Οι καλύτερες ταινίες του 2019
- 10 ΔΕΚ 2019
Ήταν μια πολύ παράξενη κινηματογραφική χρονιά. Τα δύο μεγαλύτερα κινηματογραφικά Φεστιβάλ, αυτά που δίνουν τον τόνο για τη σεζόν που ακολουθεί, χρησιμοποίησαν την ισχύ τους με ακραία αντιφατικό τρόπο: οι Κάννες έδωσαν για πρώτη φορά τον Φοίνικα σε ταινία από την Νότιο Κορέα, αναδεικνύοντας ένα από τα πιο συνεπή και σημαντικά εθνικά σινεμά και βοηθώντας μια ταινία σαν τα «Παράσιτα» κι ένα δημιουργό σαν τον Μπονγκ Τζουν-χο να φλερτάρουν με το mainstream.
Η Βενετία σόκαρε δίνοντας τον Λέοντα στο κομιξικής προέλευσης «Τζόκερ», ρίχνοντας μια γέφυρα ανάμεσα σε κόσμους που μέχρι πρότεινος θεωρούνταν ξένοι, ένα τελευταίο γκρεμισμένο σύνορο στο τέλος μιας δεκαετίας όπου το λαϊκό και το εξεζητημένο μπορούσαν να απέχουν ένα τουήτ στην ίδια οθόνη.
Στο τέλος, και τα δύο Φεστιβάλ πέτυχαν διάνα. Το “φεστιβαλικό” σινεμά κάποτε αποτελούσε κοροϊδευτικά συνώνυμο ενός σινεμά εσωτερικού και απομακρυσμένο από τον κόσμο. Φέτος, αφορά τις δύο (μη νετφλιξικές, έστω) ταινίες που ο κόσμος είδε και συζήτησε και αγάπησε περισσότερο, δύο αγνές, αληθινές επιτυχίες. Ποια πλευρά ήρθε πιο κοντά στην άλλη; Βρέθηκαν κάπου στη μέση; Νιώθω πως ναι- η εύκολη πρόσβαση και η αμεσότητα της ιντερνετικής συζήτησης και ανάλυσης έχει φέρει το σινεφίλ σινεμά πιο κοντά από ποτέ στον κόσμο (απόδειξη ότι συζητάμε σοβαρά για πιθανό Όσκαρ Σκηνοθεσίας για μια κορεάτικη ταινία ένα χρόνο μετά το Όσκαρ Σκηνοθεσίας σε μια μεξικάνικη) αλλά το ίδιο ισχύει και για το εμπορικό, “ηρωικό” σινεμά.
Και μιλώντας για σύνορα γκρεμισμένα, το Netflix ολοκληρώνει φέτος ένα είδος θριάμβου που κάποτε ξεκίνησε να πλανάρει. Το μοντέλο του δεν ευνοεί τη διάρκεια ζωής των σειρών του, αλλά με ένα περίεργο τρόπο αποθεώνει τις ταινίες του, είτε μιλάμε για το «Bird Box» (μια ταινία που έκανε ρεκόρ θέασης και λίγους μήνες μετά απλά δεν υπάρχει) είτε για τον «Ιρλανδό». Οι ταινίες γίνονται memes, αναλύονται και ξεκοκαλίζονται σα να ήταν το πιο εύκολο binge του σύμπαντος και, αν έχουν και φεστιβαλικά πόδια από πίσω τους (όπως η ταινία του Σκορσέζε ή η «Ιστορία Γάμου») εκμεταλλεύονται την προϋπάρχουσα φόρα και εκτοξεύονται στη σφαίρα της συλλογικής συνείδησης με ένα τρόπο που τις κάνει -στο σημερινό σκηνικό- κάτι σαν σπάνια αντικείμενα.
Δεν ξέρω ποιο είναι το bottom line σε όλες αυτές τις σκέψεις. Κάποτε τα πράγματα ήταν πιο απλά, πιο διακριτά, πιο διαχωρίσιμα. Σήμερα υπάρχει μια νέα πραγματικότητα, αλλά τουλάχιστον φέτος, ευτυχώς, η νέα πραγματικότητα περιλάμβανε ταινίες που έγιναν, με διάφορους τρόπους, αληθινές επιτυχίες.
10, Ιστορία Γάμου
(“Marriage Story”)
Του Νόα Μπάουμπακ
Εκείνος, σκηνοθέτης που θέλει διακαώς να ζήσει και να δημιουργήσει στη Νέα Υόρκη (Άνταμ Ντράιβερ, ένα από εκείνα τα αδιανόητα πρόσωπα που υπήρξαν για να σχεδιάσουν πάνω τους δράμα και εναλλαγές συναισθημάτων οι μεγαλύτεροι των σκηνοθετών), εκείνη ηθοποιός που θέλει να εξασκήσει τη δημιουργικής της φλέβα μακριά από τη φτερούγα εκείνου, στο Λος Άντζελες (Σκάρλετ Γιόχανσον, σε μια δυνατή νατουραλιστική ερμηνεία). Στις πρώτες στιγμές της ταινίας, αφηγούνται τι είναι αυτό που αγαπούν και θαυμάζουν ο ένας στην άλλη. Λίγες στιγμές μετά, μαθαίνουμε τι αφορά πραγματικά αυτή η ιστορία: Βρισκόμαστε εν μέσω διαδικασίας διαζυγίου. Η οπτική εναλάσσεται ανάμεσα στα δύο κεντρικά πρόσωπα φαινομενικά δίχως μαθηματική δομή ή οποιοδήποτε τέχνασμα, ένα διαρκές παιχνίδι έντασης ανάμεσα σε οπτικές γωνίες.
Οι δύο χαρακτήρες παρουσιάζονται ο ένας μέσα από τα μάτια του άλλου αλλά και μέσα από τα δικά τους, κι εμείς παρατηρούμε μέσα από την έντεχνη μετακίνηση εστιάσης, όχι μόνο το ποιοι είναι αυτοί οι δύο άνθρωποι, αλλά και ποιοι γίνονται, ο ένας για τον άλλον. Πώς διαφέρουν ανάλογα το πού βρίσκονται. Τι είναι αυτό που τους έφερε μαζί, τι είναι αυτό που τους απομακρύνει, και πώς αυτό μπορεί να είναι το ίδιο πράγμα. Ο Μπάουμπακ κουβαλά στο σινεμά του κάτι από την ενέργεια και την αισθητική των νεοϋρκέζικων διατριβών του Γούντι Άλεν (αλλά με μια, ειλικρινά, πολύ πιο τίμια και ενδοσκοπική διάθεση), όσο κι από τις δραματουργικά λεπτομερείς σπουδές χαρακτήρων του Μπέργκμαν- ο οποίος επίσης μπορούσε να διασπάσει χαρακτήρες στα ελάχιστά τους σωματίδια κάνοντας το να τους αφουγκράζεσαι ως θεατής κάτι το σχεδόν συνταρακτικό. Παρουσιάζει συναισθηματικές περιπλοκότητες με μια επίφαση απλότητας, σαν οδοστρωτήρας που τσουλάει διακριτικά πάνω σε ένα σχοινί από βελούδο. Αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα δράμα χωρισμού, στα χέρια του γίνεται mastercalss αφήγησης.
9, Τα Άγρια Αγόρια
(“Les Garçons Sauvages / The Wild Boys”)
Του Μπερτράν Μαντικό
Μια από τις πιο μοναδικές και γοητευτικές ταινίες των τελευταίων χρόνων (του 2017 συγκεκριμένα) βρίσκει το δρόμο της προς τις ελληνικές αίθουσες. Ένα μαγευτικό, ορμητικό video art παραμύθι για μια παρέα άγριων αγοριών που ύστερα από ένα βίαιο σεξουαλικό έγκλημα καταδικάζονται να ταξιδέψουν στο καράβι ενός καπετάνιου(!) ο οποίος τιθασεύει ανυπάκουα αγόρια. Σε αυτό το αντισυμβατικό παραμύθι, σύντομα τα αγόρια κάνουν ανταρσία και το καράβι γκρεμοτσακίζεται σε ένα ονειρικό νησί με ασυγκράτητα σεξουαλική βλάστηση.
Το ασπρόμαυρο δένει τέλεια με τις χρωματικές γκλίτερ εξάρσεις, η ονειρική σεξουαλικότητα περιτυλίγει κάθε coming of age βήμα της ιστορίας αυτής της παρέας, και η κορύφωση έρχεται σε μια απίστευτη τρίτη πράξη της οποίας η αποκάλυψη στέλνει την παιχνιδιάρικη αυθάδεια του φιλμ στα άκρα, μετατρέποντάς το σε ένα απολαυστικά φεμινιστικό όργιο εικόνων και αισθήσεων. Μια μαγεία σκέτη.
8, Παράσιτα
(“Gisaengchung / Parasite”)
Του Μπονγκ Τζουν-χο
Tετραμελής οικογένεια ενηλίκων χωρίς δουλειές, χωρίς εισόδημα, μένει σε ένα ημιυπόγειο όπου η διαβίωση είναι φυσικά δύσκολη και γεμάτη εμπόδια. Κάπου μακριά, μια άλλη τετραμελής οικογένεια, της οποίας ο πατριάρχης είναι ένας πετυχημένος ιδιοκτήτης μιας διεθνούς ΙΤ φίρμας, ζει στην πολυτελή της σπιταρόνα, ψηλά, μακριά το θόρυβο και τα άγχη της λαϊκής τάξης. Χάρη σε μια τυχερή γνωριμία, ο άνεργος γιος θα καταφέρει να πιάσει δουλειά κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα στην κόρη της εύπορης οικογένειας. Όταν οι δύο οικογένειες έρθουν κοντά, θα μπει μπροστά ένα ντόμινο ανατροπών και μυστικών με παντελώς αβέβαιη κατάληξη.
Είναι ένας θρίαμβος του ρυθμού αφήγησης, τόσο σε ευρύτερο επίπεδο (λίγο πάνω από δυο ώρες, το φιλμ κυλάει σα να ήταν ημίωρο) όσο και στα επιμέρους δραματικά επεισόδια: μια σκηνή σασπένς σε ένα σκοτεινό σαλόνι, μια σκηνή σλάσερ αγωνίας σε ένα απειλητικό δωμάτιο, μια σκηνή χορογραφημένων παρεξηγήσεων και συμπτώσεων που χαρτογραφεί όλο το σπίτι-έπαυλη ακολουθώντας 8 χαρακτήρες ταυτόχρονα. Ο Μπονγκ θέτει την επιδεξιότητά του στην υπηρεσία μιας εξαιρετικά εύστοχης αλληγορίας πάνω στην πάλη των τάξεων και την ιδέα της συνύπαρξης την εποχή του ύστερου καπιταλισμού, για ανθρώπους που τοποθετούνται αντιμέτωποι από ένα σύστημα σε πλήρη, αυτόνομη λειτουργία. Δεν υπάρχει η παραμικρή στιγμή στη διάρκεια του φιλμ που μπορεί κανείς με βεβαιότητα να μαντέψει σε τι κατεύθυνση θα οδηγηθούμε μετά καθώς οι απρόσμενες στροφές ύφους και είδους, το χιούμορ κι η βία διαδέχονται το ένα το άλλο, με τον Μπονγκ να ενορχηστρώνει το σύνολό του ως μια ασφυκτική θεατρική παράσταση που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί βουβή πικρή κωμωδία.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ
Song Kang-ho: Συνέντευξη με τον θρύλο του κορεάτικου σινεμά
7, Ευτυχισμένος Λάζαρος
(“Lazzaro Felice / Happy as Lazzaro”)
Της Αλίτσε Ρορβάκερ
Στην επαρχιακή Ιταλία, μια πολυμελής οικογένεια μένει στιβαγμένη σε ένα σπίτι δουλεύοντας σε τραγικές συνθήκες για ένα πάμπλουτο αφεντικό της καπνοβιομηχανίας. Ένας σχεδόν απόκοσμα αγνός και καλοσυνάτος χωρικός θα φτάσει εκεί που δε μπόρεσε κανείς, αλλάζοντας τελείως τα δεδομένα, με έναν τρόπο οριακά μεταφυσικό.
H Ρορβάκερ κρατά στοιχεία από την παράδοση του ιταλικού σινεμά όμως το κάνει με φρέσκες ιδέες και με τρόπο που έναν κεντρικό προβληματισμό απόλυτα σημερινό, τον επαναπλαισιώνει ως κάτι σοκαριστικά αιώνιο. Εξετάζει το πώς οι φεουδαρχικές δομές και η απάνθρωπη ταξικότητα ζουν και βασιλεύουν επανατοποθετημένες μέσα σε νέα όρια και καταλαμβάνοντας νέα τμήματα γης καθώς ο πολιτισμός κινείται προς ένα μέλλον χτισμένο πάνω στις ίδιες ακριβώς προβληματικές δομές. Όλα μέσα από μια ιδιόμορφη ιστορία που συνδυάζει στοιχεία φαντασίας και νεορεαλιστικού παραμυθιού, όπου όμως ο ήρωας είναι μια οριακά μεσσιανική φιγούρα που ήρθε για να σώσει, για να δώσει ελπίδα, για να θυσιαστεί- και δεν έχει ιδέα πώς να το κάνει, παγιδευμένος μέσα σε ένα σύστημα αδυσώπητο και ανίκητο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Η Αλίτσε Ρορβάκερ μας εξηγεί για το πώς το καλό σινεμά δημιουργεί μνήμη
6, Αλίτα: Ο Άγγελος της Μάχης
(“Alita: Battle Angel”)
Του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ
Διασκευή διάσημου manga για ένα θηλυκό cyborg που αναγεννάται σε ένα μέλλον ακραίων ταξικών διαφορών (ακόμα πιο ακραίων δηλαδή) αλλά δε μπορεί να θυμηθεί τίποτα για το παρελθόν της και ξεκινά μια περιπέτεια για να ανακαλύψει την προέλευσή της. Πάθος του Τζέιμς Κάμερον για χρόνια, όταν ο σκηνοθέτης του «Avatar» αποφάσισε να εστιάσει στα 4 σίκουελ του θρυλικού του μπλοκμπάστερ, παρέδωσε τα ηνία του πρότζεκτ στον Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ.
Ο Ροντρίγκεζ στήνει εντυπωσιακές μάχες που παραπέμπουν στη σωματικότητα και την κίνηση του σινεμά δράσης του Χονγκ Κονγκ, και μαζί με τον Κάμερον μοιάζουν αληθινά διψασμένοι και κεφάτοι στον πειραματισμό πάνω στις δυνατότητες αυτής της χορευτικής μίξης ηθοποιών και CGI μέσα σε έναν κόσμο που μοιάζει πυκνός ακόμα κι αν δεν εξερευνάται ποτέ ικανοποιητικά. Περιπέτεια για ένα κορίτσι τραυματισμένο που, παίρνοντας δύναμη από τη σχέση με την πατρική της φιγούρα προσπαθεί να μάθει την προέλευσή της, να βρει τη θέση της στον κόσμο, να τα βάλει με παντός είδους δυνάστες που τολμούν να οριοθετήσουν τον κόσμο (της) και να επιβάλουν κανόνες για την ίδια και το σώμα της- την ίδια ακριβώς ώρα που η ίδια το αναδημιουργεί και μαθαίνει αυτό (και τον εαυτό της) από την αρχή. Παραπλανητικά πυκνό κείμενο πίσω από τη χορογραφημένη δράση, και αρτιότερος εκπρόσωπος ενός θεματικά παραπλήσιου, παρεξηγημένου πεδίου του φετινού μπλοκμπάστερ (μαζί με τα «Gemini Man» και «Terminator: Dark Fate») πάνω στον άνθρωπο, τη μηχανή, και ό,τι ορίζεται ως σώμα και ψυχή τους.
5, Σκιά
(“Ying / Shadow”)
Του Ζανγκ Γιμού
Στη διάρκεια του γεμάτου πολιτικές δολοπλοκίες 3ου αιώνα μ.Χ., στο παλάτι του βασιλείου Πέι επικρατεί αναταραχή. Ο βασιλιάς προσπαθεί να διατηρήσει τη λεπτής ισορροπίας ειρήνη με το βασίλειο Γιν, το οποίο έχει καταλάβει μια πόλη που ανήκε αρχικά στο Πέι. Ένας αρχιστράτηγος θεωρεί καθήκον του να διεκδικήσει πίσω την πόλη, σε κόντρα με την επίσημη γραμμή του βασιλείου του. Κι αν δεν έχεις στη διάθεσή σου στρατιωτική ισχύ σε απόλυτα νούμερα, τότε θα πρέπει να προσεγγίσεις τη μάχη με διαφορετική στρατηγική.
Η ομορφότερη περιπέτεια της χρονιάς. Ο Γιμού ενορχηστρώνει ένα χρωματιστό έπος ασπρόμαυρων αποχρώσεων, όπου φαινομενικά κάθε ελάχιστο οπτικό στοιχείο δημιουργήθηκε με ένα απλό χτύπημα των δαχτύλων του. Ο κρυφός θρίαμβος είναι το πώς σε μια παραγωγή που τόσο αναπολογητικά προβάλει στην μεγάλη οθόνη τα μεγάλα, επιβλητικά της μεγέθη, η συναισθηματικά μελοδραματική ιστορία που κρύβει μέσα της αφορά -τελικά- έναν δούρειο ίππο, μια νίκη της στρατηγικής, της χάρης και της αισθητικής, απέναντι στο όποιο δυσθεώρητο μέγεθος. Η ομορφιά θα νικήσει- αφού μας κόψει πρώτα την ανάσα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Αποκλειστική συνέντευξη με τον θρυλικό Ζανγκ Γιμού
4, Ο Ιρλανδός
(“The Irishman / I Heard You Paint Houses”)
Του Μάρτιν Σκορσέζε
Η ζωή του Φρανκ Σίραν, από βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε εκτελεστής της Μαφίας και κεντρικό πιόνι στη διαφθορά των σωματείων από το οργανωμένο έγκλημα στη διάρκεια των ‘60s και ‘70s. Στο ρόλο ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ψηφιακά αλλοιωμένος ώστε να παίζει τον χαρακτήρα σε όλα τα στάδια της ζωής του, επανενώνεται με τον Σκορσέζε αλλά και με τον Αλ Πατσίνο, ο οποίος υποδύεται τον διάσημο ηγέτη του συνδικάτου των Οδηγών Φορτηγών, Τζίμι Χόφα. Το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ αφορά τη δράση του Σίραν κατά το απόγειο της επιρροής της Μαφίας, δίνοντας στον Σκορσέζε την ευκαιρία να απλώσει στο πανί όλο το εύρος της γκανκστερικής αφήγησης, με πλέγματα ηρώων και συμφερόντων.
Όμως ο Σκορσέζε ίσως νιώθει πιο κοντά στο τέλος (του) παρά στην εποχή που έκανε τα «Καλά Παιδιά»- ετούτη τη φορά δεν υπάρχει χαρά, δεν υπάρχει κανένα cool στις διαδικασίες. Κοιτά το έργο του, μέσα από τις ιστορίες τέτοιων αντρών, και αναλογίζεται τι μένει (όταν κοιτάς) πίσω καθώς ο χρόνος διαστρεβλώνει μεγέθη και σημασία και ονόματα και την ίδια την Ιστορία έτσι όπως έρχεται για όλους και για όλα. Η τελευταία πράξη του φιλμ είναι τίποτα λιγότερο από ένας ογκόλιθος, σμιλευμένος από έναν καλλιτέχνη σε διάλογο με την ίδια του την ύπαρξη- είναι η μαφιόζικη εποποιία του Σκορσέζε, ειδωμένη μέσα από το πρίσμα του «Silence», του αμέσως προηγούμενου αριστουργήματός του. Ολοκληρώνοντας τελικά έτσι ένα έργο ζωής όπου σκιές και φως, ήχοι και βλέμματα, προσωπικές και κοινωνικές ηθικές, οριοθετούν όχι μόνο το πέρασμα του 20ου αιώνα, αλλά και την ίδια Ιστορία και το πώς νομοτελειακά μας καθιστά -τελικά- πάντοτε υποσημειώσεις.
3, Transit
Του Κρίστιαν Πέτζολντ
Προσπαθώντας να ξεφύγει από την κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία, ο Γκέοργκ κλέβει την ταυτότητα ενός πολιτικά ενεργού συγγραφέα που είναι τώρα νεκρός. Όταν ξεμείνει στη Μασσαλία, θα ερωτευτεί τη Μαρία, τη νεαρή χήρα του ανθρώπου του οποίου την ταυτότητα έχει αποσπάσει. Ο Πέτζολντ διασκευάζει το ομώνυμο βιβλίο του 1942 διατηρώντας τη δράση σε εκείνη την εποχή, μα επανατοποθετώντας την, με έναν τρόπο κυρίως οπτικό αλλά και ρυθμικό, στο σήμερα.
Το “Transit”, μια καθηλωτική ιστορία φαντασμάτων που πλέκει περίτεχνα και επιβλητικά στοιχεία κατασκοπικού θρίλερ και σαρωτικού ρομάντζου, καταλήγει μέσα από το μεγαλείο και την ακρίβεια της κατασκευής του να εκπροσωπεί κάτι το ανατριχιαστικά μόνιμο και επίμονο. Στην ταινία του Πέτζολντ τίποτα δεν είναι στη θέση του, παρά άνθρωποι και η ίδια η Ιστορία βρίσκονται σε διαρκή μετακίνηση, με μια ασαφή ελπίδα επιβίωσης ενάντια σε έναν εχθρό που απλώς, διαρκώς, υπάρχει.
2, Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει
(“If Beale Street Could Talk”)
Του Μπάρι Τζένκινς
Ένας νεαρός μαύρος άντρας φυλακίζεται άδικα ενώ η κοπέλα του είναι έγκυος στο παιδί τους, και η οικογένειά της κάνει τα πάντα για να αποδείξει την αθωότητά του. Σινεμά συναισθηματικά σαρωτικό και φορμαλιστικά αψεγάδιαστο, όπου κάθε ανάσα, λέξη ή βλέμμα αποτελεί ένα μνημειώδες γεγονός από μόνο του, αλλά και ταυτόχρονα κάτι το ακραία συναισθηματικό.
Ο οσκαρικός Μπάρι Τζένκινς του “Moonlight” διασκευάζει τη νουβέλα του λογοτεχνικού ήρωά του, Τζέιμς Μπόλντουιν, χωρίς να ενδιαφέρεται ακριβώς για μια απολύτως ρεαλιστική και γραμμική καταγραφή ενός κάποιου αστυνομικού αινίγματος. Παραδίδει ένα κοινωνικά ρεαλιστικό ντοκουμέντο ειδωμένο μέσα από ένα φακό μελοδραματικού έπους, στο οποίο δύο άνθρωποι προσπαθούν επίμονα, απεγνωσμένα να αγαπηθούν μέσα σε μια κοινωνία που μοιάζει κατασκευασμένη για να τους διαλύσει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Ο Μπάρι Τζένκινς για τον Μπόλντουιν, την ομορφιά και εκείνη την βραδιά των Όσκαρ
1, Το Πορτρέτο Μιας Γυναίκας Που Φλέγεται
(“Portrait de la jeune fille en feu / Portrait of a Lady on Fire”)
Της Σελίν Σιαμά
Στη Βρετάνη του 18ου αιώνα η Μαριάν (Νεμί Μερλάν) αναλαμβάνει να ζωγραφίσει το πορτρέτο της Ελοίζ (Αντέλ Ανέλ), που πρόκειται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν γνωρίζει. Επειδή εκείνη δεν θέλει τον γάμο, αρνείται να ποζάρει- όλοι οι ζωγράφοι έχουν αποτύχει. Έτσι, για να πετύχει να την ζωγραφίσει, η Μαριάν προσποιείται πως είναι εκεί απλώς για να τη συντροφεύει στις βόλτες της το πρωί, και κάθε βράδυ προσπαθεί να ολοκληρώσει το πορτρέτο από μνήμης.
Ιστορία αφοπλιστικής απλότητας την οποία η Σιαμά (που έγραψε και το εντελώς πρωτότυπο, όχι βασισμένο σε κάποια προϋπάρχουσα πηγή, σενάριο) αποτυπώνει με αυστηρούς φορμαλιστικούς όρους, κάνοντας τα πάντα να μοιάζουν αρχικά εντελώς ψυχρά και παγωμένα. Με πλήρη απουσία μουσικής, ο ρυθμός στα αυστηρά της πλάνα δίνεται αποκλειστικά μέσα από τα βλέμματα και την εναλλαγή τους, καθώς οι δύο γυναίκες διαρκώς κοιτάζονται, ανακαλύπτοντας η μία την άλλη. Υπάρχει μια κρυφή γλώσσα που αναπτύσσεται, μέσα σε ένα κοινωνικό περιθώριο που δεν διαθέτει καν λέξεις για αυτό που συμβαίνει ανάμεσά τους, με τις δυο τους να αναγκάζονται να φανταστούν κινήσεις και στιγμές ολόκληρες πριν μπορέσουν να βρουν τον ασφαλή τους χώρο. Τα βλέμματα γίνονται μουσική και ο ρυθμός αυτός γίνεται φωτιά που ανάβει, εξ ανάγκης, μέσα σε ένα κενό.
Η κάμερα στέκεται συνεχώς πάνω στα πρόσωπα των δύο ηρωίδων (αυτή είναι μια ταινία ελαχίστων προσώπων, και η πλήρης απουσία αντρών αποτελεί επίσης ένα σημαντικό θεματικό στοιχείο, γιατί αυτός είναι ο μόνος προστατευμένος χώρος που διαθέτουν) με τις ελάχιστες αντιδράσεις τους να γίνονται λόγια έως και μικρά ερωτικά έπη, και κάθε τους κίνηση να μοιάζει με κίνηση χορού, σε αυτό το περίτεχνα χορογραφημένο, εξ ανάγκης σιωπηλό ρομάντζο. Το “Πορτρέτο” εντοπίζει τις ανάσες και το βαθύ συναίσθημα μέσα στον αυστηρό φορμαλισμό της σκηνοθεσίας, με τον ίδιο τρόπο που οι ηρωίδες του φιλμ αναγκάζονται να χτίσουν μια επικοινωνία μέσα σε μια ομοίως αυστηρά καθορισμένη κοινωνική συνθήκη. Είναι ο θρίαμβος του σινεμά ως ένα κάποιο (άλλο) βλέμμα.
***
Αν και εσύ αγαπάς τα Star Wars και την ιστορία τους, το αφιέρωμά μας ‘May the Pod Be With You’ είναι εδώ!
Στο 1ο επεισόδιο αναλύουμε τα prequels με καλεσμένο τον Μάκη Παπασημακόπουλο, μέσα από μία βασική ερώτηση: Είναι όντως όσο χάλια τα θυμάσαι;