Maxwell Grainger
ΜΟΥΣΙΚΗ

Black Country, New Road: Η Επόμενη Μεγάλη Βρετανική Μπάντα στο Oneman

Οι συμπατριώτες τους τούς αποκαλούν ήδη «καλύτερη μπάντα στον κόσμο», εκείνοι δεν πιστεύουν ότι κάνουν κάτι σπουδαίο αλλά απολαμβάνουν το hype.
Είναι καλοκαίρι του 2019. Βαθιές διακοπές στο μακρινό νησί. Η βραδύτητα είναι η μόνη σταθερά του 24ωρου. Οι σελίδες, αντίθετα, στα αδιάβαστα βιβλία της χρονιάς φεύγουν σφαίρα ενώ οι λίστες του Spotify εναλλάσσονται στο background χωρίς να προκαλούν καμία εντύπωση. Είτε ακούγεται μουσική είτε τζιτζίκια, το ίδιο κάνει.

Και ξαφνικά ακούγεται Το Κομμάτι…

…που έρχεται να διαλύσει αυτήν την υπέροχη κατάσταση απραξίας. Η οθόνη διαβάζει Black Country, New Road – Sunglasses. Ποιοι είναι τούτοι; Καταρχάς, τι είδους ποζεράδες μπορεί να έχουν όνομα που περιέχει κόμμα; Είναι σίγουρα Βρετανοί, η προφορά δεν κρύβεται. Και τι συμβαίνει τέλος πάντων σε αυτόν τον μαραθώνιο που διαρκεί κάτι λιγότερο από 10 λεπτά και μοιάζει να παίρνει την σκυτάλη από αντίστοιχα indie «έπη» του παρελθόντος – ναι, το “The Past is a Grotesque Animal” έρχεται αυτόματα στο νου.

Ξεκινάει σαν Low. Από τις slowcore στιγμές τους στα 90s. Μπαίνουν τα φωνητικά, περισσότερο απαγγελία παρά τραγούδι. Οι στίχοι θέλουν και δεύτερη και τρίτη ανάγνωση. Είναι μια καταγραφή από σοφιστικέ επιλογές/ ειρωνικές παρατηρήσεις πάνω στο lifestyle «εκείνων που σιχαίνονται το lifestyle»: «η δανέζικη σειρά μυστηρίου που θα ολοκληρωθεί σε 6 επεισόδια», «το δεύτερο σαλόνι για να βλέπεις τηλεόραση», «η μαμά που φτιάχνει χυμό καρπουζιού στο νησί του πρωινού», «τα παράπονα για το θέατρο που έχει γίνει μέτριο», «ένας πάγος σε ένα ποτήρι single malt ουίσκι το βράδυ», «τα πράγματα που δε φτιάχνονται πια όπως παλιά», η πικρή (;) διαπίστωση ότι θα γίνουμε οι πατεράδες μας. Μικρές μαρτυρίες ότι ο frontman Isaac Wood είναι έτοιμος να περάσει το κατώφλι της μακράς παράδοσης των σπουδαίων βρετανών στιχουργών-εύστοχων ποιητών της καθημερινότητας.

Να όμως που σε μια γεφυρα, πιάνει δουλειά κι ο Lewis Evans. Το σαξόφωνο του δεν γλυκαίνει τον ήχο, τον παρεκτρέπει σε μια no wave κακοφωνία, δίνοντας το ελεύθερο στον Wood να ουρλιάζει επί μισό λεπτό “I’m so ignorant now”. Στοπ. Σχεδόν παύση.

Ειμαστε στα 5.30”, ο ρυθμός αλλάζει. Απογυμνώνεται σε ένα κάπως κλασικό post punk μοτίβο για το οποίο τα 7 αθώα πλασματάκια που αποτελούν την σύνθεση των Black Country, New Road δε θα σήκωναν το βλέμμα σε κάποια παμπ για να αντικρίσουν τον Mark E. Smith των Fall. Ο Γουντ επανέρχεται με τεράστια αυτοπεποίθηση, εντελώς cocky. «Είμαι ανίκητος», λέει, «πίσω από αυτά τα γυαλιά ηλίου». Είναι κάτι περισσότερο από «το άθροισμα των μελών του», συνεχίζει, κι εύχεται «τα παιδιά του να σταματήσουν να ντύνονται σαν τον Richard Hell» (άλλο ένα καμπανάκι ότι πρέπει να πετάξουμε τα skinny jeans από την ντουλάπα;), πριν αυτονακηρυχθεί “a modern day Scott Walker”. Το σαξόφωνο αρχίζει και γίνεται ρυθμικό, κάπου εμφανίζεται η σκιά των Gang of Four και της πρώτης φουρνιάς του dance punk των late 70s, o Wood σταματά να αμφιβάλλει. Μας δηλώνει ότι από αδαής πριν, πια «είναι κάτι παραπάνω από επαρκής» κι όσο η μπάντα πήγαίνει να συναντήσει τους πραγματικούς προπάτορές της, τους μοναδικούς Slint, βάζει στο μιξ του παραληρήματός του τον Kanye, το αντικαταθλιπτικό Sertraline, τα νύχια (κι όχι την μπάντα) Shellac.

Μετά από άπειρες επανειλημμένες ακροάσεις, ξέρεις ότι οι Black Country, New Road έχουν ήδη αφιχθεί. Όχι μόνο στα δικά σου ακουστικά. Το “Sunglasses” είναι κομμάτι που χαρακτηρίζει εποχές και γενιές, ακόμα κι αν η εποχή (ή η γενιά) δεν ευνοεί τέτοιες μεγαλοστομίες. Τα βρετανικά μέσα, πάντα επιρρεπή, τσιμπάνε αμέσως. Το ψηλομύτικο Quietus τους χαρακτηρίζει «καλύτερη μπάντα στον κόσμο», το 7ιντσο του “Sunglasses” βγαίνει σε 250 ανάρπαστα αντίτυπα και καταλήγει να πουλιέται για παράλογα λεφτά στο Discogs. Είναι «η επόμενη μεγάλη βρετανική μπάντα» κι αν κάτι το αποδεικνύει είναι τα ελάχιστα κενά του προγράμματος των εμφανίσεών τους για το 2020. Και μετά έρχεται η πανδημία, η παύση των δραστηριοτήτων, η ολοκλήρωση του δεύτερου δίσκου, η κυκλοφορία του ντεμπούτο άλμπουμ. Με αυτή τη σειρά…

————————-

Στα άλλα δύο παράθυρα της οθόνης βρίσκονται ο ντράμερ Charlie Wayne και η μπασίστρια Tyler Hyde από το χιονισμένο Λονδίνο. Κρυώνουν. Καλό το hype αλλά ακόμα όχι αρκετό για να έχουν φουλ θέρμανση στα φοιτητικά τους δωμάτια. «Αν δεν είχε προκύψει ο κορωνοϊός, θα είχα αναβάλλει τον τελευταίο μου χρόνο στο πανεπιστήμιο. Τελικά, αναβλήθηκαν οι εμφανίσεις μας και το πήρα το πτυχίο», ο Charlie ακούγεται περισσότερο ειλικρινής απ’ οτι ροκ εν ρολ. Στα 21 του είναι ο μικρότερος από τα 7 μέλη της μπάντας – μη νομίζετε, κι οι υπόλοιποι είναι μέχρι 23.


Συζητώντας μαζί τους για την εποχή της πανδημίας, οι συνισταμένες είναι κοινές. Αναζητούν κι εκείνοι (χωρίς να την βρίσκουν πάντα) τη λογική στη διαχείριση της βρετανικής κυβέρνησης, αισθάνονται παραμελημένοι ως καλλιτέχνες, θεωρούν ότι η πανδημία χρησιμοποιείται συχνά ως πρόσχημα. Κι επιβεβαιώνουν, όχι με παράπονο, ότι κάπως τους κόπηκε η φόρα. «Μάλλον είμαστε τυχεροί ως το τελευταίο γκρουπ που συζητήθηκε τόσο πολύ πριν τον κορoνοϊό. H γενική παύση είναι σαν να έχει επιμηκύνει τον ενθουσιασμό για την κυκλοφορία μας. Κάτι που, παρότι δεν υπάρχουν πια τα weeklies όπως το NME, είναι μέρος της της μυθολογίας του βρετανικού μουσικού Τύπου. Αυτή η διαρκής αναζήτηση του next big thing. Το οποίο, φυσικά, δε σημαίνει τίποτα. Σηκώνουν τόσο πολύ τον πήχη που είναι αδύνατον να ανταποκριθείς στις προσδοκίες. Για να το πώ αλλιώς, είναι ανούσιο να προσπαθείς να το κάνεις. Αφού σε έξι μήνες θα υπάρχει ο επόμενος μουσικός μονόκερως», λέει ο Charlie για να συμπληρώσει η Τyler: «Βιώνουμε την “επιτυχία” μας σαν μυθοπλασία, Είναι καπως σουρεάλ όλη αυτή η προσοχή και τα καλά λόγια από τους κριτικούς, γιατί δεν μπορούμε να την «εξαργυρώσουμε» παίζοντας live. Δε μας αγχώνει, καμία πίεση δε νιώθουμε. Έτσι κι αλλιώς πάντα για τους εαυτούς μας γράφαμε μουσική, είτε για να διασκεδάσουμε είτε για να εκφραστούμε συναισθηματικά».

Είναι τόσο προσγειωμένοι που σχεδόν σε «πληγώνει». Ή απλά καταλαβαίνεις πόσο ξεπερασμένο είναι (ή τους φαίνεται) το κόνσεπτ «ροκσταριλίκι». Λένε ατάκες όπως «είμαστε ένα τσούρμο αθώοι πιτσιρικάδες, δεν το αξίζουμε όλο αυτό», τα βάζουν με όσους πωλούν σε αστρονομικά ποσά τις παρθενικές τους κυκλοφορίες στο ίντερνετ («Είναι φοβερό να μετατρέπεται κάτι που έφτιαξες με την καρδιά σου σε συλλεκτικό κόμματι. Δε μας αρέσει καθόλου, δεν το εγκρίνουμε ούτε στο ελάχιστο. Ένας δίσκος είναι, δεν είναι αντικείμενο πολυτελείας»), είναι ακόμα αρκετά αθώοι για να τονίζουν «το “οικογενειακό” ήθος με το οποίο λειτουργούμε. Κι ας φαίνεται δύσκολο ότι είμαστε 7μελές συγκρότημα. Φέρνουμε ιδέες στο τραπέζι, τις συζητάμε και τις προχωράμε. Με φυσικό τρόπο, όχι ως μέρος μιας γραφειοκρατικής διαδικασίας».

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε την πρωτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου. Λέγεται For the First Time, το παραδέχονται και οι ίδιοι ότι περισσότερο από ένα σύνολο έξι κομματιών με κοινή σπονδυλική στήλη, είναι ουσιαστικά μια συλλογή με τη δουλειά τους μέχρι τώρα. (Την ημέρα που μιλήσαμε, το ημερολόγιο του Charlie τον πληροφορούσε ότι έκλειναν τρία χρόνια από την ηχογράφηση των δύο πρώτων τους κομματιών “Instrumental” και “Opus” που ανοίγουν και κλείνουν αντίστοιχα το άλμπουμ.) Δεν κρύβεται ότι είναι «έντεχνοι», βέβαια εκεί που φλερτάρουν με Gogol Bordello αισθάνθηκα σαν να είμαι με άλλους 6 σε ασανσέρ για 4 και βήχουν χορωδιακά με μάσκα κάτω από το πηγούνι. Όμως, τα σημεία που ο παραγωγός Andy Savours τιμά τα γαλόνια του (My Bloody Valentine, The Horrors, Arctic Monkeys) και τους κρατά πιο «σκοτεινούς» και «μεταλλικούς», είναι και τα πιο ενδιαφέροντα.

Τους επισημαίνω τις απρόβλεπτες, «εκκεντρικές» ενορχηστρώσεις τους που αποδίδουν ένα «ήχο ίσων ευκαιριών», παντρεύοντας παραδοσιακά ροκ υλικά με βιολιά και σαξόφωνα. «Μ’ αρέσει αυτή η επισήμανση», λέει η Tyler. «Νομίζω έχει να κάνει με το πόσο εκπαιδευμένοι είμαστε στον αυτοσχεδιασμό. Ξέρουμε να κάνουμε πίσω και να ακούμε τι γίνεται γύρω μας. Να δίνουμε χώρο στα άλλα μέλη του γκρουπ. Είναι πλούσιος ο ήχος μας, το καταλαβαίνω τώρα που κυκλοφόρησε ο δίσκος και τον ξανακούω. Και δεν έχει να κάνει μόνο με τα όργανα ή τις διακυμάνσεις, αλλά και με τια διαφορετικές διαθέσεις», συμπληρώνει.

Έχει ενδιαφέρον ότι υπέγραψαν στη Ninja Tune, ένα θρυλικό label μεν που δεν έχει πολλές μπάντες σαν κι αυτούς δε. «Μιλήσαμε με ανθρώπους από διάφορα labels. Αυτό που έκανε τη διαφορά με την Ninja Tune είναι ότι κλικάραμε αμέσως σε προσωπικό επίπεδο. Κανένας μας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μεγαλώσαμε ακούγοντας τη μουσική του label, ο ανθρώπινος παράγοντας στην προσέγγισή τους έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο. Δεν ήρθαν να μας δελεάσουν με το legacy τους. Προσπάθησαν απλά να μας εξηγήσουν τι ωραία που θα ήταν να προχωρήσουμε μαζί σήμερα, χωρίς να καυχιούνται για το χθες», λέει η Tyler και συμπληρώνει ο Charlie: «Εμένα μου αρέσουν διάφοροι καλλιτέχνες του ρόστερ της όπως η Marie Davidson, ο Floating Points ή οι Bicep, όλοι πρόσφατοι όμως και, για να είμαι ειλικρινής, δεν το ήξερα ότι ήταν όλοι στη Ninja Tune».

Προσπαθώ να εκβιάσω μια ηγετική τοποθέτηση, αν αισθάνονται ίσως ατμομηχανή της καταπληκτικής φουρνιάς συγκροτημάτων που βγαίνει τα τελευταία 2-3 χρόνια από το Νησί. Το αποφεύγουν όπως ο Boris Johnson την Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεκαρδίζονται κιόλας όταν χρησιμοποιώ την φράση “Brexit generation”. Η Tyler δηλώνει ότι δεν μπορεί να έχει τέτοια καθαρή ματιά ενώ είναι μέλος ενός ενεργού γκρουπ, ο Charlie είναι πιο αναλυτικός. Κι αρκετά ενδιαφέρων… «Νομίζω ότι ζούμε σε μια εποχή που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιήσεις τη μουσική και να τη χωρίσεις σε “σκηνές”, τουλάχιστον με τον τρόπο που αυτό γινόταν στο παρελθόν π.χ. πριν 20, 30 χρόνια ή ακόμα πιο πίσω στις μέρες του punk. Κι αυτό γιατί το κοινό δεν αισθάνεται πια την ανάγκη να περιχαρακωθεί σε “φυλές”. Εμείς ως μπάντα, αλλά και οι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόμαστε, έχουμε μεγαλώσει με απεριόριστη μουσική πρόσβαση. Δεν υπάρχουν για μας περιορισμοί. Το μόνο που μπορείς να βρεις κοινό σε μας π.χ. με τους Fontaines DC ή τους Murder Capital, ή τα γκρουπ της Speedy Wundergound είναι ότι έχουν κιθάρες και ντραμς, άρα με έναν τρόπο μπαίνουν κάτω από την ομπρέλα του post punk. Αλλά κι αυτά τα είδη είναι πια πολύ αόριστα, δε θα μου άρεσε να ταυτοποιούμαστε με αυτόν τον τρόπο. Αντίθετα, μου αρέσει όταν μας αναφέρουν δίπλα στα ονόματα φίλων μας όπως οι Black Midi ή οι Squid. Αν όμως κάτσεις και συζητήσεις μαζί με όλους μας, θα δεις ότι είναι εντελώς διαφορετικές οι επιρροές και το σημείο αφετηρίας κάθε μπάντας.


Είναι αμυδρή και η σχέση μας με το νότιο Λονδίνο, ακόμα κι αν μας έχουν συνδέσει με το Μπρίξτον λόγω του Windmill [σ.σ. λαϊβάδικο της λονδρέζικης γειτονιάς από το οποίο αναδείχθηκαν]. Άσε που οι περισσότεροι ζούμε στο βόρειο Λονδίνο. Γενικά, επειδή οι γεωγραφικοί προσδιορισμοί κουβαλάνε στερεότυπα της κοινωνικής ζωής μιας πόλης όπως το Λονδίνο, δεν τους υιοθετούμε και ιδιαίτερα».

Έχουν ήδη έτοιμο το δεύτερο άλμπουμ, αλλά δεν μπορούν να πουν περισσότερα. Πέρα από το ότι το δούλεψαν καλύτερα λόγω της Covid στασιμότητας και ότι θα ακούγονται πολύ διαφορετικοί, «εγγυώμαστε ότι το πάμε αλλού». Τελευταία ερώτηση, ο ελέφαντας στο δικό μου κεφάλι. Είναι η πρώτη φορά που παίρνω συνέντευξη από μουσικό που έχω μιλήσει και με τον κηδεμόνα της. Μάλλον, δεν σας χτύπησε κάποιο καμπανάκι αλλά η Tyler Hyde είναι κόρη του Carl Hyde, 1/2 των θρυλικών Underworld. Με τον μπαμπά της είχαμε μιλήσει λίγο πριν την εμφάνισή τους που δεν έγινε ποτέ στην Αθήνα, στο Ejekt που διακόπηκε λόγω επεισοδίων το 2007. Χαμογελά, να που τα μπάχαλα κάνουν πιο ενδιαφέρουσα την τυπική ερώτηση που δέχεται σε κάθε συνέντευξη. «Ο μπαμπάς μου έχει πει πολλές φορές για τα επεισόδια στην Αθήνα και τη συναυλία που δεν άρχισε ποτέ. Ήταν τραυματική εμπειρία για εκείνον και τα υπόλοιπα μέλη του crew των Underworld. Α, και, ναι του αρέσουν πολύ οι Black Country, New Road… είναι πολύ υποστηρικτικός και περηφάνος για το γκρουπ».

Το For the First Time κυκλοφόρησε στις 5/2 από την Ninja Tune και στην Ελλάδα διανέμεται από την Rockarolla Records.

Exit mobile version