ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

Berlinale: Βρήκαμε το πρώτο φαβορί του Διαγωνιστικού;

Το PopCode βρίσκεται στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου και σου παρουσιάζει τις ταινίες που πρέπει να σημειώσεις.

Να ‘μαστε και πάλι εδώ για ακόμη μια χρονιά στη Berlinale, να μιλήσουμε για τις ταινίες και για όλα είσαι είδαμε, ακούσουμε και, ναι, νιώσαμε στο μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου.

Αυτή είναι η 5η φορά τα τελευταία 6 χρόνια που βρίσκομαι στις Βερολινέζικες αίθουσες και είναι μεταβατική χρονιά για το φεστιβάλ: Ο Dieter Kosslick, διευθυντής της Berlinale εδώ και 18 χρόνια, αφήνει το καλοκαίρι τη θέση του. Το 2020 θα βρίσκονται στο τιμόνι οι Carlo Chatrian (καλλιτεχνικός διευθυντής στο Λοκάρνο) και Mariette Rissenbeek (διευθύντρια του οργανισμού German Films) και θα προχωρήσουν για το μέλλον του φεστιβάλ.

Ο Kosslick μεγάλωσε το φεστιβάλ και το έβαλε στο καλεντάρι του παγκόσμιου σινεμά, αλλά τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχει κάνει ένα βήμα πίσω σε σχέση με τη Βενετία και τις Κάννες. Δίνοντας μεγαλύτερη σημασία σε άλλα κομμάτια της διοργάνωσης, όπως το Berlinale Talents, και αφήνοντας τα άλλα 2 μεγάλα φεστιβάλ σχεδόν να μονοπωλήσουν τα μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ, η Berlinale δεν μπορεί πλέον να αναφέρεται κοντά στο επίπεδό τους. Εδώ θα είμαστε να τα πούμε και του χρόνου και να δούμε τις αλλαγές στις οποίες θα προχωρήσουν οι Chatrian και Rissenbeek.

The Kindness of Strangers

Το φεστιβάλ ξεκινά παραδοσιακά με τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας έναρξης, που φέτος είναι το ‘The Kindness of Strangers’ της Lone Scherfig (‘An Education’, ‘One Day’). Κι όσο παράδοξη μου φάνηκε αυτή η επιλογή ως ταινία έναρξης πριν κάτσω στα κατακόκκινα καθίσματα του Berlinale Palast, άλλο τόσο “μα τι σκεφτόταν” επιλογή μου φάνηκε μετά το τέλος της.

Δηλαδή κοιτάξτε, να σας εξηγήσω με τι έχουμε να κάνουμε πρώτα. Η Clara αποδρά μαζί με τα 2 της αγόρια από τον βίαιο σύζυγό της. Οι 3 τους φεύγουν για τη Νέα Υόρκη, χωρίς ιδιαίτερα πολλά πράγματα πέρα από το αυτοκίνητό της και χωρίς σχέδιο πέρα από μια επίσκεψη στον πεθερό της, που δε δέχεται να τη βοηθήσει. Σύντομα το αυτοκίνητό της κατάσχεται από την τροχαία και η οικογένεια τριγυρνά στους δρόμους της πόλης.

Εκεί συναντούν την Alice, μια νοσοκόμα που στηρίζει εθελοντικά μια ομάδα υποστήριξης και προσφέρει το χρόνο της σε ένα συσσίτιο για άστεγους, τον Marc, που μόλις έχει βγει από την φυλακή και αναλαμβάνει να δουλέψει ένα ρωσικό εστιατόριο, τον John, δικηγόρο και φίλο του Marc και τον Jeff, που δεν μπορεί να στεριώσει σε καμία δουλειά. Με τη βοήθειά τους και με κεντρικό άξονα όλων των χαρακτήρων και ιστοριών το εστιατόριο που λέγαμε παραπάνω, η Clara θα προσπαθήσει να βρει το δρόμο της και να μείνει μακριά από τον άντρα της.

Αλλά λυπάμαι Lone μου, εγώ δεν είδα και πολλά να πηγαίνουν καλά εδώ. Το Winter Palace, το εστιατόριο της ταινίας, μοιάζει εντελώς ανεκμετάλλευτο ως σημείο συνάντησης των χαρακτήρων του ‘The Kindness of Strangers’. Ασύνδετες σκηνές και χιούμορ που δε βγαίνει ποτέ γεμίζουν τα λεπτά της ταινίας. Χαρακτήρες που δε βγάζουν νόημα (τι ακριβώς ήταν ο Τζεφ, τι προσφέρει στην ταινία η παρουσία του και τέλος πάντων *ποιο* είναι το θέμα σου άνθρωπέ μου, έλα να το συζητήσουμε μαζί) ή απλά δε με κάνανε ποτέ να νοιάζομαι για αυτούς και τελικά ένα απολύτως άβολο σύνολο με περίμενε μέχρι και την τελευταία σκηνή.

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

It seems #BillNighy & #TaharRahim are also ready for YOU guys to join!

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Berlinale (@berlinale) στις

Δε λέω, η Zoe Kazan και η Andrea Riseborough είναι πολύ καλές και η παρουσία του Bill Nighy μια ευχάριστη νότα, αλλά τι ακριβώς είδανε οι άνθρωποι της Berlinale και επιλέξανε αυτή την ταινία για την έναρξη του φεστιβάλ δεν το πιάνω. Το μήνυμα μόνο δεν αρκεί παιδιά, χρειάζεται και υλικό. Αλλιώς δε θα βλέπαμε ταινίες, θα διαβάζαμε τσιτάτα του Paulo Coelho.

Απολύτως λογικό λοιπόν όταν, μετά το ‘The Kindness of Strangers’, βρέθηκα στην πρώτη Bollywood ταινία για το χιπ χοπ να περάσω πολύ πολύ καλύτερα.

Gully Boy

Το ‘Gully Boy’ της Zoya Akhtar είναι η διασκευασμένη ιστορία δύο ράπερ από τη Βομβάη, των Naezy και Divine. Στην ταινία πρωταγωνιστεί ένας 22χρονος που ζει στα γκέτο της πόλης. Ο Murad αρχίζει να αντιλαμβάνεται την αγάπη του για τη ραπ μουσική και ξεκινά να κυνηγήσει το όνειρό του, με τη βοήθεια του ράπερ Sher και της κοπέλας του Safeena.

Το ταξίδι του Murad είναι μια ιστορία ενηλικίωσης που μιλά για τα όνειρα. Ο πατέρας του νεαρού δεν αντιλαμβάνεται την ανάγκη του γιού του για δημιουργία και για κάτι περισσότερο από αυτό που είναι και ο ίδιος. Feel good ταινία, άλλωστε για Bollywood μιλάμε. Ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για να ξεχάσω την απογοήτευση της έναρξης. Αν και είμαι σίγουρος πως θα έχει αρκετή διαφορά (και παλμό) να δει κάποιος την ταινία με κοινό από την Ινδία και όχι στη δημοσιογραφική προβολή ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ, πέρασα αρκετά καλά παρακολουθώντας τον Murad να παλεύει με τις ρίμες για να προσπεράσω το ‘Gully Boy’.

“Gully” θα πει “του πεζοδρομίου” και η gully rap σκηνή έχει κάνει μια μεγάλη έκρηξη τα τελευταία χρόνια στην Ινδία. Η ταινία ανοίγει στα σινεμά της χώρας μέσα στην εβδομάδα και προβλήθηκε στην Berlinale ως Special Gala, με την παρουσία και των Ranveer Singh και Alia Bhatt, 2 από τα μεγαλύτερα αστέρια του Bollywood που πρωταγωνιστούν στους ρόλους των Murad και Safeena.

Η Παρασκευή αρχίζει άγρια, με πρωινό ξύπνημα, αφού για να δω την επόμενη ημέρα τη νέα ταινία του Jayro Bustamante θα πρέπει να είμαι στα δημοσιογραφικά εκδοτήρια εισιτηρίων πριν τις 8:00 για να βγάλω το εισιτήριό μου. Τα καταφέρνω και είμαι στην ώρα μου, παίρνω το εισιτήριο και χαζεύω τις κλασικές ουρές μπροστά στα εκδοτήρια του κοινού μέσα στο Potsdamer Platz Arkaden. Κοπέλα σε sleeping bag που ακόμα κοιμάται, τσεκ. Κυριούλης σε πτυσσόμενο καρεκλάκι που διαβάζει εφημερίδα, τσεκ. Παρεάκι που κάθεται οκλαδόν στο πάτωμα και μοιράζεται σοκολάτα, τσεκ. Τύπος που κοιτάει το ρολόι του κάθε 30” παρότι χρειάζεται 1:30+ για να ανοίξει το εκδοτήριο, τσεκ. Όλα εντάξει, όλοι εδώ και φέτος, όλοι στο κυνήγι για το ποθητό εισιτήριο. Έτσι είναι ο σωστός φεστιβαλιστής, παιδιά.

Systemsprenger

Σε λίγο όμως τους αφήνω όλους αυτούς να κάνουν τη δουλειά τους και πηγαίνω στο Berlinale Palast για πρώτη φορά το 2019. Εκεί βλέπω το ‘Systemsprenger’ (‘System Crasher’ ο αγγλικός της τίτλος) της Nora Fingscheidt που βρίσκεται στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ.

Η ταινία παρακολουθεί την Benni, ένα από τα παιδιά που το σύστημα δεν μπορεί να εντάξει πουθενά. Το 10χρονο κορίτσι είναι θυμωμένο και απελπισμένο. Ξεσπά με οργή σε κάθε άνθρωπο γύρω της, αποτέλεσμα των παιδικών της τραυμάτων και της αδυναμίας της μητέρας της να τη διαχειριστεί και να ανταποδώσει την αγάπη της μικρής της κόρης.

Η βιαιότητα που έχει βιώσει η Benni σε βρεφική ηλικία της έχει δημιουργήσει ένα ψυχολογικό πρόβλημα που αφορά το πρόσωπό της: Δεν επιτρέπει σε κανέναν να το αγγίξει και όταν αυτό συμβαίνει το κορίτσι γίνεται βίαιο. Αυτό βέβαια συμβαίνει καθημερινά, αφού ο θυμός και ο φόβος της Benni εκφράζεται προς κάθε ενήλικα και παιδί που συναντά. Μέχρι που συναντά τον εκπαιδευτή Micha που θα προσπαθήσει να τη βοηθήσει με διαφορετικούς, ανατρεπτικούς τρόπους.

Το ‘Systemspringer’ μιλά για τον τρόπο που το σύστημα προσπαθεί να βοηθήσει προβληματικά παιδιά όπως η Benni. Ο κύκλος προόδου και υποτροπής της μικρής, βήματος προς τη σωστή κατεύθυνση και πισωγυρίσματος των ενηλίκων γύρω της, ανθρώπινων λαθών και εγκληματικών αμελειών όλων των προσώπων που γυρίζουν γύρω από την Benni συνεχίζονται μέχρι και το τέλος της ταινίας.

Μπορεί να μοιάζει επαναλαμβανόμενο, αλλά το φιλμ κάνει ακριβώς όσα πρέπει για να δείξει την απελπισία και το αδιέξοδο της περίπτωσης ενός παιδιού όπως η Benni. Θα περίμενα βέβαια και λίγη περισσότερη κριτική στο σύστημα, που εδώ εκπροσωπείται κυρίως μέσα από τη Frau Bafané, ένα χαρακτήρα που νοιάζεται για τη μικρή και προσπαθεί συνεχώς για το καλύτερο αλλά δεν μπορεί να σώσει το κορίτσι. Αλλά η Fingscheidt επιλέγει να μην καταπιαστεί με αυτό το κομμάτι μιας τέτοιας περίπτωσης.

Πάντως η ταινία άφησε καλές εντυπώσεις σε πολύ κόσμο και δε θα ήταν καθόλου απίθανο να πάει αρκετά μακριά στα βραβεία της φετινής Berlinale. Σίγουρα η ερμηνεία της φανταστικής μικρής Helena Zengel, γεμάτη άπειρη οργή και θλίψη, είναι από αυτές που θα βρεθούν στη συζήτηση για την Αργυρή Άρκτο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας.

By the Grace of God

Βγαίνω από το Palast απλά για να ξαναμπώ, μιας και η επόμενη ταινία του διαγωνιστικού προγράμματος που θα παρακολουθήσω, το ‘Grâce à Dieu’ (αγγλικός τίτλος ‘By the Grace of God’) του François Ozon, προβάλλεται στην ίδια αίθουσα.

Ο Ozon ανέλαβε να στήσει μια ταινία στα βήματα του Χολιγουντιανού ‘Spotlight’, αλλά το δικό του εγχείρημα παρακολουθεί τα θύματα των παιδεραστών ιερέων της Καθολικής Εκκλησίας. Ο σκηνοθέτης μιλά για την ιστορία πίσω από τη δίκη του Καρδινάλιου της Λυών Philippe Barbarin, που κατηγορήθηκε για τη συγκάλυψη του γεγονότος της για περισσότερα από 30 χρόνια σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από έναν ιερέα της περιοχής του.

Το φιλμ επικεντρώνεται σε 3 από τα θύματα του ιερέα Bernard Preynat, που παρουσιάζονται στην οθόνη σιγά σιγά καθώς η υπόθεση εκτυλίσσεται και η ιστορία ξετυλίγεται. Πρώτα συναντάμε τον οικογενειάρχη Alexandre, που αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή χρόνων και να γράψει για τα εγκλήματα του Preynat στον Barbarin. Συνεχίζουμε με τον άθεο François, που αποφασίζει να προκαλέσει ζημιά στη δημόσια εικόνα της εκκλησίας και στήνει μαζί με τον χειρούργο Gilles μια ακτιβιστική οργάνωση ώστε να βρεθούν ακόμη περισσότερα θύματα του Preynat. Ένας από τους ανθρώπους που παίρνουν το θάρρος να μιλήσουν είναι και ο Emmanuel, ένα από τα αγόρια που κακοποιήθηκαν επαναλαμβανόμενα από τον παιδόφιλο ιερέα και βρίσκει στην ομάδα της οργάνωσης ανθρώπους που του δίνουν δύναμη να αντιμετωπίσει τα ψυχικά του τραύματα.

Η ταινία μοιάζει περισσότερο με ένα procedural εκκλησιαστικό δράμα, παρά με ένα φιλμ για τα μεγάλα ερωτήματα της πίστης και της πολιτικής πίσω από την εκκλησία και αυτό ακριβώς το κάνει δυνατό και διαφορετικό από όσα έχουμε δει μέχρι τώρα για το θέμα. Ο Ozon έστησε την πρώτη πράξη της ταινίας του γεμάτη με τα emails του Alexandre προς τον Καρδινάλιο και την εκπρόσωπό του Régine Maire, αλλά και τις δικές τους απαντήσεις, με το voice over των ηθοποιών. Αυτό ίσως κουράσει κάποιους, αλλά η ταινία σίγουρα κερδίζει το ενδιαφέρον με την ένταση της συνέχειας. Κάποιες από τις σκηνές του, όπως η τελευταία της πρώτης πράξης στην οποία η εκπρόσωπος του Barbarin προτρέπει τον Alexandre να προσευχηθεί κρατώντας το χέρι του γηραιού πια Preynat, θα μείνουν για καιρό στο μυαλό των θεατών.

Tremors

Η τρίτη ημέρα του φεστιβάλ ξεκινά με Jayro Bustamante, τα είπαμε άλλωστε και πιο πριν. Ο σκηνοθέτης από τη Γουατεμάλα είχε συμμετάσχει στο διαγωνιστικό της Berlinale πριν 3 χρόνια με το πολύ καλό ‘Ixcanul’ και έπρεπε οπωσδήποτε να δω τι καινούριο έφερε φέτος στο Panorama τμήμα του φεστιβάλ.

Το ‘Tremors’ έχει στο στόχαστρό του τις ομοφοβικές κοινωνίες και τις χτυπά άμεσα και με ορμή μέσα από την ιστορία του Pablo. Ο Pablo είναι ένας άντρας που στα 40 του χρόνια αποκαλύπτει στην οικογένειά του πως είναι ομοφυλόφιλος και πως έχει σεξουαλικές σχέσεις με έναν άντρα.

Οι γονείς του, με τη θρησκεία να καθοδηγεί κάθε πλευρά της ζωής τους, αλλά και η γυναίκα του κι ολόκληρο το περιβάλλον του, πανικοβάλλονται από τα νέα του Pablo. Εκείνος φεύγει για να ζήσει με τον Francisco, αλλά όλοι προσπαθούν να τον πείσουν πόσο λάθος κάνει. Ο πατέρας του του λέει “δεν μπορείς να πεις ψέματα;”, η μητέρα του τον παρακαλεί να δεχτεί το Θεό πίσω στη ζωή του και η σύζυγός του δεν του επιτρέπει να δει τα παιδιά του. Ο Pablo ζηλεύει τον Francisco και του λέει “δεν περίμενα πως θα είναι τόσο δύσκολο”.

Δε θα μιλήσω για το που καταλήγει η ιστορία, αλλά το τελευταίο εικοσάλεπτο είναι τόσο άβολο όσο και απαραίτητο για την ψυχή του φιλμ. Θα ήθελα μάλιστα η ταινία να έχει επικεντρωθεί σε αυτό το κομμάτι (και στην επακόλουθη κατάληξη της ιστορίας του Pablo) ακόμη περισσότερο.

Οι δεκάδες πτυχές μιας κοινωνίας που ζει στην άγνοια, στηρίζεται ηθικά στις επιταγές της εκκλησίας και φοβάται πρώτα από όλα την κριτική του γείτονα, αποκαλύπτονται μέσα από το ‘Tremors’. Ο Bustamante έφτιαξε μια όμορφη, σκοτεινή ταινία για να μιλήσει για ένα τραγικό θέμα. Ένα φιλμ που πολύ θα ήθελα να βλέπαμε και στο δικό μας Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Το θαύμα της Θάλασσας της Σαργασσών

Σειρά για τη δημοσιογραφική προβολή της νέας ταινίας του Σύλλα Τζουμέρκα που έχει τίτλο ‘Το θαύμα της Θάλασσας της Σαργασσών’, στις αίθουσες του CineStar που βρίσκονται κάτω από το Sony Center, λίγο πιο δίπλα από το κέντρο του φεστιβάλ.

Η ταινία προσπαθεί να μιλήσει για τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της Ελλάδας και, υποθέτω, τις γυναίκες που επιβιώνουν παρά τις αντίθετες πιθανότητες. Η ιστορία ξεκινά με την Ελισάβετ, που βρίσκεται να διοικεί την Αστυνομία του Μεσολογγίου μετά από τη δυσμενή της μετάθεση από τον βρώμικο Διοικητή της Αντιτρομοκρατικής πριν μερικά χρόνια. Η Ελισάβετ ζει στην πόλη με το γιο της, μια γυναίκα θυμωμένη και κατεστραμμένη από τα όσα έχει ζήσει. Πίνει, βρίζει και νιώθει εγκλωβισμένη στην τοποθεσία Μεσολόγγι.

Γύρω της κινούνται διάφοροι παράξενοι χαρακτήρες της πόλης. Ο λαϊκός τραγουδιστής, η αδερφή του που δουλεύει σε ιχθυοτροφείο χελιών, η μπαργούμαν, ο εισαγγελέας, ο βουβός βοσκός, ο παντρεμένος γιατρός με τον οποίο περνά κάποιες από τις νύχτες της η Ελισάβετ. Όλοι αυτοί μπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι απελπισίας και μυστικών κι ένα έγκλημα θα κάνει την Ελισάβετ να δράσει και να αποκαλύψει όλα όσα κρύβει η τοπική κοινωνία.

Το ‘Θαύμα’ επιτυγχάνει να μεταφέρει στον θεατή την αγωνία για το τι κρύβεται πίσω από τη συνωμοσία που σιγά σιγά αποκαλύπτει η Ελισάβετ, αλλά και για την κατάληξη των χαρακτήρων της ταινίας. Η Ρίτα της Γιούλας Μπούνταλη, η υπάλληλος στην επεξεργασία των χελιών του ιχθυοτροφείου, είναι το πρόσωπο στο οποίο, μαζί με την Ελισάβετ της Αγγελικής Παπούλια, επικεντρώνεται το φιλμ του Τζουμέρκα και οι 2 τους κάνουν καλή δουλειά στο να μας κάνουν να ενδιαφερθούμε για τους χαρακτήρες τους.

Όμως οι εισαγγελείς και οι λαϊκοί τραγουδιστές που κινούνται στον υπόκοσμο και μια διοικητής της τοπικής αστυνομίας που πίνει και βρίζει δεν είναι εκείνες οι εικόνες που θα μιλήσουν με τρόπο που δεν έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν για τις μικρές κοινωνίες και τον ασφυκτικό τρόπο ζωής τους. Ούτε χρειάζεται μια συνωμοσία όπως αυτή της ταινίας για να μιλήσουμε για επτασφράγιστα μυστικά. Όσο για την πορεία των 2 γυναικών που πρωταγωνιστούν στο φιλμ; Νομίζω πως αν θέλουμε να μιλήσουμε για γυναικείο empowerment, ετούτος εδώ είναι ένας πραγματικά ανδρικός τρόπος να το κάνουμε.

Παρόλα αυτά, κρατάω την παρουσία του Φοίβου στην ταινία και το singalong του ‘Στην αυλή του παραδείσου’ που προσφέρει. Εγώ πάντως το λέω καλύτερα από τον τραγουδιάρη.

Der Goldene Handschuh

Έχω μια ερώτηση να κάνω στον Fatih Akin και θέλω κάποιος να του τη μεταφέρει άμεσα παρακαλώ: Γιατί άνθρωπέ μου, γιατί.

Το ‘Der Goldene Handschuh’ (αγγλικός τίτλος ‘The Golden Glove’) του συμμετέχει στο φετινό διαγωνιστικό και βασίζεται στην πραγματική ιστορία του serial killer Fritz Honka που έδρασε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘70 στο Αμβούργο.

Ο Honka δολοφόνησε τουλάχιστον 4 γυναίκες, όλες πουτάνες μεγαλύτερης ηλικίας. Ο ίδιος ήταν κοντός, με πρόβλημα ομιλίας και συνεχώς μεθυσμένος, ένας άντρας που δεν τραβούσε τις γυναίκες. Αυτό μοιάζει να ήταν και το κίνητρό του πίσω από τον μισογυνισμό και τα εγκλήματά του.

Ο Akin εδώ μας οδηγεί σε ένα 2ωρο ταξίδι βρωμιάς και αίματος, μια ανήθικη αποθέωση της βίας για τη χαρά της βίας, αυτό που σίγουρα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε καλύτερα ως torture porn. Μια ταινία που στο μυαλό του δημιουργού της θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υπεράσπιση της ύπαρξης των γυναικών στην κοινωνία μας αλλά που στην πραγματικότητα δεν έχει λόγο ύπαρξης ή νόημα σήμερα.

Το φιλμ δε λειτουργεί ακόμη κι ως το γκροτέσκο πορτρέτο ενός χαρακτήρα, αφού μόνο η αποτύπωση των εγκλημάτων του προβάλλεται στην οθόνη. Η προσθήκη δε στην πλοκή της Petra, μιας νεαρής κοπέλας που μπαίνει στο στόχαστρο του Honka, προκαλεί ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στο σκεπτικό και στο στόχο του φιλμ.

Τελικά η πορεία μου μέσα στην προβολή της ταινίας πέρασε από κάθε στάδιο απογοήτευσης και αηδίας, για να καταλήξει στο θυμό. Θυμό όχι για το θέμα και τον ήρωα του ‘Der Goldene Handschuh’, όπως λογικά θα ήθελε ο Akin, αλλά για τις επιλογές του καθόλη τη διάρκεια του φιλμ.