ΣΙΝΕΜΑ

«Είσαι ιερέας και κανείς δεν σε αμφισβητεί»: Η αλήθεια στην καρδιά του ‘Corpus Christi’

Μια ανάσα από τα φετινά Όσκαρ, ο Γιαν Κομάσα μας μιλά για τη σχέση κράτους, εκκλησίας και κοινωνίας στο φλογισμένο του φιλμ «Corpus Christi» που μόλις κυκλοφόρησε στις αίθουσες.

Να μια συλλογή σπουδαίων ταινιών στα οποία θες να βρίσκεσαι ως παρέα: «Παράσιτα». Το «Πόνος και Δόξα» του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Οι «Άθλιοι» του Λατζ Λι. Το «Atlantics» που υπάρχει ήδη στο Netflix. Έχουμε γράψει για όλα από τις Κάννες: Μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς, που -καθόλου συμπτωματικά!- αποτελούν την τελική 10άδα διεθνών φιλμ που βρίσκονται ένα βήμα από την οσκαρική υποψηφιότητα.

Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Γιατί δίπλα σε όλα αυτά τα πολυβραβευμένα φιλμ από τις Κάννες που έχουν τη στήριξη μερικών τεράστιων ονομάτων ή τη στήριξη κάποιας μεγάλης καμπάνιας για να φτάσουν ως τα Όσκαρ, συναντάμε και κάτι απρόσμενο. Ένα φιλμ μικρότερης εμβέλειας, αλλά καθόλου μικρότερης δύναμης, ένα κοινωνικό φιλμ-δυναμίτη από την Πολωνία που χώθηκε κι αυτό στην εν λόγω 10άδα, όχι επειδή το γύρισε κάποιος μεγάλος auteur ή επειδή το Netflix ή κάποιος μεγάλος αμερικάνος διανομέας το έσπρωξε με ό,τι είχε και δεν είχε.

Αλλά απλά επειδή τα μέλη της Ακαδημίας το είδαν και, τόσο απλά, το ψήφισαν. Γιατί το «Corpus Christi» είναι από εκείνες τις ταινίες που δημιουργούν άμεση αίσθηση στον θεατή και για καιρό μετά θα το θυμάσαι ως κάτι το αληθινά ξεχωριστό.

Είναι η ιστορία ενός νεαρού σε αναμορφωτήριο που, κάπως δημιουργώντας τον εαυτό του από την αρχή, αναγεννάται πνευματικά. Θέλει να γίνει ιερέας, αλλά το μητρώο του δεν το επιτρέπει. Έτσι, όταν βρεθεί σε μια επαρχιακή κωμόπολη για μια άλλη δουλειά, θα προσποιηθεί πως είναι ο νέος ιερέας. Αυτό όχι απλά του δίνει μεγάλη δύναμη στη μικρή αυτή κοινότητα, αλλά τον οδηγεί σε μια πορεία εξιλέωσης ατομικής και συλλογικής που ποτέ δεν φανταζόταν: Στον ρόλο τους ως ιεράς, θα βοηθήσει την κοινότητα να ξεπεράσει ένα τεράστιο τραύμα που στοιχειώνει τους ανθρώπους εκεί.

Είναι μια ταινία που πραγματικά αξίζει να αναζητήσετε στην αίθουσα. Και, ποιος ξέρει, μπορεί τη Δευτέρα να έχει εξασφαλίσει και μια από τις 5 οσκαρικές υποψηφιότητες.

Το «Corpus Christi» (για το οποίο μπορείτε να διαβάσετε την γνώμη μας στις κριτικές της εβδομάδας) έκανε πρεμιέρα -και βραβεύτηκε!- στο παράλληλο τμήμα Venice Days του 76ου Φεστιβάλ Βενετίας, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Εκεί, εντυπωσιασμένοι από το φιλμ, αναζητήσαμε τον σκηνοθέτη Γιαν Κομάσα για μια σύντομη κουβέντα πάνω στο έργο και τις θεματικές του. Μας μίλησε για το πώς η ταινία γεννήθηκε από μια αληθινή ιστορία, για το πώς το κοινωνικό του έργο τον τράβηξε σε αυτή την ιστορία, και για τη σχέση εκκλησίας, κοινωνίας και πολιτικής σήμερα.

Πώς αναπτύχθηκε η ταινία από την αληθινή ιστορία;

O δημιουργικός παραγωγός της ταινίας, Κριστόφ Ρακ, διάβασε ένα άρθρο στην εφημερίδα για την υπόθεση, για έναν άντρα που προσποιήθηκε πως ήταν ιερέας για μήνες σε μια μικρή κοινότητα κάπου στην Πολωνία. Βρήκε τον δημοσιογράφο που το έγραψε κι εκείνος του είπε πως θέλει να γράψει την ιστορία μόνος του, να είναι το πρώτο του σενάριο. Ο Ματέους [σσ. Πάσεβιτς, σεναριογράφος του φιλμ] ήταν 26 χρονών τότε. Ο παραγωγός που είχε μεγάλη εμπειρία του είπε πως θα τον βοηθήσει επιβλέποντας τη συγγραφή. Έτσι το έγραψε ο Ματέους, υπό τη μαθητεία του Κριστόφ.

Ο Κριστόφ μου το έστειλε, γιατί γνωριζόμασταν από πριν και θέλαμε να κάνουμε μαζί μια ταινία, που δεν έγινε. Το διάβασα, έδωσα σχόλια και μου είπαν ότι θα επανέλθουν. Συχνά αν δίνω πολλά σχόλια σε έναν σεναριογράφο, δεν επιστρέφει ποτέ. [γελάει] Λένε ΟΚ, δεν χρειάζεται να αλλάξουμε τίποτα. Ίσως συμφωνούν με το 10% αλλά ποτέ με το 30%, όπως έπρεπε να γίνει εδώ. Όμως αυτοί το έκαναν! Με προσέγγισαν ξανά, μου έστειλαν τη δεύτερη εκδοχή, και αυτό ήταν βασικά η ταινία.

Τι είδους αλλαγές, στην ουσία;

Η πρώτη εκδοχή της ταινίας είχε happy end, ήταν κάπως άκακο, ήθελα κάτι που να έχει περισσότερη αιχμή. Μου άρεσε βέβαια, κι ο ήρεμος ρυθμός είναι ΟΚ, αλλά κάποια στιγμή χρειάζεται κάτι πιο φλογισμένο εδώ κι εκεί, κατ’εμέ. Ήθελα να είναι πιο σκοτεινό, βασικά. Ήθελα το κομμάτι στο αναμορφωτήριο να είναι πιο σκληρό και λιγότερο… [σκέφτεται] με μια ταινία σαν αυτή, που ο βασικός χαρακτήρας προσπαθεί να εξιλεωθεί κάνοντας πολύ καλό, ένιωθα πως χρειαζόταν κάτι πολύ σκοτεινό στην αρχή της ταινίας, και στο τέλος.

Επειδή αναφέρεις συγκεκριμένα το αναμορφωτήριο, η σύνδεσή σου με την ταινία έχει να κάνει με αυτό το σημείο; Ή έχει να κάνει με το θρησκευτικό σου background;

Κάπως. Για να είμαι ειλικρινής συγκινήθηκα γιατί δούλεψα για χρόνια με παιδιά και εφήβους, με νέους που έχουν προβλήματα με εθισμό και με ναρκωτικά. Έχουμε μια αλυσίδα συγκεκριμένη στην Πολωνία που ξεκίνησε στα ‘80s και τη βρίσκεις παντού στη χώρα, λέγεται Monar, και άρχισα να δουλεύω μαζί τους. [σσ. Μια μη κυβερνητική οργάνωση που βοηθά ανθρώπους με προβλήματα εθισμού, άστεγους, φορείς του AIDS κι άλλες ομάδες που χρειάζονται κοινωνική βοήθεια.] Έκανα ντοκιμαντέρ για αυτούς και συνεργάστηκα μαζί τους για τα τελευταία 12 χρόνια, έχω πολλούς φίλους εκεί.

Ένιωθα άνεση με το κομμάτι του αναμορφωτηρίου γιατί ξέρω πώς δουλεύει, ξέρω τους ανθρώπους, ξέρω πόση εμπιστοσύνη πρέπει να έχεις για να αλλάξεις τη συμπεριφορά κάποιοα ανθρώπου, αν είναι καν δυνατόν να συμβεί, αν είναι εφικτό. Αυτό που μου άρεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι διάβασα το σενάριο για το οποίο είχε γίνει τόση έρευνα, δεν ήξερα το παρασκήνιο, ότι ο Ματέους είχε κάνει ρεπορτάζ κι είχε γράψει άρθρο, το διάβασα και σκέφτηκα, Ουάο, είναι ακριβώς ό,τι ξέρω από την εμπειρία μου. Και λέω, πώς γίνεται αυτός να τα ξέρει όλα αυτά; Έκανα έρευνα κι έμαθα. Μου άρεσε η ντοκιμαντεριστική προσέγγιση του Ματέους στο υλικό και στο γράψιμο του σεναρίου. Αυτό με έπεισε πιο πολύ παρά το θρησκευτικό κομμάτι.

Η θρησκεία… βαπτίστηκα καθολικός Χριστιανός οπότε ξέρω τις λειτουργίες, ξέρω τις παραδόσεις, ξέρω τα προβλήματα, ξέρω τη σχέση της εκκλησίας με τις κοινότητες. Έχουμε τεράστια συζήτηση στην Πολωνία τώρα πάνω στο ρόλο της εκκλησίας στη χώρα.

Παίζει κεντρικό ρόλο στην ταινία πόσο ισχυρή θέση έχει το αγόρι σε αυτή την κοινότητα επειδή νομίζουν ότι είναι ιερέας. Είναι μια τοποθέτησή σου πάνω στην ισχύ της εκκλησίας και στο θέμα του διαχωρισμού με το κράτος;

Αν δεις στις ΗΠΑ ο Πρόεδρος Τραμπ προσεύχεται πριν κάθε μίτινγκ με τους ευαγγελικούς χριστιανούς. Υπάρχει τεράστια πίεση από θρησκευτικές κοινότητες σε όλο τον κόσμο, από θρησκευτικούς ηγέτες, το βλέπουμε και στην Πολωνία επίσης σήμερα. Μπορούμε να μιλάμε για ώρες από πού προέρχεται κοινωνικά, αλλά είναι σίγουρα εκεί. Το νιώθω στην Πολωνία, υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στην κοσμική Ευρώπη, τον Δυτικό πολιτισμό, και στην πλευρά των πιο συντηρητικών αξιών, όπως την κοινότητα που επιλέξαμε να φιλμάρουμε.

Την ταινία την γυρίσαμε σε ένα μέρος στη νότια Πολωνία, μια πολύ απομακρυσμένη περιοχή, όπου δεν μένουν πολλοί άνθρωποι εκεί. Αλλά αυτοί που μένουν, ένα 75% ψήφισε δεξιά στις τελευταίες εκλογές.

Έχει ενδιαφέρον αυτό που λες τώρα γιατί η ταινία έχει ούτως ή άλλως μια πολιτική διάσταση ως προς το ότι οι άνθρωποι εκεί επέλεξαν να πιστέψουν ό,τι ελπίδα εκπροσωπούσε αυτό το παιδί, κόντρα σε κάθε λογική, κάτι που συναντάμε πάρα πολύ συχνά στη σημερινή πολιτική προσέγγιση.

Ναι, ναι, έτσι είναι. Το θέμα είναι πως φοράς ένα κολάρο και η αντίληψη είναι πως είσαι ιερέας και κανείς δεν σε αμφισβητεί. Άνθρωποι, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες περιοχές, μεγαλύτεροι άνθρωποι που νιώθουν και παρατημένοι και αποκλεισμένοι από την κοινωνία. Είναι πιο εσωστρεφείς, θέλουν να μείνουν εκεί, είναι περισσότερο συντηρητικοί. Έχουν την τάση να ανοίγουν την αγκαλιά τους σε ξένους και καλεσμένους, αλλά αν ζήσεις μαζί τους θα βρεις πως [διαφέρουν], κι αυτό είναι κάτι που ισχύει παντού κι όχι μόνο στην Πολωνία. Ενδιαφερόμουν πολύ στην ταινία για τη διαφορά ανάμεσα στον τουρισμό και τη μετανάστευση. Αν πας εκεί όλοι είναι καλοί μαζί σου, αλλά αν ζήσεις εκεί τότε κάπως μαθαίνεις τι τους οδηγεί και τι συμβαίνει στα αλήθεια κάτω από την επιφάνεια αυτής της κοινότητας.

Αυτό πώς εκφράζεται στην ταινία;

Ο Ντάνιελ έχει αποκλειστεί από την κοινωνία λόγω του τι έκανε στο παρελθόν. Δεν είναι μέλος του κοινωνικού συνόλου, είναι στον πάτο. Και βρίσκει ένα πρότυπο στον ιερέα στο αναμορφωτήριο, και πάει στο χωριό και γίνεται κάποιος. Ήταν ο κανένας και γίνεται Κάποιος. Αλλά επίσης νιώθει πως γίνεται κι ένα αληθινό άτομο. Αν δεν ήταν ιερέας δεν θα ήταν κανένας για την κοινωνία. Τώρα βρίσκει ρόλο, κι αυτό του δίνει δύναμη και μια ας πούμε διαπραγματευτική δύναμη. Και τη χρησιμοποιεί για να κάνει κάτι που στα μάτια του είναι καλό, δηλαδή να βοηθήσει αυτή τη χήρα να γίνει ξανά μέρος της κοινότητας, επειδή πριν την είχα αποβάλει.

Αυτός ως άνθρωπος που έχει απορριφθεί κοινωνικά δια βία επειδή έπασε κάθε πιθανή από τις 10 εντολές, ξέρει για το θέμα περισσότερα από τον καθέναν. 100% ξέρει πώς είναι να απορρίπτεσαι. Γι’αυτό νιώθει πιο κοντά στο αποκλεισμένο πρόσωπο που γνωρίζει περισσότερο από κάθε άλλον και, παραδόξως, είναι το μόνο άτομο που αλλάζει κάτι σε αυτή την κοινότητα. Όχι ο παλιός ιερέας, που ήταν πολύ μεγάλος, που ήταν εκπρόσωπος του status quo.

Είναι μεγάλη η συζήτηση για τις δομές και τους θεσμούς, για το ρόλο της εκκλησίας στην Πολωνία. Υπάρχουν όλο και λιγότεροι ιερείς, περισσότεροι άνθρωποι φεύγουν από την εκκλησία ή σταματούν να είναι ενεργοί Χριστιανοί. Υπάρχει τεράστιο κίνημα προς το πιο κοσμικό lifestyle, μετά από 50 χρόνια κομμουνισμού υπάρχει τεράστια αλλαγή στη χώρα. Αλλά ήθελα να το κάνω πιο παγκόσμιο στην ταινία. Μπορείς να βρεις μικρά κομμάτια αυτής της ιστορίας στο «Δαμάζοντας τα Κύματα», με τη θρησκευτική κοινότητα, με απομακρυσμένους ανθρώπους που έχουν τις δικές τους αξίες και έρχονται κοντά χάρη σε ένα κοινό τραύμα, επειδή άνθρωποι πέθαναν στο ατύχημα και τώρα η κοινότητα έχει προσκολληθεί σε αυτό το συλλογικό τραύμα, τους δίνει δύναμη. Είναι τοξικό, αλλά και ενδυναμωτικό την ίδια στιγμή. Κι ο Ντάνιελ θέλει να βοηθήσει, αλλα πρέπει να διαλύσει τη δική τους δύναμη για να το καταφέρει. Την ίδια στιγμή, αναγκαστικά, είναι και ένας επαναστάτης.

*Το «Corpus Christi» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή Τριανόν. Η συνέντευξη με τον Γιαν Κομάσα πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του ‘19 στο Φεστιβάλ Βενετίας.

***

Παρέα με έναν απολαυστικά απολογητικό Μάκη Παπασημακόπουλο, αναλύουμε τη φιλμογραφία του Rian Johnson. Τι άλλαξε το ‘Rise of Skywalker’ ως προς την αντιμετώπισή μας στο ‘Last Jedi’; Σε τι φάση βρίσκεται η τριλογία Star Wars που έχει συμφωνήσει να κάνει και, τελικά, θέλουμε να τη δούμε ή όχι;