Breaking Bad, Τελευταίο Επεισόδιο: “Felina”
- 2 ΟΚΤ 2013
Κάθε βδομάδα τέτοια μέρα μιλάγαμε για τα καινούρια επεισόδια της καλύτερης σειράς του φθινοπώρου. Σήμερα αυτά τα κείμενα δυστυχώς τελειώνουν/ Ακολουθούν spoilers για το 16ο και τελευταίο επεισόδιο της 5ης και τελευταίας σεζόν.
***
Να ποιο είναι το ωραίο με τα φινάλε: Αποκαλύπτουν, μια για πάντα, τι ιστορία είχε μέσα στο κεφάλι του ο άνθρωπος που την έγραφε. Δεν ξέρω ποιοι είχαμε ποτέ αμφιβολία για αυτό, αλλά το “Breaking Bad” είναι Η Ιστορία του Γουώλτ Γουάιτ, του κυρίου καθηγητή που δίδασκε χημεία και μια μέρα αποφάσισε να αφήσει την ηθική του πίσω και να γίνει άρχοντας του εγκλήματος, επειδή το γούσταρε, επειδή σε αυτό ήταν καλός, επειδή αυτό τον έκανε να νιώσει ζωντανός.
Θα μου πεις, ναι, ευχαριστώ, καλά που διαβάζω ΟΝΕΜΑΝ για να παίρνω τέτοιες συγκλονιστικές πληροφορίες όπως ότι η σειρά ήταν η ιστορία του Γουώλτ Γουάιτ.
Περίμενε.
Η σειρά *πραγματικά* ήταν η ιστορία του Γουώλτ. Και κανενός άλλου. Και το φινάλε το υπογράμμισε αυτό με τρόπο σχεδόν προκλητικά εμφατικό. Ήταν σαν ένα υπερηρωικό κόμικ ή, ακόμα καλύτερα, για να παραμείνουμε συνεπείς ως προς τις αναφορές του Βινς Γκίλιγκαν, ήταν σαν ένα παλιομοδίτικο καουμπόικο που βλέπει τον ηθικά γκρίζο ήρωά του να κάνει μια τελευταία ανιδιοτελή πράξη προτού χιμήξει στον βέβαιο θάνατό του, με το όπλο ανά χείρας.
Βέβαια αυτό το φινάλε παρεκκλίνει σε σημεία. Ο Γουώλτ δεν είναι ένας ηθικά γκρίζος χαρακτήρας. Είναι Ο Κακός. Αν είχε κανείς καμια αμφιβολία πλέον, το είπε και ευθέως, επιτέλους, στην ωραιότερη και σημαντικότερη στιγμή αυτού του φινάλε. Και η ανιδιοτελής πράξη δεν είναι ακριβώς ανιδιοτελής. Είναι κάτι… άλλο. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Ο Γουώλτ έχει επιστρέψει, για αυτό που μπαίνοντας σε αυτό το επεισόδιο είναι μάλλον προφανές σε όλους πως πρόκειται για το τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών που θα οδηγήσει στο θάνατό του. Δεν πιστεύω ξεκινώντας αυτό το φινάλε πως υπήρχε κανείς που αμφέβαλε για το πώς αυτό θα εξελιχθεί. Εν μέρει αυτό είναι αρνητικό, όχι για την προβλεψιμότητα (συχνά οι υπεραναλύσεις στο ίντερνετ οδηγούν δημιουργούς σε κάτι μεθυσμένες απρόβλεπτες στροφές που σμπαραλιάζουν τις σειρές στο τέλος, όπως συνέβη με το “Lost”), αλλά γιατί ποτέ δεν ήμουν μεγάλος φαν των βολικών, καθαρών φινάλε.
Ειδικά σε μια ιστορία σαν το “Breaking Bad” που πάντοτε άφηνε χώρο ανοιχτό για ερμηνείες, το να παρακολουθώ τον Γουώλτ να τακτοποιεί τα πάντα, το να του πηγαίνουν όλα, το ένα μετά το άλλο, τέλεια, ήταν κάπως αμήχανο. Ο Γκίλιγκαν σα να πήρε τις κατευθυντήριές του από το αντίστοιχο φινάλε της 2ης σεζόν (το μόνο αληθινό στραβοπάτημα όλης της σειράς, για μένα), όπου έμοιαζε σαν το σύμπαν, ή ο Θεός για την ακρίβεια, να πήρε το τιμόνι και να ένωσε το παζλ.
Ο Γκίλιγκαν, ήταν από τότε κιόλας εμφανές, πως νοιάζεται πολύ για ηθική ματιά απέναντι στις πράξεις του ατόμου. Η πρώτη μεγάλη αματρία του Γουώλτ είχε σαν αποτέλεσμα ένας θυμωμένος θεός να βρέξει καταστροφή στην αυλή του, με έναν τρόπο αδιανόητα κυριολεκτικό. Καθώς η σειρά εξελισσόταν και οι αμαρτίες γιγαντώνονταν και συσωρρεύονταν, είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς η κρίση θα επέστρεφε. Ο Γκίλιγκαν θα συγχωρούσε τον ήρωά του; Θα τον εξιλέωνε;
Όπως φαίνεται, προσπάθησε να ισορροπήσει καταστάσεις.
Στο φινάλε, επιστρέφει για να κλείσει λογαριασμούς. Δεν πάει για να εκδικηθεί τους Σβαρτς, όπως πολλοί εικάζαμε μετά το φινάλε της περασμένης βδομάδας, αλλά τους χρησιμοποιεί για ένα τελευταίο, υποχρεωτικό δώρο προς την οικογένειά του, σκαρώνει ένα τελευταίο μεγάλο κόλπο ώστε να τους δώσει τα ματωμένα χρήματα που δεν ήθελαν με τίποτα στα χέρια τους. Με το ζόρι; Με το ζόρι. Αυτός είναι ο Γουώλτ Γουάιτ.
Ύστερα, έρχεται η ώρα του ξεκαθαρίσματος και του ‘ενώνω τις τελείες’ παιχνιδιού. Γιορτάζει τα γενέθλιά του πριν κοιτάξει για μια τελευταία φορά από μακριά τον γιο του, και πριν μιλήσει για μια τελευταία φορά με τη Σκάιλερ. Όχι για να της ζητήσει συγχώρεση, γιατί πώς θα μπορούσε; Αλλά για να της προσφέρει ηρεμία, να της επιτρέψει να αφήσει πίσω της αυτή την ιστορία. (Αυτό το τέχνασμα με την ανταλλαγή της τοποθεσίας του πτώματος του Χανκ με ασυλία ήταν κάπως υπερβολικά απλή αλλά θα το επιτρέψουμε.) Και για να της εξηγήσει.
Όσο για το δηλητήριο που είχαμε δει να παίρνει από το σπίτι του, ήταν για τη Λύντια. Τη σκοτώνει αργά και βασανιστικά, και ύστερα ακολουθεί τον Τοντ για να βρει τους Ναζί. Τους οποίους εν συνεχεία θα ξεσκαρτάρει με τρόπο φανταστικά καρτουνίστικο, αλλά επίσης που δε με ενοχλεί. Η σειρά ποτέ δεν αρνήθηκε τον over-the-top pulp χαρακτήρα της, και για την ακρίβεια αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που αγάπησα σε αυτήν. Οπότε ναι, φυσικά και θα τελείωναν όλα με ένα αυτόματο υπερ-πολυβόλο που θα σκότωνε όλη τη συμμορία του Τζακ βγαίνοντας από το πορτ μπαγκάζ.
(Γενικώς μια όχι ιδιαίτερα καλή βδομάδα να είσαι Ναζί. Δηλαδή ξέρεις, υποθέτοντας πως υπάρχουν καλές βδομάδες για να είσαι Ναζί.)
Ποια είναι η τελευταία του πράξη; Να ελευθερώσει τον Τζέσι. Κι εδώ ο σεναριακός μηχανισμός επαφίεται σε ευκολίες, αλλά και πάλι, δε θα κολλήσουμε εκεί. Σίγουρα ήταν χαζό που ο Τζακ προσβλήθηκε και έφερε τον Τζέσι από το κελάρι απλά για να τον δείξει στον Γουώλτ, αλλά ΟΚ. Πραγματικά δεν πειράζει. Ο Γουώλτ είδε τον κάποτε μαθητευόμενό του και αλλάζει σκοπό. Τώρα θέλει να τον σώσει, και το κάνει, κι ύστερα του ζητάει να τον καθαρίσει εκείνος.
Ο Τζέσι φυσικά και δεν το κάνει, σηματοδοτώντας έτσι τη μοναδική στιγμή σε όλο αυτό το φινάλε που δεν πάνε όλα τέλεια για τον Γουώλτ, όμως μικρό το κακό γιατί έχει προηγουμένως συμβεί η Βολική Θανατηφόρα Πληγή από το μακελειό. Ο Τζέσι οδηγά γρήγορα προς τον έξω κόσμο, μια κραυγή ελευθερίας η τελευταία φορά που τον βλέπουμε να σηματοδοτεί πως επιτέλους θέλει ξανά να ζήσει.
Πίσω, στο εργαστήριο, ο Γουώλτ κοιτάζει το έργο ζωής του, και αληθινά, είναι το έργο ζωής του, το μολύνει, και υποκύπτει στο τραύμα του.
Είναι ωραίο, είναι βολικό, είναι και κάπως σωστό, είναι όλα αυτά μαζί.
Αν όλα αυτά είναι πολύ κοντά στο να μοιάζουν με χάπι εντ για τον Γουώλτ, τότε αυτή είναι μια συζήτηση που αξίζει να γίνει. Η σειρά σίγουρα ξαφνικά μοιάζει να έχει λιγότερη έγνοια για τα θύματα και τις παρενέργειες από ό,τι είχε ως τώρα, κάτι σίγουρα ύποπτο. Οι υποψίες θριάμβου (όταν ο Γουώλτ τη λέει στον Σβαρτς για το μικρό του μαχαιράκι, όταν φτύνει μέσω τηλεφώνου πάνω στον επικείμενο τάφο της Λύντια παρόλο που ξέρουμε πως εκείνη την ώρα αφήνει ορφανό ένα μικρό κοριτσάκι, όταν έρχεται ως action hero να ξεσκίσει τους Αληθινού Κακούς, όταν αφήνει με το έτσι θέλω τα θανατικά χρήματα στην οικογένειά του) φαντάζουν λίγο άτοπες, αλλά νομίζω πρέπει να τις εξετάσουμε σε συνάρτηση με την άλλη πλευρά του νομίσματος, που απολύτως βρίσκεται εκεί.
Ο Γκίλιγκαν είναι προσεκτικός, γιατί εν τέλει έχει Κρίνει τον ήρωά του, και δε θέλει να τον κάνει υπερβολικά μάγκα. Στην τελευταία του σκηνή με τον Τζέσι, ό,τι πιο κοντινό έχει η σειρά σε ηθικό κέντρο, τελικά, ο Γουώλτ δεν τολμά καν να του μιλήσει για συγχώρεση. Ξέρει πως δεν υφίσταται κάτι τέτοιο. Ύστερα από μια μακρά ανταλλαγή βλεμμάτων του γνέφει καταφατικά, αλλά δεν είναι μια “αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον” στιγμή ανάμεσα σε δύο εχθρούς. Είναι περισσότερο μια “ξέρω πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο παρά να σε αποχαιρετήσω σιωπηλά” στιγμή ανάμεσα σε δύο άντρες που άφησαν ο ένας να καταστρέψει τον άλλο.
Ο Τζέσι αποχωρεί δίχως να εξοργιστεί, αλλά και δίχως να τον ανταμείψει. Είναι το πιο προσεκτικό Τίποτα που έχει συμβεί στο φιλμ του “Breaking Bad”. Όλη η ηθική της σειράς ισορροπεί σε αυτό το τελευταίο βλέμμα του Τζέσι. Ο Γκίλιγκαν δε θέλει να αθωώσει τον πρωταγωνιστή του βάζοντας τον Τζέσι να τον συγχωρήσει. Αλλά ταυτόχρονα προσέχει να μην τον καταβαραθρώσει κιόλας, γιατί στην τελική, ξέρεις, απολαμβάνουμε τις περιπέτειές του για υπερβολικά πολύ καιρό, και υπερβολικά πολύ για να έχει δικαίωμα να κάνει κάτι τέτοιο.
Νωρίτερα, στην καλύτερη στιγμή του επεισοδίου, ο Γουώλτ αποκαλύπτεται σαν φάντασμα δίπλα στην Σκάιλερ. (Έχει σημασία το “σαν φάντασμα”.) Ξεκινάει πάλι μια γνώριμη πρόταση. “Σκάιλερ, πρέπει να ξέρεις ότι το έκανα–”
Εκείνη τον διακόπτει, μεταφέροντας τα λόγια πολλών από εμάς, μέσα στην σειρά. Υποθέτω ο καθένας έχει διαφορετική αντίδραση και ανάγνωση σε αυτά τα πράγματα, αλλά εγώ ήμουν έτοιμος να πω αυτός ακριβώς που θα έλεγε αμέσως μετά η Σκάιλερ: “Αν ακούσω άλλη μια φορά ότι το έκανες για την οικογένειά σου…” Πράγματι. Αν η σειρά έκλεινε με τον κάτι-σαν-τελευταίο-θρίαμβο του Γουώλτ τονίζοντας ξανά πως τα έκανε όλα για την οικογένειά του, θα είχα θυμώσει.
“Το έκανα για μένα,” της λέει. “Ήμουν καλός σε αυτό.”
Επιτέλους. Αυτή η σκηνή παραδοχής μας βοηθάει να διαβάσουμε, εν τέλει, και όλο το φινάλε.
Διότι. Στην τελευταία σκηνή του προηγούμενου επεισοδίου, όπως γράφαμε και την περασμένη βδομάδα, ο Γουώλτ εξαφανίζεται σαν φάντασμα. Πάλι το φάντασμα. Λέγαμε πως πλέον δεν ξέρουμε ποιος είναι. Δεν είναι πια ο Γουώλτ Γουάιτ, είναι εμφανές αυτό εδώ και πολλές σεζόν. Και δεν είναι ο Χάιζενμπεργκ, ο Χάιζενμπεργκ έχει πεθάνει.
Είναι κάποιος άλλος. Είναι κάτι ενδιάμεσο ίσως. Είναι ένα φάντασμα, που επιστρέφει για να κλείσει λογαριασμούς. Μια τελευταία επίγεια πράξη πριν αποχωρήσει για πάντα. Ο Γουώλτ κι ο Χάιζενμπεργκ είναι νεκροί, είναι νεκροί και τελειωμένοι, και αυτό το ειρηνικό φάντασμα του Κάποτε Κύριου Γουάιτ εμφανίζεται από το πουθενά δίπλα στην Σκάιλερ (προσπερνώντας την περιφρούρησή της), συνομιλεί με εγκληματίες σε κοινή θέα σε καφέ, γαζώνει συμμορίες φονιάδων. Κλείνει λογαριασμούς. Με τους Σβαρτς, με την οικογένειά του, με τους Ναζί, με τον Τζέσι, με τη Λύντια, με τον Τοντ.
Και με τον εαυτό του. “Το έκανα για μένα”.
Η τελευταία του επίγεια πράξη ήταν να μολύνει τον καμβά των μεγαλύτερών του αριστουργημάτων, και να επιστρέψει πίσω στον ουρανό, στην κόλαση, δε ξέρω πού. Έχοντας προλάβει να κλείσει ό,τι είχε αφήσει ανοιχτό.
Ήταν ένα φινάλε -για μένα, προσωπικά- καλό αλλά όχι απόλυτα καλό, συνεπές αλλά όχι απόλυτα συνεπές, που όμως έκανε ένα πράγμα απολύτως σαφές κι αυτό είναι απόλυτα σεβαστό. Πως το “Breaking Bad” είναι Η Ιστορία του Γουώλτ Γουάιτ, του κυρίου καθηγητή που δίδασκε χημεία και μια μέρα αποφάσισε να αφήσει την ηθική του πίσω και να γίνει άρχοντας του εγκλήματος, επειδή το γούσταρε, επειδή σε αυτό ήταν καλός.
Επειδή αυτό τον έκανε να νιώσει ζωντανός.
Και το ότι αυτή η σειρά ξεκίνησε, εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε με τους απολύτως δικούς της όρους, και δίχως να χάσει σε κανένα σημείο το στόχο ή τη μπάλα, της εξασφαλίζει μια πολύ ξεχωριστή θέση στο πάνθεον. Δεν υπάρχουν, ούτε θα υπάρξουν, πολλές σαν αυτήν.