Chelly Wilson: Η Ελληνοεβραία που έγινε η βασίλισσα του πορνό της Νέας Υόρκης
Με αφορμή την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ Queen of the Deuce στις αίθουσες, ρίχνουμε μία ματιά στην larger than life ζωή της μεγαλύτερης ιδιοκτήτριας πορνό σινεμά και παραγωγός soft ερωτικών ταινιών στις ΗΠΑ στα 70s.
- 30 ΜΑΡ 2023
«Η μητέρα μου δε θα απολογούνταν ποτέ για το ποια ήταν. Ποτέ», είναι η ατάκα με την οποία κλείνει το μόλις ενός λεπτού τρέιλερ του Queen of the Deuce (Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης). Το ντοκιμαντέρ της Ελληνοαμερικανίδας Valerie Kontakos, που υπογράφει τη σκηνοθεσία και συνυπογράφει το σενάριο με τον Έλληνα συγγραφέα Χρήστο Αστερίου και το οποίο έφυγε πριν από λίγες ημέρες από το 25o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και τώρα, προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Στο τρέιλερ ακούγονται επίσης ατάκες του τύπου «Είχε πολύ θράσος», «Ήταν πανούργα επιχειρηματίας», «Ήταν μία δύναμη της φύσης», «Ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες Ελληνίδες στην Αμερική τότε».
Ήταν η Chelly Wilson.
Η Ελληνοεβραία από τη Θεσσαλονίκη, που έγινε η βασίλισσα του πορνό της Νέας Υόρκης, η μεγαλύτερη ιδιοκτήτρια πορνό κινηματογράφων και παραγωγός soft ερωτικών ταινιών στις ΗΠΑ στα 70s καταφέροντας να χτίσει τη δική της αυτοκρατορία σε έναν έντονα ανδροκρατούμενο χώρο.
Το Queen of the Deuce είναι ένα ντοκιμαντέρ που βλέπεται σαν ταινία και αφηγείται με απολαυστικό τρόπο συνδυάζοντας το animation με τις διηγήσεις συγγενών, φίλων και ανθρώπων που είχαν την τύχη να τη γνωρίσουν και να δουλέψουν μαζί της, την ιστορία της μυθιστορηματικής ζωής της Wilson.
Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα
Η Chelly Wilson γεννήθηκε με το ονοματεπώνυμο Ραχήλ Σερέρο στη Θεσσαλονίκη το 1908. Ήταν κόρη οικογένειας σεφαραδιτών Εβραίων με επιχειρηματική δραστηριότητα στην πόλη.
Με το που αποφοίτησε από το Γαλλικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης υποχρεώθηκε από το πατέρα της να παντρευτεί τον Μωυσή Μπουρλά, με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ντίνο (Ντάνιελ) και την Πολέτ, αλλά σύντομα χώρισαν. Εκείνη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τη νεογέννητη κόρη της και ο γιος της έμεινε με τον πρώην σύζυγό της.
Άνοιξε ένα μαγαζί, όπου επιδιόρθωνε οικιακές συσκευές και κάπως έτσι, ξεκίνησε η γνωριμία της με τον κόσμο του επιχειρείν. Αναγνωρίζοντας ότι δεν ήταν η καλύτερη μητρική φιγούρα για την Πολέτ, αποφάσισε να τη δώσει στη μητέρα της γραμματέας της, που έμενε επίσης στην πρωτεύουσα, για να τη μεγαλώσει.
Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία το 1939, η Ραχήλ προειδοποίησε τους γονείς της που βρίσκονταν ακόμα στη γενέτειρά της για το κακό που ερχόταν. Τους ζήτησε να την ακολουθήσουν στην Αθήνα, αλλά ήταν ανένδοτοι. Τους έχασε όλους, γονείς και αδέρφια, στο Ολοκαύτωμα μαζί με το 95% των Εβραίων που ζούσαν τότε στη Θεσσαλονίκη.
Τον Δεκέμβριο του 1939, στα 31 της έφυγε από τον Πειραιά με το υπερωκεάνιο «Νέα Ελλάς» για την Αμερική, αφήνοντας πίσω σώα και αβλαβή την 4χρονη κόρη της. Οκτώ χρόνια μετά, την έφερε από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη, μαζί και τον γιο της, τον Ντάνιελ που είχε καταταγεί στον ισραηλινό στρατό.
Πορνό σινεμά και Mykonos στη Γη της Ελευθερίας
«Η μητέρα μου πίστευε ότι η Αμερική ήταν το καλύτερο μέρος στον κόσμο για να ζεις επειδή μπορούσες να είσαι ελεύθερος να γίνεις ό,τι θέλεις, να κάνεις ό,τι θέλεις», είχε δηλώσει τον περασμένο Νοέμβριο η κόρη της, Bondi Walters μιλώντας στη New York Post.
Η Ραχήλ έφτασε στη Νέα Υόρκη και σχεδόν αμέσως βρέθηκε με καντίνα χοτ-ντογκ στην προβλήτα Dyckman. Δύο χρόνια μετά, το 1941 κι ενώ η Ελλάδα βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή, αποφάσισε να φέρει τα περίφημα «Επίκαιρα» που έδειχναν στους Έλληνες μετανάστες τι ακριβώς συνέβαινε στην πατρίδα, ενώ μέσα από κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές τους έφτιαξε και τη δική της ταινία, το Greece on the March.
Παράλληλα, έφερνε και ελληνικές ταινίες –διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τη Ρένα Βλαχοπούλου, τους ανθρώπους της Φίνος Φιλμ, ακόμα και με την Αλίκη Βουγιουκλάκη- και διοργάνωνε προβολές για την ελληνική κοινότητα της Νέας Υόρκης, προσφέροντας μάλιστα μέρος των εσόδων στην οικονομική ενίσχυση των πολεμικών επιχειρήσεων των Ελλήνων ενάντια στους Γερμανούς.
Εκείνη την εποχή γνωρίστηκε με τον τεχνικό Ralf Wilson, τον οποίο ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε χωρίς να μπορούν καλά-καλά να συνεννοηθούν. Εκείνη δεν μιλούσε ακόμα καλά αγγλικά και εκείνος δεν καταλάβαινε γρι ελληνικά. Μαζί του απέκτησε δύο ακόμα παιδιά.
Το επιχειρηματικό της δαιμόνιο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε περάσει στον χώρο της παραγωγής ταινιών -ήταν παραγωγός ακόμα και στο «Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου- την οδήγησαν ύστερα από παρότρυνση συνεργάτη της να γυρίσει το ρεπερτόριο των αιθουσών, που με τα χρόνια είχαν περάσει στην ιδιοκτησία της, σε ερωτικού περιεχομένου.
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, η Ραχήλ, πλέον Chelly Wilson μεσουρανούσε στη βιομηχανία των πορνοσινεμά στην 42η Οδό, μεταξύ της 7ης και της 8ης Λεωφόρου, κάτω από την Times Square. Λέγεται μάλιστα, ότι επειδή οι δρόμοι εκείνοι ήταν ελληνοκρατούμενοι, είχε τις πλάτες της τοπικής μαφίας.
Σχεδόν όλες οι προβολές αρχικά σοφτ πορνογραφικών ταινιών και αργότερα, hardcore, γίνονταν στις δικές της αίθουσες, στις οποίες έδινε ονόματα Ελλήνων θεών του έρωτα, όπως Venus, Eros και Adonis. Ο τελευταίος ήταν ο πορνοκινηματογράφος που αναδείχθηκε ως το πιο θρυλικό στέκι για τους γκέι της εποχής και όχι μόνο. Το θρυλικό all-male Adonis Theatre δεν πρόβαλλε μόνο γκέι πορνό, αλλά και διάφορες εναλλακτικές ταινίες, ακόμα και από την Ελλάδα.
Πάνω από αυτό βρισκόταν το διαμέρισμά της, το προσωπικό της καταφύγιο, όπου δούλευε, κάπνιζε, έπινε, έπαιζε πόκερ, ερωτοτροπούσε με τις ερωμένες της.
Παράλληλα με την ενασχόλησή της με τη βιομηχανία του πορνό, επέκτεινε την επιχειρηματική της δραστηριότητα και στον κόσμο της εστίασης, όταν στα τέλη των 60s άνοιξε το δικό της εστιατόριο με ζωντανή μουσική, το Mykonos. Από τα τραπέζια και την πίστα του πέρασαν κάποιες από τις μεγαλύτερες διασημότητες της εποχής: από τη Shirley MacLean και τον John F. Kennedy με την Jackie, μέχρι τον Ωνάση και τη Μελίνα Μερκούρη.
H Chelly Wilson πέθανε το 1994 στα 86 της χρόνια. Σε μια επιστολή προς τις κόρες της, έγραψε τη λίστα αγορών για το φαγητό που θα ήθελε να σερβίρουν στην κηδείας της, ενώ υπογράμμισε ότι είχε κάνει το καθήκον της εδώ στη Γη και έπρεπε να επιστρέψει στον Θεό.
«Ποτέ δεν τη σκέφτηκα ως θρησκευόμενη, αλλά προφανώς είχε κάποια πράγματα που ήταν πολύ προσωπικά και τα οποία κράτησε για τον εαυτό της», εξομολογήθηκε η κόρη της, Bondi στη New York Post και πρόσθεσε:
«Η μητέρα μου μού έμαθε ότι μπορείς πραγματικά να κάνεις ό,τι θέλεις στη ζωή σου, αρκεί να πιστεύεις στον εαυτό σου. Αρκεί, να μην αφήσεις κανέναν να σου αλλάξει γνώμη».