O Bryan Cranston είναι καλύτερος από ποτέ στο ‘Last Flag Flying’
Βρεθήκαμε στην Ευρωπαϊκή πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ του Λονδίνου, και ακούσαμε τι είχε να πει ο πρωταγωνιστής αμέσως μετά.
- 10 ΟΚΤ 2017
Πριν την μάλλον απρόσμενη άνοδό του στην εκτίμηση των κινηματογραφικών θεσμών (τα Φεστιβάλ, οι κριτικοί, μέχρι και στα Όσκαρ έφτασε) την τελευταία 5ετία, ο Richard Linklater είχε αγαπηθεί από πολλούς ως ένας σκηνοθέτης δίχως κάποια τεράστια έγνοια για το αν παραδίδει αψεγάδιαστα έργα τέχνης ή μικρές ιστορίες που εκφράζουν την οπτική του για τον κόσμο.
Οι μικρές ταινίες ήταν πάντα μεγάλο προσόν του σκηνοθέτη, εξάλλου το mangum opus του είναι η τριλογία των ‘Before’, τρεις ταινίες που υπό την high concept ομπρέλα του μεγαλώματος σε πραγματικό χρόνο ανάμεσα στα κεφάλαια, παραμένουν μεμονωμένα όσο μικρά φιλμ μπορείς να τα κάνεις. Δύο άνθρωποι, μια πόλη, πολλοί περίπατοι.
Στην πραγματικότητα, οι παντός τύπου ματιές στο πώς το πέρασμα του χρόνου (το αληθινό) σχηματίζει τους ήρωες και τον κόσμο τους, είναι το μεγάλο ενιαίο high concept της φιλμογραφίας του Linklater, και είναι και το μοναδικό. Οι επιμέρους δουλειές του είναι σχεδόν πάντα χαμηλών τόνων ταινίες, που με τον ένα τρόπο ή τον άλλον πάντα καταλήγουν να ασχολούνται με τον χρόνο και την ωρίμανση, από το ‘Boyhood’ και την συμπιεσμένη πολυετή του αφήγηση, ως το ‘Everybody Wants Some!!’ που ο σκηνοθέτης θεωρεί πνευματικό σίκουελ του “Dazed and Confused‘.
(Photo by Joel Ryan/Invision/AP)
Το ‘Last Flag Flying’ είναι ακόμα μια μικρή ταινία για άντρες φίλους που αναλογίζονται τα χρόνια που δίνουν χροιά στις κοινές τους εμπειρίες, αλλά ο Linklater κάνει αυτές τις ταινίες καλύτερα από τον καθένα. Και ακόμα, είναι κι ετούτη μια ταινία με μια παράξενη αίσθηση συνέχειας ή κληρονομιάς, όπως και οι περισσότερες στην τελευταία δεκαετία δουλειάς του σκηνοθέτη. Περιέργως, το ‘Last Flag Flying’ είναι κι αυτό σίκουελ, του ‘The Last Detail’ του Hal Ashby από το 1973. Για την ακρίβεια, είναι βασισμένο στο σίκουελ του βιβλίου στο οποίο είχε βασιστεί η ταινία του Ashby, και το έχει συν-γράψει ο Linklater μαζί με τον συγγραφέα, Darryl Ponicsan.
Στη νέα ταινία, που διαδραματίζεται το 2003, τρεις άντρες που υπηρέτησαν στο ναυτικό μαζί, επανενώνονται δεκαετίες μετά όταν ο γιος του ενός (Steve Carell, ο οποίος πετυχαίνει με χαμηλούς τόνους “μια αύρα τραγωδίας γύρω του όλη την ώρα”, όπως το έθεσε ο Linklater) σκοτώνεται στο Ιράκ και τους ζητάει να πάνε στην κηδεία μαζί. Ό,τι ακολουθεί σχεδόν αγνοεί την ιδέα της πλοκής ή ακόμα και ώθησης- αποτελούμενο από οριακά θεατρικού τύπου μεγάλες σεκάνς διαλόγων, το φιλμ είναι σα να περνάς την ώρα σου με τρεις άντρες που θυμούνται τα χρόνια που πέρασαν, για να διαπιστώσουν πως εκεί που περίμεναν να βρουν νοσταλγία, ανακαλύπτουν μόνο πίκρα.
“Είναι road movie, είναι buddy movie, είναι war movie,” μας είπε o Linklater μετά την πανευρωπαϊκή της πρεμιέρας προχθές βράδυ στο Odeon της Leicester Square του Λονδίνου. Αλλά εν τέλει μια τέτοια ταινία μπορεί να ζήσει μόνο στους ώμους των ερμηνευτών που την γεμίζουν με αλήθεια και συναίσθημα. Δίπλα στον Carell, κεντρικό ρόλο κρατούν ο Bryan Cranston (του οποίου ο Sal έχει ανοίξει ένα μπαρ) και ο Laurence Fishburne (του οποίου ο Richard έχει γίνει πλέον ιερέας). Το να βλέπεις τους τρεις τους να συναντούν τα απρόοπτα το ένα μετά το άλλο δημιουργεί μια απολαυστική ακολουθία σκηνών, ακόμα κι όταν το ζητούμενο μπορεί να είναι κάτι τόσο απλό ως “οι τρεις φίλοι προσπαθούν να αγοράσουν ένα ‘από αυτά τα περίεργα’ τα κινητά τηλέφωνα”.
(Photo by Joel Ryan/Invision/AP)
“Μαζευτήκαμε 2-3 βδομάδες νωρίτερα,” λέει ο Bryan Cranston, που εδώ παίζει -ουσιαστικά- τον χαρακτήρα του Jack Nicholson από την ταινία του Ashby, εκείνον που ας πούμε δεν ακολουθεί ακριβώς τους κανόνες, θα το πει το ένα πράγμα παραπάνω, θα τον δημιουργήσει τον χαμό του όπου το θελήσει. “Είχαμε το προνόμιο να καθόμαστε απλώς και να διαβάζουμε το σενάριο, ήταν για εμάς σαν ομαδική θεραπεία,” εξηγεί, μιλώντας για τη χημεία των τριών τους.
“Ήταν το αγαπημένο μου απλά να κάθονται και να μιλάνε,” λέει ο Linklater. “Ήταν καλό σημάδι όταν με τον καθένα που μιλούσα για την ταινία, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ήθελε πολύ να συνεργαστεί με τους άλλους δύο,” συνεχίζει μιλώντας για το πώς τους έφερε μαζί. “Είναι κι οι τρεις σε κορυφαία φόρμα.” Για τον Cranston ειδικά αυτό σημαίνει πολλά. Ο πολυβραβευμένος ηθοποιός έγινε πρόσωπο συνώνυμο με τη σπουδαία τηλεόραση παίζοντας για χρόνια τον Walter White στο ‘Breaking Bad’ και κερδίζοντας 287 Έμμυ για το ρόλο. Όμως από τότε, κάθε του απόπειρα να στήσει μια αντίστοιχη πρεστίζ κινηματογραφική καριέρα έπεσε στο κενό, παίζοντας είτε ρόλους που τον αδικούσαν (‘Godzilla’), είτε ταινίες που τον αδικούσαν (τα πάντα όλα, συμπεριλαμβανομένου του εντελώς αδιάφορου ‘Trumbo’ για το οποίο πάντως κέρδισε μια υποψηφιότητα Όσκαρ, εντελώς στον αυτόματο). Στο ‘Last Flag Flying’ είναι στο κέντρο της ταινίας, σαν μια σειρά μικρών αυτοσχεδιασμών στημένων πάνω στα κέφια του, μέσω των οποίων αναδεικνύει κάθε συναίσθημα, σε κάθε εύρος.
“Για μένα είναι πάντα η ιστορία πρώτα, πρέπει να είναι σημαντική,” μας εξήγησε. “Δεν έχει διαφορά από το να διαβάζεις ένα καλό βιβλίο. Αν αρχίσεις να φέρνεις στο μυαλό σου την καλλιτεχνική διεύθυνση, το πώς βλέπεις τα κουστούμια, πώς βλέπεις αυτούς τους χαρακτήρες, σε ταξιδεύει αλλού,” λέει σχετικά με το πώς αντέδρασε στο σενάριο. “Άλλες φορές ψάχνεις κατεύθυνση και εισαγωγή στους χαρακτήρες, αλλά αυτή τη φορά ήταν σαφές, τον ήξερα αυτό τον τρόπο, τον ξέρω τον Sal, τύπους σαν αυτός, ήξερα πώς να τον παίξω,” θυμάται για την προσέγγισή του με τον Linklater. Κι όταν άκουσε πως ο Fishburne (“ο Fish,” τον αναφέρει) κι ο Carell θα συμμετείχαν, ήταν εύκολη η απόφασή του. “Είμαστε μεγάλοι,” συμπληρώνει χαμογελώντας. “Κι εγώ είμαι ο μεγαλύτερος όλων μας. Έχουμε μεγάλη εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον ως ηθοποιοί, σεβόμαστε τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε, αλλά κι οι τρεις μας ταιριάξαμε εντελώς φυσικά.”
Τους τρεις ήρωες ακολουθούμε σε ένα ταξίδι απρόοπτων που είναι γεμάτο τρανταχτά γέλια και μεγάλες στιγμές συγκίνησης (δε ξέρω αν ρωτάτε αλλά εγώ θα απαντήσω, φυσικά και βούρκωσα). Τα επεισόδια μπορεί να αφορούν την προσπάθειά τους να πάρουν το φέρετρο του γιου του Carell από τους πεζοναύτες, την επίσκεψή τους στη μητέρα ενός παλιού τους συντρόφου, ή απλά μια βραδιά τους έξω στη Νέα Υόρκη, όταν χάνουν το τρένο. (Όλη η ταινία γυρίστηκε στο Πίτσμπουργκ “εκτός από μια πολύ, ΠΟΛΥ μεγάλη μέρα, έξω στη Νέα Υόρκη,” θυμάται γελώντας ο Cranston.)
Στην πορεία, ο Linklater φτιάχνει μια χαμηλών τόνων (φυσικά χαμηλών τόνων) εξερεύνηση ακόμα και τις ίδιας της ιδέας του -αμερικάνικου- πατριωτισμού, δίνοντας χώρο στους ηθοποιούς του να παίξουν θλιμμένα, γελαστά, φωναχτά, σιωπηλά. “Οι πολεμικές ταινίες, ιδίως εκείνες για το Βιετνάμ και τώρα για το Ιράκ, κερδίζουν από την χρονική απόσταση,” είπε ο σκηνοθέτης. “Νομίζω πως η κουλτούρα τώρα έχει διανύσει την απαιτούμενη απόσταση.” Το ‘Last Flag Flying’ διανύει κι εκείνο την απόσταση, δίχως ποτέ να θέλει -όπως εξάλλου κάθε αληθινή ταινία του Linklater- να προβαίνει σε μεγάλες, φωναχές δηλώσεις ή να παραδίδει Σημαντικές Στιγμές εις βάρος των χαρακτήρων.
Είναι μια απαλή ταινία για σκληρές διαπιστώσεις πάνω στην μνήμη, την μιλιταριστική εμμονή, τον πατριωτισμό, και τις ανθρώπινες συνδέσεις. Και που παρά το περιεχόμενό της, δεν επιχειρεί ποτέ να αρπάξει τον έλεγχο από τους ίδιους τους ερμηνευτές, αφήνοντας τον Steve Carell να γεμίσει το χώρο με τις σιωπές του, τον Laurence Fishburne με τη στιβαρότητά του και τον Bryan Cranston με, well, με ό,τι του ερχόταν. Βασικά, με τα πάντα. Είναι ένα κινούμενο highlight reel. Αλλού αυτό μπορεί να ήταν υπερβολικό ή ενοχλητικό, αλλά για τον Cranston υπό τις οδηγίες του Linklater (που πάντα κερδίζει τα μέγιστα από τους ηθοποιούς του) ο συνδυασμός είναι απλά σωστός.
*To ‘Last Flag Flying’ θα βγει στις αίθουσες από την Seven Film.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ: