και σου παρουσιάζει τις ταινίες που πρέπει να σημειώσεις.

Σιγά σιγά το φεστιβάλ προχωρά προς το τέλος του και φέτος, σε μια χρονιά χωρίς πολυαναμενόμενες ταινίες γεμάτες αστέρια του Χόλιγουντ αλλά με δυνατές ταινίες για τις οποίες θα μιλάμε μέσα στο υπόλοιπο 2019.

Di jiu tian chang

Και μπορεί η φετινή Berlinale να είχε τα λιγότερο ενδιαφέροντα κόκκινα χαλιά των τελευταίων 6 χρόνων τουλάχιστον, αλλά μας έδωσε ταινίες όπως το ‘Di jiu tian chang’ (αγγλικός τίτλος ‘So Long, My Son’) του Wang Xiaoshuai. Ένα δυνατό μελόδραμα από την Κίνα που συνεπήρε πολλούς από τους εκπροσώπους του τύπου στο Berlinale Palast, μαζί με τους οποίους είδα την ταινία το πρωί της όγδοης ημέρας του φεστιβάλ.

Το σχεδόν τρίωρο φιλμ έχει ως θέμα του την ιστορία δύο οικογενειών μετά τον πνιγμό του μικρού γιου της μιας από αυτές. Η πλοκή της ταινίας μας περνά από τη δεκαετία του ‘80, σε αυτή του ‘90 κι από κει στα 00s, για να συναντήσει ξανά και ξανά τα ζευγάρια των Yaoyun και Liyun, Yingming και Haiyan. Τα 2 ζευγάρια δουλεύουν σε ένα εργοστάσιο και είναι στενοί φίλοι, μεγαλώνοντας το καθένα τον μικρό του γιο, στην εποχή της πολιτικής του ενός παιδιού ανά οικογένεια. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν μαζί και μια μέρα, πάνω στο παιχνίδι τους, το ένα από αυτά πεθαίνει.

Αρκετά χρόνια αργότερα, οι Yaoyun και Liyun μεγαλώνουν τον έφηβο γιο τους, ένα παιδί που προκαλεί αναταραχή στην οικογένεια και εξαφανίζεται από το σπίτι των γονιών του. Fast forward μερικά ακόμη χρόνια μετά και το ζευγάρι προσπαθεί να βρει τα πατήματά του, να αποδεχθεί το παρελθόν και να προχωρήσει προς το μέλλον. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ γύρω από τους χαρακτήρες παρακολουθούμε την Κίνα να αλλάζει, περνώντας από τη μια δεκαετία στην άλλη. Βλέπουμε τις πληγές μιας χώρας πάνω στους ανθρώπους της.

Όλα τα παραπάνω, όλες οι αλήθειες και τα ψέματα, οι ανθρώπινες στιγμές του ‘Di jiu tian chang’, δε δίνονται με χρονολογική σειρά. Σε μια προσπάθεια να δείξει πως παρελθόν και παρόν μπλέκονται μεταξύ τους και το πρώτο επηρεάζει το δεύτερο, σχηματίζοντας τελικά ένα μέλλον που δε θα μπορούσε να υφίσταται διαφορετικά, οι σκηνές της ταινίας μετατοπίζονται συνεχώς χρονικά.

Αυτά τα συνεχή πίσω μπρος και ο αργός ρυθμός του φιλμ δε βοηθά όμως τελικά την ιστορία να αναπνεύσει και τον θεατή να παρακολουθήσει χωρίς περισπασμούς τα θέματα για τα οποία θέλει να μιλήσει ο σκηνοθέτης. Το παζλ των πληροφοριών, των σχέσεων και των νημάτων που ενώνουν τις πλοκές της ταινίας μοιάζει τελικά να έχει αρκετά κομμάτια με παρόμοιο σχήμα και μέγεθος.

We Are Little Zombies

Και από την ταινία που ίσως φύγει από το Βερολίνο με τη Χρυσή Άρκτο, στην ταινία που θα απονείμω το δικό μου βραβείο, τον πρωτοεμφανιζόμενο Χρυσό Βραδύποδα: Το υπέροχο ‘We Are Little Zombies’ του Makoto Nagahisa.

Τέσσερα παιδιά, εκεί λίγο πριν την εφηβεία, συναντιούνται την ημέρα της αποτέφρωσης των γονιών τους. Είναι πλέον όλα ορφανά, δεν μπορούν να κλάψουν για το θάνατο των δικών τους και θα προσπαθήσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Οι Hikari, Ishi, Takemura και Ikuko ξεκινούν μια μπάντα και μαζί θα κατακτήσουν τον κόσμο.

Σαρκασμός, χρώμα, video game αισθητική, τραγωδία, μιούζικαλ, RPG δομή, νιχιλισμός, 8-bitη μουσική και μια ντουζίνα διαφορετικές τεχνικές κινηματογράφησης, το φωνακλάδικο και απείρως διασκεδαστικό ‘We Are Little Zombies’ είναι σίγουρα από τις αποκαλύψεις της φετινής Berlinale. Αν και καταχωνιασμένο στο Generation 14plus τμήμα του φεστιβάλ, στο οποίο πολλοί δημοσιογράφοι δε δίνουν ιδιαίτερη σημασία.

Η ταινία αγαπά τους τέσσερις χαρακτήρες της και δεν ξεχνά, όσο υπερβολική κι αν γίνει, πως τα συναισθήματα και η θλίψη τους, η νέα τους “οικογένεια” είναι στο επίκεντρο. Ο φανταστικός Nagahisa καταφέρνει αρκετές φορές να εκπλήξει τον θεατή με τις επιλογές του και να υπονομεύσει τις προσδοκίες για την επόμενη στροφή της ιστορίας του. Τον οποίο Makoto Nagahisa λάτρεψα για το χιούμορ του και τον τρόπο έκφρασής του πριν την έναρξη του φιλμ και στο Q&A μετά την ταινία και πολύ θα ήθελα να πιω μια μπύρα μαζί του. Όλος ο Χρυσός Βραδύποδας δίκαια δικός του και το ‘We Are Zombies, But Alive’ τραγούδι της ταινίας του μόνιμα καρφωμένο στο μυαλό μου.

Guo chun tian

Βγαίνω από την αίθουσα του CinemaxX, στο οποίο παιζόταν η ταινία, για να στηθώ στην ουρά και να μπω ξανά στην ίδια. Εκεί παίζεται και το ‘Guo chun tian’ (αγγλικός τίτλος ‘The Crossing’) της Bai Xue.

Η ταινία ακολουθεί τη 16χρονη Peipei, που περνά κάθε μέρα από το Χονγκ Κονγκ, όπου πηγαίνει σχολείο, στην πόλη Shenzhen της ηπειρωτικής Κίνας και ανάποδα. Μαζί με τη φίλη της Jo ονειρεύεται ένα ταξίδι στην Ιαπωνία αλλά δεν έχει αρκετά χρήματα για να το καταφέρει. Σε ένα πάρτι γνωρίζει τον Hao, το αγόρι της Jo και μέλος μιας συμμορίας που περνά iPhones παράνομα από το Χονγκ Κονγκ στην Κίνα. Αυτή είναι η ευκαιρία που έψαχνε η Peipei για να συγκεντρώσει τα χρήματα που έψαχνε και να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.

Η όμορφη κινηματογράφηση και η ερμηνεία της νεαρής Huang Yao στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι τα στοιχεία που κάνουν το ‘Guo chun tian’ να ξεχωρίζει από παρόμοιες ιστορίες που έχω πετύχει στο παρελθόν. Το κόνσεπτ του “νεαρός χαρακτήρας κάνει τις λάθος επιλογές και μπλέκει για να βγάλει χρήματα” δεν είναι η πρώτη φορά που το συναντάμε στο σινεμά.

Το γρήγορο μοντάζ βοήθησε αρκετά στο να μείνω απορροφημένος από την ταινία μέχρι το τέλος, ενώ ο τρόπος που η σκηνοθέτης κατάφερε στο ντεμπούτο της να μεταφέρει συναισθήματα είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος. Σε μια σκηνή, αρκετά κοντά στο τέλος, η ταινία επιτυγχάνει να μας δώσει μια τρομερά ερωτική και προσωπική σκηνή στην οποία δεν υπάρχει ούτε ένα φιλί μεταξύ των ηρώων.

Το απότομο τέλος δεν είναι σίγουρα η καλύτερη στιγμή της ταινίας, αλλά αυτό είναι ένα καλό ντεμπούτο για τη σκηνοθέτη και μια ακόμη ικανοποιητική προσθήκη στο πρόγραμμα του Generation 14plus.

Amazing Grace

Το πρωί της Παρασκευής έρχεται και το τελευταίο πρωινό ξύπνημα του φετινού φεστιβάλ, το οποίο ακολουθεί το τελευταίο στήσιμο στην ουρά για τα εισιτήρια της επόμενης ημέρας και η τελευταία (μου) δημοσιογραφική προβολή της χρονιάς.

Και μάλλον όχι μόνο για μένα, μιας και στην προβολή του ‘Amazing Grace’ στο Berlinale Palast υπάρχουν αρκετές άδειες θέσεις. Άλλωστε πολλοί δημοσιογράφοι έχουν γυρίσει ήδη πίσω στις χώρες τους, ανανεώνοντας το ραντεβού τους με τη Berlinale για τον Φεβρουάριο του 2020.

Το ‘Amazing Grace’ είναι το ντοκιμαντέρ που προέκυψε από τη βιντεοσκόπηση της ηχογράφησης του ζωντανού άλμπουμ της Aretha Franklin με τον ίδιο τίτλο. Η Aretha βρέθηκε τον Ιανουάριο του 1972 στην New Temple Missionary Baptist Church στο Λος Άντζελες, εκεί που ηχογράφησε το δίσκο μαζί με τον Αιδεσιμότατο James Cleveland και τη Southern California Community Choir.

Η ηχογράφηση στην εκκλησία, με ζωντανό κοινό, έγινε σε 2 μέρες. Η Warner Bros. προσέλαβε τον Sydney Pollack να κινηματογραφήσει και τις 2 ημέρες, με σκοπό να βγάλει το ντοκιμαντέρ στο σινεμά. Όμως λόγω προβλημάτων συγχρονισμού μεταξύ ήχου και εικόνας η ταινία δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

47 χρόνια αργότερα, το ντοκιμαντέρ είναι πλέον διαθέσιμο. Η ταινία προσφέρει αναλλοίωτη την εμπειρία όσων έζησαν εκείνοι που βρέθηκαν το διήμερο της ηχογράφησης στην εκκλησία του Λος Άντζελες, εκεί όπου χτυπούσε η καρδιά της γκόσπελ μουσικής. Ανάμεσά τους και ο πατέρας της Aretha Franklin, η μεγάλη κυρία της γκόσπελ Clara Ward και ο Mick Jagger.

Το γκόσπελ άλμπουμ της Aretha, που κυκλοφόρησε αργότερα στη χρονιά, σε μια εποχή που βρισκόταν στο αποκορύφωμα της δόξας της, είναι μέχρι και σήμερα το νο1 άλμπουμ ζωντανής γκόσπελ μουσικής όλων των εποχής και ο δίσκος της μεγάλης τραγουδίστριας που έχει πουλήσει τα περισσότερα αντίτυπα.

Η τύχη να παρακολουθήσουμε κάτι μαγικό, κάτι βαθιά συγκινητικό και μουσικό, που μόλις μερικές δεκάδες άνθρωποι είχαν την τιμή να ζήσουν από κοντά, κάνει το ντοκιμαντέρ να ξεπερνά τα όρια μιας press screening ή ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ. Το ‘Amazing Grace’ είναι απλά μια εμπειρία.

Woo Sang

Μια ταινία που ξεκινά με την αφήγηση ενός τύπου που λέει πως αυνάνισε τον γιο του, χωρίς άλλη εξήγηση ή context, είναι σίγουρα μια ταινία που αξίζει να συζητήσουμε, ακόμη κι αν τελικά μας απογοήτευσε περισσότερο από όσο μας συνεπήρε. Και το ‘Woo Sang’ (αγγλικός τίτλος ‘Idol’) του Lee Su-jin που είδα στο CinemaxX είναι ακριβώς μια τέτοια περίπτωση.

Ο ανερχόμενος πολιτικός Koo Myung-hui επιστρέφει στο σπίτι του από ένα επαγγελματικό ταξίδι. Εκεί βρίσκει τη σύζυγό του να καθαρίζει το χτυπημένο και γεμάτο αίματα αυτοκίνητο που ο γιος τους οδηγούσε το προηγούμενο βράδυ και το πτώμα ενός άντρα να βρίσκεται σε μια σακούλα δίπλα του. Ο Koo παραδίδει τον γιο του Johan στις αρχές μιλώντας για ατύχημα, αλλά ο πατέρας του νεκρού Bu-nam θα προσπαθήσει να ανακαλύψει τι ακριβώς έχει συμβεί.

Το φιλμ του Su-jin είναι ένα καλοφτιαγμένο και αγωνιώδες έργο, από αυτά τα θρίλερ που δε βλέπουμε συχνά στα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Καθώς όμως το σασπένς κορυφώνεται και η πλοκή του ‘Woo Sang’ πυκνώνει, η ταινία κάπου χάνει τον ειρμό της, ρίχνοντας τελικά περισσότερα ερωτήματα προς την κατεύθυνση του θεατή από όσα δείχνει ικανή να απαντήσει.

Το μοντάζ χρειάζεται ένα σταθερότερο χέρι και οι διάλογοι χρειάζονται αρκετό τριμάρισμα για να μπορούμε να μιλήσουμε για μια ταινία που ξέρει πώς να στηρίζεται γερά στα πόδια της. Παρότι καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον και στα 140 αιματοβαμμένα της λεπτά, ο όγκος της πληροφορίας και το ανακάτεμα στοιχείων της πλοκής, χαρακτήρων και αλληλεπιδράσεων μοιάζει υπερβολικός για να γίνει αυτή η Κορεατική ταινία μια πραγματικά απολαυστική κινηματογραφική εμπειρία.

The Day After I’m Gone

Μετά από ένα μικρό διάλειμμα για ένα πρέτζελ (εντάξει, δύο πρέτζελ) από το Ditsch, τα πιο ζεστά, μαλακά και σωστά αλατισμένα πρέτζελ που μπορείτε να βρείτε στο Βερολίνο, πηγαίνω στο CineStar για να δω το ‘The Day After I’m Gone’ του Nimrod Eldar.

Η ήρεμη ταινία παρακολουθεί τον Yoram, έναν κτηνίατρο που δουλεύει σε ένα πάρκο σαφάρι του Τελ Αβίβ. Έχοντας χάσει πριν 1 χρόνο τη σύζυγό του, ζει μαζί με τη 17χρονη κόρη του Roni. Ο Yoram και η Roni δε βλέπουν συχνά ο ένας τον άλλο και έχουν λίγα να πουν μεταξύ τους. Η νεαρή κοπέλα εξαφανίζεται συχνά από το σπίτι, κάνοντας τον πατέρα της να την αναζητά.

Ένα βράδυ εμφανίζονται στην πόρτα του σπιτιού διασώστες, ενημερώνοντας τον Yoram πως χρήστες ενός online forum έχουν ειδοποιήσει ότι η Roni έχει αποφασίσει να βάλει τέλος στη ζωή της. Όντως, η Roni έχει πάρει χάπια και η αυτοκτονία αποτρέπεται. Αμέσως μετά οι δυό τους ταξιδεύουν για να συναντήσουν την οικογένεια της μητέρας της που ζει σε έναν Εβραϊκό οικισμό μέσα στα Παλαιστινιακά εδάφη. Εκεί που ο Yoram ελπίζει να έχει τη βοήθεια που χρειάζεται για να προσεγγίσει ξανά τη Roni.

Ο Eldar προσπάθησε μάλλον να αποδώσει την κατάσταση του σύγχρονου Ισραήλ μέσα από αυτό το έντονο αλλά και σιωπηλό οικογενειακό δράμα. Το ταξίδι των 2 κεντρικών χαρακτήρων, που υποδύονται εξαιρετικά οι Menashe Noy και Zohar Meidan, στον Εβραϊκό οικισμό βρίσκεται στο επίκεντρο των όσων θέλει να αναδείξει ο σκηνοθέτης. Η φόρτιση μεταξύ πατέρα και κόρης συγκρούεται με τη φόρτιση της περιοχής και των όσων συμβολίζει.

Όλα όμως τα παραπάνω, αλλά και μερικές από τις οπτικές επιλογές της ταινίας όπως τα φώτα του λούνα παρκ που φαίνονται από το διαμέρισμα όπου ζουν ο Yoram και η Roni, μοιάζουν να αποπροσανατολίζουν από το στόχο. Θέλει το ‘The Day After I’m Gone’ να μιλήσει για την απώλεια και ανθρώπους που προσπαθούν να σπάσουν τον τοίχο που βρίσκεται ανάμεσά τους ή για την αφήγηση του Ισραήλ και την κατάσταση των ανθρώπων του σήμερα; Μερικές φορές οι σιωπές δεν αρκούν και αυτή είναι μια ταινία που θα επωφελούνταν από το να ξέρει με περισσότερη σιγουριά το που πατά και που βρίσκεται.

Σάββατο πρωί και αυτή είναι παραδοσιακά η τελευταία ημέρα της Berlinale για τους δημοσιογράφους. Μπορεί οι προβολές να συνεχίζονται και την Κυριακή αλλά τότε υπάρχει η Publikumstag. Η ημέρα δηλαδή που επαναλαμβάνονται πολλές από τις ταινίες που έχουν παιχτεί στη διάρκεια του φεστιβάλ, με γενική είσοδο €5. Σκοπός της Publikumstag είναι να γίνει πιο προσιτό το φεστιβάλ στο κοινό της πόλης.

Μιας και δεν υπάρχουν πλέον δημοσιογραφικές προβολές, αλλά ούτε και κάποιο φιλμ που να θέλω να δω με τρέλα, αποφασίζω να ξεκινήσω την ημέρα μου με Pokemon GO. Ναι, ξέρω, εδώ μιλάμε για σινεμά, αλλά ακούστε με: Από τις 11:00 μέχρι τις 14:00 στο Pokemon είχε Community Day και εμείς οι πιστοί του παιχνιδιού Community Day δε χάνουμε, εντάξει;

Greta

Μετά από τα δεκάδες Swinub που έπιασα και τα χιλιόμετρα που περπάτησα, κατευθύνομαι και πάλι προς το CineStar για την τελευταία μου προβολή. Από το Panorama, η ‘Greta’ του Armando Praça είναι μια τυχαία επιλογή της τελευταίας στιγμής, αλλά αποδεικνύεται μια τρυφερή, γλυκόπικρη ταινία από την Βραζιλία.

Ο Pedro, τον οποίο υποδύεται ο φανταστικός Marco Nanini, είναι ένας 70χρονος ομοφυλόφιλος νοσοκόμος και μεγάλος φαν της Greta Garbo. Ένα βράδυ προσπαθεί να βρει ένα άδειο κρεβάτι στο νοσοκομείο που δουλεύει για τη φίλη του Daniela, στην οποία δε μένει πολύς χρόνος ακόμα. Ανάμεσα στα κρεβάτια ο Pedro συναντά τον Jean, έναν τραυματισμένο άντρα που βρίσκεται δεμένος με χειροπέδες για ένα έγκλημα που έχει διαπράξει. Αποφασίζει να τον απελευθερώσει και να βάλει στη θέση του τη Daniela, ενώ μεταφέρει τον Jean στο σπίτι του. Εκεί θα ξεκινήσει μια ερωτική σχέση μεταξύ των 2 ανδρών, σχέση που θα βοηθήσει τον Pedro να δει τον εαυτό του με άλλο μάτι.

Η ‘Greta’ είναι μια ωδή στη μοναξιά και στους ανθρώπους του περιθωρίου της Βραζιλίας. Ο ήρωας της αναζητά την αγάπη, αναμετράται με τη μοναξιά και προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την απώλεια. Ο Praça έστησε μια ιστορία για έναν ηλικιωμένο ομοφυλόφιλο άνδρα, σε μια κοινωνία που αποξενώνει και αντιμετωπίζει ως παράσιτα ανθρώπους όπως ο Pedro και Daniela. Αρκετά τολμηρή στις εικόνες της και άψογα εκτελεσμένη από ηθοποιούς και σκηνοθέτη, η ταινία ήταν ένα μικρό διαμάντι και έκλεισε το φετινό φεστιβάλ με τις καλύτερες εντυπώσεις.

Βγαίνοντας από την αίθουσα άνοιξα αμέσως το κινητό να δω τα βραβεία της φετινής Berlinale, από την απονομή του Berlinale Palast που γινόταν παράλληλα με την προβολή μου. Χρυσή Άρκτος στο ‘Synonymes’, Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο ‘Grâce à Dieu’ που είδαμε κι εμείς, Alfred Bauer Prize για “νέες προοπτικές στην κινηματογραφική τέχνη” στο ‘Systemsprenger’ που εμείς λέγαμε πως ήταν το μεγάλο φαβορί, σκηνοθεσίας στην Angela Schanelec για το ‘Ich war zuhause, aber’, ανδρικής και γυναικείας ερμηνείας στους Wang Jingchun και Yong Mei για το ‘Di jiu tian chang’ για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω, σεναρίου στους Maurizio Braucci, Claudio Giovannesi και Roberto Saviano (ο συγγραφέας του ‘Gomorrah’) για το ‘La paranza dei bambini’ και εξαιρετικής καλλιτεχνικής συνεισφοράς στον Rasmus Videbæk για τη φωτογραφία του ‘Ut og stjæle hester’.

Κανένα βραβείο από τα μεγάλα λοιπόν για το ‘Gospod postoi, imeto i’ e Petrunija’ από τη Βόρεια Μακεδονία και το Ελληνικής συμπαραγωγής ‘Kız Kardeşler’, δύο από τις ταινίες που δε θα περιμέναμε να δούμε να φεύγουν με άδεια χέρια από το Βερολίνο.

Το φεστιβάλ, που χτες αποχαιρέτησε τον καλλιτεχνικό διευθυντή Dieter Kosslick, ανοίγει τώρα μια νέα σελίδα στην ιστορία του κι εμείς θα είμαστε εδώ και πάλι για να μιλήσουμε για σινεμά. Ραντεβού στις 20 Φεβρουαρίου 2020, όταν η 70η Berlinale θα στρώσει τα κόκκινα χαλιά της και θα ανοίξει τις πόρτες της.

Exit mobile version