Πώς η wolfpack του ‘Hangover’ έγραψε ιστορία στην χολιγουντιανή κωμωδία
Αυτό το καλοκαίρι δεν θα έχει νέα μπλοκμπάστερ. Γι’αυτό ταξιδεύουμε στο παρελθόν και θυμόμαστε τα αγαπημένα μας των περασμένων δεκαετιών.
- 12 ΑΠΡ 2020
Το ένα μετά το άλλο, τα μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο αναβάλουν τις μεγάλες τους εμπορικές κυκλοφορίες αυτού του καλοκαιριού λόγω του κορονοϊού. Αφού φέτος δεν θα έχουμε νέα καλοκαιρινά μπλοκμπάστερ, εμείς θυμόμαστε τα αγαπημένα μας από τα περασμένα καλοκαίρια. Σήμερα, η παρεϊστικη κωμωδία με την wolfpack του Τοντ Φίλιπς που έκανε σταρ τον Ζακ Γαλιφιανάκη και τον Μπράντλεϊ Κούπερ.
Μια αντροπαρέα γιορτάζει τις τελευταίες μέρες πριν τον γάμο του Νταγκ ταξιδεύοντας στο Λας Βέγκας για μια νύχτα ξέφρενου γλεντιού με τις μάρκες και το αλκοόλ να ρέουν σε αφθονία. Όταν όμως ξυπνάνε το πρωί, κανείς δε θυμάται τι έγινε το προηγούμενο βράδυ, κανείς δε θυμάται πώς έγινε λαμπόγυαλο η σουίτα του ξενοδοχείου, κανείς δε θυμάται πώς βρέθηκε εκεί η τίγρη και, κυρίως, κανείς δεν θυμάται τι απέγινε ο Νταγκ. Μια καφροκωμωδία με τους κάφρους σε ρόλο ντετέκτιβ; Γιατί όχι.
Η ταινία
Οι επιτυχημένες κωμωδίες του Τζαντ Άπατοου στη διάρκεια των ‘00s είχαν δημιουργήσει και χώρο και όρεξη για ένα νέο κύμα ενήλικων κωμωδιών και ο Τοντ Φίλιπς που είχε χτυπήσει φλέβα με τις πιο πρώιμες δουλειές του σαν το “Road Trip” και το “Old School” (καθώς και τη συμμετοχή του στη συγγραφή του αξεπέραστου “Borat”) το εκμεταλλεύτηκε στον απόλυτο βαθμό.
Η τέλεια αυτή συγκυρία συνέβη όταν ο ίδιος ενηλικίωσε το σινεμά του όσο ελαχίστως απαραίτητο ήταν, ώστε να χτυπήσει φλέβα στο mainstream αντρικό κινηματογραφικό κοινό μιας συγκεκριμένης ηλικίας και ευαισθησίας. Όλες οι παρέες περνάνε στιγμές που δεν (θέλουν να) θυμούνται ή που τελοσπάντων προσποιούνται ότι δεν (θέλουν να) θυμούνται. Αυτή η ταινία, σα να μας λέει ο Τοντ Φίλιπς, είναι σαν αυτές με τις οποίες περνάμε καλά, αλλά είναι λίγο πιο ανεξέλεγκτη. Σε αυτή την ταινία, «δεν ζητάει κανείς συγγνώμη». Ξεσαλώστε!
Οι τρεις βασικοί χαρακτήρες πατούν σε αναγνωρίσιμα αρχέτυπα: Ο Φιλ (του Μπράντλεϊ Κούπερ) είναι ο αναπολογητικά douchebag άλφα της παρέας, ο Στου (του Εντ Χελμς) είναι ο συντηρητικός χαρτογιακάς που δεν αφήνει τον εαυτό του να διασκεδάζει, και ο Άλαν (του Γαλιφιανάκη) είναι το χαοτικό κωμικό στοιχείο. Φυσικά στην διάρκεια της έρευνάς τους για το τι απέγινε ο Νταγκ (του συμπαθούς Τζάστιν Μπάρθα, ένας μη-χαρακτήρας) οι δύο πρώτοι θα μάθουν πράγματα για τον εαυτό τους που δεν περίμεναν ποτέ, με όσο χοντροκομμένο τρόπο κι αν συμβαίνει αυτό- ο Άλαν φυσικά ούτε μεγαλώνει ούτε μαθαίνει, γιατί είναι απλή ενέργεια, δεν είναι χαρακτήρας.
Το καστ αυτό είναι σε τεράστιο βαθμό ο λόγος που η ταινία έπιασε. Όταν είχα μιλήσει τότε με τον Φίλιπς, τον θυμάμαι να μου δείχνει το τεράστιο πόστερ της ταινίας που είχε πίσω του και να μου λέει «φαντάσου τον Βινς Βον σε αυτό το πόστερ, δεν είναι μια άλλη ταινία; μια ταινία που έχεις δει; φαντάσου τον Γουίλ Φέρελ!». Η ταινία ποντάρει στην φρεσκάδα και την ευρηματικότητα σε όλα τα επίπεδα και το κάστινγκ είναι ένα από αυτά. Αντί να ψάξει γνώριμες κωμικές μονάδες, ο Φίλιπς παλεύει και δίνει τους τρεις κεντρικούς ρόλους σε σχετικά φρέσκα πρόσωπα και ο καθένας φέρνει πράγματι μια εντελώς δική του, εντελώς ξεχωριστή ενέργεια. Καθόλου τυχαία, η ταινία γεννά καριέρες: κάνει τον Κούπερ σταρ πρώτης γραμμής, κάνει τον Γαλιφιανάκη κωμικό με brand όνομα που διατηρείται ως σήμερα, κάνει ακόμα και τον Κεν Τζέονγκ αναγνωρίσιμη κωμική οντότητα.
Το κλειδί όμως τελικά ήταν το εύρημα της σεναριακής δομής. Η ταινία είναι ευφυώς δομημένη σαν αίνιγμα καταφέρνοντας να μοιάζει φρέσκια σαν περιπέτεια σε όλη την κατά τα άλλα γνώριμων δραματικών στροφών διαδρομή της και την συντηρητική ασφάλεια του χιούμορ της: Δεν είναι καθεαυτή αστεία, είναι αστείο το set-up, ιδιαίτερα σε αυτή τη συνθήκη έκπληξης, που πιάνει τον θεατή τελείως απροετοίμαστο. Είναι “ενήλικη κωμωδία” στην παράδοση δεκαετιών, αλλά στο “Porky’s” δεν χρειάστηκε ποτέ να λύσουν κανένα μυστήριο, έτσι δεν είναι; Οι σεναριογράφοι προσθέτουν στοιχεία κατά βούληση κι έπειτα, σαν μικροί Τζ. Τζ. Έιμπραμς, σκέφτονται πώς μπορεί να βρέθηκαν εκεί και τι μπορεί να σημαίνουν. Να βάλουμε και μια τίγρη μες στο διαμέρισμα; ΦΥΣΙΚΑ! Γιατί είναι εκεί μια τίγρη; Καλή ερώτηση, ας το σκεφτούμε όλοι μαζί. Είναι σαν σεναριογράφοι και κοινό να είναι συνοδοιπόροι σε ένα μυστήριο του οποίου η λύση τελικά δεν έχει καν όση σημασία έχει το ταξίδι.
Ειδικά αν το ταξίδι περιλαμβάνει τον Μάικ Τάισον να παραδέχεται πόσο του αρέσει ο Φιλ Κόλινς.
Το ταμείο
Η ταινία κόστισε 35 εκατομμύρια και έφερε πίσω 435 εκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο box office, έγινε την εποχή της κυκλοφορίας της η #1 R-rated κωμωδία στην ιστορία του αμερικάνικου box office σπάζοντας το άφταστο τότε ρεκόρ του “Beverly Hills Cop” από σχεδόν 25 χρόνια πριν (σήμερα το “Hangover” παραμένει #2 στη λίστα), βρέθηκε στο τοπ-10 εισπράξεων του 2009 και γενικά αποτέλεσε μια από αυτές τις πηγαία εμπορικές επιτυχίες που σπάνια συμβαίνουν πια σε αυτό το τόσο κοντρολαρισμένο χολιγουντιανό περιβάλλον. Δεν κόστισε πολύ, έβγαλε υπερδεκαπλάσια λεφτά του μπάτζετ της, άρεσε στον κόσμο, έγινε μαζική επιτυχία, τέλος.
Η επιτυχία δεν σταμάτησε εκεί. Με την κριτική να στέκεται θετικά απέναντι στο φιλμ, έφτασε μέχρι και τη νίκη στις Χρυσές Σφαίρες, στην κατηγορία Καλύτερης Κωμωδίας ή Μιούζικαλ, με το AFI να το συμπεριλαμβάνει και στο τοπ-10 ταινιών της χρονιάς. Νιώθω πως σήμερα αυτή ακριβώς η ίδια ταινία θα είχε προταθεί για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Τη διαπερνά μια κάποια αίσθηση κυνισμού που πάντα θα βρίσκει ανταπόκριση.
Η κριτική
Σε μια θετική αλλά γεμάτη backhanded κοπλιμέντα κριτική στους New York Times που καταλήγει στη φράση «αυτή η ταινία είναι ασφαλής σαν γάλα», ο Α. Ο. Σκοτ γράφει:
«Ο Τοντ Φίλιπς, σκηνοθέτης των “Old School”, “Road Trip” και ενός ντοκιμαντέρ του ΗΒΟ ονόματι “Frat House”, καθώς και ένας σεναριογράφος του “Borat”, έχει δείξει πως είναι πεπειραμένος και ακούραστος ειδήμων της αρσενικής σκαιότητας και ανοησίας, αν και το άξεστο χιούμορ που μοιράζει, συχνά ελαφραίνει χάρη σε μπουκιές εφευρετικότητας και ευφυίας. Οπότε πρέπει να πω εξαρχής πως το “Hangover” είναι συχνά πολύ αστείο. Αυτό συμβαίνει εν μέρει χάρη στους τρεις βασικούς ηθοποιούς, Μπράντλεϊ Κούπερ, Εντ Χελμς και Ζακ Γαλιφιανάκις, που ενσαρκώνουν γνώριμα αρσενικά στερεότυπα με τρόπους που κατορθώνουν να είναι σχετικά φρέσκοι όσο και καταπραϋντικά γνώριμοι.»
Η σκηνή
Πολλές υποψήφιες, από την επίδειξη stun gun με τον Ρομπ Ριγκλ ως τους διαβόητους τίτλους τέλους με το περιεχόμενο της φωτογραφικής μηχανής, αλλά νομίζω ότι όλο το ζουμί της ταινίας κι ο λόγος που τη θυμόμαστε τόσο ακόμα και σήμερα, είναι το μεγάλο άγνωστο της στιγμής που οι ήρωες ξυπνάνε στη σουίτα και δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι συμβαίνει γύρω τους. Ένα μαγικό πεντάλεπτο όπου είναι λες και οι σεναριογράφοι πέταγαν στη σκηνή κάθε ένα πράγμα που τους ερχόταν στο μυαλό.
Το trivia
Η πλοκή της ταινίας είναι βασισμένη σε αληθινό περιστατικό που συνέβη στον παραγωγό Τριππ Βίνσον, φίλο του παραγωγού του “Hangover”, επειδή φυσικά όλο αυτό θα ήταν αληθινή ιστορία που θα είχε συμβεί σε έναν άνθρωπο με το όνομα Τριππ (με δύο “π”) ο οποίος θα ήταν παραγωγός του “Baywatch”. Κάποια πράγματα είναι απλά μαθηματικά.
Ο φίλος μας ο Τριππ όντως χάθηκε από το ίδιο του το μπάτσελορ πάρτυ στο Λας Βέγκας, χάνοντας τις αισθήσεις του και ξυπνώντας το άλλο πρωί σε ένα στριπ κλαμπ όπου βρέθηκε καταχρεωμένος με έναν τεράστιο λογαριασμό που έπρεπε να ξεπληρώσει. Οπότε εκτός από το “Hangover” είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ενέπνευσε και το “Hustlers”…; Πόσο πιο επιδραστικός να γίνει πια ένας άνθρωπος ονόματι Τριππ;
Ο χαρακτήρας
https://www.youtube.com/watch?v=PJvIsSB2v5w
Καταφέρνοντας ταυτόχρονα να είναι ανυπόφορος και μαγευτικός, ο Άλαν του Γαλιφιανάκη είναι η ντε φάκτο κεντρική ώθηση της ταινίας σε επίπεδο χαρακτήρων, εκείνο το χαοτικό μέλος της wolfpack που ζει σε ένα δικό του παράλληλο σύμπαν όπου οι πάντες είναι πιθανώς μάπετς κι ο ίδιος είναι ο μόνος αληθινός άνθρωπος; Δεν ξέρω. Από κάποιο άλλο σύμπαν πάντως ήρθε, και χωρίς αυτόν και την ορμή του η ταινία δε θα πήγαινε όσο μακριά έφτασε.
Η καριέρα
Πολλές καριέρες χτίστηκαν πάνω στο “Hangover” όπως αναφέραμε και παραπάνω, αλλά εν τέλει εκείνη με τη μεγαλύτερη διάρκεια και συνέπεια ήταν του πρωταγωνιστή Μπράντλεϊ Κούπερ. Προερχόμενος από έναν αγαπητό αλλά πιο δεύτερο ρόλο στο “Alias” του Έιμπραμς και έχοντας παίξει μια σειρά από σχετικά τυποποιημένους ρόλους στο σινεμά, ο Κούπερ τελειοποιεί στο “Hangover” αυτού του είδους την περσόνα, γίνεται σταρ πρώτου μεγέθους, και απαλλαγμένος από βάρη και άγχη, προχωρά μπροστά δοκιμάζοντας στη συνέχεια ένα σωρό διαφορετικά πράγματα και ρόλους και δουλειές. Δίνει μερικές αληθινά σπουδαίες ερμηνείες (από το “American Sniper” ως το “A Star is Born”), κρατά δημιουργικές σχέσεις με στούντιο και δημιουργούς (από τον Κλιντ Ίστγουντ ως τον Τοντ Φίλιπς κάνοντας την παραγωγή του “Τζόκερ”), γίνεται σκηνοθέτης αξιώσεων. Ποιος να το έλεγε.
Θυμηθείτε και τη συνέντευξή μας με το καστ της ταινίας από την κυκλοφορία του σίκουελ: