ΣΙΝΕΜΑ

Ο ‘Βράχος’ του Michael Bay είναι το απόγειο των ‘90s μπλοκμπάστερ

Αυτό το καλοκαίρι δεν θα έχει νέα μπλοκμπάστερ. Γι’αυτό εμείς θυμόμαστε τα παλιά. Ξεκινώντας από το ‘The Rock’ του 1996.
Το ένα μετά το άλλο, τα μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο αναβάλουν τις μεγάλες τους εμπορικές κυκλοφορίες αυτού του καλοκαιριού λόγω του κορονοϊού. Αφού φέτος δεν θα έχουμε νέα καλοκαιρινά μπλοκμπάστερ, εμείς θυμόμαστε τα αγαπημένα μας από τα περασμένα καλοκαίρια. Σήμερα, η εμβληματική περιπέτεια ‘Βράχος’ του Michael Bay που ένωσε στην οθόνη τον Sean Connery και τον Nicolas Cage σε δύο από τους διασημότερους ρόλους τους.

Στρατιωτικοί που απειλούν να πνίξουν το Σαν Φρανσίσκο στα χημικά. Ένας κατάδικος που ξέρει τα κατατόπια του Αλκατράζ καλύτερα από τον καθένα. Ένας χίπης επιστήμονας. Χημικά όπλα σε γυάλινες αμπούλες. Μάικλ Μπέι και Τζέρι Μπρουκχάιμερ στο απόγειο της φιλμογραφίας τους. Μια “ανόητη περιπέτεια” που μπήκε στην ακριβοθώρητη συλλογή της Criterion. Μια ταινία που οδήγησε μια χώρα σε πόλεμο. Είναι ο ‘Βράχος’ και είναι το τέλειο pop-corn σινεμά.

Η ταινία

Ο Μάικλ Μπέι, πριν ακόμα γιγαντωθεί τόσο ώστε να καταπιεί τον εαυτό του, σε ένα τέλειο δείγμα καγκούρικου auteur film-making με μια αρχική ιδέα τόσο διασκεδαστικά εξωφρενική, χάρτινη και μονοδιάστατη, που θα μπορούσε να έχει απογειωθεί μόνο στα ‘90s. Μια ομάδα απηυδησμένων πεζοναυτών (με ηγέτη τον πάντα σπουδαίο Εντ Χάρις) των οποίων σύντροφοι πέθαναν ή τραυματίστηκαν σε ανεπίσημες αποστολές που τους έστειλε η κυβερνησάρα των ΗΠΑ δίχως φυσικά ποτέ να τους φροντίσει ή αποζημιώσει, καταλαμβάνουν το Αλκατράζ από το οποίο απειλούν πως θα εκτοξεύσουν χημικά στο Σαν Φρανσίσκο.

Το FBI φτιάχνει γρήγορα μια ομάδα κρούσης με τη συνδρομή όμως ενός ειδικού επί χημικών (τον Νίκολας Κέιτζ, με το επικό όνομά Στάνλεϊ Γκούντσπιντ, σα να λέμε Θάνος Καληώρας) και ενός κατάδικου ο οποίος είναι μοναδικός άνθρωπος που έχει αποδράσει ποτέ από το Αλκατράζ και επίσης κρατείται δεκαετίες χωρίς να του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες (Σον Κόνερι, στον κορυφαία badass ρόλο της Εμφανώς Γερασμένης περιόδου της καριέρας του).

Είναι τόσο καταπληκτικά τζινγκοϊστική σαχλαμάρα όλο αυτό το premise που σκηνοθετημένο από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη θα ήταν αναίσχυντη προπαγάνδα. Στα χέρια του Μπέι κάθε μονόπλευρη ιδέα αποδίδεται με τόσο κωμικά αχρείαστο μεγαλεπίβολο τρόπο, που η ταινία καταλήγει να στέκεται τόσο ως legit και σοβαρή ταινία δράσης όσο και ως ξεκάθαρη παρωδία του εαυτού της. Τα χρώματα, τα λογύδρια, τα πομπώδη καδραρίσματα στην υπηρεσία μιας εξωφρενικής πλοκής παιγμένης από σπουδαίους ηθοποιούς που διασκεδάζουν με το καρτουνίστικο του όλου πράγματος, παίζοντας ταυτόχρονα σα να απαγγέλουν Σαίξπηρ. Είναι πανέμορφο και ανήκει σε μουσείο.

Φυσικά και θα κυκλοφορούσε από την Criterion.

Το ταμείο

Κυκλοφόρησε 7 Ιουνίου του 1996 και έβγαλε 335 εκατομμύρια στο παγκόσμιο box office έχοντας κοστίσει μόλις 75. Τέτοια συγκράτηση ο Μάικλ Μπέι δε θα ξαναζούσε στην ζωή του. Αν αυτοί οι αριθμοί μοιάζουν μαζεμένοι για τα σημερινά ντισνεϊκά δεδομένα όπου το χρήμα έχει χάσει πλήρως την έννοιά του και οι επιτυχίες είναι πάντα κατασκευασμένες σε εργαστήριο, η ταινία ήταν 4η στο box office της χρονιάς, πίσω από την “Ημέρα Ανεξαρτησίας” (θα την περιλάβουμε κι αυτήν σύντομα), το “Twister” (θυμάστε το “Twister”;;;), και το πρώτο “Mission: Impossible”, ταινιάρα.

Επίσης αξίζει να σημειωθεί πως έβγαλε 135 εκατομμύρια στην Αμερική και 200 στον υπόλοιπο κόσμο, πραγματικά παγκόσμιο χιτ. Το οποίο φυσικά στην πορεία είναι περιττό να αναφέρουμε πόσο πολύ συνέχισε να ενισχύει τη φήμη του χάρη σε ενοικιάσεις VHS και ένα ασταμάτητο rotation στην τηλεόραση. Δύσκολα μετρήσιμο, αλλά στην πράξη όλοι το γνωρίζουμε: Ο “Βράχος” είναι από τις πιο πολυπαιγμένες ταινίες των ‘90s και όχι μόνο.

Αναρωτιέται κανείς εύλογα αν μια τέτοια ταινία θα έκανε αντίστοιχες εισπράξεις στο σημερινό σκηνικό: Άκυρο ερώτημα γιατί πλέον δεν υπάρχουν τέτοιες περιπέτειες. Για να κυκλοφορήσει ο “Βράχος” θα έπρεπε να έχει επαναπακεταριστεί ως σίκουελ μια οποιαδήποτε προϋπάρχουσας περιπέτειας, ή ως reboot του “Die Hard” ή τελοσπάντων κάτι τέτοιο. Ή απλά θα το έγραφε και το το γύριζε όλο ο Κουέντιν Ταραντίνο, η δράση θα ήταν εξ ολοκλήρου σκηνές διαλόγων μέσα σε μισογκρεμισμένα κελιά του παλιού Αλκατράζ, το στήσιμο θα ήταν σαν σπαγγέτι γουέστερν κάτω από το μανδύα μιας σύγχρονης κριτικής ματιάς στη στρατιωτική εμπλοκή σε κάθε σύγχρονο θεσμό εξουσίας και ο Εντ Χάρις θα κέρδισε Όσκαρ. Ή θα έπαιζε τον ρόλο του ο Κρίστοφ Βαλτς, που επίσης θα κέρδιζε Όσκαρ.

Η κριτική


Φυσικά και θα αφήσουμε τον Ρότζερ Έμπερτ να μιλήσει, από το κείμενο που έγραψε για την ταινία για λογαριασμό της Criterion έκδοσης:

«Αυτοί είναι καλοί ηθοποιοί, και προσεγγίζουν το υλικό με την νεκρική σοβαρότητα που μια πλοκή τόσο παράλογη απαιτεί. Πολλές ταινίες δεν είναι καθόλου για τις ιστορίες τους, αλλά για το πώς λένε τις ιστορίες τους, και ο “Βράχος” είναι ένα παράδειγμα. Η ταινία είναι ένας θρίαμβος του στυλ, του τόνου και της ενέργειας-μια ταινία δράσης που σκαρφαλώνει στην κορυφή του είδους χάρη σε ένα καλογραμμένο σενάριο και τεχνική επιδεξιότητα στη σκηνοθεσία και στα ειδικά εφέ».

Η σκηνή

«Ο Θεός να λυπηθεί τις ψυχές τους». Σοβαροφανέστατο, πομπώδες, λυρικό, με την Βανέσα Μάρσιλ να κλαίει παρακαλώντας τον Τζον Σπένσερ να ακυρώσει την επίθεση, και τον Νίκολας Κέιτζ, 4-5 μήνες μετά το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για το “Αφήνοντας το Λας Βέγκας”, να σηκώνεται αργά αλλά στιβαρά για να ανάψει τον πράσινο καπνό και να αποτρέψει την καταστροφή.

I-C-O-N-I-C.

Το trivia

Τα μπλοκμπάστερ που περνούν από τα χέρια αμέτρητων σεναριογράφων πριν καταλήξουν σε μια τελική μορφή είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, συχνά δε δεν υπάρχει καν τελικό σενάριο όταν φτάνει η ώρα των γυρισμάτων (ρωτήστε απλά τον Ντέιβιντ Φίντσερ πώς πέρασε σκηνοθετώντας το “Alien 3”, κι αν του μιλήσετε πείτε του και ένα γεια από μένα κιόλας). Ο “Βράχος” δεν αποτέλεσε εξαίρεση, σε σημείο μάλιστα που ο Σον Κόνερι έφερε δικούς του ανθρώπους μόνο για τον δικό του διάλογο, και τον σκηνοθέτη Μάικλ Μπέι να ζητά δημοσίως από το Σωματείο Σεναριογράφων να αναγνωριστεί η δουλειά περισσότερων από όσους σεναριογράφους κατέληξαν τελικά να πάρουν επίσημο credit.

Δύο από τους αόρατους σεναριογράφους που δούλεψαν στην ταινία όμως δεν ήταν απλοί script doctors αλλά μετέπειτα πολυβραβευμένοι τιτάντες του Χόλιγουντ: O Άαρον Σόρκιν κι ο Κουέντιν Ταραντίνο. Ο Σόρκιν μετά την επιτυχία του “Ζήτημα Τιμής” πέρασε καιρό απλά ενισχύοντας σενάρια που του δίναν για να ζωντανέψει απλώς λίγο ο διάλογος. Ο δε Ταραντίνο έχοντας προηγουμένως συνεισφέρει δίχως credit και στο “Crimson Tide” του Τόνι Σκοτ (επίσης παραγωγής Τζέρι Μπρουκχάιμερ και Ντον Σίμπσον) δούλεψε και εδώ για λίγο.

Το να ξεχωρίσει κανείς συνεισφορές σεναριογράφων μέσα από μια τόσο ανώνυμη και εργοστασιακή διαδικασία είναι πρακτικά αδύνατον, όμως αξίζει να σημειώσουμε πως αναφορικά με τον Σόρκιν η ταινία διαθέτει πολλές σκηνές στο Λευκό Οίκο που έχουν μια κάποια αύρα του μετέπειτα “West Wing”, ενώ όσο αφορά στον Ταραντίνο, η ταινία ;όχι απλά διαθέτει μια mexican standoff σκηνή-κατατεθέν παλιών γουέστερν που λατρεύει ο Κουέντιν, αλλά και κορυφώνεται με την εικόνα του Νίκολας Κέιτζ να καρφώνει μια ένεση αδρεναλίνης στο στέρνο του, το οποίο, ΟΚ, ακόμα και τότε που είδαμε την ταινία πηγαίνοντας σχολείο, όλοι το “Pulp Fiction” σκεφτήκαμε κατευθείαν.

Αλλά το απόλυτο trivia και το πλέον απίστευτο παραμένει ο ρόλος που έπαιξε στην εμπλοκή της Μεγάλης Βρετανίας στην εισβολή του Ιράκ. Ύστερα από διεξοδικές έρευνες χρόνια αργότερα, το συμπέρασμα ήταν πως οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες βάσισαν σε μεγάλο βαθμό την απόφαση για συμμετοχή στον πόλεμο, σε ψευδείς αναφορές για όπλα μαζικής καταστροφής (που ουδέποτε υπήρξαν) περιγραφές των οποίων εν τέλει βασίζονταν στην απεικόνιση στην ταινία του Μπέι.

«Επισημάνθηκε ότι τα γυάλινα δοχεία δεν χρησιμοποιούνται συνήθως σε χημικά πυρομαχικά- και ότι μια δημοφιλής ταινία (‘Ο Βράχος’) είχε ανακριβώς απεικονίσει αέρια νεύρων να μεταφέρονται σε γυάλινες χάντρες ή αμπούλες», ανέφερε το τελικό πόρισμα της έρευνας. Αν δηλαδή σας ξαναπούν ότι οι ταινίες δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο να ξέρετε τι να απαντάτε.

Ο ‘Βράχος’ χαρακτήρας


Ο Τζον Μέισον του Σον Κόνερι, που μικρός μου άρεσε για κάποιο λόγο να φαντάζομαι πως ήταν ο ίδιος ακριβώς ήρωας που έπαιζε ο Κλιντ Ίστγουντ στην “Απόδραση από το Αλκατράζ”. Πιο γερασμένος αλλά όχι λιγότερο κουλ. Ένας Μποντ που δεν είναι ποτέ “too old for that shit”.

Η καριέρα

Μάικλ Μπέι, εσύ σούπερ σταρ. Ο λατρεμένος vulgar auteur γύριζε τότε μόλις τη δεύτερη ταινία του θεμελιώνοντας με αυτήν την ικανότητά του να μαγεύει το παγκόσμιο κοινό, σαν ο πιο φασαριόζικος αυλητής της παραμυθένιας Ιστορίας, μέσα από εκρήξεις χρώματος, πίξελ και ήχων. Θα ακολουθούσε το ‘Armageddon’, ακόμα μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία, και το υπερφιλόδοξο ‘Pearl Harbor’ (με μια από τις σπουδαιότερες σκηνές σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ που μας έχει δώσει το μοντέρνο Χόλιγουντ) πριν ο Μπέι χαθεί παντελώς μες στον μεταλλικό χαμό των ‘Transformers’.

Αλλά ακόμα και έτσι, δε σταμάτησε να δίνει διαμάντια σαν το ‘Pain & Gain’ ή το συναρπαστικό ‘The Island’, μικρές αντιδράσεις στην οχλαγωγία του μεγάλου franchise που τον κατάπιε. Είναι φυσικά ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς σκηνοθέτες του Χόλιγουντ της τελευταίας 30ετίας, κι αν το πρώτο ‘Bad Boys’ ήταν που τον έφερε στο προσκήνιο, οι back-to-back επιτυχίες με το ‘Βράχος’ και το ‘Armageddon’ ήταν που τον θεμελίωσαν ως τον απόλυτο μπλομπάστερ auteur της εποχής.

Exit mobile version